ΕλΣυν/Ε Κλ/27/2010
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Μη νόμιμη διαδικασία ανάθεσης δημοσίου έργου της ΔΈΣΦΑ ΑΈ, καθόσον ο όρος της διακήρυξης περί δυνατότητας επαύξησης του τελικού αντικειμένου έως 50% του συμβατικού τιμήματος είναι ανεφάρμοστος ως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζει το είδος και την έκταση των εργασιών, που θα αποτελέσουν το περιεχόμενό του, αλλά ορίζει ότι αυτό θα εξαρτηθεί από τη μελλοντική πορεία της εκτέλεσης της σύμβασης και θα προσδιοριστεί είτε μέσω μεταβολής, είτε μέσω συμπληρωματικής σύμβασης.(Σχ.η 26/2010) Με τις 659 και 660/2010 αποφάσεις του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανακλήθηκαν οι προμνησθείσες Πράξεις του Κλιμακίου, αφού κρίθηκε ότι οι εργασίες που αποτελούν κατά παραπομπή το περιεχόμενο του δικαιώματος προαίρεσης είναι οριστές με την αναλυτική περιγραφή των εργασιών και προμηθειών υλικών, που περιγράφονται στη διακήρυξη και αφορούν σε υπερσυμβατικές ποσότητες και νέες εργασίες, σε σχέση με αυτές που αφορούν στο αντικείμενο του έργου.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.7/156/2011
Δημόσια έργαΜε τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (βλ. σκ. II), το Τμήμα κρίνει ότι η επιπλέον δαπάνη ποσού 8.404,66 ευρώ, λόγω αύξησης στις ποσότητες των εργασιών της σύμβασης (και της εντεύθεν αύξησης του ποσού του εργολαβικού οφέλους), νομίμως καλύπτεται από το κονδύλιο των απρόβλεπτων δαπανών της από 16.10.2009 σύμβασης, καθόσον πρόκειται για υπερσυμβατικές - και όχι για νέες - εργασίες, οι οποίες οφείλονται σε σφάλματα της αρχικής μελέτης ως προς τις απαιτούμενες ποσότητες των προβλεπόμενων από τη σύμβαση εργασιών. Σε κάθε περίπτωση, από την ανωτέρω αύξηση των συμβατικών ποσοτήτων των εργασιών, η οποία οφείλεται στη διαφοροποίηση των διαστάσεων του γηπέδου ποδοσφαίρου, δεν τροποποιείται το συμβατικό αντικείμενο του έργου αφού, όπως προεκτέθηκε, τουλάχιστον από το από 23.4.2009 σχέδιο κάτοψης του γηπέδου, το οποίο αποτελεί τμήμα της 65/2009 μελέτης και συμβατικό στοιχείο της εργολαβίας, ήταν γνωστό εκ των προτέρων ότι οι διαστάσεις του επίμαχου γηπέδου θα μπορούσαν να κυμανθούν εντός ενός εύρους τιμών. Περαιτέρω, όσον αφορά στην επιπλέον δαπάνη για απολογιστικές εργασίες, ποσού 1.783,79 ευρώ, πρόκειται στην ουσία για τη δαπάνη της επιπλέον ασφάλτου που απαιτήθηκε, η οποία, όπως εκτέθηκε στη σκέψη III, αφαιρείται από την αξία των ασφαλτικών εργασιών. Η δαπάνη αυτή προέκυψε, προφανώς, λόγω της αύξησης στις ποσότητες των ασφαλτικών εργασιών και νομίμως βαρύνει το κονδύλιο των απρόβλεπτων δαπανών της οικείας σύμβασης, καθόσον πρόκειται και πάλι για υπερσυμβατικές εργασίες, που σκοπό είχαν την επανόρθωση ποσοτικών σφαλμάτων της μελέτης. Τέλος, η αύξηση του συντελεστή Φ.Π.Α. από 19% σε 23% με σχετική ρύθμιση αποτελεί νέο κανόνα που τέθηκε σε ισχύ μετά την ανάθεση του έργου και η εντεύθεν προκύπτουσα επιπλέον δαπάνη των 1.826,18 ευρώ θα μπορούσε να καλυφθεί, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, από το κονδύλιο των απροβλέπτων. Πλην, όμως, το κονδύλιο των απρόβλεπτων δαπανών έχει, εν προκειμένω, ήδη αναλωθεί, ενώ υπέρβαση αυτού σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται.
