ΔΕΚ/Τ-260/1994
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-324/1998
Περίληψη Η οδηγία 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, διέπει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που συνήφθη γραπτώς μεταξύ, αφενός, επιχειρήσεως η οποία είναι ειδικώς επιφορτισμένη από τη νομοθεσία κράτους μέλους να εκμεταλλεύεται υπηρεσία τηλεπικοινωνιών και της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στις δημόσιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους και, αφετέρου, ιδιωτικής επιχειρήσεως, οσάκις με τη σύμβαση αυτή η πρώτη επιχείρηση αναθέτει στη δεύτερη τη δημιουργία και την έκδοση εντύπων και ηλεκτρικώς χρησιμοποιουμένων πινάκων συνδρομητών του τηλεφώνου (τηλεφωνικών καταλόγων) για να διανέμονται στο κοινό. άντως αν και διέπεται από την οδηγία 93/38, μια τέτοια σύμβαση αποκλείεται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, από το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας λόγω του γεγονότος, ιδίως, ότι η αντιπαροχή της πρώτης επιχειρήσεως προς τη δεύτερη συνίσταται στο ότι η δεύτερη αποκτά το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως της δικής της παροχής, ως ανταμοιβή. Αν και τέτοιες συμβάσεις, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/38, οι αναθέτοντες φορείς, όταν τις συνάπτουν, υποχρεούνται, εντούτοις, να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης εν γένει και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας ειδικότερα, συνεπαγομένη η αρχή αυτή, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας επιτρέπουσα στην αναθέτουσα αρχή να μπορεί να βεβαιώνεται για την τήρηση της αρχής αυτής. Η εν λόγω υποχρέωση διαφάνειας που απόκειται στην αναθέτουσα αρχή συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των ενδεχομένων αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να αποφανθεί ως προς το αν η υποχρέωση αυτή τηρήθηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης και να εκτιμήσει επιπλέον το λυσιτελές των προσκομισθέντων προς τον σκοπό αυτόν αποδεικτικών στοιχείων. ( βλ. σκέψεις 58, 60-63, διατακτ. 1-4 )
ΔΕΚ/C-382/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Έννοια – Εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος (Άρθρα 12 ΕΚ, 49 ΕΚ, 51 § 1, ΕΚ και 80 § 2, ΕΚ) 2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 1. Η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τον οποίο αφορά το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Καίτοι βάσει του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει αποφασίσει άλλως, οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές εξαιρούνται από τους κανόνες του κεφαλαίου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης που αφορούν την κοινή πολιτική μεταφορών, εντούτοις οι μεταφορές αυτές, όπως οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης. Παρά ταύτα, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 49 ΕΚ δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό εφαρμογή στον τομέα της αεροπλοΐας. Αντιθέτως, η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και επομένως υπόκειται σε γενικό κανόνα της τελευταίας όπως το άρθρο 12 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει θεσπίσει διάφορα μέτρα βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία δύνανται να αφορούν μια τέτοια αεροπορική μεταφορά. Όσον αφορά τον κανονισμό 2407/92 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων, από τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του προκύπτει ότι ο σκοπός που το Συμβούλιο επεδίωκε με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ήταν να εφαρμοστεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, μια πολιτική αεροπορικών μεταφορών ώστε να πραγματωθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πάντως, ο ευρύς αυτός σκοπός a priori καταλαμβάνει και μια εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος. (βλ. σκέψεις 19, 21-23, 26-27, 29) 2. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, απαιτεί από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, να έχει κατοικία ή έδρα στο πρώτο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συνηθέστερο αλλοδαποί. Αφετέρου, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στον τόπο της έδρας, κατ’ αρχήν, δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. (βλ. σκέψεις 34, 37, 44 και διατακτ.) 3. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, επιβάλλει σε πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο δεύτερο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση εισάγει κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με κριτήριο στηριζόμενο στην ιθαγένεια, επειδή στην πράξη η υποχρέωση που επιβάλλεται από την ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως υπηκόους άλλων κρατών μελών ή εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Ασφαλώς, το συμφέρον προστασίας της ζωής και της υγείας των μεταφερομένων προσώπων και το συμφέρον ασφάλειας της αεροπλοΐας συνιστούν αναντίρρητα θεμιτούς σκοπούς. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιβάλλει σε ένα πρόσωπο υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος, δεν είναι αναλογικό με τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, εφόσον στην ουσία είναι ίδιες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, εντός των δύο κρατών μελών, των αδειών μεταφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα έννομα συμφέροντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της πρώτης άδειας εντός του άλλου κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 38-39, 42, 44 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΕΣ/ΤΜ.1/38/2019
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Ζητείται η ακύρωση της 432/19312/11.2.2014 (...) Περαιτέρω, με τον έτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα διατείνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης έχει εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Κατά τις ειδικότερες δε αιτιάσεις αυτής η καταλογίζουσα αρχή δεν συνεκτίμησε την έλλειψη υπαιτιότητάς της ως προς τις αποδιδόμενες παρατυπίες. Επί του λόγου αυτού πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη IVA της παρούσας η ευθύνη του τελικού αποδέκτη είναι γνήσια αντικειμενική, διότι, όπως επιβάλλεται από τις προεκτεθείσες ρυθμίσεις του δικαίου της Ένωσης, σε περιπτώσεις διοικητικών μέτρων αμιγώς αποκαταστατικού χαρακτήρα, όπως η επιστροφή των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων κονδυλίων που σκοπεί προεχόντως στην τακτοποίηση των λογαριασμών και την αποκατάσταση της διαχείρισης των κοινοτικών πόρων προς άρση της τυχόν επελθούσας ζημίας τόσο στον κοινοτικό όσο και στον εθνικό προϋπολογισμό ή προς αποτροπή ενδεχόμενης ζημίας, τυχόν εξάρτηση της επιβολής του μέτρου αυτού από το πταίσμα του υπεύθυνου φορέα θα δυσχέραινε την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων πόρων και θα αντέβαινε στην αρχή της πρακτικής αποτελεσματικότητας του Δικαίου της Ένωσης. Συναφώς, ότι στο σύστημα των μέτρων του Κανονισμού 1257/1999, ως προεκτέθη στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, προβλέπονται συγκεκριμένοι όροι που δικαιολογούν την απαλλαγή του λήπτη της ενίσχυσης, μεταξύ των οποίων και η συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας, ενώ, μόνο το γεγονός ότι ο λήπτης της ενίσχυσης τήρησε κάποιους από τους όρους χορήγησης της ενίσχυσης, όπως η κατασκευή της επένδυσης, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την διατήρηση της ενίσχυσης, αφού απαιτείται η συνδρομή όλων των όρων επιλεξιμότητας αυτής. Απορρίπτει την έφεση
ΕλΣυν.Τμ.6(Γ' Διακοπών)/1442/2017
Καθαρισμός κτιριακών εγκαταστασεων:..ζητείται η ανάκληση της 149/2017 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη ΙΙ.Α της παρούσας το Τμήμα κατά πλειοψηφία άγεται στην κρίση ότι λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία του προς καθαρισμό χώρου (εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται από άτομα νεαρής ηλικίας που φοιτούν πολλές ώρες στους χώρους, ορισμένα εκ των οποίων έχουν χαρακτηρολογικά γνωρίσματα της νεότητας, όπως επιπολαιότητα σε θέμα τάξης και καθαριότητας, επιθετικότητα, αμφισβήτηση των καθιερωμένων αρχών), ο προαναφερόμενος όρος της διακήρυξης (βλ. άρθρο Β.1.1.