ΔΕΚ/C-536/2007
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
«Παράβαση κράτους μέλους – Συμβάσεις δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37/ΕΟΚ– Σύμβαση μεταξύ δημοσίου φορέα και ιδιωτικής επιχειρήσεως σχετικά με τη μίσθωση από τον πρώτο εκθεσιακών αιθουσών που πρόκειται να ανεγείρει η δεύτερη – Αμοιβή της ιδιωτικής επιχειρήσεως υπό μορφή καταβολής μηνιαίου μισθώματος για περίοδο 30 ετών» Εφόσον η κύρια σύμβαση έχει ως αντικείμενο την κατασκευή κτιρίων ,συνιστά δημόσια σύμβαση έργου
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-412/2004
«Παράβαση κράτους μέλους – Δημόσιες συμβάσεις έργων, προμηθειών και υπηρεσιών – Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ, 93/37/ΕΟΚ και 93/38/ΕΟΚ – Διαφάνεια – Ίση μεταχείριση – Εξαιρούμενες συμβάσεις, λόγω της αξίας τους, από το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών αυτών»
ΔΕΕ/C-537/2019
«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις έργων – Σύμβαση μεταξύ δημόσιου φορέα και ιδιωτικής επιχειρήσεως η οποία αφορά μίσθωση κτιρίου που δεν έχει ακόμη ανεγερθεί – Άρθρο 1 – Υλοποίηση έργου το οποίο ανταποκρίνεται στις επακριβώς οριζόμενες από τον μισθωτή ανάγκες – Άρθρο 16 – Δεν εμπίπτει»(...) Απορρίπτει την προσφυγή.
ΔΕΚ/C-199/2007
«Παράβαση κράτους μέλους – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 93/38/ΕΟΚ – Προκήρυξη διαγωνισμού – Εκπόνηση μελέτης – Κριτήρια αυτόματου αποκλεισμού – Κριτήρια ποιοτικής επιλογής και κριτήρια αναθέσεως»
ΝΣΚ/327/2016
Σύμβαση μίσθωσης ακινήτου με εκμισθωτή το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και (φερόμενο ως) μισθωτή το Προξενείο Σεϋχελλών - Εγκυρότητα ή μη της μείωσης του συμφωνηθέντος μηνιαίου καταβαλλόμενου μισθώματος.(..)Η σύμβαση με αντικείμενο την μίσθωση ακινήτου [χώρου στον έκτο (6°) όροφο του κτιρίου επί της Λεωφόρου Κηφισίας αριθ. 178 στο Χαλάνδρι Αττικής], εκ μέρους του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως εκμισθωτή έχει συναφθεί με την εταιρεία με την επωνυμία «ALPHA TRADING & SHIPPING AGENCIES» ως μισθώτρια και όχι με το Προξενείο Σεϋχελλών, το οποίο, παρά τη σιωπηρή συναίνεση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δεν υπεισήλθε νομοτύπως στη μισθωτική σχέση. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει καταρτισθεί νόμιμα τροποποιητική σύμβαση μείωσης του μισθώματος και δεν έχει ως εκ τούτου επέλθει νομικά τέτοια μείωση, διότι δεν τηρήθηκε ο συστατικός νόμιμος τύπος της υπογραφής σχετικής τροποιητικής σύμβασης.
