ΕΙΡΖΑΚ/78/2019
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι το ζήτημα της υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η κρισιολογούμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας (άρθρα 2 και 4 ΚΠολΔ) τόσο ως προς την κύρια βάση αυτής, όσο και ως προς την επικουρική βάση αυτής, δεκτού γενομένου του σχετικού προβληθέντος εκ μέρους του εναγόμενου ισχυρισμού. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Δήμου, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του τελευταίου, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 1 Ν 3693/1957 για επιβολή μειωμένης δικαστικής δαπάνης, καθώς η Νομική Υπηρεσία του εναγόμενου Δήμου δεν παρέχεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ/Β1/625/2022
Κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, η υπ' αριθ. 442/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, που του είχε επιδικάσει το επίδομα θέσης ευθύνης. Ήδη το αίτημα αυτό κρίθηκε μη νόμιμο. Εφόσον δε η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, πρέπει, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης 442/2018 απόφασης, να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, να εξαφανισθεί η υπ' αριθ. 229/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, κατά το μέρος, που αφορά το επίδομα θέσης ευθύνης ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, θα επιβληθούν στον αναιρεσίβλητο, λόγω της ήττας του [άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ], αφού υποβάλλεται σχετικό αίτημα, όμως δεν θα επιβληθούν μειωμένα, καθότι η νομική υποστήριξη του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. στο παρόν Δικαστήριο, δεν διεξήχθη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους [άρθρ. 22 παρ. 1, 3 Ν. 3693/1957, ΑΠ 920/2019, 1382/2017].
ΕφΑθ. 644/2017
Παροχή εξαρτημένης εργασίας..:Με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις η ενάγουσα, καθ όλο το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2010, εργαζόταν στο Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του εναγόμενου με την ιδιότητα του ειδικού εφαρμογών πληροφορικής, απασχολούμενη συγκεκριμένα με τον σχεδιασμό και την συντήρηση ιστοσελίδων για το πρόγραμμα διδασκαλίας εξ αποστάσεως. .. Η ενάγουσα, δηλαδή, έθετε την εργασία της στη διάθεση του εναγόμενου και δεν είχε αναλάβει την επίτευξη οποιουδήποτε συγκεκριμένου αποτελέσματος. Εξάλλου, το εναγόμενο κατέβαλλε την αμοιβή της ενάγουσας κάθε μήνα, και συγκεκριμένα κατέβαλλε σ αυτή το ποσό που προέκυπτε από το μερισμό της συνολικής αμοιβής με τον αριθμό των μηνών της κάθε σύμβασης, ενώ της κατέβαλλε επίσης επιδόματα εορτών και αδείας και της χορηγούσε έγγραφες βεβαιώσεις των μηνιαίων αποδοχών της ήταν δε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α., με εργοδότη της το εναγόμενο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο εξαρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, οι δε πιο πάνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έργου ήταν ψευδεπίγραφες και προσχηματικές. ..η ενάγουσα συνδεόταν με το εναγόμενο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα της εργασίας της σ αυτό, με απλή σχέση εργασίας, την οποία το εναγόμενο είχε δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε, όχι όμως πριν περάσει έτος από τον τοκετό της εργαζόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα στις 19.6.2010 απέκτησε τέκνο, γεγονός το οποίο γνώριζε το εναγόμενο, καθόσον είχε χορηγήσει σ αυτή τη σχετική άδεια και επομένως δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σχέση της ενάγουσας πριν την συμπλήρωση έτους από τον τοκετό, ήτοι πριν από την 19.6.2011. .. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς την ανωτέρω πρώτη επικουρική της βάση και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την δεύτερη επικουρική αυτής βάση και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.838,08 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ήτοι από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/2106/2020
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Ζητείται η ανάκληση της 611/2020 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης μεταξύ της ήδη προσφεύγουσας εταιρείας και της ήδη παρεμβαίνουσας εταιρείας, με αντικείμενο την κατασκευή του έργου «… – Υπόγειος σταθμός αυτοκινήτου και διαμόρφωση πλατείας πρασίνου», προεκτιμώμενης αξίας 12.725.000,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ.(....)Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, γενομένου δεκτού του δεύτερου λόγου της προσφυγής ανάκλησης υπό τον ανωτέρω όρο, δηλαδή της υπογραφής, ανάμεσα στην …, ως δωρήτρια και τη Μητρόπολη …, ως δωρεοδόχο, του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης πλήρους δικαιώματος κυριότητας, νομής και κατοχής λόγω δωρεάς του ακινήτου που προσδιορίζεται στο προσύμφωνο κατά θέση, έκταση, ιδιότητες και όρια, επί του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί το έργο της ήδη προσφεύγουσας, τμήμα του οποίου αποτελεί το ήδη ελεγχόμενο, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης για την εκτέλεση του έργου με τίτλο «… – Υπόγειος Σταθμός Αυτοκινήτου και Διαμόρφωση Πλατείας Πρασίνου» ανάμεσα στην αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία «… Αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία» και την ανάδοχο «…» και το διακριτικό τίτλο «… Α.Ε.».Ανακαλεί την 611/2020 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου.
Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/489/2020
Υπεβάλλουσα μείωση σε μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους..Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, 188 του ν. 4261/2014 και 14 του ν. 4350/2015 είναι από τη φύση της στενά ερμηνευτέες, καθώς εισάγουν απόκλιση από το πάγιο καθεστώς αμοιβής των υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ 2515/2014). Περαιτέρω, η διαφοροποίηση των εναγόντων από τις ανωτέρω κατηγορίες υπαλλήλων με κριτήριο τον χρόνο διορισμού τους δεν συνιστά έκδηλη υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από τη συνταγματική αρχή της ισότητας, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού τους ως αβάσιμου, καθώς ο χρόνος έκδοσης της οικείας πράξης διορισμού, από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή ή όχι της ως άνω διάταξης (της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011), αποτελεί κριτήριο αρκούντως αντικειμενικό και όχι τυχαίο και συμπτωματικό (πρβλ. ΣτΕ 719/2016, 600/2015, 4733/2014, 3/2012, 725/2009, 1284/1999), το οποίο δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των διοριζόμενων μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου υπαλλήλων. Επιπλέον, η διαφορετική αυτή μισθολογική μεταχείριση επιβλήθηκε προεχόντως για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή λόγω της ανάγκης δημοσιονομικής προσαρμογής και εξορθολογισμού της μισθοδοτικής δαπάνης του Δημοσίου και προκειμένου αυτό να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις του «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στήριξης», χωρίς να αποκλείεται η επαναξιολόγηση κατά την εκτίμηση του νομοθέτη των ανωτέρω επιταγών και η χορήγηση στο μέλλον της σχετικής προσωπικής διαφοράς, όπως άλλωστε προβλέφθηκε τελικά με τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4569/2018, για ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων του εναγόμενου, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες. Κατόπιν αυτών, δεν δύναται να τύχουν αναλογικής εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση, κατ επίκληση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, οι διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, ούτε των άρθρων 188 του ν. 4261/2014 και 14 του ν. 4350/2015. Επομένως, από τη μη καταβολή των αιτούμενων από τους ενάγοντες ποσών, που αντιστοιχούν στην υπερβάλλουσα μείωση του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, για το χρονικό διάστημα από την 1η.9.2016 έως την 1η.9.2018, δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων του εναγόμενου και δεν στοιχειοθετείται ευθύνη αυτού προς αποζημίωση, κατ άρθρο 105 Εισ.ΝΑΚ, απορριπτόμενης ως αβάσιμης της κρινόμενης αγωγής ως προς την κύρια βάση αυτής. Ούτε, εξάλλου, θεμελιώνεται ευθύνη του εναγόμενου με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας για τη μη καταβολή των αιτούμενων ποσών, προϋπόθεση αναγκαία κατά το άρθρο 904 του Α.Κ., απορριπτόμενης ως αβάσιμης της υπό κρίση αγωγής και ως προς την επικουρική βάση αυτής (βλ. Σ.τ.Ε. 1891/2015, 933/2014). Εξάλλου, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αποζημιωτικής αγωγής, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αποζημιωτική αγωγή και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικά) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής (πρβλ. ΣτΕ 651/2018, 4102/2015, 528/2014), προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω.