στ΄ και Παράρτημα Ε΄ παρ. Γ΄), με τον οποίο τίθεται επί ποινή αποκλεισμού, ως προϋπόθεση για την απόδειξη της τεχνικής – επαγγελματικής επάρκειας των διαγωνιζομένων, το ήμισυ του προσωπικού καθαρισμού (45 εκ των 90 ατόμων) να έχει απασχοληθεί «στον καθαρισμό παρόμοιων εγκαταστάσεων», έχει τη δοθείσα από την αναθέτουσα αρχή έννοια, την οποία εξειδίκευσε και κατέστησε εκ των προτέρων γνωστή στους διαγωνιζόμενουςήτοι αυτή της απασχόλησης αποκλειστικώς σε χώρους εκπαιδευτηρίων, όπως βασίμως προβάλλεται από το αιτούν Πανεπιστήμιο. Περαιτέρω, ο όρος αυτός δεν αντίκειται στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και του ανταγωνισμού. Τούτο διότι, η Αναθέτουσα Αρχή είναι κατ’ αρχήν ελεύθερη να διαμορφώνει, κατά την κρίση της, τους όρους της διακήρυξης, καθορίζοντας, με κριτήριο τις εκάστοτε ανάγκες της, ειδικότερα τεχνικά χαρακτηριστικά από ποσοτική και ποιοτική άποψη, τα οποία πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι ανάδοχοι.Ειδικότερα δε, εν προκειμένω, ο επίμαχος όρος εγγυάται την εκ μέρους των συμμετεχόντων, επαρκή γνώση του τρόπου εκτέλεσης των εργασιών της επίμαχης σύμβασης καθώς και την επαρκή εμπειρία ως προς την ακολουθητέα μεθοδολογία παροχής των υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, ο όρος αυτός είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη φύση και τον προορισμό των υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο του διαγωνισμού και τελεί σε σχέση αναλογικότητας με την εξυπηρέτηση του σκοπούμενου δημοσίου συμφέροντος, το οποίο συνίσταται στην εξασφάλιση της καλής ποιότητας των υπηρεσιών που θα παρασχεθούν στο πλαίσιο της παρούσας σύμβασης.(..)Ανακαλεί την 149/2017 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1401/2022
Προμήθεια και εγκατάσταση φωτιστικών σωμάτων τύπου LED και λαμπτήρων τύπου LED .....επιδιώκεται η ανάκληση της 251/2022 Πράξης του Στ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(...)Επομένως ο επίμαχος όρος της Διακήρυξης (αρ. 2.2.4, της Διακήρυξης, υπό τον τίτλο «Καταλληλότητα άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας», εγγραφή στο Μητρώο Επιχειρήσεων Ενεργειακών Υπηρεσιών) τέθηκε επί τη βάσει των ενωσιακών απαιτήσεων, αφενός για τη δημιουργία και επιβολή και σε δημόσιες διαγωνιστικές διαδικασίες του εν λόγω ειδικού Μητρώου, στο οποίο είναι εγγεγραμμένες ήδη 122 εταιρείες (ενημέρωση Μητρώου τον Μάϊο 2022) και αφετέρου για την εφαρμογή πράσινων κριτηρίων στις δημόσιες συμβάσεις (βλ. την Οδηγία 2012/27/ΕΕ, τον ν. 4342/2015 που την ενσωμάτωσε, την ΔΕΠΕΑ/Γ/οικ.176381/6.7.2018 υπουργική απόφαση που θέσπισε το εν λόγω Μητρώο και την 14900 υπουργική απόφαση (Β’ 466), με την οποία εγκρίθηκε το σχέδιο Δράσης για τις Πράσινες Δημόσιες Συμβάσεις). Επιπροσθέτως κρίνεται ότι μόνο με την εγγραφή στο εν λόγω Μητρώο πιστοποιείται και αποδεικνύεται η ειδική επαγγελματική καταλληλότητα και η εν γένει επαγγελματική επάρκεια σχετικά με την ικανότητα του οικονομικού φορέα να ανταπεξέλθει σε μία τέτοια σύμβαση ενεργειακού περιεχομένου, όπως εν προκειμένω, με την προμήθεια ενεργειακών φωτιστικών τύπου LED και όχι απλών συμβατικών φωτιστικών και την παροχή ενεργειακών υπηρεσιών, καθόσον απαιτείται να πιστοποιείται η ενεργειακή απόδοση και εξοικονόμηση που προβλέπεται με την υπό κρίση διακήρυξη και σύμβαση, ενώ υφίσταται παράλληλα και εγγυητική ευθύνη καλής λειτουργίας από τον ανάδοχο, τουλάχιστον 10 ετών.(..)Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η αναθέτουσα Αρχή δεν υπερέβη τη διακριτική της ευχέρεια, όπως αυτή οριοθετείται από την αρχή της αναλογικότητας, κατά την πρόβλεψη του συγκεκριμένου όρου για την απόδειξη της ειδικής επαγγελματικής ικανότητας των υποψηφίων στην ελεγχόμενη διαδικασία (άρθρο 2.2.4 της Διακήρυξης, υπό τον τίτλο «Καταλληλότητα άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας»), αφού αυτός απέβλεπε στην προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης και στην δι’ αυτής επίτευξη του επιδιωκόμενου, κατά τα ως άνω, ειδικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος και ότι η εγγραφή στο επίμαχο Μητρώο αποτελεί το μόνο πιστοποιημένο, ελάχιστα επαχθή και πρόσφορο τρόπο βεβαίωσης της ενεργειακής καταλληλότητας της επαγγελματικής δραστηριότητας για τέτοιου είδους μικτές συμβάσεις. Επομένως, οι σχετικοί λόγοι ανάκλησης είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί.