ΔΕΚ/C-324/1998
Περίληψη Η οδηγία 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, διέπει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που συνήφθη γραπτώς μεταξύ, αφενός, επιχειρήσεως η οποία είναι ειδικώς επιφορτισμένη από τη νομοθεσία κράτους μέλους να εκμεταλλεύεται υπηρεσία τηλεπικοινωνιών και της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στις δημόσιες αρχές του εν λόγω κράτους μέλους και, αφετέρου, ιδιωτικής επιχειρήσεως, οσάκις με τη σύμβαση αυτή η πρώτη επιχείρηση αναθέτει στη δεύτερη τη δημιουργία και την έκδοση εντύπων και ηλεκτρικώς χρησιμοποιουμένων πινάκων συνδρομητών του τηλεφώνου (τηλεφωνικών καταλόγων) για να διανέμονται στο κοινό. άντως αν και διέπεται από την οδηγία 93/38, μια τέτοια σύμβαση αποκλείεται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, από το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας λόγω του γεγονότος, ιδίως, ότι η αντιπαροχή της πρώτης επιχειρήσεως προς τη δεύτερη συνίσταται στο ότι η δεύτερη αποκτά το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως της δικής της παροχής, ως ανταμοιβή. Αν και τέτοιες συμβάσεις, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, αποκλείονται του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/38, οι αναθέτοντες φορείς, όταν τις συνάπτουν, υποχρεούνται, εντούτοις, να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης εν γένει και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας ειδικότερα, συνεπαγομένη η αρχή αυτή, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας επιτρέπουσα στην αναθέτουσα αρχή να μπορεί να βεβαιώνεται για την τήρηση της αρχής αυτής. Η εν λόγω υποχρέωση διαφάνειας που απόκειται στην αναθέτουσα αρχή συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των ενδεχομένων αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να αποφανθεί ως προς το αν η υποχρέωση αυτή τηρήθηκε στην υπόθεση της κύριας δίκης και να εκτιμήσει επιπλέον το λυσιτελές των προσκομισθέντων προς τον σκοπό αυτόν αποδεικτικών στοιχείων. ( βλ. σκέψεις 58, 60-63, διατακτ. 1-4 )
ΔΕΚ/C-57/2001
Περίληψη 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη μεταβολή της συνθέσεως μιας κοινοπραξίας που μετέχει σε διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων ή παραχωρήσεως δημοσίων έργων μετά την υποβολή της προσφοράς. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση της συνθέσεως αυτού του είδους των κοινοπραξιών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, καθότι το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, μοναδική διάταξη που αφορά τις κοινοπραξίες των εργοληπτών, περιορίζεται, αφενός, να αναφέρει ότι οι κοινοπραξίες επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές και, αφετέρου, να απαγορεύσει την υποχρέωση να περιβληθούν συγκεκριμένη νομική μορφή προτού ανατεθεί η σύμβαση στην επιλεγείσα κοινοπραξία, και δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με τη σύνθεση αυτή. ( βλ. σκέψεις 60-61, 63, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, επιβάλλει στα κράτη μέλη, με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται, όσον αφορά τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, για τον λόγο ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν είτε το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων είτε τους εθνικούς κανόνες που μεταφέρουν το δίκαιο αυτό στην εσωτερική έννομη τάξη. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες προσφυγής μπορούν να κινηθούν τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση κρατικών προμηθειών ή δημοσίων έργων και υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση. Συναφώς, μια κοινοπραξία εργοληπτών πρέπει να μπορεί να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπει η οδηγία 89/665, στο μέτρο που μια απόφαση της αναθέτουσας αρχής προσβάλλει τα δικαιώματα που η κοινοπραξία αυτή αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. ( βλ. σκέψεις 64-65, 73, διατακτ. 2 )
ΕΣ/ΤΜ.6/597/2019
