ΔΕΚ/C-324/1998
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Περίληψη Η οδηγία 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, διέπει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που συνήφθη γραπτώς μεταξύ, αφενός, επιχειρήσεως η οποία είναι ειδικώς επιφορτισμένη από τη νομοθεσία κράτους μέλους να εκμεταλλεύεται υπηρεσία τηλεπικοινωνιών και της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στις δημόσιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους και, αφετέρου, ιδιωτικής επιχειρήσεως, οσάκις με τη σύμβαση αυτή η πρώτη επιχείρηση αναθέτει στη δεύτερη τη δημιουργία και την έκδοση εντύπων και ηλεκτρικώς χρησιμοποιουμένων πινάκων συνδρομητών του τηλεφώνου (τηλεφωνικών καταλόγων) για να διανέμονται στο κοινό. άντως αν και διέπεται από την οδηγία 93/38, μια τέτοια σύμβαση αποκλείεται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, από το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας λόγω του γεγονότος, ιδίως, ότι η αντιπαροχή της πρώτης επιχειρήσεως προς τη δεύτερη συνίσταται στο ότι η δεύτερη αποκτά το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως της δικής της παροχής, ως ανταμοιβή. Αν και τέτοιες συμβάσεις, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/38, οι αναθέτοντες φορείς, όταν τις συνάπτουν, υποχρεούνται, εντούτοις, να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης εν γένει και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας ειδικότερα, συνεπαγομένη η αρχή αυτή, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας επιτρέπουσα στην αναθέτουσα αρχή να μπορεί να βεβαιώνεται για την τήρηση της αρχής αυτής. Η εν λόγω υποχρέωση διαφάνειας που απόκειται στην αναθέτουσα αρχή συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των ενδεχομένων αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να αποφανθεί ως προς το αν η υποχρέωση αυτή τηρήθηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης και να εκτιμήσει επιπλέον το λυσιτελές των προσκομισθέντων προς τον σκοπό αυτόν αποδεικτικών στοιχείων. ( βλ. σκέψεις 58, 60-63, διατακτ. 1-4 )
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-16/1998
Προκειμένου να κριθεί αν υπάρχει τεχνητή κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε πλείονες συμβάσεις, υπό την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 13, της οδηγίας 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, η διάταξη αυτή πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με την παράγραφο 10, πρώτο εδάφιο, του άρθρου αυτού. Συναφώς, από τον ορισμό του έργου στο άρθρο 14, παράγραφος 10, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 93/38 προκύπτει ότι η ύπαρξη ενός έργου πρέπει να εκτιμάται βάσει της οικονομικής και τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος των οικείων εργασιών. Επομένως, προκειμένου περί σειράς συγκεκριμένων εργασιών συντηρήσεως και επεκτάσεως οι οποίες αφορούν τα υφιστάμενα δίκτυα διανομής ηλεκτρισμού και φωτισμού δημοσίων χώρων και των οποίων το αποτέλεσμα, όταν ολοκληρωθούν, θα αποτελέσει αναπόσπαστο τμήμα της λειτουργίας την οποία εκπληρώνουν τα αντίστοιχα δίκτυα, η εκτίμηση περί της υπάρξεως ενός έργου πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει της οικονομικής και τεχνικής λειτουργίας την οποία εκπληρώνουν τα εν λόγω δίκτυα διανομής ηλεκτρισμού και φωτισμού δημοσίων χώρων. Ένα δίκτυο διανομής ηλεκτρισμού έχει ως προορισμό, από τεχνικής απόψεως, να μεταφέρει τον ηλεκτρισμό που παράγει ένας προμηθευτής στον τελικό συγκεκριμένο καταναλωτή• ο καταναλωτής αυτός υποχρεούται, σε οικονομικό επίπεδο, να πληρώνει τον προμηθευτή αναλόγως της καταναλώσεώς του.