ΣΤΕ/808/2006
Εκκαθάριση και εξυγίανση επιχειρήσεων:..Πρέπει δε να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά τελούσαν σε καλή πίστη, δεδομένου ότι ι) το Συμβούλιο της Επικρατείας, με επανειλημμένες αποφάσεις του (βλ. ΣτΕ 1093/4-1987, 1398/89 κ.α.) είχε απορρίψει λόγους ακυρώσεως ότι η αύξηση, κατά τον ν. 1386/1983, με υπουργικές αποφάσεις, του μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών υπαχθεισών στον νόμο αυτόν αντιβαίνει στο Σύνταγμα, ii) δεν είχε γίνει χρήση της ευχέρειας, που είχε δώσει το άρθρο 54 του ν. 2000/1991 για την επαναφορά της αρχικής κεφαλαιακής συνθέσεως των εταιρειών αυτών και iii) οι υπουργικές αυτές αποφάσεις δεν είχαν, μέχρι την δημοσίευση του ν. 2685/1999, ακυρωθεί με δικαστικές αποφάσεις ή ανακληθεί ή καταργηθεί από την Διοίκηση. Επιτακτικό, κατά τ΄ ανωτέρω, λόγο δημοσίου συμφέροντος συνιστά, επίσης, και η ανάγκη να διατηρηθούν και να επαυξηθούν τα θετικά ως προς την διάσωση και εξυγίανση προβληματικών επιχειρήσεων αποτελέσματα – όπου αυτά υπήρξαν – που προέκυψαν από την εφαρμογή των ληφθέντων κατά τον ν. 1386/1983 θεσμικών και πρακτικών μέτρων, ιδίως δε από την διοίκηση και διαχείριση αυτών των εταιρειών από τον ... και από την χρηματοδοτική ενίσχυσή τους, είτε υπό την μορφή καθαρών εισροών, είτε υπό την μορφή αυξήσεως κεφαλαίου με ή χωρίς κεφαλαιοποίηση οφειλών προς Τράπεζες του δημοσίου τομέα. Ενισχυτικό της καλής πίστεως των παραπάνω προσώπων (νέων μετόχων και συναλλαγέντων τρίτων) είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με την απόφασή της από 7.10.1987, που μνημονεύεται στην προαναφερθείσα εισηγητική έκθεση, δεν προέβαλε «αντιρρήσεις για την εφαρμογή» του ν. 1386/1983 από την άποψη του συμβατού των διατάξεών του προς τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης ΕΟΚ (περί κρατικών ενισχύσεων). Ανεξαρτήτως δε της συνδρομής επιτακτικού κατά τ΄ ανωτέρω δημοσίου συμφέροντος, πρέπει να συνεκτιμηθούν και τα εξής: Κατά το εξεταζόμενο μέρος της, η επίμαχη διάταξη ούτε συγκεκριμένες, προσδιοριζόμενες σε αυτήν, περιπτώσεις αφορά, ούτε κυρώνει αναδρομικά εκτελεστές διοικητικές πράξεις, ούτε νομιμοποιεί την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων τους, ούτε, εφαρμοζόμενη, οδηγεί σε θετική για το διάδικο Δημόσιο έκβαση των εκκρεμών διοικητικών διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή καταλαμβάνει μια ολόκληρη, έστω ολιγάριθμη, κατηγορία υπουργικών πράξεων και ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της ενδεχόμενης δικαστικώς διαπιστουμένης παρανομίας τους, περιορίζοντας τις συνέπειες αυτές στην γένεση αντιστοίχων αξιώσεων προς αποζημίωση. Υπό τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, θεωρούμενα στο σύνολό τους, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 2685/1999 είναι, καθ΄ όσον αφορά τις διοικητικές διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. (..)Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων του συμβατού των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 2685/1999 προς το Σύνταγμα, το κοινοτικό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Τμήμα κρίνει ότι τα ζητήματα αυτά πρέπει να παραπεμφθούν στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφιο β΄ του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) και ορίζει Εισηγητή προς ανάπτυξη της γνώμης του Τμήματος τον Σύμβουλο Δ. Πετρούλια.
ΣΤΕ 3509/2013
Διορισμός εκπαιδευτικών εγγεγραμμένων στους πίνακες διοριστέων-έφεση:Επειδή, με το από 28.4.2011 υπόμνημα, το οποίο κατέθεσε η εκκαλούσα εντός της δοθείσας από την Πρόεδρο προθεσμίας κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης (14.4.2011), προβάλλει ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το αν αντίκειται στην κοινοτική αρχή της αναλογικότητας και στον Κανονισμό 1612/68, το επίμαχο σύστημα διορισμού της επετηρίδας το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, αποκλείει όσους διαθέτουν αυξημένα προσόντα και οδηγεί σε προνομιακό διορισμό αυτών που έχουν μειωμένα προσόντα στην εκπαίδευση η οποία, κατά ρητή επιταγή του άρθρου 165 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( : ΣΛΕΕ), πρέπει να είναι υψηλού επιπέδου. Όπως έχει γίνει δεκτό