ΕΣ/ΚΛ.Ε/526/2011
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ. Νομιμότητα συμπληρωματικής σύμβασης. (..) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη ΙΙ σκέψη της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι προαναφερόμενες εργασίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης. Και τούτο διότι οι μεν εργασίες που αφορούν σε αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών συντήρησης, βελτίωσης και επισκευής υποδομών οδοποιίας στις περιοχές Γ1 και Γ2 αρμοδιότητας .... (βλ. ανωτέρω εργασίες υπό στοιχ. Ε, ΣΤ και Ζ) εμπίπτουν στο αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, στο οποίο -ενόψει της γενικής περιγραφής αυτού και του μη προσδιορισμού των ποσοτήτων (έστω και κατ' εκτίμηση) των επιμέρους εργασιών και των συγκεκριμένων περιοχών αρμοδιότητας ...., στις οποίες αυτές θα πραγματοποιηθούν, καθώς και του ότι οι εργασίες θα καθορίζονται, κατά περίπτωση και ειδικά για κάθε χώρο (με Α.Π.Ε.), με βάση τις προκύπτουσες κάθε φορά ανάγκες και προτεραιότητες λειτουργίας της .... Α.Ε. και μετά από σχετική εντολή εκτέλεσής τους που θα δίνεται στον ανάδοχο- εμπίπτει κάθε εργασία συντήρησης, βελτίωσης και επισκευής υποδομών οδοποιίας, που θα προκύψει ή θα καταστεί αναγκαία σε οποιοδήποτε περιοχή αρμοδιότητας ...., και μέχρι εξάντλησης του συμβατικού ποσού. Όσον δε αφορά στις λοιπές εργασίες που αποτελούν αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης (βλ. ανωτέρω εργασίες υπό στοιχ. Α, Β, Γ, Δ και Η), αυτές αφορούν σε εργασίες κατηγορίας οικοδομικών (οι δε εργασίες υπό στοιχ. Γ' αφορούν και σε υδραυλικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες) και, επομένως, δεν είναι συναφείς προς τις εργασίες που αποτελούν αντικείμενο της αρχικής σύμβασης και συνίστανται σε εργασίες κατηγορίας οδοποιίας, και για το λόγο αυτό δεν μπορούν ν' αποτελέσουν νομίμως αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης. (..) Κωλύεται η υπογραφή της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης του έργου...(Μη ανακλητέα με την 285/2012 πράξη του VI΄ Τμ. του Ελεγκτικού Συνεδρίου)
ΕλΣυν/τμ.6/274/2011
Από τις ως άνω διατάξεις (3669/2008) συνάγεται ότι η απευθείας ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία απευθείας αναθέσεως και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνον στις περιοριστικά αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις : α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικώς συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση και τα οικεία συμβατικά τεύχη (μελέτες, γενική συγγραφή υποχρεώσεων κ.λπ.), λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται εκείνες, οι οποίες προβλέπονται κατά είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες) είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του. Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Ε.Σ. 1780/2009, 2506/2009, 2726/2010, κ.α.). Περαιτέρω με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν εργασίες οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σε σφάλματα των προμετρήσεων.
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/101/2017
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ:(...) Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η ανάθεση συμπλη-ρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου έργου επιτρέπεται, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του οικείου τεχνικού συμβουλίου, όταν οι συμπλη-ρωματικές εργασίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι αυτές δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή ή, μολονότι μπορούν να διαχωριστούν από την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που, είτε προβλέπονται, κατ’ είδος, από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Ως απρόβλεπτες, εξ άλλου, περιστάσεις νοούνται τα αιφνίδια εκείνα πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν προϋπήρχαν της ανάθεσης του έργου και, παρότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την οικεία σύμβαση (Ε.Σ. αποφ. Τμ. Μείζονος - Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, VI Τμ. 614/2014, Πραξ. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015). Η δε απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών πρέπει, ως εκ της φύσης της, να είναι σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο τούτο (Ε.