ΔΕΚ/C-87/1994
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων και κρατικών προμηθειών στους τομείς του ύδατος, της ενεργείας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών * Οδηγία 90/531* Πεδίο εφαρμογής * Έλλειψη προϋποθέσεως σχετικά με την ιθαγένεια ή με τον τόπο εγκαταστάσεως των υποβαλλόντων προσφορά * Υποχρέωση των αναθετουσών αρχών να τηρούν τους κανόνες που ισχύουν σχετικά με το είδος της επιλεγείσας διαδικασίας
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-348/2010
1) Ο οδηγία 2004/17/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι συνιστά δημόσια «σύμβαση υπηρεσιών» κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας αυτής μια σύμβαση στο πλαίσιο της οποίας ο ανάδοχος, δυνάμει των διατάξεων δημοσίου δικαίου και των συμβατικών όρων που διέπουν την παροχή των υπηρεσιών αυτών, δεν αναλαμβάνει σημαντικό τμήμα του κινδύνου που φέρει η αναθέτουσα αρχή. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει αν η επίμαχη στην κύρια δίκη πράξη πρέπει να χαρακτηριστεί ως σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών ή δημόσια σύμβαση υπηρεσιών λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γνωρίσματα της εν λόγω πράξεως. 2) Το άρθρο 2δ, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, δεν έχει εφαρμογή σε δημόσιες συμβάσεις οι οποίες συνάφθηκαν πριν την εκπνοή της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2007/66.
ΔΕΚ/C-213/2007
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ
ΔΕΚ/C-458/2003
Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών — Οδηγία 92/50 — Πεδίο εφαρμογής — Παραχώρηση δημόσιων υπηρεσιών διαχειρίσεως δημόσιου χώρου σταθμεύσεως επί πληρωμή — Δεν εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 2. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Διατάξεις της Συνθήκης — Πεδίο εφαρμογής — Συμφωνίες παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών — Εμπίπτουν — Όρια — Εξέταση κατά περίπτωση (Άρθρα 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Η ανάθεση από δημόσια αρχή της διαχειρίσεως δημόσιου χώρου σταθμεύσεως επί πληρωμή σε παρέχοντα υπηρεσίες, ο οποίος αμείβεται από τα τέλη που καταβάλλουν τρίτοι για τη χρήση του χώρου σταθμεύσεως, συνιστά παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, επί της οποίας δεν εφαρμόζεται η οδηγία 92/50/ΕΟΚ για το συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών. (βλ. σκέψη 43, διατακτ. 1) 2. Οι δημόσιες αρχές που συνάπτουν συμφωνίες παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών υποχρεούνται να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΕΚ εν γένει, ιδίως δε τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, και την αρχή του άρθρου 12 ΕΚ περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ειδικότερα, που αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, υποχρέωση διαφάνειας η οποία συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των πιθανών αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό, καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Εντούτοις, η εφαρμογή των κανόνων των άρθρων 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και των γενικών αρχών των οποίων αποτελούν την ειδικότερη έκφραση, αποκλείεται αν ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ασκεί επί του αναδόχου έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και αν, συγχρόνως, ο ανάδοχος πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν. Συναφώς, οι προαναφερθείσες διατάξεις και αρχές απαγορεύουν την παραχώρηση εκ μέρους δημόσιας αρχής, χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό, δημόσιας υπηρεσίας σε ανώνυμη εταιρία η οποία προέκυψε από τη μετατροπή ειδικής επιχειρήσεως ανήκουσας στη δημόσια αυτή αρχή, της οποίας ο εταιρικός σκοπός επεκτάθηκε σε νέους και σημαντικούς τομείς, της οποίας το κεφάλαιο πρέπει υποχρεωτικώς, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από τη μετατροπή, να περιλάβει ξένες επενδύσεις, της οποίας το κατά τόπον πεδίο δραστηριοτήτων επεκτάθηκε σε όλη την ιταλική επικράτεια και στο εξωτερικό, και της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρύτατες διαχειριστικές εξουσίες που μπορεί να ασκεί αυτόνομα. (βλ. σκέψεις 46-49, 62, 72, διατακτ. 2)