από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( : ΕΔΔΑ), εφόσον προβλέπεται μηχανισμός προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η άρνηση του εθνικού δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ όταν είναι αυθαίρετη, δηλαδή όταν η παραπομπή είναι υποχρεωτική ή η άρνηση ερείδεται σε διαφορετικούς λόγους από αυτούς που ορίζονται στους ενωσιακούς κανόνες δικαίου ή δεν αιτιολογείται προσηκόντως. Το ΕΔΔΑ ελέγχει την αιτιολογία των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων, από την άποψη αυτή, όχι όμως και την ορθότητα της ερμηνείας και εφαρμογής των οικείων κανόνων δικαίου (απόφαση ΕΔΔΑ της 20.9.2011 Ullens De Schooten et Rezabek κατά Βελγίου). Περαιτέρω, η αποστολή προδικαστικού ερωτήματος δεν είναι υποχρεωτική όταν δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς ή το ζήτημα έχει επιλυθεί από τη νομολογία του ΔΕΚ ή η ορθή ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου είναι προφανής (απόφαση ΔΕΚ της 6ης Οκτωβρίου 1982, C -283/81 Cilfit). Εν προκειμένω, το υποβληθέν αίτημα της εκκαλούσας αφορά το σύστημα διορισμού εκπαιδευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το οποίο ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους μέλους, όπως άλλωστε ορίζει και το άρθρο 165 της ΣΛΕΕ σύμφωνα με το οποίο η Ένωση σέβεται πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος. Επομένως, η κρινόμενη υπόθεση αφορά μια αμιγώς εσωτερική κατάσταση του κράτους μέλους, η οποία δεν εμφανίζει κανένα συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το ενωσιακό δίκαιο. Ως εκ τούτου το υποβληθέν αίτημα πρέπει να απορριφθεί.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1209/2023
ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:ζητείται η ανάκληση της 11/2023 Πράξης της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου Τομέα Υγείας Ενόψει αυτών και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύνολο των στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα σε εκτέλεση των διαταχθέντωνμε την 1083/2023 απόφαση του παρόντος Τμήματος (βλ. αναλυτικά σκέψεις 8, 9 και 10 της παρούσας) η κρίση της (βλ. το από 26.5.2023 πρακτικό της Επιτροπής του Διαγωνισμού και την εγκριτική αυτού 11/29.5.2023 απόφαση του Δ.Σ., όπως συμπληρώθηκαν με το από 4.8.2023 πρακτικό της Επιτροπής Αξιολόγησης του Διαγωνισμού, εγκριθέν με το 19/23.8.2023 απόσπασμα πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Νοσοκομείου, αναλυτικά σε σκέψεις 7 και 9 της παρούσας) ότι οι δηλωθείσες παρατυπίες δεν στοιχειοθετούν σοβαρή ή επαναλαμβανόμενη παρατυπία τέτοια που να θεμελιώνει κατ’ αρχήν τον λόγο αποκλεισμού του άρθρου 57 παρ. 4 περ. ζ της Οδηγίας 2014/24και 73 παρ. 4 περ. ζ του ν. 4412/2016, με συνέπεια να μην επιβάλλεται η ενεργοποίηση του μηχανισμού αξιολογήσεως των διορθωτικών μέτρων αυτοκάθαρσης εκ μέρους του οικείου οικονομικού φορέα (άρθρα 57 παρ. 6 της Οδηγίας 2014/24 και 73 παρ. 7 και 8 του ν. 4412/2016) δεν παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη και δεν πληροί τις απαιτήσεις του σχετικού ελεγκτικού τύπου στο πλαίσιο του προσυμβατικού ελέγχου ενόψει των αρχών της διαφάνειας και της λογοδοσίας που τον διέπουν (βλ. σημείο 13.1. της παρούσας γνώμης). Ειδικότεραα) ενόψει του προδήλως επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα των παρατυπιών του οικείου οικονομικού φορέα που οδήγησαν σε συρροή μεγάλου αριθμού προστίμων και λοιπών κυρώσεων λόγω αθετήσεως των συμβατικών του υποχρεώσεων (συνολικώς άνω των 20 κατά την τριετή περίοδο αναφοράς), η προσφεύγουσα όφειλενα προβεί σε αναλυτική παράθεση και συνολική, συγκεκριμένη, αντικειμενική και εξατομικευμένη εκτίμηση της φύσης των παρατυπιών καθ’ εαυτές και της ευθύνης του οικείου οικονομικού φορέα (βλ. ανωτέρω σημείο 13.2 στοιχ. στ της παρούσας), μόνη δε η εκτίμηση της μικρής τους εκτάσεως σε σχέση με κάθε μία επιμέρους σύμβαση και του γεγονότος ότι πάντως δεν οδήγησαν σε καταγγελία των συμβάσεων δεν αρκεί για την πληρότητα της αιτιολογήσεως, καθόσον η πολλαπλότητα έστω και ελασσόνων παρατυπιών που οδήγησαν σε μικρές κυρώσεις και μάλιστα σε πλείονες αναθέτουσες αρχές, ως εν προκειμένω, μπορεί να στοιχειοθετήσει λόγο αποκλεισμού, συμβατό