Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Αρ.Π./564/2022

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 503/1985/Α.559

ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΩΝ-ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ-ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ: (...) Kαι τούτο διότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο, και ειδικότερα ότι απαγορεύεται η κατάσχεση ή η δήμευση περιουσιακών στοιχείων της ασφαλιστικής επιχείρησης που βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση και συνακόλουθα η εγγραφή υποθήκης επί του επίδικου ακινήτου της ενάγουσας, στην οποία προέβη ακύρως το εναγόμενο στην ένδικη υπόθεση στην οποίαν ζητείται η εξάλειψή της από τα βιβλία υποθηκών του Δ. Σ., προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων των ασφαλισμένων της και κάθε άλλου δικαιούχου του ασφαλίσματος, πληρούν το πραγματικό των ανωτέρω διατάξεων που ήταν εφαρμοστέες, πλην όμως εσφαλμένα δεν εφάρμοσε και δικαιολογούν το ανωτέρω πόρισμα και διατακτικό που διατύπωσε, που είναι, όπως αναφέρθηκε, ορθό. Ούτε στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για τη κρίση του στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που όμως δεν τις εφάρμοσε, κατά τα ανωτέρω, ενώ έχει τις απαιτούμενες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς και πλήρεις και δεν αντιφάσκουν, ούτε είναι ενδοιαστικές κατά τρόπο που καθιστούν ευχερή τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους το αναιρεσείον ισχυρίζεται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο πρόσθετος λόγος με τον οποίο, μολονότι δεν αποδίδεται, εναρίθμως, αναιρετική πλημμέλεια, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο κρίνεται ως από τον αριθμό 1 άρθρου 559 ΚΠολΔ, το αναιρεσείον ισχυριζόμενο ότι στις εκκρεμείς κατά την 31-12-2015 ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, όπως εν προκειμένω, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 240 και 241 του ν. 4364/2016 που αναγνωρίζουν προνομιακή κατάταξη του Δημοσίου για τις φορολογικές του απαιτήσεις και ότι επομένως ελλείπει το έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την άσκηση της επίδικης αγωγής, τούτο δε διότι οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στις ως άνω εκκαθαρίσεις, κατά τα προαναφερθέντα. Απορρίπτει την από 24-2-2020 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 110/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου καθώς και τους από 2-3-2021 πρόσθετους λόγους.


ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΑΠ/712/2013

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ- ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΟΤΑ:..κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, το αναιρεσείον, ζήτησε, .. την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την επίκληση, ότι η ένδικη αξίωση των αναιρεσίβλητων, παρεγράφη κατ' άρθρο 90 ν. 2362/1995, εφόσον παρήλθε διετία από τότε που γεννήθηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής, προκειμένου δε να θεμελιώσει το παραδεκτό του, για πρώτη φορά, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προταθέντος ισχυρισμού, επικαλείται ότι ο καταλυτικός της αξίωσης των αναιρεσίβλητων ισχυρισμός του, περί παραγραφής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια και αφορά τη δημόσια τάξη. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως, διότι δεν προβλήθηκε ως λόγος αναίρεσης, με το δικόγραφο της αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ότι, είναι μεν από εκείνους οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον Άρειο Πάγο, ειδικώς δε στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ισχυρισμός δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να κκαταδικασθεί το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.


ΑΠ 575/2018

Καταβολή μισθολογικών παρχών με βάση συλλογικές συμβάσεις εργασίας- Αίτηση αναίρεσης:..Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο και τελευταίο από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένως και κατά παράβαση του άρθρου 904 του ΑΚ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον δεύτερο λόγο της έφεσης αυτού, με τον οποίο ισχυρίσθηκε ότι δεν συνέτρεχαν κατά νόμο οι προϋποθέσεις βασιμότητας της αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων προς λήψη των αιτουμένων μισθολογικών παροχών από την παρασχεθείσα στο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον εργασία τους, ως προς την επικουρική εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της αγωγής, καθόσον το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ δεν θα προέβαινε στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του, μετά την αποχώρηση των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων, γεγονός που προέκυψε άλλωστε και κατά την αποδεικτική διαδικασία. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι για τη γέννηση των αξιώσεων των αναιρεσιβλήτων προς απόδοση του πλουτισμού του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. από την παροχή σε αυτό εργασίας στο πλαίσιο λειτουργίας άκυρων συμβάσεων εργασίας, αρκούσε το γεγονός της πραγματικής παροχής των υπηρεσιών των αναιρεσιβλήτων προς το αναιρεσείον Ν.Π.Δ.Δ. για όσο χρονικό διάστημα αυτοί πράγματι απασχολήθηκαν σε αυτό και κατά συνέπεια είναι αδιάφορο το εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση το αναιρεσείον από οικονομικούς ή άλλους λόγους δεν προέβη ή δεν θα προέβαινε σε κάθε περίπτωση στην πρόσληψη άλλων μισθωτών με έγκυρες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας προς κάλυψη των αναγκών του. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης. 