ΜΕΛΕΤΗ.Επιδιώκεται η ανάκληση της 93/2019 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα προς όσα εκτέθηκαν στη σκέψη ΙΙ, το Τμήμα κρίνει κατά πλειοψηφία ότι η ελεγχόμενη σύμβαση, η οποία, παρά το χαρακτηρισμό της ως «τροποποιητική», αποτελεί, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, συμπληρωματική, κατ’ άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 3316/2005, της από 26.2.2008 αρχικής σύμβασης, αφού έχει ως αντικείμενο μελέτες που δεν περιλήφθησαν στην τελευταία και επαυξάνει το οικονομικό της αντικείμενο, απαραδέκτως υποβλήθηκε ενώπιον του Κλιμακίου για έλεγχο, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη. Και τούτο, για το λόγο ότι η αρχική σύμβαση, επί της οποίας ερείδεται η συμπληρωματική αυτή, είναι άκυρη, δοθέντος ότι μη νομίμως δεν υποβλήθηκε σε προσυμβατικό έλεγχο, αφού κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της απόφασης κατακύρωσης αυτής, ήτοι την 1.11.2007, το όριο για την υπαγωγή των συγχρηματοδοτούμενων συμβάσεων στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήρχετο στο ποσό των 1.000.000,00 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ, το οποίο υπερέβαινε αυτή. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος με την ένδικη αίτηση και την παρέμβαση περί του αντιθέτου λόγος παρίσταται αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, ούτε ο ισχυρισμός περί συγγνωστής πλάνης των οργάνων της αναθέτουσας αρχής μπορεί να γίνει δεκτός, δεδομένης της βαρύτητας της προαναφερόμενης πλημμέλειας. Μειοψήφισε η Πρόεδρος του Τμήματος Αντιπρόεδρος Γεωργία Μαραγκού, η οποία εξέθεσε τα ακόλουθα: Με την προσβαλλόμενη Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου κρίθηκε ότι απαραδέκτως υποβάλλεται για προσυμβατικό έλεγχο το σχέδιο της κατ΄ ορθό νομικό χαρακτηρισμό συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης, καθόσον η από 26.2.2008 κύρια σύμβαση, προϋπολογισμού 1.007.755,01 ευρώ πλέον ΦΠΑ δεν υποβλήθηκε στον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το αιτούν Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών ισχυρίζεται ότι η κύρια σύμβαση συγχρηματοδοτούμενης μελέτης δεν απεστάλη στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τη διενέργεια του προσυμβατικού ελέγχου, καθόσον η προϋπολογιζόμενη δαπάνη της υπολειπόταν του χρηματικού ορίου που έθεσε ο ν. 3614/2007, οποίος δημοσιεύθηκε στις 3.12.2007. Ειδικότερα με τον ως άνω νόμο (άρθρο 25 παρ. 3) μεταβλήθηκε το χρηματικό όριο υπαγωγής των συγχρηματοδοτούμενων δημοσίων συμβάσεων στον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου από 1.000.000 ευρώ σε 5.000.000 ευρώ. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η κύρια σύμβαση, η οποία χρηματοδοτείτο από το Π.Δ.Ε., στο οποίο είχε ενταχθεί με την ΣΑΜ 071/3 (αρ. έργου 2004ΣΜ071/30000), συνήφθη στις 26.2.2008, ενώ το αποτέλεσμα της διαγωνιστικής διαδικασίας, που προηγήθηκε κατακυρώθηκε στην ανάδοχο σύμπραξη μελετητικών γραφείων την 1.11.2007. Ενόψει του γεγονότος ότι με την προμνησθείσα διάταξη (άρθρου 25 παρ. 3) του ν. 3614/2007 αυξήθηκε από 3.12.2007 το χρηματικό όριο υπαγωγής συγχρηματοδοτούμενων δημοσίων συμβάσεων χωρίς να προβλέπεται κάτι ειδικότερο για το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής, το Ελεγκτικό Συνέδριο ερμηνεύοντας αυτήν έκρινε ότι στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν τα σχέδια δημοσίων συμβάσεων για τα οποία το Κλιμάκιο συνέρχεται σε διάσκεψη για την έκδοση της οριστικής του πράξης σχετικά με τη νομιμότητα αυτών μετά την έναρξη ισχύος (3.12.2007) της διάταξης (βλ. ad hoc Ε.Σ. VI Τμ. 12/11.1.2008, Ε΄ Κλιμ. 78, 79/29.1.2008). Εάν το αρμόδιο Κλιμάκιο είχε επιληφθεί σχεδίου δημόσιας συγχρηματοδοτούμενης σύμβασης σε διάσκεψη μετά τις 3.12.2007 η εκδοθείσα Πράξη ακυρωνόταν από το VI Τμήμα, στο πλαίσιο της εκδίκασης αίτησης ανάκλησης κατ΄ αυτής (βλ. Ε.Σ. VI Τμ. 12/2008). Ενόψει των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη του κατά την κοινή πείρα απαιτούμενου χρόνου για την προετοιμασία του φακέλου της κύριας σύμβασης για την υποβολή του στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ενόψει και του χρόνου έκδοσης της κατακυρωτικής απόφασης (1.11.2007), καθώς και του προβλεπόμενου για την ολοκλήρωση του προσυμβατικού ελέγχου (ενδεικτικού) χρόνου των 30 ημερών από της υποβολής του σχετικού φακέλου, συνάγεται ότι η διάσκεψη του αρμόδιου Κλιμακίου θα ελάμβανε χώρα σε κάθε περίπτωση μετά τις 3.12.2007, οπότε, σύμφωνα με την κρατούσα τον κρίσιμο χρόνο νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Κλιμάκιο δεν θα προέβαινε στον έλεγχο του σχεδίου της κύριας σύμβασης μελέτης, αφού θα ήταν καθ΄ ύλην αναρμόδιο. Κατόπιν αυτών, εφόσον, η κύρια σύμβαση νομίμως κατά τα ανωτέρω δεν υπήχθη στον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, παραδεκτώς υπάγεται στον έλεγχο αυτό η υποβληθείσα τροποποιητική αυτής σύμβαση. Πλην όμως, η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.Δεν ανακαλεί την 93/2019 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/1028/2019.