ΔΕΚ/C-220/2005
Σύμβαση με την οποία μια πρώτη αναθέτουσα αρχή αναθέτει σε μια δεύτερη αναθέτουσα αρχή την υλοποίηση ενός έργου συνιστά σύμβαση δημοσίου έργου κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δημοσίων έργων, ανεξαρτήτως του αν προβλέπεται ή όχι ότι η πρώτη αναθέτουσα αρχή είναι ή θα καταστεί κύριος του συνόλου ή μέρους αυτού του έργου.
ΔΕΚ/C-250/2007
«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 93/38/ΕΟΚ – Δημόσιες συμβάσεις στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών – Σύναψη συμβάσεως χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού – Προϋποθέσεις – Γνωστοποίηση των λόγων απόρριψης προσφοράς – Προθεσμία»Η Ελληνική Δημοκρατία, καθυστερώντας αδικαιολόγητα να απαντήσει στο αίτημα υποψηφίου για διευκρίνιση των λόγων απόρριψης της υποψηφιότητάς του, παρέβη την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 41, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2001/78/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Σεπτεμβρίου 2001.
ΔΕΚ/C-536/2007
«Παράβαση κράτους μέλους – Συμβάσεις δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37/ΕΟΚ– Σύμβαση μεταξύ δημοσίου φορέα και ιδιωτικής επιχειρήσεως σχετικά με τη μίσθωση από τον πρώτο εκθεσιακών αιθουσών που πρόκειται να ανεγείρει η δεύτερη – Αμοιβή της ιδιωτικής επιχειρήσεως υπό μορφή καταβολής μηνιαίου μισθώματος για περίοδο 30 ετών» Εφόσον η κύρια σύμβαση έχει ως αντικείμενο την κατασκευή κτιρίων ,συνιστά δημόσια σύμβαση έργου
ΔΕΚ/C-599/2010
Το άρθρο 55 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι επιβάλλει τη θέσπιση στην εθνική νομοθεσία εθνικής διάταξης όπως το άρθρο 42, παράγραφος 3, του σλοβακικού νόμου 25/2006 για τις δημόσιες συμβάσεις, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο, που προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι, σε περίπτωση που ο υποψήφιος προτείνει ασυνήθιστα χαμηλό τίμημα, η αναθέτουσα αρχή του ζητεί εγγράφως να διευκρινίσει την πρόταση αυτή. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώνει, λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων της δικογραφίας που έχει ενώπιόν του, αν η αίτηση παροχής διευκρινίσεων κατέστησε εφικτή στους ενδιαφερόμενους υποψηφίους την επαρκή διευκρίνιση της προσφοράς τους. Αντιβαίνει προς το άρθρο 55 της οδηγίας 2004/18 η άποψη της αναθέτουσας αρχής ότι δεν υπέχει υποχρέωση να ζητεί από τον υποψήφιο να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους προτείνει ασυνήθιστα χαμηλό τίμημα. Δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 2 της οδηγίας 2004/18 διάταξη της εθνικής νομοθεσίας όπως το άρθρο 42, παράγραφος 2, του νόμου 25/2006, κατά την οποία, κατ’ ουσίαν, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί εγγράφως από τους υποψηφίους να διευκρινίσουν την προσφορά τους χωρίς ωστόσο να απαιτεί ή να δέχεται οποιαδήποτε τροποποίηση της προσφοράς αυτής. Η αναθέτουσα αρχή, κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, οφείλει να επιφυλάσσει ίση και σύννομη μεταχείριση προς όλους τους υποψηφίους, ώστε να μην δημιουργείται η υπόνοια ότι η αίτηση παροχής διευκρινίσεων, την οποία η εν λόγω αρχή απευθύνει κατά το πέρας της διαδικασίας επιλογής των προσφορών, δύναται, υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων της, να έχει αδικαιολόγητα ευνοϊκές ή δυσμενείς συνέπειες για τον ή τους υποψηφίους τους οποίους αφορά η αίτηση αυτή.
