ΑΠ/384/2024
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Αποζημίωση υπαλλήλου ΙΔΟΧ απασχολούμενου σε ΝΠΔΔ Δήμου που τέθηκε σε δυνητική αργία: Με την απόφαση αυτή του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η από 22-6- 2021 και με αριθ.κατάθ …/23-6-2021 αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά την κύρια βάση του κύριου αιτήματος της και υποχρεώθηκε το εναγόμενο-αναιρεσείον νπδδ (ΟΤΑ) να της καταβάλει το ήμισυ των τακτικών αποδοχών της, εκ της μεταξύ τους σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, ποσού 4.950 ευρώ, του χρονικού διαστήματος από 16-9-2019 έως 31-8-2020, κατά το οποίο δεν παρείχε τις υπηρεσίες της μετά από απόφαση του άνω εργοδότη της περί θέσης της σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 108 παρ.2 και 109 του ν.3584/2007, νομιμοτόκως με επιτόκιο 6% ετησίως. ενώ απορρίφθηκε ως αόριστη (η αγωγή) κατά το μέρος που επιχειρείτο θεμελίωση, του ίδιου, κύριου, αιτήματος της, σωρευτικά, στις περί αδικοπραξιών διατάξεις και ως μη νόμιμη κατά την επικουρική του βάση, εκ των αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παραδοχή της έφεσης, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, παρότι έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή κατά το ανωτέρω μέρος της, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και υποχρέωσε το αναιρεσείον- εναγόμενο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη-ενάγουσα για την ίδια ως άνω αιτία το ίδιο ποσό αποδοχών της, ύψους 4.950 ευρώ (που είχε επιδικασθεί και πρωτοδίκως), νομιμοτόκως με το επιτόκιο που ορίζεται στο άρθρο 45 παρ.1 του ν.4607/2019. (...) Μάλιστα κατά την ταυτόσημη διατύπωση των διατάξεων των άρθρων 104 παρ. 2 εδ. α του ν. 3528/2007 και 108 παρ.2 εδ. α του ν. 3584/2007 δυνητική θέση σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων του υπαλλήλου (αργία) με καταβολή του ημίσεως των αποδοχών του προβλέπεται σε "κατεπείγουσες περιπτώσεις επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος", όπως στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου στην σχετική ως άνω ένσταση κατάχρησης δικαιώματος δεν διαλαμβάνονται περαιτέρω περιστατικά αναγόμενα στη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, από τα οποία να συνάγεται εκδήλωση της βούλησης αυτής ότι δεν πρόκειται να επιδιώξει την ικανοποίηση του δικαιώματος της, ούτε άλλα, έστω ελαφρύτερης βαρύτητας περιστατικά πλημμελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων κατά τη διάρκεια της επταετούς απασχόλησής της ως βρεφονηπιοκόμου σε βρεφονηπιακούς σταθμούς του αναιρεσείοντος, ούτε γίνεται επίκληση προσχεδιασμένου τεχνάσματος εκ μέρους της για την επίτευξη πρόσθετου οικονομικού οφέλους, ενώ η καθυστέρηση στη δημοσίευση της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου αυτής (η οποία - καθυστέρηση - παρατηρείται άλλωστε και στις περιπτώσεις εφαρμογής της πειθαρχικής διαδικασίας με την οποία επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για τη τέλεση ιδιαιτέρως σοβαρών παραπτωμάτων) δεν συνδέεται αιτιωδώς με προηγηθείσα συμπεριφορά της ιδίας, αλλά οφείλεται σε καθυστερήσεις της Αποκεντρωμένης Διοίκησης να προβεί στις δέουσες ενέργειες, γεγονός του οποίου δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να γίνει επίκληση σε βάρος της αναιρεσείουσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί κατά πλειοψηφία την με αριθμό 626/29-11-2022 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου … (δικάζοντας ως Εφετείου, διαδικασίας περιουσιακών-εργατικών-διαφορών), κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/78/2019
Δεδουλευμένες αποδοχές σε σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου...Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ενάγουσα απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο οφείλεται σε αυτήν, για τις ως άνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 3.768,94 ευρώ που πρέπει να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αποφάνθηκε ομοίως και δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της ενάγουσας, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο ποσό, νομιμοτόκως από την επομένη επίδοσης της αγωγής, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, με τον σχετικό πρώτο λόγο της εφέσεώς του πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα.Κατά συνέπεια, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νόμιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 παρ. 2 ν. 3463/2006 (βλ.ΑΠ 1679/2011, ΕΑ 5290/2015, ΕφΠειρ 714/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Μ.ΕΦ.ΠΕΙΡΑΙΑ/237/2024
ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ-ΤΟΚΟΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ-ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ. Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή κατά την κύρια βάση της όσον αφορά την έγκυρη σύμβαση για την οποία εκδόθηκε το υπ’ αριθμόν …../11-3-2008 τιμολόγιο πώλησης και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.072,78 ευρώ, νομιμοτόκως σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του π.δ. 166/2003 ενόψει του ότι έγκυρη αυτή σύμβαση πώλησης καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του π.δ. 166/2003, μετά την πάροδο 60 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των πωληθέντων σ` αυτό από την ίδια υλικών, δηλαδή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 4 του π.δ/τος 166/2003 και με επιτόκιο το προβλεπόμενο στο άρθρο αυτό επιτόκιο (ΑΠ 766/2014 ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, δεδομένης της ακυρότητας των λοιπών ως άνω επίδικων συμβάσεων πώλησης, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικο ποσό των 20.337,76 ευρώ, νομιμοτόκως (6%) ετησίως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής (αρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974) και μέχρις εξοφλήσεως, εφόσον αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο πλούτισε αδικαιολόγητα κατά το συνολικό ποσό των πιο πάνω ανεξόφλητων τιμολογίων, δηλαδή κατά το ποσό των 20.337,76 ευρώ, χωρίς νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού αυτού, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας ως εκδοχέα της απαίτησης εξ αυτών, καθόσον, μολονότι κατά τα άνω παρέλαβε ανεπιφύλακτα τα παραδοθέντα προϊόντα αξίας 20.337,76 ευρώ από την εκχωρήτρια εταιρεία (……………..), δυνάμει άκυρων συμβάσεων πώλησης , αρνείται να εξοφλήσει την αξία τους που συμπίπτει με το αντίστοιχο συνολικό τίμημα, εξοικονομώντας τη δαπάνη στην οποία θα προέβαινε προκειμένου να τα αποκτήσει, αν αγόραζε τα ίδια εμπορεύματα από άλλο προμηθευτή δυνάμει έγκυρων συμβάσεων πώλησης και οφείλει να αποδώσει τον πιο πάνω πλουτισμό.
Ελ.Συν.Ολομ/114/2017
Οικογενειακή παροχή λόγω γάμου:Στην υπό κρίση υπόθεση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του ΙΙ Τμήματος έγινε εν μέρει δεκτή η από 30.12.2002 ..αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, πολιτικής συνταξιούχου του Δημοσίου, που παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο λόγω δικαιοδοσίας με την 4463/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου .., με την οποία ζήτησε να της καταβληθεί νομιμοτόκως το ποσό των 2.825,64 ευρώ, ως οικογενειακή παροχή συζύγου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 30.6.2002. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υποχρεώθηκε το αναιρεσείον Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής κατά το άρθρο 21 του κ.δ/τος της 26.6./10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου», το ποσό των 1.761,00 ευρώ, που αντιστοιχεί σε μη καταβληθείσα σε αυτή οικογενειακή παροχή λόγω γάμου κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 28.2.2001, καθόσον κρίθηκε ότι η επίδικη αξίωση για το εν λόγω χρονικό διάστημα, ενόψει του χρόνου κατάθεσης της αγωγής (31.12.2002) στο Διοικητικό Πρωτοδικείο …, δεν είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή της εφαρμοσθείσας διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, ενώ για το μεταγενέστερο της 28.2.2001 χρονικό διάστημα είχε ήδη ικανοποιηθεί.(..)Δεδομένου δε του χρόνου κατάθεσης της αγωγής στο Διοικητικό Πρωτοδικείο … (31.12.2002), η αξίωση της ήδη αναιρεσίβλητης για καταβολή της οικογενειακής παροχής λόγω γάμου για το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.1999 έχει υποπέσει στη διετή παραγραφή της διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 και, συνεπώς, αυτή δικαιούται την εν λόγω παροχή μόνο για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή και να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη ως οικογενειακή παροχή λόγω γάμου για το από 1.1.2000 έως 28.2.2001 χρονικό διάστημα το ποσό των 493,03 ευρώ (14 μήνες Χ 12.000 δρχ.), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, με βάση το επιτόκιο (6%) που προβλέπεται στο άρθρο 21 του κ.δ/τος 26.6./10.7.1944 «Περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου».
