ΕΙΡΖΑΚ/78/2019
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και δεδομένου ότι το ζήτημα της υλικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, η κρισιολογούμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας (άρθρα 2 και 4 ΚΠολΔ) τόσο ως προς την κύρια βάση αυτής, όσο και ως προς την επικουρική βάση αυτής, δεκτού γενομένου του σχετικού προβληθέντος εκ μέρους του εναγόμενου ισχυρισμού. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου Δήμου, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του τελευταίου, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 παρ. 1 Ν 3693/1957 για επιβολή μειωμένης δικαστικής δαπάνης, καθώς η Νομική Υπηρεσία του εναγόμενου Δήμου δεν παρέχεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ/Β1/625/2022
Κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, η υπ' αριθ. 442/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, που του είχε επιδικάσει το επίδομα θέσης ευθύνης. Ήδη το αίτημα αυτό κρίθηκε μη νόμιμο. Εφόσον δε η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, πρέπει, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης 442/2018 απόφασης, να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, να εξαφανισθεί η υπ' αριθ. 229/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, κατά το μέρος, που αφορά το επίδομα θέσης ευθύνης ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, θα επιβληθούν στον αναιρεσίβλητο, λόγω της ήττας του [άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ], αφού υποβάλλεται σχετικό αίτημα, όμως δεν θα επιβληθούν μειωμένα, καθότι η νομική υποστήριξη του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. στο παρόν Δικαστήριο, δεν διεξήχθη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους [άρθρ. 22 παρ. 1, 3 Ν. 3693/1957, ΑΠ 920/2019, 1382/2017].
ΕφΑθ. 644/2017
Παροχή εξαρτημένης εργασίας..:Με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις η ενάγουσα, καθ όλο το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2010, εργαζόταν στο Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του εναγόμενου με την ιδιότητα του ειδικού εφαρμογών πληροφορικής, απασχολούμενη συγκεκριμένα με τον σχεδιασμό και την συντήρηση ιστοσελίδων για το πρόγραμμα διδασκαλίας εξ αποστάσεως. .. Η ενάγουσα, δηλαδή, έθετε την εργασία της στη διάθεση του εναγόμενου και δεν είχε αναλάβει την επίτευξη οποιουδήποτε συγκεκριμένου αποτελέσματος. Εξάλλου, το εναγόμενο κατέβαλλε την αμοιβή της ενάγουσας κάθε μήνα, και συγκεκριμένα κατέβαλλε σ αυτή το ποσό που προέκυπτε από το μερισμό της συνολικής αμοιβής με τον αριθμό των μηνών της κάθε σύμβασης, ενώ της κατέβαλλε επίσης επιδόματα εορτών και αδείας και της χορηγούσε έγγραφες βεβαιώσεις των μηνιαίων αποδοχών της ήταν δε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α., με εργοδότη της το εναγόμενο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο εξαρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, οι δε πιο πάνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έργου ήταν ψευδεπίγραφες και προσχηματικές. ..η ενάγουσα συνδεόταν με το εναγόμενο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα της εργασίας της σ αυτό, με απλή σχέση εργασίας, την οποία το εναγόμενο είχε δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε, όχι όμως πριν περάσει έτος από τον τοκετό της εργαζόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα στις 19.6.2010 απέκτησε τέκνο, γεγονός το οποίο γνώριζε το εναγόμενο, καθόσον είχε χορηγήσει σ αυτή τη σχετική άδεια και επομένως δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σχέση της ενάγουσας πριν την συμπλήρωση έτους από τον τοκετό, ήτοι πριν από την 19.6.2011. .. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς την ανωτέρω πρώτη επικουρική της βάση και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την δεύτερη επικουρική αυτής βάση και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.838,08 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ήτοι από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά.
Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/489/2020
Υπεβάλλουσα μείωση σε μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους..Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, 188 του ν. 4261/2014 και 14 του ν. 4350/2015 είναι από τη φύση της στενά ερμηνευτέες, καθώς εισάγουν απόκλιση από το πάγιο καθεστώς αμοιβής των υπαλλήλων (πρβλ. ΣτΕ 2515/2014). Περαιτέρω, η διαφοροποίηση των εναγόντων από τις ανωτέρω κατηγορίες υπαλλήλων με κριτήριο τον χρόνο διορισμού τους δεν συνιστά έκδηλη υπέρβαση των ορίων που διαγράφονται από τη συνταγματική αρχή της ισότητας, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού τους ως αβάσιμου, καθώς ο χρόνος έκδοσης της οικείας πράξης διορισμού, από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή ή όχι της ως άνω διάταξης (της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011), αποτελεί κριτήριο αρκούντως αντικειμενικό και όχι τυχαίο και συμπτωματικό (πρβλ. ΣτΕ 719/2016, 600/2015, 4733/2014, 3/2012, 725/2009, 1284/1999), το οποίο δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των διοριζόμενων μετά την έναρξη της ισχύος του εν λόγω νόμου υπαλλήλων. Επιπλέον, η διαφορετική αυτή μισθολογική μεταχείριση επιβλήθηκε προεχόντως για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή λόγω της ανάγκης δημοσιονομικής προσαρμογής και εξορθολογισμού της μισθοδοτικής δαπάνης του Δημοσίου και προκειμένου αυτό να ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις του «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στήριξης», χωρίς να αποκλείεται η επαναξιολόγηση κατά την εκτίμηση του νομοθέτη των ανωτέρω επιταγών και η χορήγηση στο μέλλον της σχετικής προσωπικής διαφοράς, όπως άλλωστε προβλέφθηκε τελικά με τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4569/2018, για ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων του εναγόμενου, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες. Κατόπιν αυτών, δεν δύναται να τύχουν αναλογικής εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση, κατ επίκληση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, οι διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, ούτε των άρθρων 188 του ν. 4261/2014 και 14 του ν. 4350/2015. Επομένως, από τη μη καταβολή των αιτούμενων από τους ενάγοντες ποσών, που αντιστοιχούν στην υπερβάλλουσα μείωση του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, για το χρονικό διάστημα από την 1η.9.2016 έως την 1η.9.2018, δεν συντρέχει παρανομία των οργάνων του εναγόμενου και δεν στοιχειοθετείται ευθύνη αυτού προς αποζημίωση, κατ άρθρο 105 Εισ.ΝΑΚ, απορριπτόμενης ως αβάσιμης της κρινόμενης αγωγής ως προς την κύρια βάση αυτής. Ούτε, εξάλλου, θεμελιώνεται ευθύνη του εναγόμενου με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον δεν συντρέχει η προϋπόθεση της έλλειψης νόμιμης αιτίας για τη μη καταβολή των αιτούμενων ποσών, προϋπόθεση αναγκαία κατά το άρθρο 904 του Α.Κ., απορριπτόμενης ως αβάσιμης της υπό κρίση αγωγής και ως προς την επικουρική βάση αυτής (βλ. Σ.τ.Ε. 1891/2015, 933/2014). Εξάλλου, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής, ουσιαστικά, φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αποζημιωτικής αγωγής, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αποζημιωτική αγωγή και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικά) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής (πρβλ. ΣτΕ 651/2018, 4102/2015, 528/2014), προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/82/2020
Υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης των υποσυστημάτων και εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος ..Ως εκ τούτου, το εναγόμενο υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, που συνίσταται στην χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών, που εδέχθη, και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση, το οποίο εξάλλου συνομολογείται. Οι παραπάνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης δικαιολογούν την εκτίμησή της ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί ιδιωτικού δικαίου διαφορά, υπαγόμενη εντεύθεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους σχετικούς λόγους έφεσης αιτιάσεις, περί του ότι, εφόσον η ένδικη σύμβαση προσβλέπει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η απονομή συντάξεων στους ναυτικούς μέσω των υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης από την ενάγουσα εταιρία, για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ... και του ..., η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της επίδικης διαφοράς και ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, να αξιολογούνται ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 140.790,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 764/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.