Σ. VI Τμ. 2066/2010 κ.α., Πραξ. Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015). Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός των συμπληρωματικών εργασιών ως εργασιών που κατέστησαν αναγκαίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται με πραγματικά και αναλυτικά στοιχεία, τόσο στις απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις του οικείου τεχνικού συμβουλίου, όσο και στις αντίστοιχες αποφάσεις της προϊσταμένης αρχής, ενώ δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του με ανώτερα ποιοτικώς υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη ή είναι επακόλουθο της έλλειψης επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής. (Ε.Σ. Πράξ. VII Τμ. 57/2012, Κ.Π.Ε.Δ. VII Τμ. 35/2015, 290/2014 κ.α.).(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα εξής: Η προκείμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου αποτελεί απρόβλεπτη περίσταση που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, καθώς έλαβε χώρα μετά την αρχική μελέτη του έργου και την αρχική σύμβαση, δεν ήταν δε αντικειμενικά δυνατό, σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να προβλεφθούν εξ αρχής οι εργασίες που κατέστησαν εκ των υστέρων αναγκαίες λόγω της τροποποίησης αυτής. Εκ τούτων παρέπεται ότι μόνον οι συναφείς με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου εργασίες, ως οφειλόμενες στο απρόβλεπτο αυτό γεγονός, μπορούν να εκτελεσθούν νομίμως κατόπιν σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης. Αντιθέτως, όσες εργασίες δεν συνέχονται με την εν λόγω τροποποίηση, ήταν δυνατό να προβλεφθούν κατά το στάδιο της αρχικής μελέτης και επομένως η ανάθεσή τους με την επίμαχη συμπληρωματική σύμβαση είναι μη νόμιμη.Βάσει αυτών, οι εργασίες υπό στοιχεία β) και δ) που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη 4 της παρούσας νομίμως ανατέθηκαν με συμπληρωματική σύμβαση, διότι αποδεικνύεται από τη σχετική αιτιολογική έκθεση και την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ότι κατέστησαν αναγκαίες λόγω αλλαγής των σχετικών Ο.Α. μετά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου. Ωστόσο, οι λοιπές ως άνω υπερσυμβατικές ή νέες εργασίες, δεν προκύπτει από τις ίδιες αποφάσεις ότι σχετίζονται με την εν λόγω τροποποίηση.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ελεγχόμενη δαπάνη είναι εν μέρει μη νόμιμη και εκ του λόγου τούτου το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕλΣυν/Τμ.7/29/2010
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι συμπληρωματικές εργασίες δημόσιου έργου νομίμως εκτελούνται μετά την έγκριση και υπογραφή σχετικής συμπληρωματικής σύμβασης μόνο εφόσον δεν έχει ακόμη εξαντληθεί η συμβατική προθεσμία περάτωσης του έργου ή η νόμιμη παράταση αυτής. Εξάλλου, η σύνταξη Α.Π.Ε. και Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε. προηγείται της εκτέλεσης των υπερσυμβατικών ή νέων εργασιών, με εξαίρεση τις πρόσθετες εργασίες του άρθρου 44 του π.δ/τος 609/1985, που εκτελούνται πριν από τη σύνταξη Α.Π.Ε. κατόπιν έγγραφης εντολής της υπηρεσίας ή σε επείγουσες περιπτώσεις, κατόπιν προφορικής εντολής στον τόπο του έργου, που καταχωρείται στο ημερολόγιο του έργου. Παράταση της προθεσμίας χορηγηθείσα μετά τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσης προθεσμίας δεν αποτελεί όντως παράταση αυτής (εφόσον λαμβάνει χώρα μετά την εκπνοή της και πέραν από την καταληκτική ημερομηνία της), αλλά χορήγηση νέας προθεσμίας, η οποία όμως δεν προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Κατά συνέπεια, δαπάνες που αφορούν σε υπερσυμβατικές εργασίες δημόσιου έργου, δηλαδή αυξημένες ποσότητες ή νέες εργασίες σε σχέση με τις συμβατικές, που έχουν εκτελεστεί κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων, δηλαδή πριν από την εμπρόθεσμη σύνταξη και έγκριση Α.Π.Ε. και μετά την εκπνοή της συμβατικής προθεσμίας εκτέλεσης του έργου ή των νόμιμα χορηγηθεισών παρατάσεων αυτής, δεν είναι νόμιμες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε αποδοχή της δυνατότητας καταστρατηγήσεων των σχετικών περί προθεσμιών διατάξεων, η τήρηση των οποίων, υπαγορεύεται από λόγους δημόσιας τάξεως, εφόσον συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον ολοκλήρωσης του έργου και παράδοσης του έγκαιρα προς θεραπεία δημόσιου σκοπού (βλ. Πράξεις VΙΙ Τμ. 19, 86, 168, 362/2006, 79, 252/2007, 75/2009).