ΑΠ 457/2007

Κατά το άρθρο 17 του ν. 2145/1993 τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, όταν δικάζουν αγωγές που στρέφονται κατά ΝΠΔΔ και έχουν, από οποιονδήποτε γενεσιουργό λόγο, αξιώσεις που συνδέονται με δαπάνες τους οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν εκδίδουν οριστική απόφαση αν δεν προσάγεται για μεν την περίπτωση που έχει αποφανθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο η οικεία πράξη του αρμόδιου τμήματός του, για δε την περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί η εκκρεμεί στο τμήμα τέτοια υπόθεση, σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού.Εν προκειμένω, το αναιρεσείον ΝΠΔΔ, υπό την επίκληση του άρθρου 560 αριθμ.1 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Εφετείο την αιτίαση ότι κατά παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 17 του ν. 2145/1993 δεν απέσχε της εκδικάσεως της υπόψη υποθέσεως, καίτοι επ' αυτής είχε επιληφθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο και μάλιστα είχε εκδώσει την με αριθμό 154/2000 πράξη του πρώτου τμήματος. Ο λόγος αυτός της αναιρέσεως είναι αβάσιμος..


ΜΠρΘΕσ/33296/2009

Ο σκοπός της καθιερώσεως της διαταγής πληρωμής και ως τίτλου επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως είναι συνακόλουθος με το σκοπό της εισαγωγής της διαδικασίας της διαταγής πληρωμής, η οποία συνιστά μέτρον που προάγει κατ" εξοχήν την ταχύτητα κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. !. Καστριώτη, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, τομ. Δεύτερος (1986) σ. 553, όπου και περαιτέρω παραπομπές στην υποσ. 20). Το γεγονός και μόνο ότι ο νόμος παρέχει ευχέρεια επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως με βάση τη διαταγή πληρωμής, δεν καθιστά περιττή τη δυνατότητα συντηρητικής κατασχέσεως, ενόψει και του ότι σύμφωνα με το άρθρο 632 §2 ΚΠολΔ το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, μπορεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. να χορηγήσει αναστολή, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για την ανακοπή. Επομένως, συντηρητική κατάσχεση , επιβαλλόμενη βάσει διαταγής πληρωμής, είναι νοητή και δυνατή κατά το διάστημα της αναστολής του άρθρου 632 §2 ΚΠολΔ, το οποίο εκτείνεται μέχρι την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας ανακοπής (βλ. I. Καστριώτη ό.π. σ. 559, Κ. Μπέη Δ 10. 350, βλ. όμως και Σ. Ματθία Δ 10. 347 επ). Ο ΚΠολΔ σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί της συντηρητής κατασχέσεως, που διατάσσεται από το Δικαστήριο (αρθρ. 722 §2) δεν ορίζει τίποτε σχετικά με τη δυνατότητα και το χρόνο μεταβίβασης της κατασχεθείσας απαίτησης προς τον κατασχόντα συντηρητικώς σια- χέρια τρίτου, βάσει διαταγής πληρωμής, θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό ότι η αναγκαστική εκχώρηση λαβαίνει χώρα από την επέλευση της τελεσιδικίας της επί της ασκηθείσας ανακοπής αποφάσεως, οπότε η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση τρέπεται σε αναγκαστική και παύει η ευχέρεια του δανειστή να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση (βλ. \\ Καστριώτη ο.ττ. σ. 561, 562 πρβλ. και Θ. Λιβαθηνό, ΝοΒ 20. 1131, ΕφΑΘ 10153/1985 ΕλΑΔνη 1985. 1150).