με την αρχή της αναλογικότητας (βλ. ανωτέρω σημείο 13.2. στοιχ. ε της παρούσας γνώμης), ενώ το γεγονός ότι η πλειονότητα των κυρώσεων αυτών αφορούσε σε άλλο είδος υπηρεσιών (καθαριότητα) δεν συνιστά κατά νόμο λόγο μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 57 παρ. 4 ζ και 6 και 73 παρ. 4 ζ, 7 και 8 του ν. 4412/2016 στον βαθμό που υφίσταται ταυτότητα του οικονομικού φορέα, του οποίου αξιολογείται η επαγγελματική ακεραιότητα και αξιοπιστία,θα μπορούσε δε να αποτελεί κατ’ αρχήν ένδειξη αλλά από μόνη της όχι επαρκή για την μη στοιχειοθέτηση του λόγου αποκλεισμού, λόγω της αξιοσημείωτης επαναληπτικότητας της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της αναδόχου, β) όφειλε επίσης η προσφεύγουσα να αναδείξει την αυτοτέλεια και να προχωρήσει σε ορισμένη, ειδική και εξατομικευμένη κρίση ως προς την δηλωθείσα ποινική ρήτρα ποσού 21.329,66 ευρώ, που επιβλήθηκε σε βάρος του οικείου οικονομικού φορέα, με την 23/3.6.2022 (Θέμα 1ο) απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Γενικού Νοσοκομείου Ελευσίνας «..........», στο πλαίσιο παροχής ομοίων με τις υπό ανάθεση υπηρεσιών εστίασης (Υπηρεσίες Εστιατορίου και Παροχής Φαγητού) και συγκεκριμένα να διατυπώσει αιτιολογημένη κρίση εάν εκτός του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα της η αθέτηση της εν λόγω συμβατικής υποχρέωσης, ως εκ της φύσεως και του ύψους της, παρίσταται και αντικειμενικά σοβαρή και ικανή να κλονίσει την αξιοπιστία και την ακεραιότητα της αναδόχου, στον βαθμό δε που δεν εμπεριέχεται τέτοια κρίση δεν αρκεί για την πληρότητα της σχετικής αιτιολογίας η απλή αναφορά στην δικαστική προσβολή της εν λόγω κυρώσεως από τον οικείο οικονομικό φορέα (βλ. σημείο 13.2. στοιχ. δ της παρούσας γνώμης), ούτε δε και η εκ μέρους της προσφεύγουσας αόριστη κρίση περί της βασιμότητας των προβαλλόμενων τυπικών λόγων προσφυγής εκ μέρους του ίδιου φορέα, γ) η αναθέτουσα αρχή νομίμως κατ’ αρχήν συνεκτίμησε τις βεβαιώσεις καλής εκτελέσεως των υπηρεσιών εστιάσεως που είχαν εκδοθεί από τα αρμόδια όργανα της ίδιας στο πλαίσιο προηγούμενης συνεργασίας, πλην η σχετική αξιολόγηση δεν δύναται να έχει την βαρύτητα που της απέδωσε η προσφεύγουσα, κατά τρόπο ώστε να υποβαθμίζεται κατά τη σχετική στάθμιση η συρροή μεγάλου αριθμού πλημμελειών της αναδόχου, αφενός διότι τούτο δεν προβλέπεται στις εφαρμοστέες διατάξεις οι οποίες αρκούνται στην διάπραξη σοβαρής ή επαναλαμβανόμενης παρατυπίας σε προηγούμενες συμβάσεις σε οποιαδήποτε αναθέτουσα αρχή και αφετέρου διότι μία τέτοια βαρύνουσα αξιολογική σημασία θα έθετε ζητήματα παραβιάσεως των αρχών της διαφάνειας, της ίσης μεταχειρίσεως και της αμεροληψίας της αναθέτουσας αρχής (άρθρο 18 παρ. 1 Οδηγίας 2014/24 και 18 παρ. 1 του ν. 4412/2016), αφού η εφαρμογή του οικείου λόγου αποκλεισμού θα διαφοροποιείτο ουσιωδώς μεταξύ οικονομικών φορέων με τις αυτές παρατυπίες παρέχοντας αθέμιτο πλεονέκτημα στον φορέα εκείνο που αν και εμφανίζει τις ίδιες σοβαρές ή επαναλαμβανόμενες παρατυπίες είχε προηγούμενη συνεργασία με την αρχή που προτίθεται να αναθέσει την σύμβασηκαι δ) η επίκληση των διορθωτικών μέτρων που δηλώθηκαν από τον οικονομικό φορέα στο ΕΕΕΣ παρίσταται αλυσιτελής στον βαθμό που δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη στις παρ. 7 και 8 του άρθρου 73 του ν. 4412/2016 διαδικασία παροχής σύμφωνης γνώμης από την Επιτροπή της παρ. 9 του ίδιου άρθρου (βλ. Δοικ. Εφ. Αθ. 1795/2022 για την ίδια εταιρεία και την επικύρωση κρίσεων της οικείας Επιτροπής περί ανεπάρκειας συναφών διορθωτικών μέτρων στο πλαίσιο άλλης αναθέσεως).Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη προσφυγή να γίνει δεκτή, να ανακληθεί η προσβαλλόμενη 11/2023 Πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Τομέα Υγείας και, εφόσον δεν συντρέχει πλέον άλλος διακωλυτικός λόγος, να επιτραπεί η υπογραφή του οικείου σχεδίου σύμβασης. Η υπό κρίση προσφυγή ανάκλησης νομίμως επανεισάγεται για συζήτηση, μετά τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης σε συμμόρφωση με όσα διατάχθηκαν με την 1085/2023 μη οριστική απόφαση του παρόντος Τμήματος Ανακαλεί την 11/2023 Πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στη 2η Υπηρεσία Επιτρόπου Τομέα Υγείας.
