Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C-458/2003

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 60/2007, 92/50

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών — Οδηγία 92/50 — Πεδίο εφαρμογής — Παραχώρηση δημόσιων υπηρεσιών διαχειρίσεως δημόσιου χώρου σταθμεύσεως επί πληρωμή — Δεν εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 2. Κοινοτικό δίκαιο — Αρχές — Ίση μεταχείριση — Δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — Διατάξεις της Συνθήκης — Πεδίο εφαρμογής — Συμφωνίες παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών — Εμπίπτουν — Όρια — Εξέταση κατά περίπτωση (Άρθρα 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Η ανάθεση από δημόσια αρχή της διαχειρίσεως δημόσιου χώρου σταθμεύσεως επί πληρωμή σε παρέχοντα υπηρεσίες, ο οποίος αμείβεται από τα τέλη που καταβάλλουν τρίτοι για τη χρήση του χώρου σταθμεύσεως, συνιστά παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας, επί της οποίας δεν εφαρμόζεται η οδηγία 92/50/ΕΟΚ για το συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών. (βλ. σκέψη 43, διατακτ. 1) 2. Οι δημόσιες αρχές που συνάπτουν συμφωνίες παραχωρήσεως δημόσιων υπηρεσιών υποχρεούνται να τηρούν τους θεμελιώδεις κανόνες της Συνθήκης ΕΚ εν γένει, ιδίως δε τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, και την αρχή του άρθρου 12 ΕΚ περί απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας ειδικότερα, που αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, υποχρέωση διαφάνειας η οποία συνίσταται στη διασφάλιση, υπέρ όλων των πιθανών αναδόχων, προσήκοντος βαθμού δημοσιότητας που να καθιστά δυνατό το άνοιγμα της αγοράς υπηρεσιών στον ανταγωνισμό, καθώς και τον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των διαδικασιών διαγωνισμού. Εντούτοις, η εφαρμογή των κανόνων των άρθρων 12 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, καθώς και των γενικών αρχών των οποίων αποτελούν την ειδικότερη έκφραση, αποκλείεται αν ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ασκεί επί του αναδόχου έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και αν, συγχρόνως, ο ανάδοχος πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν. Συναφώς, οι προαναφερθείσες διατάξεις και αρχές απαγορεύουν την παραχώρηση εκ μέρους δημόσιας αρχής, χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό, δημόσιας υπηρεσίας σε ανώνυμη εταιρία η οποία προέκυψε από τη μετατροπή ειδικής επιχειρήσεως ανήκουσας στη δημόσια αυτή αρχή, της οποίας ο εταιρικός σκοπός επεκτάθηκε σε νέους και σημαντικούς τομείς, της οποίας το κεφάλαιο πρέπει υποχρεωτικώς, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από τη μετατροπή, να περιλάβει ξένες επενδύσεις, της οποίας το κατά τόπον πεδίο δραστηριοτήτων επεκτάθηκε σε όλη την ιταλική επικράτεια και στο εξωτερικό, και της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρύτατες διαχειριστικές εξουσίες που μπορεί να ασκεί αυτόνομα. (βλ. σκέψεις 46-49, 62, 72, διατακτ. 2)


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-410/2004

Περίληψη της αποφάσεως Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (Άρθρα 43 EΚ, 49 EΚ και 86 EΚ) Τα άρθρα 43 EΚ, 49 EΚ και 86 EΚ, καθώς και οι αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και της διαφάνειας δεν απαγορεύουν εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπουσα σε δημόσιο οργανισμό την απευθείας ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας σε εταιρία της οποίας το κεφάλαιο ανήκει εξ ολοκλήρου στον ίδιο, υπό τον όρον, αφενός, ότι ο δημόσιος οργανισμός ασκεί επί της εταιρίας αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και, αφετέρου, ότι η εταιρία αυτή ασκεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς της με τον δημόσιο οργανισμό που την ελέγχει.