Μον.Εφ.Αθ/387/2022
Σύμβαση Παροχής Υπηρεσιών:Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι κατά το χρονικό διάστημα από 15/03/16 έως 08/02/19 συνδεόταν με το εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, να υποχρεωθεί αυτό να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.328,05 € για δεδουλευμένες αποδοχές που αναλύονται σε επιδόματα εορτών Πάσχα, Χριστουγέννων, αδείας και ασφαλιστικές εισφορές των ετών 2016-2019, νομιμοτόκως από τότε που κάθε αξίωσή της κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή(....)Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο εκκαλούν, με τις νομίμως και εμπροθέσμων κατατεθείσες προτάσεις του επικαλείται την εκούσια συμμόρφωση προς το διατακτικό της εκκαλουμένης, κατά την διάταξή της με την οποία κηρύχτηκε προσωρινός εκτελεστή, ως προς το ποσό των 10.000,00 € και ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, και ειδικότερα να υποχρεωθεί η ενάγουσα να του αποδώσει το ανωτέρω ποσό, νομιμοτόκως από την έκδοση της παρούσας. Η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις. Αποδεικνύεται δε ότι είναι και ουσία βάσιμη, αφού το εναγόμενο εκκαλούν κατέβαλε συμμορφούμενο εκουσίως στη διάταξη της κηρυχθείσης προσωρινά εκτελεστής διατάξεως της εκκαλουμένης, στην ενάγουσα εφεσίβλητη το ποσό των 10.000.00 € δυνάμει του αποδεικτικού συναλλαγής ύψους 10.000.00 € της .... Τράπεζας με όνομα αρχείου ... .FT1, αλλά και εκ του από 20/10/2020 επικαλούμενου και προσκομιζόμενου σχετικού ιδιωτικού συμφωνητικού. Δέχεται τυπικώς και ουσία την έφεση. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ’ αριθ. 1472/30-09-20 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρατεί την υπόθεση. Δικάζει επί της από 19/04/19 και με αριθ. κατ. ..../..../22-04-19 αγωγής. Απορρίπτει αυτήν. Δέχεται την αίτηση του εκκαλούντος εναγομένου περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Υποχρεώνει την εφεσίβλητη ενάγουσα να καταβάλει στο εκκαλούν εναγόμενο το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10000,00 € ), νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως σε αυτήν μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.