ΔΕΦΑΘ 827/2016
Κατάρτιση ανέργων στον κατασκευαστικό κλάδο...Με βάση τον έλεγχο αυτό στα δηλούμενα στοιχεία από την ανάδοχο, την εξέταση των τηρούμενων φακέλων παρακολούθησης του προγράμματος και την εξέταση εμπρόθεσμης ή μη εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων (βλ. Σχετ. Έκθεση ελέγχου που προαναφέρεται), που νόμιμα έγινε με βάση τα υποβληθέντα στοιχεία χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνει επιτόπιος ή άλλος έλεγχος, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, προέκυψαν συγκεκριμένες παρατυπίες ως προς την υποβολή πινάκων καταβολής αμοιβών εκπαιδευτών και επόπτη πρακτικής, καταβολής αμοιβών επιχειρήσεων πρακτικής, καταβολής δαπανών κλπ, υποβολή πινάκων πρόσληψης εκπαιδευόμενων χωρίς πλήρη στοιχεία και υπογραφές, μη προσκόμιση νόμιμων παραστατικών για πληρωμές (τραπεζικά κλπ. στοιχεία), μη προσκόμιση ΑΠΔ για απασχόληση καταρτιζόμενων στις επιχειρήσεις πρακτικής του υποέργου και καθυστέρηση στην καταβολή των εκπαιδευτικών επιδομάτων κατά 8 μήνες ή 7 μήνες ή 13 και 14 μήνες ανάλογα με το πρόγραμμα, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην 6η σκέψη) . Η πλημμελής αυτή τήρηση των υποχρεωτικά τηρητέων και παραδοτέων στην αναθέτουσα αρχή στοιχείων οδηγεί, ενόψει του είδους των παρατυπιών και της συχνότητας εμφάνισης τους (σε πολλά και διαφορετικά επί μέρους πεδία των παραδοτέων εντύπων του ένδικου υποέργου) σε αδυναμία παρακολούθησης της ορθής υλοποίησης του ενδικου έργου και τελικά σε αδυναμία πιστοποίησης του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Ειδικά η απασχόληση και ασφάλιση του 25 % των καταρτισθέντων ανέργων στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής και η καταβολή των αμοιβών των εκπαιδευτών που απασχολήθηκαν στο υποέργο, καθώς και η καταβολή των αμοιβών των επιχειρήσεων πρακτικής άσκησης και των σχετικών δαπανών πρώτων υλών κλπ. αποτελούν, στο πλαίσιο της ένδικης ανάθεσης, σημαντικές υποχρεώσεις της αναδόχου, η τήρηση των οποίων, καθώς και η απόδειξη της τήρησης αυτης με νόμιμα παραστατικά, αποτελεί βασική υποχρέωση της τελευταίας. Την μη έγκαιρη πληρωμή των εκπαιδευτικών επιδομάτων τη δέχεται η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής της (βλ. σελ.20 επ.), προσπαθεί δε απλά να τη δικαιολογήσει επικαλούμενη καθυστερήσεις στις πληρωμές της από το Δημόσιο (που πάντως προβάλλονται αόριστα αλλά δεν αποδεικνύονται) . Ομως ανεξάρτητα από τυχόν καθυστέρηση της καταβολής στην ανάδοχο των δόσεων της χρηματοδότησης, η καθυστέρηση στην καταβολή από την προσφεύγουσα των εκπαιδευτικών επιδομάτων διαπιστώθηκε μετά την καταβολή σε αυτήν της β δόσης χρηματοδότησης και υπολογίσθηκε με βάση την καταβολή αυτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5.3.2 της σύμβασης (δηλαδή σύμφωνα με τη συμβατική υποχρέωση για καταβολή τους εντός δύο μηνών από τη λήξη του εκπαιδευτικού μέρους κάθε προγράμματος κατάρτισης και πάντως μετά την καταβολή της β δόσης). Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε με την τήρηση νόμιμων παραστατικών στοιχείων η απασχόληση του 25% των ανέργων σε συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής, και μάλιστα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με την προβλεπόμενη αμοιβή και ασφαλιστική και φορολογική τακτοποίηση, σύμφωνα με τη συμβατική της υποχρέωση, γεγονότα που έπρεπε να προκύπτουν από συγκεκριμένα στοιχεία των φακέλων παρακολούθησης του έργου (προγράμματος κατάρτισης) και δεν υπήρχε υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να τα ζητήσει εκ των υστέρων, ενώ προφανώς δεν υπήρχαν αφού δεν προσκομίσθηκαν ούτε και με την υποβολή των αντιρρήσεων.. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα δεν προκύπτει, με βάση αποσπασματικά στοιχεία που προσκομίζονται, κατά τα προαναφερόμενα, στο δικαστήριο, η πλήρης και πιστή τήρηση των προβλέψεων της ένδικης σύμβασης. Αυτό γιατί ούτε η κατάσταση ονομάτων που ενσωματώνει στην προσφυγή της η προσφεύγουσα αποτελεί απόδειξη πραγματοποίησης πρακτικής άσκησης συγκεκριμένων ατόμων, ούτε όμως μεμονωμένα αντίγραφα ΑΠΔ, που αναφέρονται σε απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων σε συγκεκριμένη επιχείρηση, αποδεικνύουν ότι πράγματι στα άτομα αυτά, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη απασχόληση τους, καταβλήθηκαν οι νόμιμες αμοιβές κλπ. ασφαλιστικές υποχρεώσεις, όπως απαιτείται από τη σύμβαση. Αντίστοιχες διαπιστώσεις και παρατυπίες υπήρξαν στην καταβολή σχετικού προσαυξημένου επιδόματος για άτομα που παραπέμφθηκαν από τον ΟΑΕΔ ως ΕΚΟ, που τελικά, όπως περιγράφεται συγκεκριμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, πληρώθηκαν καθυστερημένα κατά τα έτη 2009 και 2010. Οσα προβάλλονται από την προσφεύγουσα για ασάφεια και σύγχυση σχετικά με τα άτομα που δικαιούνταν το εν λόγω προσαυξημένο επίδομα προβάλλονται αόριστα και, πάντως, αναπόδεικτα, ενώ προφανώς δεν είχε η προσφεύγουσα την ευχέρεια να κρίνει ποια άτομα υπάγονται σε κατηγορία ΕΚΟ και ποια όχι. Ενόψει της αντισυμβατικής αυτής συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, δηλαδή της πλημμελούς τήρησης των υποχρεώσεων της και των στοιχείων που απαιτούνταν για την πιστοποίηση της καταβολής των αμοιβών των πιο πάνω προσώπων (εκπαιδευτών και επιχειρήσεων πρακτικής), την απασχόληση των ανέργων (και την πληρωμή τους) και μάλιστα στο ύψος ημερομισθίων και χρονική διάρκεια που προβλέπει η σύμβαση, γεγονότα που συνιστούν παραβίαση των άρθρων 5, 6 και 8 της σύμβασης, και δημιουργούν, λόγω της σοβαρότητας τους, αντικειμενική αδυναμία πιστοποίησης της ολοκλήρωσης του ένδικου έργου και αδυναμία παραλαβής του, ορθά και νόμιμα, με βάση τις προβλέψεις της ένδικης σύμβασης έγινε καταγγελία αυτής, κατ` εφαρμογή του άρθρου 10.3.4. α και γ, περαιτέρω δε αποφασίσθηκε η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης και αποφασίσθηκε η ανάκτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντος του ποσού των καταβληθέντων στην ανάδοχο α και β δόσεων χρηματοδότησης, ύψους 587.520 ευρώ. Ολοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται ως προς τα ζητήματα αυτά από την προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, μαζί με τον ισχυρισμό για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή για προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία ή για τη δυνατότητα επιβολής ηπιότερων μέτρων. Αυτό γιατί, στην ένδικη σύμβαση, προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή υλοποίηση των προγραμμάτων που είχαν ανατεθεί - και που ήταν σημαντικού οικονομικού αντικειμένου - και, επομένως, η ορθή διαχείριση των εθνικών και κοινοτικών πόρων, προβλέφθηκε διενέργεια ελέγχων σε όλα τα στάδια των υποέργων, τήρηση αυστηρών διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου από την προετοιμασία εως την ολοκλήρωση τους, που συνεπάγεται και την εξόφληση τους, καθώς και η πλήρης αιτιολόγηση όλων των δαπανών που θεωρούνται ως επιλέξιμες.(...)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη προσφυγή ως αβάσιμη και να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του δημοσίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων, ότι πρέπει να απαλλαγεί η προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα. (άρθρ. 275 του ΚΔΔ).