ΔΕΚ/C-263/2019
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Στην υπόθεση C‑263/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Fővárosi Törvényszék (πρωτοδικείο περιφέρειας πρωτευούσης, Ουγγαρία) με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Μαρτίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: 1)Το άρθρο 2ε, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, το άρθρο 2ε, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66, οι αιτιολογικές σκέψεις 19 έως 21 της οδηγίας 2007/66, καθώς και οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 113, 115 και 117, το άρθρο 1, παράγραφος 2, και το άρθρο 89 της οδηγίας 2014/25/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων φορέων που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών και την κατάργηση της οδηγίας 2004/17/ΕΚ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής που κινείται αυτεπαγγέλτως από ελεγκτική αρχή, επιτρέπει τον καταλογισμό παραβάσεως και την επιβολή προστίμου όχι μόνο στην αναθέτουσα αρχή αλλά και στον ανάδοχο της συμβάσεως, στην περίπτωση που, κατά την τροποποίηση της εν λόγω υπό εκτέλεση συμβάσεως, δεν τηρήθηκαν παρά τον νόμο οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Εντούτοις, όταν η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, η διαδικασία προσφυγής πρέπει να είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών αρχών του, στο μέτρο που η οικεία δημόσια σύμβαση εμπίπτει η ίδια στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων, είτε εξ αρχής είτε κατόπιν της παράνομης τροποποιήσεώς της. 2)Το ύψος του προστίμου το οποίο επιβάλλεται ως κύρωση για την παράνομη τροποποίηση δημοσίας συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του αναδόχου της συμβάσεως πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένης υπόψη της συμπεριφοράς εκάστου των συμβαλλομένων αυτών.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/111/2012
Έλεγχος νομιμότητας σχεδίων σύμβασης μεταφοράς μαθητών.(..)Δεν προκύπτει όμως ούτε από τα στοιχεία του φακέλου, αλλά ούτε και από τις σχετικές προπαρασκευαστικές της αναθέσεως πράξεις ότι, πριν από την προκήρυξη του διαγωνισμού κατ’ άρθρο 2 παρ. Γ της Κ.Υ.Α., είχαν εξετασθεί και εξαντληθεί όλες οι δυνατότητες που παρέχονται από τις παραγράφους Α και Β του ίδιου άρθρου, ήτοι η πραγματοποίηση της μεταφοράς με τη δημόσια υπεραστική συγκοινωνία, ακόμη και με προσπάθεια τροποποιήσεως των ήδη υφισταμένων δρομολογίων κατόπιν αιτήσεως στην Περιφέρεια, ή με την σύσταση γραμμών δημοτικής, διαδημοτικής ή υπεραστικής συγκοινωνίας διά της συνάψεως συμβάσεων παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας με τους φορείς συγκοινωνιακού έργου (άρθρο 19 του ν. 2963/2001), άλλως με την χρήση ιδίων μεταφορικών μέσων βάσει της παρ. Β του άρθρου 2 της Κ.Υ.Α..(..)Εξ άλλου, στο πλαίσιο αυτό της προπαρασκευαστικής της αναθέσεως διαδικασίας διαπιστώνεται ότι: α) από κανένα στοιχείο ή έγγραφο (βεβαιώσεις Διευθυντών Σχολείων, τεχνική μελέτη, απόφαση Δημάρχου) δεν προκύπτει ότι έχει εξετασθεί η συνδρομή της προϋποθέσεως της παρ. 1 του άρθρου 1 της Κ.Υ.Α., δηλαδή εάν η απόσταση της διατάξεως αυτής έχει υπολογισθεί βάσει της πλησιέστερης σχολικής μονάδας προς την κατοικία των μαθητών, β) σε μερικές από τις καταστάσεις των Διευθυντών των σχολείων δεν βεβαιώνεται η χιλιομετρική απόσταση μεταξύ της κατοικίας των μαθητών και του τόπου φοιτήσεως (5ο Γυμνάσιο ..., Ιδιωτικό Μειονοτικό Γυμνάσιο – Λύκειο ..., 1ο και 2ο ΓΕΛ ..., 2ο ΕΠΑΛ ...) και γ) δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί βεβαίωση του Δημάρχου σχετικά με τους μαθητές που δικαιούνται δωρεάν μεταφοράς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παρ. 3 περ. γ΄ της Κ.