ΜΠρΑθ/733/2011

Η κατάσχεση στα χέρια της Τράπεζας ως τρίτης έχει ρυθμιστεί ειδικότερα με τα άρθρα 87-94 του νδ της 17-7/13-8-1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», του οποίου η ισχύς διατηρήθηκε με το άρθρο 52 αρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι γενικές ρυθμίσεις των άρθρων 982 επ. που ισχύουν άμεσα, όπου υπάρχουν κενά, σύμφωνα με τα άρθρα 42 § 3 και 53 § του πιο πάνω νδ. Οταν υποβάλλεται καταφατική δήλωση, η Τράπεζα αποκτά δυνάμει του άρθρου 87 § 1 του πιο πάνω νδ το δικαίωμα, είτε να παρακαταθέσει τα κατασχεθέντα, απαλλασσόμενη ούτω πάσης ευθύνης και έναντι του κατασχόντος και έναντι του δικαιούχου, είτε να ζητήσει από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών την άρση της κατασχέσεως με ή και χωρίς εγγύηση. Αν πρόκειται για την ....... της ....... ΑΕ, η κατάθεση μπορεί να γίνει στην ίδια ή σε ειδικό λογαριασμό όψεως. Η ανάληψη από τον κατασχόντα του ποσού, που κατασχέθηκε, γίνεται κατά το άρθρο 88 του νδ με άδεια του Προέδρου Πρωτοδικών. Οι διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του πιο πάνω νδ έχουν διατηρηθεί σε ισχύ και δεν καταργήθηκαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ, που είναι νεώτερο νομοθέτημα, γιατί οι γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ δεν μπορούν να καταργήσουν τις ειδικές του νδ. Οπου αυτό έχει συμβεί, ορίζεται ρητά στον ΚΠολΔ ή στον ΕισΝΚΠολΔ. Η διάταξη του άρθρου 88 δεν προσκρούει στο Σύνταγμα, εφόσον δεν εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση υπέρ της καθ' ης Τράπεζας και δεν θεσπίζει ανεπίτρεπτο εμπόδιο εκτέλεσης τελεσίδικης απόφασης. Περαιτέρω στο άρθρο 3 § 2 ΕισΝΚΠολΔ ορίζεται, ότι «2. Στις περιπτώσεις που διατάξεις του ΑΚ ή άλλου νόμου παραπέμπουν στην αρμοδιότητα και στην επ' αναφορά διαδικασία γενικά του προέδρου πρωτοδικών ..... από την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι αρμόδιο το μονομελές πρωτοδικείο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ ΚΠολΔ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά».


ΑΠ/182/2014 Β2 Πολιτικό Τμήμα

Διετής παραγραφή αξιώσεων για μισθούς. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον, με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, την πλημμέλεια της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων και ειδικότερα αυτών των άρθρων 90 παρ.3 και 94 εδ. δ' του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού", γιατί, αν και οι ένδικες απαιτήσεις των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες επιδικάσθηκαν σ' αυτούς, αφορούσαν αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για το έτος 2001 και κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής είχαν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 του ως άνω νόμου, πράγμα το οποίο λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εν τούτοις η αγωγή έγινε δεκτή, χωρίς το δικαστήριο της ουσίας να λάβει υπ' όψη, όπως είχε αυτεπάγγελτη υποχρέωση, την εν λόγω παραγραφή. Με το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, η ένδικη αίτηση είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, διότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν ότι ο εν λόγω, περί παραγραφής, ισχυρισμός προβλήθηκε στο δικαστήριο, που δίκασε κατ' έφεση, άσχετα προς το αν λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα, καθόσον αυτός δεν αφορά στη δημόσια τάξη, με την ανωτέρω έννοια, αλλά (αφορά) στις (ιδιωτικού δικαίου) σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και μισθωτών αυτού (ΑΠ 1813/2011). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως, που είχε ασκήσει το αναιρεσείον κατά της πρωτόδικης απόφασης, τέτοιος ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί για τα κονδύλια των αποδοχών και του επιδόματος αδείας έτους 2001, αλλά μόνο γι' αυτά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2001, ως προς τα οποία (σύμφωνα και με τις αναλυτικές παραδοχές που αναφέρονται στην επόμενη σκέψη) έγινε δεκτός. (...)ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-10-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της 6884/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. 