T-358/2008
«Ταμείο συνοχής — Κανονισμός (ΕΚ) 1164/94 — Σχέδιο αποχετευτικών έργων στη Σαραγόσα — Μερική κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής — Δημόσιες συμβάσεις — Έννοια έργου — Άρθρο 14, παράγραφοι 10 και 13, της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ — Κατάτμηση συμβάσεων — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Προθεσμία λήψεως αποφάσεως — Καθορισμός των δημοσιονομικών διορθώσεων — Άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 — Αναλογικότητα — Παραγραφή»
ΔΕΚ/C-340/2004
«Οδηγία 93/36/EΟΚ — Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών — Ανάθεση χωρίς διαγωνισμό — Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε επιχείρηση στην οποία έχει συμμετοχή η αναθέτουσα αρχή» Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, απαγορεύει την απευθείας ανάθεση του αντικειμένου μιας συμβάσεως προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, στην οποία υπερτερεί η αξία των προμηθειών, σε μια ανώνυμη εταιρία της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρείες εξουσίες διαχειρίσεως που μπορεί να ασκήσει αυτονόμως και της οποίας το κεφάλαιο κατέχει εξ ολοκλήρου, στην παρούσα κατάσταση, άλλη ανώνυμη εταιρία της οποίας πλειοψηφών μέτοχος είναι η αναθέτουσα αρχή.
ΔΕΚ/C-27/1998
Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό. Όχι μόνον δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα ρητώς στην αναθέτουσα αρχή, η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών, να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, αλλά επίσης η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να ολοκληρώσει μια διαδικασία αναθέσεως της εκτελέσεως δημοσίου έργου.
ΔΕΚ/C-337/1998
Περίληψη 1. Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους να παρεμβαίνει, κατόπιν αιτήσεως ιδιώτη, στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις που συστήθηκαν για διάρκεια αορίστου χρόνου ή για πολλά έτη, εφόσον οι σχέσεις αυτές συστήθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της σχετικής οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Η γενική αυτή αρχή μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας αναθέσεως μιας συμβάσεως οι οποίες είχαν συντελεσθεί πριν την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας η οποία περατώθηκε μετά την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια, η οδηγία 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, δεν έχει εφαρμογή στην απόφαση του αναθέτοντος φορέα να προσφύγει στη διαδικασία με διαπραγματεύσεις χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση δημοσίας συμβάσεως που λήφθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και αποτελεί μέρος της διαδικασίας διαγωνισμού που περατώθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. ( βλ. σκέψεις 38-39, 41-42 ) 2. Στην Επιτροπή απόκειται, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να διαπιστώσει την ύπαρξη της παραβάσεως αυτής. ( βλ. σκέψη 45 )
ΔΕΚ/C-399/1998
Περίληψη1. Αφού η ύπαρξη «συμβάσεως δημοσίου έργου» αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το άρθρο 1, στοιχείο α_, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η οδηγία αποσκοπεί στην κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός εντός του τομέα αυτού. Η ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού απαιτεί τη δημοσιότητα των σχετικών προκηρύξεων συμβάσεων εντός της Κοινότητας. ράγματι, ο κίνδυνος ευνοιοκρατίας εκ μέρους των δημοσίων αρχών αποφεύγεται χάρη ακριβώς στην εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία με σκοπό το άνοιγμα προς τον κοινοτικό ανταγωνισμό. ( βλ. σκέψη 52 ) 2. Η ίδια η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ορίζει τις έννοιες «αναθέτουσα αρχή» (άρθρο 1, στοιχείο β_) και «έργο» (άρθρο 1, στοιχεία α_ και γ_, και παράρτημα ΙΙ). Ο ορισμός αυτός που δίδει ο κοινοτικός