Υ.Α. Οι ελλείψεις όμως αυτές κρίνονται ουσιώδεις για την υπό έλεγχο διαδικασία αναθέσεως, καθόσον τόσο ο ακριβής προσδιορισμός των μαθητών που δικαιούνται της μεταφοράς, που ολοκληρώνεται με τη σχετική βεβαίωση του Δημάρχου, όσο και ο υπολογισμός της χιλιομετρικής αποστάσεως μεταξύ της κατοικίας των μαθητών και του εγγύτερου σε αυτήν σχολείου, που συνιστά αρμοδιότητα των Διευθυντών των σχολικών μονάδων και όχι της τεχνικής υπηρεσίας, η οποία μόνον επικουρικώς καλείται να συνδράμει στον προσδιορισμό της, αποτελούν αναγκαία στοιχεία της διαγραφόμενης στο άρθρο 4 της Κ.Υ.Α. προπαρασκευαστικής διαδικασίας και αναγκαία προαπαιτούμενα για την ίδια την κατάστρωση των δρομολογίων και την διαμόρφωση της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της αναθέσεως..(..)το Κλιμάκιο κρίνει ότι, από τον έλεγχο των υποβληθέντων σε αυτό στοιχείων, διαπιστώθηκαν ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες που κωλύουν την υπογραφή των οικείων συμβάσεων.
ΔΕΚ/C-225/1998
Περίληψη 1. Σκοπός των κανόνων δημοσιότητας που προβλέπονται στην οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στους οποίους περιλαμβάνεται η δημοσίευση της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως, είναι να ενημερωθούν εγκαίρως όλοι οι δυνάμει προσφέροντες σε κοινοτικό επίπεδο ως προς τα κύρια σημεία μιας συμβάσεως, προκειμένου να μπορέσουν να υποβάλουν την προσφορά τους εμπροθέσμως. Ο σκοπός αυτός υποδηλώνει ότι ο υποχρεωτικός ή όχι χαρακτήρας της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών που υπέβαλαν οι προσφέροντες. Συναφώς, τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, που καθορίζουν, γενικώς, σε 52 ημέρες για τις ανοικτές διαδικασίες και 40 ημέρες για τις κλειστές, αντιστοίχως, τις συνήθεις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών, ουδόλως αναφέρονται στην προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Αντιθέτως, τα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, που παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να μειώσουν τις προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, συνδέουν ρητώς τη δυνατότητα αυτή με την προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Επομένως, η δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως είναι υποχρεωτική μόνον εφόσον οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της ευχέρειας που τους παρέχεται να μειώσουν τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών. ( βλ. σκέψεις 35-38 ) 2. Σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα είναι είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβάλλοντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, διάφορα κριτήρια ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως, όπως η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να αναφέρουν τα κριτήρια αυτά, είτε στην προκήρυξη είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων. όντως, η διάταξη αυτή δεν στερεί εντελώς από τις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ως κριτήριο έναν όρο που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όρος αυτός τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, κυρίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, ακόμη και αν το κριτήριο αυτό δεν είναι αφεαυτού ασυμβίβαστο προς την οδηγία 93/37, πρέπει κατά την εφαρμογή του να τηρούνται όλοι οι διαδικαστικοί κανόνες της οδηγίας αυτής και ιδίως οι κανόνες δημοσιότητας που περιέχονται σ' αυτήν. Επομένως, ένα κριτήριο αναθέσεως που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας πρέπει να μνημονεύεται ρητώς στην προκήρυξη του διαγωνισμού, ώστε να είναι οι εργολήπτες σε θέση να πληροφορηθούν την ύπαρξη της προϋποθέσεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 49-51, 73 ) 3. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος το οποίο, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, περιορίζει σε πέντε τον αριθμό των υποψηφίων που μπορούν να υποβάλουν προσφορές για τις επίμαχες συμβάσεις. Καίτοι είναι αληθές ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 δεν ορίζει ελάχιστο αριθμό υποψηφίων τους οποίους οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να προσκαλέσουν όταν δεν επιλέγουν τον καθορισμό ορίου που προβλέπει η διάταξη αυτή, πάντως, ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ότι, στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας και όταν οι αναθέτουσες αρχές προβλέπουν ένα όριο, αριθμός υποψηφίων μικρότερος του πέντε δεν αρκεί για την εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού. Τούτο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αναθέτουσες αρχές επιλέγουν να προσκαλέσουν τον ανώτατο αριθμό υποψηφίων. Επομένως, ο αριθμός των επιχειρήσεων που μία αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να προσκαλέσει για να υποβάλουν προσφορές στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι μικρότερος του πέντε. ( βλ. σκέψεις 59-63 ) 4. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) καθώς και από την οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος που, στις προκηρύξεις διαγωνισμών, χρησιμοποιεί, όσον αφορά τη μέθοδο προσδιορισμού των τμημάτων του έργου, παραπομπές στις κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργανώσεων και, άλλωστε, απαιτεί από τον καταρτίζοντα κατασκευαστικά σχέδια, ως ελάχιστη προϋπόθεση συμμετοχής, δικαιολογητικό εγγραφής στον σύλλογο αρχιτεκτόνων. πράγματι, στο μέτρο που ο καθορισμός των τμημάτων του έργου με παραπομπή σε κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργ
ΔΕΚ/C-71/1992
Περίληψη 1. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες 71/305 και 77/62, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη των συμβάσεων αφενός δημοσίων έργων και αφετέρου δημοσίων προμηθειών, το κράτος μέλος το οποίο * εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής ρυθμίσεως περί δημοσίων συμβάσεων τις συναλλαγές της διοικήσεως με ιδιώτες όσον αφορά αγαθά ή δικαιώματα, η εμπορία των οποίων ρυθμίζεται από διατάξεις νόμου, ή ελεγχόμενα προϊόντα ή προϊόντα υποκείμενα σε μονοπώλιο ή απαγορευμένα προϊόντα, μολονότι οι εξαιρέσεις αυτές δεν καταλέγονται μεταξύ των εξαιρέσεων που απαριθμεί περιοριστικά και επιτρέπει ρητά η οδηγία 77/62 και μολονότι οι ιδιαιτερότητες των προμηθειών αυτών δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, τέτοιες, ώστε να επιτρέπεται η πλήρης εξαίρεση των σχετικών συμβάσεων από τη ρύθμιση περί δημοσίων συμβάσεων, * εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της εθνικής ρυθμίσεως περί δημοσίων συμβάσεων τις συμβάσεις για τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητή εξαίρεση, μολονότι οι μόνες επιτρεπόμενες εξαιρέσεις από τις προαναφερθείσες οδηγίες προβλέπονται περιοριστικά και ρητά από τις οδηγίες αυτές και μολονότι κατά τη μεταφορά των οδηγιών πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις σαφήνειας και ακρίβειας, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με οποιαδήποτε διατύπωση που θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι, πέραν των εξαιρέσεων που επιτρέπουν οι οδηγίες και που επαναλαμβάνονται από την εθνική νομοθεσία, επιτρέπεται να προβλεφθούν και άλλες, * επιτρέπει τη σύναψη των συμβάσεων με απευθείας ανάθεση και σε άλλες περιπτώσεις, πέραν των περιοριστικώς προβλεπομένων από τις οδηγίες, ή εξαρτά την εφαρμογή της διαδικασίας της απευθείας αναθέσεως από λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις απ' ό,τι οι οδηγίες, * επιβάλλει ορισμένους τρόπους αποδείξεως της δικαιοπρακτικής ικανότητας των υποβαλλόντων προσφορές που δεν προβλέπονται από τις οδηγίες, * επιβάλλει στις επιχειρήσεις των άλλων κρατών μελών που επιλέγουν ορισμένα από τα μέσα αποδείξεως της ικανότητάς τους που προβλέπονται στην οδηγία 71/305 