ΑΕΠΠ/1033,1034/2021
«ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΞΗΣ ΣΤΟ ... ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ», εκτιμώμενης συνολικής ανώτατης προϋπολογισθείσας αξίας, χωρίς το δικαίωμα προαίρεσης, εκατόν σαράντα οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων ευρώ (148.800,00 €) συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 24%(....)Ένας εργαζόμενος σε πενθήμερη βάση με ημερομίσθιο εργάζεται 22 πραγματικές ημέρες που αντιστοιχούν σε 26 ασφαλιστικές. Όταν ο εργαζόμενος αυτός λάβει την Κανονική του Άδεια, ένας άλλος εργαζόμενος ο αντικαταστάτης του θα καλύψει τις ημέρες αυτές. Ο Αντικαταστάτης δικαιούται όλες τις τακτικές κα έκτακτες αποδοχές (Μικτές Αποδοχές, Προσαυξήσεις Νυχτερινών και Κυριακών & Αργιών, Δώρο Χριστουγέννων κα Πάσχα, Επίδομα Αδείας κλπ.) στην αναλογία των ημερών που θα εργαστεί. Δηλαδή εν προκειμένω, ο αντικαταστάτες θα λάβουν τα ωρομίσθια που αντιστοιχούν στις μικτές αποδοχές, δώρα κα επιδόματα ενός μήνα. Συνεπώς το εργατικό κόστος του αντικαταστάτη ανέρχεται σε 1/12 όλων των παραπάνω (Μικτές Αποδοχές, Προσαυξήσεις Νυχτερινών κα Κυριακών & Αργιών, Δώρο Χριστουγέννων κα Πάσχα, Επίδομα Αδείας κλπ.) χ της αναλογίας του χρονικού διαστήματος που θα απασχοληθεί….». Συνεπώς, δοθέντος ότι η «...» βασίζει τους υπολογισμούς της οικονομικής προσφοράς της στο κόστος απασχόλησης των 6,08 ευρώ/ώρα, το οποίο υπολογίστηκε εσφαλμένως, συμπαρασύρεται και κατά τα λοιπά η προσφορά της σε εσφαλμένους υπολογισμούς, γενομένου δεκτού του οικείου λόγου προσφυγής της δεύτερης προσφεύγουσας.(....)Ακυρώνει την προσβαλλόμενη υπ’αριθ. ...απόφαση του Δ.Σ. της ...με την επωνυμία «...» και το δ.τ. «...», κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
ΒΛΕΠΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΕΠΠ/1356/2021 ΚΑΙ ΔΕφΑθ/66/2022.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/82/2020
Υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης των υποσυστημάτων και εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος ..Ως εκ τούτου, το εναγόμενο υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, που συνίσταται στην χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών, που εδέχθη, και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση, το οποίο εξάλλου συνομολογείται. Οι παραπάνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης δικαιολογούν την εκτίμησή της ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί ιδιωτικού δικαίου διαφορά, υπαγόμενη εντεύθεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους σχετικούς λόγους έφεσης αιτιάσεις, περί του ότι, εφόσον η ένδικη σύμβαση προσβλέπει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η απονομή συντάξεων στους ναυτικούς μέσω των υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης από την ενάγουσα εταιρία, για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ... και του ..., η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της επίδικης διαφοράς και ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, να αξιολογούνται ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 140.790,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 764/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.