ΕλΣυν/Τμ.6/288/2012
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις προηγούμενες σκέψεις το Τμήμα κρίνει ότι οι εργασίες που περιλαμβάνει η προς σύναψη συμπληρωματική σύμβαση αποτέλεσαν αντικείμενο της αρχικής σύμβασης. Συγκεκριμένα, οι συμπληρωματικές εργασίες: είτε α. αποτέλεσαν εξαρχής τμήμα των ομάδων εργασιών του αρχικού συμβατικού αντικειμένου και αυξήθηκαν κατά ποσότητα με τον 1ο Α.Π.Ε. (εργασίες εξυγίανσης) είτε β. εντάχθηκαν και ενσωματώθηκαν στο αρχικό έργο ήδη με τον 1ο ΑΠΕ και για την κάλυψη της δαπάνης τους (ειδικώς, εργασίες εξυγίανσης, για τις οποίες συντάχθηκε το 1ο Π.Κ.Τ.Μ.Ν.Ε.) διατέθηκε το ποσό των απροβλέπτων –ανεξαρτήτως αν τούτο διατέθηκε νομίμως ή μη, εφόσον με το ποσό των απροβλέπτων δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων να καλύπτονται δαπάνες από νέες εργασίες ή από προβλεπόμενες συμβατικές εργασίες των οποίων αυξήθηκε η ποσότητα για την αρτιότητα και λειτουργικότητα του έργου, χωρίς να έχουν εφαρμοσθεί πλήρως οι σχετικές προδιαγραφές κατά την κατάρτιση των μελετών, όπως εν προκειμένω, δεδομένου ότι της κατάρτισης της μελέτης του αρχικού έργου δεν προηγήθηκε εκπόνηση γεωτεχνικής μελέτης, παρότι από το ισχύον νομοθετικό καθεστώς δεν προβλέπεται τέτοια εξαίρεση, ενώ δεν γίνεται επίκληση απρόβλεπτων περιστάσεων που μετέβαλαν τις συνθήκες εκτέλεσης του έργου σε σχέση με αυτές που επικρατούσαν κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησής του- γ. είτε προβλέπονταν ως συμβατικό αντικείμενο, περικόπηκαν δε στη συνέχεια προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κόστος των εργασιών εξυγίανσης –ανεξάρτητα αν μπορούσαν νομίμως ή μη να μειωθούν, καθώς οι συμβατικές ποσότητες εργασιών δεν επιτρέπεται να μειώνονται αν θίγεται η πληρότητα, λειτουργικότητα, και ποιότητα του έργου, όπως εν προκειμένω προκύπτει- και μέσω της συμπληρωματικής σύμβασης επιχειρείται η επανένταξή τους στο προς κατασκευή έργο, προκειμένου αυτό να είναι λειτουργικό και ασφαλές (εργασίες επιστρώσεων).
ΕλΣυν/Επτ/1704/2011
Συμπληρωματικές συμβάσεις.Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης.Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, Ε.Σ. 2502, 2511/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις, επομένως, που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (π.ρ.βλ. Ε.Σ. 1780, 3729/2009 κ.α.).
ΕΣ/ΤΜ.7/348/2010
Έργο - οδοποιία...:Ήδη το Τμήμα, μετά από νέα έρευνα της υπόθεσης, κρίνει ότι η επιπλέον δαπάνη ποσού 18.974,45 ευρώ, λόγω αύξησης της ποσότητας των εργασιών ασφαλτικής ισοπεδωτικής στρώσης μεταβλητού πάχους (ΠΤΠ Α265) από 1.850 τόνους, που προβλεπόταν στο άρθρο ΟΔΟ-Α Δ-6 του προϋπολογισμού της μελέτης, σε 2.728 τόνους, νόμιμα επιβαρύνει το κονδύλιο των απροβλέπτων δαπανών της οικείας σύμβασης, καθόσον, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα στην κρινόμενη αίτηση ανάκλησης, πρόκειται για υπερσυμβατικές εργασίες που ανέκυψαν λόγω αύξησης ποσοτήτων συμβατικών εργασιών, οι οποίες κατέστησαν αναγκαίες λόγω εσφαλμένων προμετρήσεων, ενώ δεν τροποποιείται το προς εκτέλεση συμβατικό αντικείμενο. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του Δήμου ότι οι επίμαχες πρόσθετες εργασίες μπορούσαν, τηρούμενης της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου, να έχουν προβλεφθεί στη μελέτη του έργου, καθώς τόσο οι υψομετρικές διαφορές των προς ασφαλτόστρωση οδών με τις διασταυρούμενες με αυτές οδούς όσο και τα ραγίσματα, τα ανοίγματα, οι καθιζήσεις και οι επιφανειακές ανωμαλίες τους, που οφείλονταν στα προηγούμενα υλικά στρώσης τους (αμμοχάλικο, τσιμέντο, φρεζαρισμένη άσφαλτος), αλλά και το μικρό πλάτος τους, ήταν γεγονότα γνωστά κατά το χρόνο σύνταξής της μελέτης, προβάλλεται αλυσιτελώς, δοθέντος ότι οι εκτελεσθείσες εργασίες δεν είναι νέες αλλά αφορούν στην επανόρθωση σφαλμάτων και παραλείψεων της μελέτης σχετικά με τις ποσότητες των εξ αρχής προβλεπόμενων εργασιών. Συνεπώς, νομίμως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (βλ. σκέψη ΙV), το ποσό αυτό καλύπτεται από το κονδύλιο των απροβλέπτων δαπανών. Περαιτέρω, το ποσό που προκύπτει από την ενδεχόμενη αύξηση του Φ.Π.Α. από 19% σε 21% αποτελεί νέο κανόνα που θεσπίστηκε ως υποχρεωτικός μετά την ανάθεση του έργου και το οποίο θα μπορούσε να καλυφθεί, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω (βλ. σκέψη IV), από το κονδύλιο των απροβλέπτων, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του Δήμου. (...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή κατά το μέρος που αφορά στην κάλυψη της αύξησης ποσοτήτων των εργασιών ασφαλτικής ισοπεδωτικής στρώσης μεταβλητού πάχους ποσού 18.974,45 από το κονδύλι των απροβλέπτων δαπανών, το ένταλμα, όμως, είναι μη θεωρητέο εφόσον κατά τα λοιπά εμπεριέχει τη μη νόμιμη δαπάνη των 44.903,94 ευρώ, η οποία δεν δύναται να καλυφθεί, ούτε από το κονδύλι των απροβλέπτων δαπανών, ούτε από το κονδύλι των απολογιστικών εργασιών.