ορισμένες προϋποθέσεις που δεν προβλέπει η οδηγία αυτή, * προβλέπει ότι, για την κατάταξη των επιχειρήσεων, θα αξιολογούνται κατά προτίμηση τα χρηματοοικονομικά μέσα και τα μέσα από άποψη προσωπικού και υλικού που διαθέτουν εντός της εθνικής επικράτειας, μολονότι η οδηγία 71/305 δεν του επιτρέπει να καθιερώνει τέτοιας φύσεως κριτήρια, * δεν αναγνωρίζει, κατά παράβαση των οδηγιών, την αξία των πιστοποιητικών που έχουν εκδώσει οι αρχές άλλων κρατών μελών σχετικά με την ικανότητα των επιχειρήσεων, * απαλλάσσει από την υποχρέωση συστάσεως εγγυήσεως τις επιχειρήσεις μόνο των οποίων η ικανότητα προκύπτει από την εγγραφή τους σε δικούς του καταλόγους κατατάξεως, * δεν τηρεί, όσον αφορά τις τεχνικές προδιαγραφές που προβλέπονται για τις συμβάσεις προμηθειών, τη σειρά προτιμήσεως των κανόνων, την οποία προβλέπει η οδηγία 77/62. 2. Από το γεγονός ότι το άρθρο 1, στοιχείο α', της οδηγίας 71/305 παραπέμπει, σε σχέση με τον ορισμό των συμβάσεων δημοσίων έργων στις οποίες εφαρμόζεται, στο άρθρο 2 της οδηγίας 71/304, περί της καταργήσεως των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων και των περιορισμών στην ανάθεση συμβάσεων δημοσίων έργων μέσω πρακτορείων ή υποκαταστημάτων, προκύπτει ότι η πρώτη αναφερθείσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις που αφορούν βιομηχανικές εγκαταστάσεις φύσεως μηχανολογικής, ηλεκτρολογικής και παραγωγής ενεργείας, με εξαίρεση του μέρους των εγκαταστάσεων αυτών το οποίο ανάγεται στον τομέα της τεχνικής των δομικών κατασκευών, και τις συμβάσεις που αφορούν έργα εκσκαφών, γεωτρήσεως, εκβαθύνσεως και εκκενώσεως των εκχωματώσεων, τα οποία εκτελούνται με σκοπό την εξόρυξη ορυκτών υλών (εξορυκτικές βιομηχανίες).
ΔΕΚ/C-399/2005
ένα κριτήριο επιλογής, όπως, εν προκειμένω, το κριτήριο της εμπειρίας, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας προσφέρουσας κοινοπραξίας και ότι αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-389/92, Ballast Nedam Groep, Συλλογή 1992, σ. I-1289, σκέψη 13, που ενσωματώθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο των επίμαχων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 54, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1)].50. Όσον αφορά την αρχή της διαφάνειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς είναι δυνατόν να συνιστούν παραβίαση της εν λόγω αρχής τα περιστατικά που προσάπτονται στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, η λήψη υπόψη μιας προσφοράς μη σύμφωνης προς το τεύχος «Πρόσκληση» της διακήρυξης συνιστά πράξη που μπορεί μεν να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, αλλά δεν είναι ικανή αφεαυτής να παραβιάσει την αρχή της διαφάνειας. Κατά τούτο, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I-2043, ιδίως σκέψεις 54 έως 60 και 74), στο μέτρο κατά το οποίο η διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της διαφάνειας οφειλόταν κατ’ ουσία στη συνεκτίμηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, μιας τροποποιήσεως των αρχικών προσφορών ενός εκ των προσφερόντων. Αντιθέτως, επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση είναι μάλλον μια τυπική προϋπόθεση για να γίνει δεκτή μια προσφορά προς εξέταση, η οποία δεν είναι δυνατόν να θίξει τη διαφάνεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. 51. Σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, από τις σκέψεις 22 έως 37 και 40 έως 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεμελίωσε τις δύο αιτιάσεις που προέβαλε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε καθόσον αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ούτε καθόσον αφορούσαν παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν θα έπρεπε να γίνει αναφορά στη γενική αρχή της ισότητας, της οποίας η διάταξη αυτή συνιστά ειδική εκδήλωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-244/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1991, σ. I-163, σκέψη 34).