ΕΣ/ΤΜ.6/2121/2015
ΕΡΓΑ.(συμπληρωματικές συμβάσεις). ζητείται η ανάκληση της 462/2014 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος αυτής με το οποίο κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο σχεδίου της 2ης Συμπληρωματικής Σύμβασης του έργου...(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη (ΙΙ.Β), το Τμήμα κρίνει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την άσκηση του συνταγματικά προβλεπόμενου προσυμβατικού ελέγχου, δεν δεσμεύεται από τη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ. και ως εκ τούτου, στην περίπτωση που προηγήθηκε νομίμως η γνωμοδοτική αρμοδιότητα αυτής (της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.), τούτο δεν κωλύεται να εξετάσει και να κρίνει εξ υπαρχής τη συνδρομή των προϋποθέσεων για τη νόμιμη προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης και τη σύναψη, περαιτέρω, της 2ης Σ.Σ.Ε.. Κατά συνέπεια, ορθώς εγκρίθηκε η σύναψή της και ακολούθως νομίμως υποβλήθηκε το σχέδιο της ελεγχόμενης σύμβασης στο αρμόδιο Ε΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γενομένου δεκτού, του σχετικού ισχυρισμού της αιτούσας...(..). Περαιτέρω, ως προς το μέρος των περιλαμβανομένων στην επίμαχη σύμβαση εργασιών που έχουν ήδη εκτελεστεί ως επείγουσες πρόσθετες εργασίες το Τμήμα κρίνει ότι μη νομίμως περιλαμβάνονται στο αντικείμενο αυτής. Τούτο δε, προεχόντως, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και ομολογείται ρητώς στην κρινόμενη αίτηση, αυτές έχουν ήδη εξοφληθεί, με συνέπεια να μην είναι δυνατό να καταστούν πλέον αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης..Ειδικότερα, προκειμένου η πληρωμή των εργασιών αυτών να καταστεί δυνατή μέσω συμπληρωματικής σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή οφείλει αμέσως μετά την εκτέλεσή τους να συντάξει Α.Π.Ε., στον οποίο περιλαμβάνονται όλες οι εργασίες αυτές. Λόγω, δε, της σαφούς νομοθετικής διάκρισης μεταξύ των προϋποθέσεων ανάλωσης του κονδυλίου των απρόβλεπτων δαπανών και της σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης, δεν επιτρέπεται εργασίες που μπορούν να συμπεριληφθούν σε Σ.Σ.Ε. να πληρώνονται μέσω του κονδυλίου των απροβλέπτων. Ούτε, άλλωστε, είναι δυνατό σε περίπτωση ανάλωσης του ανωτέρω κονδυλίου για την πληρωμή υπερσυμβατικών επειγουσών πρόσθετων εργασιών, να συναφθεί μεταγενέστερα η Σ.Σ.Ε., ώστε το συμβατικό αντάλλαγμα αυτής να χρησιμοποιηθεί για τη λογιστική τακτοποίηση του κονδυλίου των απροβλέπτων..(..)Τέλος, ως προς τις λοιπές μη εκτελεσθείσες εργασίες, που αφορούν την αποκατάσταση του δεξιού αντερείσματος, το Τμήμα κρίνει ότι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση...έλαβαν χώρα νέα πραγματικά περιστατικά στην περιοχή εκτέλεσης του έργου. Ειδικότερα, κατά τη χειμερινή περίοδο 2010 – 2011 σημειώθηκε νέα θραύση του πρανούς στο δεξιό αντέρεισμα του φράγματος στην περιοχή κατολίσθησης...Σημειώνεται δε, ότι κατά την ίδια περίοδο τα επίπεδα των βροχοπτώσεων εξακολούθησαν να είναι ασυνήθιστα υψηλά για την περιοχή με βάση τα διαχρονικά μετεωρολογικά δεδομένα, γεγονός που επέτεινε τα κατολισθητικά φαινόμενα,....Κατά συνέπεια, οι επίμαχες εργασίες, που οφείλονται σε απρόβλεπτες περιστάσεις καθώς και η εκτέλεσή τους που είναι απολύτως αναγκαία για την ολοκλήρωση του έργου, νομίμως περιλαμβάνονται στην επίμαχη 2η Σ.Σ.Ε.. (..) Ανακαλεί εν μέρει την 462/2014 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό....Αποφαίνεται ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου της 2ης Σ.Σ.Ε. μεταξύ του αιτούντος και της παρεμβαίνουσας κατά το μέρος που αφορά στις εργασίες για την αποκατάσταση της κατολίσθησης του δεξιού αντερείσματος του έργου
Μη αναθεωρητέα με την ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ/ΕΠΤΑΜ/6024/2015
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)5/2016