ΔΕφΑθ/533/2022
ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΕΟΦ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ-ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΕΟΦ:..η εκκαλούσα ζητά την εξαφάνιση της 11024/2019 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 22ο), με την οποία απορρίφθηκε η από 3.11.2017 αγωγή της κατά του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Ε.Ο.Φ.) και του Ελληνικού Δημοσίου. Με την αγωγή αυτή, η εκκαλούσα, μόνιμη υπάλληλος του Ε.Ο.Φ., ζήτησε να υποχρεωθούν τα εφεσίβλητα να της καταβάλουν νομιμοτόκως, το ποσό των 6.000 ευρώ και περαιτέρω, να αναγνωριστεί η εις ολόκληρον υποχρέωση αυτών να της καταβάλουν νομιμοτόκως, το ποσό των 30.588,17 ευρώ (συνολικά 36.588,17 ευρώ), ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 105 του Εισ.Ν.ΑΚ.(....)Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη των εφεσιβλήτων Ε.Ο.Φ. και Ελληνικού Δημοσίου, κατά τα άρθρα 106 και 105 του ΕισΝΑΚ, προς αποζημίωση της εκκαλούσας, δεδομένου ότι δεν συντρέχει η προβαλλόμενη από αυτήν παρανομία, της αντίθεσης δηλαδή της επίμαχης διάταξης του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 4024/2011 σε υπερκείμενους κανόνες δικαίου ή στο Σύνταγμα. Συνεπώς, ορθά απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή της ως προς την κύρια βάση της. Ενόψει δε του ότι τα εφεσίβλητα κατά τα παραπάνω, δεν κατέστησαν πλουσιότερα σε βάρος της εκκαλούσας χωρίς νόμιμη αιτία, ορθά απορρίφθηκε και η επικουρική βάση της αγωγής της περί επιδίκασης των αιτούμενων ποσών με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, απορριπτομένου ως αβασίμου του αντίθετου λόγου έφεσης.Απορρίπτει την έφεση.
ΣτΕ/3141/2006
Υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκων τόσο επί καταψηφιστικής όσο και επί αναγνωριστικής αγωγής. Εναρξη της τοκοφορίας από τη γένεση της επιδικίας με την άσκηση της αγωγής και την επίδοσή της στον εναγόμενο. Η αναγνωριστική αγωγή δεν ενεργεί επικουρικά σε σχέση με την καταψηφιστική αγωγή, αφού η απόφαση επ` αυτής παράγει δεδικασμένο. Αντίθετη μειοψηφία.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020
Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΕφΑθ. 644/2017
Παροχή εξαρτημένης εργασίας..:Με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις η ενάγουσα, καθ όλο το χρονικό διάστημα από 1.10.2005 έως 30.9.2010, εργαζόταν στο Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης του εναγόμενου με την ιδιότητα του ειδικού εφαρμογών πληροφορικής, απασχολούμενη συγκεκριμένα με τον σχεδιασμό και την συντήρηση ιστοσελίδων για το πρόγραμμα διδασκαλίας εξ αποστάσεως. .. Η ενάγουσα, δηλαδή, έθετε την εργασία της στη διάθεση του εναγόμενου και δεν είχε αναλάβει την επίτευξη οποιουδήποτε συγκεκριμένου αποτελέσματος. Εξάλλου, το εναγόμενο κατέβαλλε την αμοιβή της ενάγουσας κάθε μήνα, και συγκεκριμένα κατέβαλλε σ αυτή το ποσό που προέκυπτε από το μερισμό της συνολικής αμοιβής με τον αριθμό των μηνών της κάθε σύμβασης, ενώ της κατέβαλλε επίσης επιδόματα εορτών και αδείας και της χορηγούσε έγγραφες βεβαιώσεις των μηνιαίων αποδοχών της ήταν δε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α., με εργοδότη της το εναγόμενο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο εξαρτημένη εργασία καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, οι δε πιο πάνω καταρτισθείσες μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις έργου ήταν ψευδεπίγραφες και προσχηματικές. ..η ενάγουσα συνδεόταν με το εναγόμενο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα της εργασίας της σ αυτό, με απλή σχέση εργασίας, την οποία το εναγόμενο είχε δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε, όχι όμως πριν περάσει έτος από τον τοκετό της εργαζόμενης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα στις 19.6.2010 απέκτησε τέκνο, γεγονός το οποίο γνώριζε το εναγόμενο, καθόσον είχε χορηγήσει σ αυτή τη σχετική άδεια και επομένως δεν είχε δικαίωμα να καταγγείλει την εργασιακή σχέση της ενάγουσας πριν την συμπλήρωση έτους από τον τοκετό, ήτοι πριν από την 19.6.2011. .. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί ως κατ ουσίαν αβάσιμη η αγωγή ως προς την ανωτέρω πρώτη επικουρική της βάση και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς την δεύτερη επικουρική αυτής βάση και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.838,08 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε επί μέρους ποσό έπρεπε να καταβληθεί, ήτοι από το τέλος εκάστου μηνός που αυτό αφορά.