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019

Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


ΑΠ/2126/2007

ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΜΙΣΘΩΤΟΥ:..Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, σχετικά με τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί συμφωνίας αυτής με τον αναιρεσίβλητο, όπως συμψηφίζονται οι προσαυξήσεις για την εργασία του τις Κυριακές και τη νύχτα στις καταβαλλόμενες σ' αυτόν υπέρτερες αποδοχές, τα εξής : Δεν αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων, κατά την πρόσληψη του ενάγοντος, συμφωνήθηκε ότι οι τυχόν καταβαλλόμενες σ' αυτόν μεγαλύτερες αποδοχές των όσων δικαιούταν με βάση τις οικείες συλλογικές συμβάσεις θα κάλυπταν τις αμοιβές του για τα επιδόματα και τις προσαυξήσεις που δικαιούταν αυτός. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει κατάρτιση τέτοιας συμφωνίας, ενόψει και του ότι το μεγαλύτερο συνολικό ποσό που κατέβαλε η εναγομένη στον ενάγοντα στην αρχή της εργασιακής τους σχέσης, δηλαδή το ποσό των 1.326,44 €, ήταν ασήμαντο και δεν μπορούσε να καλύψει τα υπέρμετρα μεγαλύτερο ποσό (13.432,63 Ευρώ), που δικαιούνταν αυτός με βάση το χρόνο και το είδος της εργασίας του που προσέφερε στην εναγομένη κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, διότι δεν έχει καθόλου αιτιολογίες και περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ανωτέρω ζήτημα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει πλήρεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την απορριπτική κρίση του ανωτέρω ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, ως και του ισχυρισμού της περί εξοφλήσεως της αμοιβής του αναιρεσιβλήτου για την εργασία του τις ημέρες του Σαββάτου, των Κυριακών και τη νυχτερινή του εργασία, με βάση την ανωτέρω συμφωνία του συμψηφισμού. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το προαναφερόμενο μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο με άλλη σύνθεση (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).


ΕλΣυν/ΚΠΕ.Τμ.1/271/2013

Δικαστικός συμβιβασμός.(...)Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι τα Πρακτικά Συνεδριάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2012 του Ειρηνοδικείου…, τα οποία φέρουν τα αναγκαία εξωτερικά στοιχεία του κατά νόμον τύποις υποστατού αυτών, ήτοι υπογραφή του οικείου Ειρηνοδίκη και του Γραμματέως αποτελούν τίτλο εκτελεστό, κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τούτο δε, διότι η διάταξη του άρθρου 1  του ν. 3068/2002, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3301/2004, περί μη εκτελεστότητος, μεταξύ άλλων τίτλων,  και των πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού, δεν είναι συμβατή προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6  της ΕΣΔΑ και 2 και 14 του ΔΣΠΑΠΔ), στα οποίο εντάσσεται και το δικαίωμα αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση αξιώσεων του ουσιαστικού δικαίου, όπως αυτό οργανώνεται νομοθετικώς στα άρθρα 904 επ. ΚΠολΔ, που περιλαμβάνει μεταξύ των εκτελεστών τίτλων και τα πρακτικά των ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 904 παρ. 2 περ. γ΄ του ΚΠολΔ). Συνεπώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την διενέργεια του εξωτερικού προληπτικού ελέγχου της νομιμότητος της απορρέουσας από τα πρακτικά αυτά δαπάνης, δεν δύναται να αμφισβητήσει το κύρος του δικαστικού συμβιβασμού, καθιστώντας ανενεργό τον εκτελεστό τίτλο, καθόσον μία τέτοια αμφισβήτηση συνιστά αντικείμενο διαγνωστικής δίκης ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, η οποία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την διαδικασία του προληπτικού ελέγχου της δαπάνης, όπως βασίμως προβάλλει ο Δήμος …με το από 8.4.2013 έγγραφο του Νομικού του Συμβούλου, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο Επίτροπος με την έκθεση διαφωνίας του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά συνέπεια, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.


Ε.2235/2021

Α)ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΗΜΕΔΑΠΑ ΤΑΜΕΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Τ.Ε.Α.) Β)ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΠΟΥ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΥΠΕΡ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ (Ι.Ε.Σ.Π.) ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΙΔΡΥΘΕΙ ΣΕ ΑΛΛΟ ΚΡΑΤΟΣ - ΜΕΛΟΣ ΚΑΙ ΑΣΚΟΥΝ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ ΠΟΥ ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΑΥΤΑ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΥΝ ΣΕ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΑΔΑ:​9ΟΙ146ΜΠ3Ζ-ΛΚΕ