ΔΕΚ/C-315/2001
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )
ΔΕΚ/Τ-4/2001
Περίληψη 1. Για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, απαιτείται η συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση. Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην προστασία των ιδιωτών. Οσάκις το όργανο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, το αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση του αν συγκεκριμένη παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη αποτελεί η πρόδηλη και σοβαρή εκ μέρους του υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. ( βλ. σκέψεις 60, 63 ) 2. Το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αφήνει στην αναθέτουσα αρχή την επιλογή των κριτηρίων αναθέσεως της συμβάσεως στην οποία προτίθεται να προβεί υπό τον όρο ότι τα επιλεγέντα κριτήρια σκοπούν στην εξατομίκευση της συμφερότερης οικονομικά προσφοράς. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να λάβει απόφαση κατά το δοκούν με βάση ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια μεταβαλλόμενα ανάλογα με τη σύμβαση, προκειμένου να καθορίσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Εντούτοις, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/37 δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι έκαστο των κριτηρίων αναθέσεως που επέλεξε η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να ταυτοποιήσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά πρέπει κατ' ανάγκη να είναι ποσοτικής φύσεως ή αποκλειστικά προσανατολισμένο προς τις τιμές ή τα τιμολόγια του συγκεντρωτικού καταλόγου. Πράγματι, διάφοροι παράγοντες, μη αμιγώς ποσοτικοί, μπορούν να επηρεάζουν την εκτέλεση των έργων και, κατά συνέπεια, την οικονομική αξία μιας προσφοράς. ( βλ. σκέψεις 66, 68 ) 3. Καίτοι η αναθέτουσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, να επαληθεύει κάθε παρατιθέμενη σε ατομική προσφορά τιμή, οφείλει, εντούτοις, να εξετάζει τη φερεγγυότητα και τη σοβαρότητα των προσφορών που την εμβάλλουν σε υποψίες εν γένει, πράγμα που συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι ζητεί, ενδεχομένως, διευκρινίσεις επί των ατομικών τιμών που θεωρεί ύποπτες, κατά μείζονα δε λόγο αν είναι πολυάριθμες. Το γεγονός ότι τυχόν προσφορά κρίθηκε σύννομη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαλλάσσει την αναθέτουσα αρχή από την υποχρέωσή της να επαληθεύσει τις τιμές συγκεκριμένης προσφοράς αν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς τη φερεγγυότητά τους κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των προσφορών και μετά την αρχική εκτίμηση του συννόμου αυτών. Έτσι, η αναθέτουσα αρχή τήρησε ορθά την προβλεπόμενη στο άρθρο 30, παράγραφος 4, της ανωτέρω οδηγίας 93/37 διαδικασία, προσφέροντας επανειλημμένα σε υποβαλούσα προσφορά επιχείρηση τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της. ( βλ. σκέψεις 76-77 ) 4. Όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το οποίο εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 56 του δημοσιονομικού κανονισμού, επί των συμβάσεων που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα οσάκις η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το προβλεπόμενο από την οδηγία κατώτατο όριο, ένα κοινοτικό όργανο πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως έναντι των αποκλεισθέντων υποβαλόντων προσφορά εφόσον αρκείται, κατ' αρχάς, στην άμεση ενημέρωσή τους σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς τους με απλή και μη αιτιολογημένη κοινοποίηση, ακολούθως δε παρέχει στους υποψηφίους που διατύπωσαν ρητώς σχετικό αίτημα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του υπέρ ου η ανάθεση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτού αιτήματος. Ο τρόπος αυτός ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ, ότι δηλαδή από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπον ώστε, αφενός, να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του. Ο επαρκής βαθμός αιτιολογήσεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο δίδει στη συνέχεια λεπτομερέστερη εξήγηση. ( βλ. σκέψεις 92-93, 96 ) 5. Η κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει η ενάγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως αγωγής. Αν ο αποκλεισθείς υποβαλών προσφορά ζητεί, όπως εν προκειμένω, από το εναγόμενο όργανο συμπληρωματικές εξηγήσεις σε σχέση με απόφαση πριν από την άσκηση αγωγής αλλά μετά την προβλεπόμενη με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας ημερομηνία και το