ΣτΕ/1153/2006
Κατόπιν τούτου το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι ο επίμαχος 6ος λογαριασμός είχε αυτοδικαίως εγκριθεί με την πάροδο άπρακτης της κατά το άρθρο 5 παρ. 8 του ν. 1418/1984 μηνιαίας προθεσμίας, ως εκ τούτου δε αναγνώρισε το δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να λάβει το ποσό των 7.845.184 δρχ. (ή 23.023 ευρώ), που περιείχετο μεν στον υποβληθέντα 6ο λογαριασμό, αλλά είχε περικοπεί από την Διευθύνουσα Υπηρεσία με την διόρθωση του εν λόγω λογαριασμό μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας. Περαιτέρω, όμως, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το αίτημα της αναιρεσίβλητης να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Δημοσίου να της καταβάλει ποσό πέραν του ανωτέρω ως αντάλλαγμα για εργασίες που, κατ’ αυτήν, είχαν εκτελεσθεί και είχαν περιληφθεί σε επιμετρήσεις αυτοδικαίως εγκεκριμένες, με την αιτιολογία ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση του αναδόχου που αφορά το εργολαβικό αντάλλαγμα μπορεί να προβληθεί μόνον κατά του σχετικού λογαριασμού – πιστοποιήσεως, με την κρινόμενη δε προσφυγή προσβάλλεται μόνον ο συγκεκριμένος 6ος λογαριασμός, με τον οποίο η αναιρεσίβλητη είχε ζητήσει την πληρωμή μόνον του ανωτέρω ποσού των 14.297.355 δρχ..
ΔιοικΠρωτΠατρών/656/2021
Αστική Ευθύνη Δημοσίου-Αποζημίωση:ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου Δημοσίου και του δεύτερου εναγόμενου Δήμου Πατρέων να καταβάλλουν στον ενάγοντα, μόνιμο υπάλληλο καθαριότητας του εναγόμενου Δήμου, το συνολικό ποσό των 1.117.730,40 ευρώ (όπως το ποσό αυτό διορθώθηκε με το νομοτύπως υποβληθέν υπόμνημα του ενάγοντος), ως αποζημίωση και ως χρηματική ικανοποίηση, κατά τα άρθρα 105 – 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και 932 του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων εξαιτίας του τραυματισμού και της μόνιμης σωματικής βλάβης (ακρωτηριασμός αριστερού άνω άκρου κατά τον καρπό) που προκλήθηκε σε αυτόν κατά την εργασία του στις 17.10.2017 από έκρηξη χειροβομβίδας κρότου – λάμψης στον Χώρο Υγειονομικής Ταφής (Χ.Υ.ΤΑ.) Ξερόλακκας Δήμου Πατρέων και οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς του, σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων των εναγομένων.(....)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να λάβει: α) το ποσό των 67.800 ευρώ, που αντιστοιχεί αφενός στο κόστος αγοράς μίας μυοηλεκτρικής πρόθεσης αντιβραχίου συνολικής αξίας 33.900 ευρώ, αφετέρου στο κόστος αντικατάστασης της εν λόγω πρόθεσης μετά την παρέλευση πενταετίας από την αρχική τοποθέτηση, β) το ποσό των 400 ευρώ ως αποζημίωση λόγω αύξησης δαπανών για μετάβαση, διαμονή και διατροφή στην Αθήνα επί δύο ημέρες κάθε φορά και για δύο φορές συνολικά, ανά πενταετία, και γ) το ποσό των 60.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Από το ως άνω συνολικό ποσό των 128.200 ευρώ (67.800 ευρώ + 400 ευρώ + 60.000 ευρώ) πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 28.900 ευρώ, το οποίο επιδικάσθηκε προσωρινώς υπέρ του ενάγοντος με την Α824/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Απορρίπτει την αγωγή καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Δήμου Πατρέων. Δέχεται εν μέρει την αγωγή, καθ’ μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ενενήντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων (99.300) ευρώ, νομιμοτόκως από 22.7.2019 έως την εξόφληση.