ΔΕΚ/C-355/1998
Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-171/2002
Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Διατάξεις της Συνθήκης – Αντίστοιχα πεδία εφαρμογής – Κριτήρια – Παροχές για παρατεταμένο χρονικό διάστημα χωρίς εγκατάσταση στο κράτος μέλος προορισμού – Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να έχουν την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση εντός του οικείου κράτους μέλους, να έχουν περιβληθεί τη μορφή νομικού προσώπου, να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, να λάβουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές και να λάβουν, για τα μέλη του προσωπικού τους, επαγγελματικό δελτίο εκδιδόμενο από τις εν λόγω αρχές – Δεν επιτρέπεται (Άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Όσον αφορά την οριοθέτηση των αντιστοίχων πεδίων εφαρμογής των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, το καθοριστικό στοιχείο είναι το αν ο επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις επίδικες υπηρεσίες. Όταν είναι εγκατεστημένος (έχει κύρια ή δευτερεύουσα εγκατάσταση) στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις υπηρεσίες του (κράτος μέλος προορισμού ή κράτος μέλος υποδοχής), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης εγκαταστάσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 43 ΕΚ. Όταν απεναντίας ο επιχειρηματίας δεν είναι εγκατεστημένος εντός του κράτους μέλους προορισμού, παρέχει τις υπηρεσίες του σε διασυνοριακό επίπεδο και εμπίπτει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της εγκαταστάσεως, κατά το άρθρο 43 ΕΚ, συνεπάγεται ότι ο επιχειρηματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Απεναντίας, πρόκειται για παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ όταν οι υπηρεσίες δεν προσφέρονται κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Είναι επομένως δυνατό να αποτελούν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ οι υπηρεσίες τις οποίες ένας επιχειρηματίας εγκατεστημένος σε κράτος μέλος παρέχει με μια ορισμένη συχνότητα ή σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακόμη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, σε πρόσωπα εγκατεστημένα σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη. Επομένως, ακόμη και εθνικά μέτρα που εφαρμόζονται μόνο στους επιχειρηματίες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο οικείο κράτος μέλος για χρονική περίοδο πέραν του έτους μπορούν, κατ’ αρχήν, να περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. (βλ. σκέψεις 24-28) 2. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ κράτος μέλος που επιβάλλει ως προϋπόθεση για να μπορούν οι αλλοδαποί επιχειρηματίες να ασκούν στο εθνικό έδαφος, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών – να έχουν οι εν λόγω επιχειρηματίες την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, – να περιβάλλονται τη μορφή νομικού προσώπου, – να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, – να έχουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιολογητικά στοιχεία και οι εγγυήσεις που έχουν ήδη προσκομιστεί στο κράτος μέλος προελεύσεως, και – τα μέλη του προσωπικού τους να είναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου εκδιδόμενου από τις εν λόγω αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι έλεγχοι και οι εξετάσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως. (βλ. σκέψη 74 και διατακτ.)