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Μη νόμιμη η δαπάνη η οποία αφορα την καταβολή από τον 6ο λογαριασμό του έργου «΄…» στη φερόμενη ως δικαιούχο αυτού «..», του ποσού των 11.958,81 ευρώ, το οποίο σύμφωνα με τον 2ο ανακεφαλαιωτικό πίνακα αφορά απολογιστικές δαπάνες λόγω θεομηνίας.(...)Με τα δεδομένα αυτά, μη νομίμως εγκρίθηκε από το Δήμο …..το αίτημα του αναδόχου για καταβολή σε αυτόν αποζημίωσης λόγω της καταστροφής που υπέστησαν υλικά του έργου εξαιτίας της καταρρακτώδους βροχής (51,2 mm βροχής) που σημειώθηκε στις 2.8.2014 στον τόπο του έργου. Και τούτο διότι σύμφωνα με το άρθρο 18.4.1 της Γενικής Συγγραφής Υποχρεώσεων του έργου, ο ανάδοχος ήταν υποχρεωμένος να ασφαλίσει τα υλικά του έργου για βλάβες/καταστροφές που προέρχονται από δυσμενείς καιρικές συνθήκες έστω και εξαιρετικά σπάνιας εμφάνισης, ρητά ορίσθηκε δε ότι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες έστω και εξαιρετικά σπάνιας εμφάνισης δεν θα θεωρούνται περιστάσεις ανωτέρας βίας. Εξάλλου, εσφαλμένα έκρινε το Δημοτικό Συμβούλιο, κατά την έγκριση του Α.Π.Ε.ότι είναι εφαρμοστέα η παρ. 4 του άρθρου 18.4.1 της Γενικής Συγγραφής Υποχρεώσεων, σύμφωνα με την οποία «Η ασφαλιστική κάλυψη είναι αποδεκτό να μην περιλαμβάνει ζημιές προκαλούμενες από τις αιτίες που θεμελιώνουν περιστάσεις ανωτέρας βίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19.1 της παρούσας», καθόσον στο άρθρο 19.1 απαριθμούνται περιοριστικά οι περιστάσεις ανωτέρω βίας, όπως πόλεμος, εχθροπραξίες, εισβολή εχθρικής δύναμης στη χώρα, τρομοκρατική ενέργεια, ανεύρεση κεκρυμμένων πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών κ.λ.π., στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες έστω και εξαιρετικά σπάνιας εμφάνισης, για τις οποίες ρητά ορίζει το 18.4.1 ότι δεν θεωρούνται περιστάσεις ανωτέρας βίας. Περαιτέρω, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του Δήμου ότι είναι εφαρμοστέο το άρθρο 26 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων διότι το άρθρο αυτό ρυθμίζει την αποκατάσταση των ζημιών από ανωτέρω βία για τις περιπτώσεις, όμως, που συνιστούν ανωτέρω βία σύμφωνα με το άρθρο 19.1 της Γενικής Συγγραφής Υποχρεώσεων. Επομένως, ο ανάδοχος είχε υποχρέωση να περιλάβει στο ασφαλιστήριο συμβόλαιό του και την ασφάλιση υλικών του έργου από δυσμενείς καιρικές συνθήκες έστω και εξαιρετικά σπάνιας εμφάνισης, σύμφωνα με το άρθρο 18.4.1 της Γενικής Συγγραφής Υποχρεώσεων και συνεπώς ο Δήμος έπρεπε να αντιτάξει στο αίτημα του αναδόχου για αποζημίωση την προβλεπόμενη από τα συμβατικά τεύχη υποχρέωση του αναδόχου να καταρτίσει ασφαλιστική σύμβαση για την κάλυψη της εν λόγω περίπτωσης ζημιών του έργου, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η, κατά την εκτέλεση του έργου, αμφισβήτηση εκ μέρους του αναδόχου της νομιμότητας όρου των συμβατικών τευχών (βλ. ΣτΕ 4676/2012, 289/2011, 1368/2007, 3287/2003). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος διαφωνίας είναι βάσιμος. Περαιτέρω, ως προς το δεύτερο και τρίτο λόγο διαφωνίας και ανεξαρτήτως της βασιμότητας του πρώτου λόγου και συνακόλουθα της έλλειψης υποχρέωσης του Δήμου για αποζημίωση του αναδόχου, η αποζημίωση του αναδόχου για βλάβες του έργου που οφείλονται σε ανωτέρα βία προσδιορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 58 του Κώδικα Δημοσίων Έργων, με βάση τους συμβατικούς όρους και τιμές και επομένως μη νομίμως δε λήφθηκε υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης του αναδόχου η σχετική έκπτωση 42,41% που δόθηκε στη δημοπρασία του έργου, γενομένου δεκτού του δεύτερου λόγου διαφωνίας. Περαιτέρω, στην επιτροπή που συγκροτείται προκειμένου να συντάξει σχετικό πρωτόκολλο διαπίστωσης των βλαβών δεν απαιτείται να περιλαμβάνεται ο επιβλέπων το έργο τεχνικός υπάλληλος και επομένως ο τρίτος λόγος διαφωνίας είναι αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.