νομοθέτης επιβεβαιώνει τη σημασία που έχουν τα στοιχεία αυτά ενόψει του σκοπού της οδηγίας. Κατά συνέπεια, τα στοιχεία αυτά έχουν οπωσδήποτε κρίσιμη σημασία, όταν πρόκειται να εξακριβωθεί αν υφίσταται «σύμβαση δημοσίου έργου» υπό την έννοια της οδηγίας. Τούτο σημαίνει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τίθεται ζήτημα εκτελέσεως ή μελέτης και εκτελέσεως έργου ή πραγματοποιήσεως έργου που προορίζεται για αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια της οδηγίας, η εκτίμηση των περιπτώσεων αυτών από την άποψη των άλλων στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να μη διακυβεύεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, ιδίως όταν οι περιπτώσεις αυτές εμφανίζουν ιδιομορφίες οφειλόμενες στις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου. ( βλ. σκέψεις 53-55 ) 3. Το γεγονός ότι μια διάταξη του εθνικού δικαίου που προβλέπει την απευθείας εκτέλεση των έργων υποδομής αποτελεί τμήμα ενός συνόλου πολεοδομικών κανόνων που έχουν δικά τους χαρακτηριστικά και επιδιώκουν ειδικούς σκοπούς, διαφορετικούς από τους σκοπούς της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η απευθείας εκτέλεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όταν συντρέχουν τα στοιχεία που απαιτούνται για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτό. ( βλ. σκέψη 66 ) 4. Το γεγονός ότι η οικεία δημοτική αρχή δεν έχει, στο πλαίσιο συμβάσεως κατατμήσεως γης, την ευχέρεια να επιλέξει τον αντισυμβαλλόμενο, διότι, σύμφωνα με τον νόμο, αντισυμβαλλόμενός της είναι υποχρεωτικά ο έχων την κυριότητα των κατατεμνόμενων εκτάσεων γης, δεν αρκεί για να αποκλείσει τον συμβατικό χαρακτήρα της σχέσεως μεταξύ της δημοτικής αρχής και του κυρίου της γης, αφού βάσει ακριβώς της συμβάσεως κατατμήσεως γης που συνάπτεται μεταξύ τους καθορίζονται τα έργα υποδομής που πρέπει να πραγματοποιήσει ο προβαίνων στην κατάτμηση, καθώς και οι σχετικές προϋποθέσεις, περιλαμβανομένης της εγκρίσεως από τον δήμο των σχεδίων για τα έργα αυτά. ( βλ. σκέψη 71 ) 5. Η εξ επαχθούς αιτίας σύναψη της συμβάσεως κατά το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αναφέρεται στην αντιπαροχή που καταβάλλει η οικεία δημόσια αρχή λόγω της πραγματοποιήσεως των έργων που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως την οποία αφορά το προαναφερθέν άρθρο 1, στοιχείο α_, και επί των οποίων η δημόσια αρχή θα έχει την εξουσία χρήσεως και διαθέσεως. ( βλ. σκέψη 77 ) 6. Το άρθρο 1, στοιχείο α_, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν απαιτεί να είναι σε θέση ο συνάπτων σύμβαση με αναθέτουσα αρχή να εκπληρώσει απευθείας τη συμφωνηθείσα παροχή με δικά του μέσα, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργολήπτης• αρκεί να παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις για το ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει την εκπλήρωση της οικείας παροχής από τρίτους. ( βλ. σκέψη 90 ) 7. Για να τηρείται η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, σε περίπτωση πραγματοποιήσεως έργου υποδομής, δεν χρειάζεται οπωσδήποτε οι δημοτικές αρχές, οι οποίες αποτελούν οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β_, της οδηγίας, να εφαρμόζουν οι ίδιες τις διαδικασίες που προβλέπει η οδηγία για τη σύναψη των συμβάσεων. Η πρακτική αποτελεσματικότητα της εν λόγω οδηγίας θα διασφαλιζόταν εξίσου, αν η εθνική νομοθεσία επέτρεπε στις δημοτικές αρχές να υποχρεώνουν τον προβαίνοντα στην κατάτμηση της γης και κάτοχο της οικοδομικής άδειας, μέσω των συμφωνιών που συνάπτουν μαζί του, να πραγματοποιεί τα συμφωνηθέντα έργα κατ' εφαρμογήν των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία, προκειμένου οι δημοτικές αρχές να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν από την εν λόγω οδηγία. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή ο προβαίνων στην κατάτμηση της γης πρέπει να θε