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/1028/2019
Εκπόνηση μελέτης:..ζητείται η αναθεώρηση της 597/2019 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η επίμαχη σύμβαση η οποία, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, είναι «συμπληρωματική» της αρχικής, διεπόμενη από το νομικό καθεστώς της τελευταίας της οποίας αποτελεί παρακολούθημα (άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 3316/2005, βλ. Ε.Σ. απόφ. Τμ. Μείζ. – Επταμ. Σύνθ. 343/2019) και όχι από το άρθρο 132 του ν. 4412/2016, όπως αβασίμως προβάλλεται με την ένδικη δεύτερη αίτηση αναθεώρησης, υπόκειται στον προσυμβατικό έλεγχο του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη: α) τον χρόνο έκδοσης της κατακυρωτικής απόφασης (1.11.2007), β) τον, κατά την κοινή πείρα, απαιτούμενο χρόνο για την προετοιμασία, από την αναθέτουσα αρχή, του φακέλου της κύριας σύμβασης προκειμένου να υποβληθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο, γ) τον, προβλεπόμενο για την ολοκλήρωση του προσυμβατικού ελέγχου, ενδεικτικό χρόνο των 30 ημερών από την υποβολή του σχετικού φακέλου και δ) την κρατούσα, κατά τον χρόνο εκείνο, νομολογία του Δικαστηρίου αναφορικά με τον κρίσιμο χρόνο για την υπαγωγή στον έλεγχο των συγχρηματοδοτούμενων συμβάσεων μετά την τροποποίηση του χρηματικού ορίου υπαγωγής με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 3614/2007 (Ε.Σ. πράξ. VI Τμ. 12/18.1.2008, Ε΄ Κλιμ. 79/29.1.2008, σύμφωνα με τις οποίες κρίσιμος χρόνος για την υπαγωγή ή μη στον οικείο έλεγχο θεωρείτο η ημερομηνία διάσκεψης του Κλιμακίου για την έκδοση οριστικής πράξης επί της νομιμότητας του σχεδίου σύμβασης και, συνεπώς, κατ’ αυτήν την νομολογία, το Κλιμάκιο ήταν καθ’ ύλην αναρμόδιο να προβεί σε έλεγχο δημόσιας συγχρηματοδοτούμενης σύμβασης, προϋπολογισμού κάτω των 5.000.000 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., εάν η διάσκεψη ελάμβανε χώρα μετά τις 3.12.2007 οπότε και άρχισε να ισχύει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 3614/2007), συνάγεται ότι νομίμως η αναθέτουσα αρχή δεν υπέβαλε την κύρια σύμβαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο διότι, σε κάθε περίπτωση, η διάσκεψη του αρμοδίου Κλιμακίου θα ελάμβανε χώρα μετά τις 3.12.2007, οπότε, σύμφωνα με την ως άνω κρατούσα νομολογία, το Κλιμάκιο θα ήταν καθ’ ύλην αναρμόδιο να την ελέγξει. Περαιτέρω, εφόσον η κύρια σύμβαση δεν χρηματοδοτείται πλέον από ευρωπαϊκούς πόρους, η δε προϋπολογιζόμενη δαπάνη της, ποσού 1.007.755,01 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., αθροιζόμενη με το ποσό της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης (65.054,17 ευρώ, με Φ.Π.Α.) υπερβαίνει το όριο των 1.000.000 ευρώ, που ισχύει για τις, χρηματοδοτούμενες από εθνικούς πόρους, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, η εν λόγω συμπληρωματική σύμβαση πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου αναθεώρησης, να υποβληθεί προς έλεγχο ενώπιον του αρμοδίου Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το VI Τμήμα, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα αντίθετα, έσφαλε περί την εφαρμογή των, διεπουσών την επίδικη υπόθεση, διατάξεων. Πρέπει, συνεπώς, να γίνουν δεκτές οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναθεώρησης, να αναθεωρηθεί η 597/2019 απόφαση του VI Τμήματος και ακολούθως, κατ’ αποδοχή της από 19.3.2019 αίτησης (Α.Β.Δ. 1168/20.3.2019) του Ελληνικού Δημοσίου, να ανακληθεί η 93/2019 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου και να αναπεμφθεί σε αυτό προς έλεγχο το σχέδιο της 1ης «Τροποποιητικής» σύμβασης της από 26.2.2008 σύμβασης, με τίτλο «Μελέτη αναβάθμισης του Β.Ο.Α.Κ. στο τμήμα ... Ν. ...». Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στους υπό στοιχ. β΄ αιτούντες το παράβολο που κατέβαλαν για την άσκηση της αίτησης αναθεώρησης (άρθρο 73 παρ. 4 του «Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο»).Αναθεωρεί την 597/2019 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.