ΔΕΚ/C-91/2008

1) Όταν τροποποιήσεις διατάξεων συμβάσεως για την παραχώρηση υπηρεσιών φέρουν ουσιωδώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα που δικαιολόγησαν την αρχική ανάθεση της συμβάσεως παραχωρήσεως και υποδηλώνουν, κατά συνέπεια, τη βούληση των συμβαλλομένων να αναδιαπραγματευθούν τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως αυτής, θα πρέπει να λαμβάνεται, σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους, κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να αποκατασταθεί η διαφάνεια στη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας διαδικασίας αναθέσεως. Η νέα διαδικασία αναθέσεως θα πρέπει, ενδεχομένως, να οργανωθεί κατά τρόπο προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της κρίσιμης παραχωρήσεως υπηρεσιών και να επιτρέπει σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη να έχουν πρόσβαση σε κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη παραχώρηση, πριν αυτή ανατεθεί. 2) Όταν παραχωρησιούχος επιχείρηση συνάπτει σύμβαση σχετικά με υπηρεσίες εμπίπτουσες στο πεδίο παραχωρήσεως που της ανατέθηκε από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν εφαρμόζονται η απορρέουσα από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ υποχρέωση διαφάνειας καθώς και οι αρχές ίσης μεταχειρίσεως και απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, εφόσον η επιχείρηση αυτή: – ιδρύθηκε από τον οργανισμό αυτό τοπικής αυτοδιοίκησης με σκοπό τη διάθεση αποβλήτων και τον καθαρισμό των οδών, δραστηριοποιείται όμως επίσης στην ελεύθερη αγορά, – ανήκει κατά ποσοστό 51 % στον εν λόγω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, οι σχετικές όμως με τη διαχείριση αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται μόνον με πλειοψηφία τριών τετάρτων της γενικής συνελεύσεως της επιχειρήσεως αυτής, – έχει μόνον το ένα τέταρτο των μελών του εποπτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου αυτού, που διορίζονται από τον ίδιο ως άνω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, και – πραγματοποιεί πλέον του ημίσεος του κύκλου εργασιών της από αμφοτεροβαρείς συμβάσεις με αντικείμενο τη διάθεση αποβλήτων και τον καθαρισμό των οδών εντός των διοικητικών ορίων του εν λόγω οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, οι δε εργασίες χρηματοδοτούνται από τον οργανισμό αυτό με πόρους προερχόμενους από τα δημοτικά τέλη που καταβάλλουν οι πολίτες του. 3) Οι κατοχυρωμένες στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και η εξ αυτών απορρέουσα υποχρέωση διαφάνειας δεν επιβάλλουν στις δημόσιες αρχές να καταγγέλλουν σύμβαση, ούτε στα εθνικά δικαστήρια να λαμβάνουν μέτρα σε κάθε περίπτωση προβαλλόμενης αθετήσεως της υποχρεώσεως αυτής κατά τη διαδικασία παραχωρήσεως υπηρεσιών. Εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη να ρυθμίσει τα μέσα έννομης προστασίας προς προάσπιση των δικαιωμάτων που συνεπάγεται για τους πολίτες η εν λόγω υποχρέωση, κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα μέσα αυτά να μην είναι λιγότερο ευνοϊκά από παρόμοιες διαδικασίες εσωτερικής έννομης τάξεως, ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Η υποχρέωση διαφάνειας απορρέει άμεσα από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, τα οποία παράγουν άμεσα αποτελέσματα στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και υπερέχουν κάθε αντίθετης διατάξεως του εθνικού δικαίου.