ΕΣ/ΤΜ.6/1777/2011
Κατασκευή κλειστού γυμναστηρίου Δήμου...ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 33/2011 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου,..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι οι επίμαχες εργασίες που αφορούν στην εγκατάσταση συστήματος κλιματισμού (επιπλέον ποσότητα εργασιών μορφοσιδήρου, προμήθεια και εγκατάσταση καναλιών αερισμού – κλιματισμού με τη μόνωσή τους, προμήθεια και εγκατάσταση των στομίων αερισμού – κλιματισμού, προμήθεια και εγκατάσταση των ανεμιστήρων απαγωγής ακαθάρτου και προσαγωγής νωπού αέρα) συνιστούν πράγματι νέες εργασίες, οι οποίες φαίνεται, καταρχάς, να τροποποιούν τις τεχνικές προδιαγραφές του έργου. Με δεδομένο, όμως, το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την ίδια την αιτιολογική έκθεση του Α.Π.Ε., ακόμα και με την εκτέλεση των εργασιών αυτών δε θα λειτουργήσει τελικά σύστημα κλιματισμού, αλλά εξαερισμού, όπως προβλεπόταν και στην αρχική μελέτη του έργου, οι εργασίες αυτές ναι μεν δεν ταυτίζονται με τις εργασίες της αρχικής σύμβασης, πλην δεν είναι τεχνικά αναγκαίες ούτε οδηγούν στην τελειοποίηση αυτής, καθώς καταλήγουν στο ίδιο τεχνικό αποτέλεσμα, με συνέπεια να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης. Εξάλλου, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι είναι δυνατό στο πλαίσιο συμπληρωματικής σύμβασης να εκτελεστούν νέες εργασίες με μερική τροποποίηση του τεχνικού αντικειμένου, που θα οδηγήσουν όχι αμέσως αλλά μελλοντικά σε ποιοτική αναβάθμιση του έργου, όπως εν προκειμένω η δημιουργία υποδομών για την τοποθέτηση μηχανημάτων κλιματισμού, θα πρέπει να συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις, με βάση τις οποίες θα δικαιολογείται η μη πρόβλεψη της ανάγκης εκτέλεσής τους κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης.(...)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί.
ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤ.ΣΥΝΘ/2167/2011
ΕλΣυν/τμ.6/261/2011
Συμπληρωματικές Συμάσεις.Η έννοια των διατάξεων αυτών (άρθρο 57 παρ. 1 του ν.3669/2008 )είναι ότι η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο υπό τις αναφερόμενες περιοριστικά στο νόμο προϋποθέσεις. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) αφορούν το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, με το οποίο παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, το δε ποσό της συμπληρωματικής σύμβασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το 50% του ποσού της αρχικής σύμβασης. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται αυτές που είτε προβλέπονται κατ’ είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες), είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του γεγονότος ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας, αποφάσεις VI Τμ. Ελ. Συν. 2511, 2502/2009 κ.ά). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίστηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές εργασίες, οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου, είναι ανεπίτρεπτη. Τέλος, οι περιστάσεις που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη (βλ. αποφ. VI Τμ. 1780, 3359/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμόδιου οργάνου περί προσφυγής στην ως άνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ε.Σ. 1780, 3729/2009 κ.α.).