ΔΕΚ/C-324/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. Για να εκτιμηθεί αν η παραχωρούσα αρχή ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων και πραγματικών περιστατικών. Από την εξέταση αυτή πρέπει να προκύψει ότι ο εν λόγω ανάδοχος υπόκειται σε έλεγχο που επιτρέπει στην παραχωρούσα αρχή να επηρεάζει τις αποφάσεις του εν λόγω αναδόχου. Η δυνατότητα καθοριστικής επιρροής πρέπει να καλύπτει τόσο τους στρατηγικούς στόχους όσο και τις σημαντικές αποφάσεις του αναδόχου αυτού. Συναφώς, όταν οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου αναλόγου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. (βλ. σκέψεις 28, 42, διατακτ. 1–2) 2. Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί η αρχή αυτή στις δικές της υπηρεσίες, όχι όμως να ταυτίζεται με αυτόν ως προς όλα τα σημεία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο έλεγχος που ασκείται στον ανάδοχο φορέα να είναι αποτελεσματικός, δεν απαιτείται όμως να είναι ατομικός. Στην περίπτωση που περισσότερες δημόσιες αρχές επιλέγουν να εκπληρώσουν τα δημόσια καθήκοντά τους προσφεύγοντας σε κοινό ανάδοχο φορέα, αποκλείεται κατά κανόνα μία από τις αρχές αυτές, εκτός αν μετέχει πλειοψηφικώς στον φορέα αυτό, να ασκεί μόνη της καθοριστικό έλεγχο στις αποφάσεις του φορέα αυτού. Η απαίτηση να είναι ατομικός ο έλεγχος που ασκείται από τη δημόσια αρχή στην περίπτωση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβάλει τον ανταγωνισμό στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια αρχή θα ήθελε να προσχωρήσει σε ομάδα απαρτιζόμενη από άλλες αρχές, όπως ο διαδημοτικός συνεταιρισμός. Πάντως, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σύμφωνο με το σύστημα των κοινοτικών κανόνων σε θέματα δημόσιων συμβάσεων και αναθέσεων. Συγκεκριμένα, μια δημόσια αρχή έχει τη δυνατότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της διοικητικά, τεχνικά και λοιπά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να απευθύνεται σε εξωτερικούς οργανισμούς που δεν ανήκουν στις υπηρεσίες της. Οι δημόσιες αρχές μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους αυτής να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος με δικά τους μέσα σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές. Επομένως, στις περιπτώσεις που περισσότερες δημόσιες αρχές ελέγχουν ανάδοχο φορέα στον οποίο αναθέτουν την εκπλήρωση ενός από τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος, ο έλεγχος που οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν επί του εν λόγω φορέα μπορεί να ασκηθεί από κοινού. Όσον αφορά το συλλογικό όργανο, η διαδικασία που χρησιμοποιείται για τη λήψη αποφάσεως, συγκεκριμένα η δια πλειοψηφίας απόφαση, δεν ασκεί επιρροή. (βλ. σκέψεις 46–51, 54, διατακτ. 3)


ΔΕΚ/C-220/2006

«Δημόσιες συμβάσεις — Ελευθέρωση των ταχυδρομικών υπηρεσιών — Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 97/67/ΕΚ — Άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ — Εθνική νομοθεσία που επιτρέπει στη Διοίκηση να συνάπτει, χωρίς την τήρηση των κανόνων περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, με δημόσια εταιρία, ήτοι με τον φορέα της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στο οικείο κράτος μέλος, συμβάσεις παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, τόσο ελευθερωμένων όσο και μη ελευθερωμένων για τις οποίες ισχύει ανάθεση κατ’ αποκλειστικότητα»


ΔΕΚ/C-382/2005

«Παράβαση κράτους μέλους — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Οδηγία 92/50/ΕΟΚ — Συμβάσεις για την επεξεργασία αστικών αποβλήτων — Χαρακτηρισμός — Δημόσια σύμβαση — Παραχώρηση υπηρεσιών — Μέτρα δημοσιότητας»


ΔΕΚ/C-171/2002

Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Διατάξεις της Συνθήκης – Αντίστοιχα πεδία εφαρμογής – Κριτήρια – Παροχές για παρατεταμένο χρονικό διάστημα χωρίς εγκατάσταση στο κράτος μέλος προορισμού – Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να έχουν την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση εντός του οικείου κράτους μέλους, να έχουν περιβληθεί τη μορφή νομικού προσώπου, να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, να λάβουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές και να λάβουν, για τα μέλη του προσωπικού τους, επαγγελματικό δελτίο εκδιδόμενο από τις εν λόγω αρχές – Δεν επιτρέπεται (Άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Όσον αφορά την οριοθέτηση των αντιστοίχων πεδίων εφαρμογής των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, το καθοριστικό στοιχείο είναι το αν ο επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις επίδικες υπηρεσίες. Όταν είναι εγκατεστημένος (έχει κύρια ή δευτερεύουσα εγκατάσταση) στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις υπηρεσίες του (κράτος μέλος προορισμού ή κράτος μέλος υποδοχής), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης εγκαταστάσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 43 ΕΚ. Όταν απεναντίας ο επιχειρηματίας δεν είναι εγκατεστημένος εντός του κράτους μέλους προορισμού, παρέχει τις υπηρεσίες του σε διασυνοριακό επίπεδο και εμπίπτει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της εγκαταστάσεως, κατά το άρθρο 43 ΕΚ, συνεπάγεται ότι ο επιχειρηματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Απεναντίας, πρόκειται για παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ όταν οι υπηρεσίες δεν προσφέρονται κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Είναι επομένως δυνατό να αποτελούν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ οι υπηρεσίες τις οποίες ένας επιχειρηματίας εγκατεστημένος σε κράτος μέλος παρέχει με μια ορισμένη συχνότητα ή σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακόμη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, σε πρόσωπα εγκατεστημένα σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη. Επομένως, ακόμη και εθνικά μέτρα που εφαρμόζονται μόνο στους επιχειρηματίες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο οικείο κράτος μέλος για χρονική περίοδο πέραν του έτους μπορούν, κατ’ αρχήν, να περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. (βλ. σκέψεις 24-28) 2. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ κράτος μέλος που επιβάλλει ως προϋπόθεση για να μπορούν οι αλλοδαποί επιχειρηματίες να ασκούν στο εθνικό έδαφος, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών – να έχουν οι εν λόγω επιχειρηματίες την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, – να περιβάλλονται τη μορφή νομικού προσώπου, – να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, – να έχουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιολογητικά στοιχεία και οι εγγυήσεις που έχουν ήδη προσκομιστεί στο κράτος μέλος προελεύσεως, και – τα μέλη του προσωπικού τους να είναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου εκδιδόμενου από τις εν λόγω αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι έλεγχοι και οι εξετάσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως. (βλ. σκέψη 74 και διατακτ.)


ΔΕΚ/C-324/2007

«Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων υπηρεσιών – Παραχώρηση σχετική με την εκμετάλλευση δημοτικού δικτύου καλωδιακής τηλεόρασης – Ανάθεση από δήμο σε διαδημοτικό συνεταιρισμό – Υποχρέωση διαφάνειας – Προϋποθέσεις – Άσκηση, από την παραχωρούσα αρχή, ελέγχου ανάλογου με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες»(....) 1) Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. 2) Υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών που αφορούν το περιθώριο αυτονομίας που διαθέτει ο εν λόγω συνεταιρισμός, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, υπό τις οποίες οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου ανάλογου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. 3) Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία.


ΔΕΚ/C-226,C-228/2004

«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Οδηγία 92/50/ΕΟΚ — Άρθρο 29, πρώτο εδάφιο, στοιχεία ε΄ και στ΄ — Υποχρεώσεις των παρεχόντων υπηρεσίες — Καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, καθώς και φόρων και τελών». Το άρθρο 29, πρώτο εδάφιο, στοιχεία ε΄ και στ΄, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση ή διοικητική πρακτική σύμφωνα με την οποία ο παρέχων υπηρεσίες που, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων συμμετοχής στον διαγωνισμό, δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά τις οφειλές εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και φόρων και τελών διά της πλήρους καταβολής των αντιστοίχων ποσών μπορεί να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του εκ των υστέρων


ΔΕΚ/C-538/2007

«Οδηγία 92/50/ΕΟΚ – Άρθρο 29, πρώτο εδάφιο – Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Εθνική νομοθεσία που απαγορεύει στις επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση ελέγχου ή σημαντικής επιρροής να συμμετέχουν ως ανταγωνιστές στην ίδια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης»  Το άρθρο 29, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, πέρα από τους λόγους αποκλεισμού που απαριθμεί η διάταξη αυτή, και άλλους λόγους αποκλεισμού, με σκοπό τη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά μέτρα δεν βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει τη θέσπιση ή διατήρηση σε ισχύ διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία, μολονότι επιδιώκει την επίτευξη των θεμιτών σκοπών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας κατά τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων, απαγορεύει απόλυτα στις επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση ελέγχου ή οι οποίες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους να συμμετέχουν ταυτόχρονα και ως ανταγωνιστές στην ίδια διαδικασία διαγωνισμού και δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι η σχέση αυτή δεν επηρέασε τη συμπεριφορά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.


ΔΕΚ/C-337/2006

Το άρθρο 1, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τρίτη παύλα, πρώτη υπόθεση, της οδηγίας 92/50 έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση χρηματοδοτήσεως των δραστηριοτήτων δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, όπως αυτοί στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τη διαδικασία που εκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, για την πλήρωση της προϋποθέσεως περί «χρηματοδοτήσεως από το κράτος» δεν απαιτείται η άμεση παρέμβαση του κράτους ή άλλων δημόσιων αρχών, όταν οι οργανισμοί αυτοί συνάπτουν συμβάσεις όπως οι επίδικες στην υπόθεση της κύριας δίκης.