ΣτΕ Τμήμα Δ' 137/2012
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Διακήρυξη . Διαγωνισμός . Ανάθεση . Προσφορές. (...) Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του π.δ. 60/2007, οι οποίες επαναλαμβάνουν τις σχετικές ρυθμίσεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’όψιν για την επιλογή του αναδόχου.Και ναι μεν, εκτός από την προσφερομένη τιμή, μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να ανάγονται σε κριτήρια ανάθεσης, τα στοιχεία εκείνα , βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στον διαγωνισμό, εφόσον πάντως, τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτέλεσης της συγκεκριμένης προς ανάθεση υπηρεσίας και συνεπώς μόνο στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προυποθέσεων συμμετοχής στον διαγωνισμό, μπορούν να εκτιμηθούν . Ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο, χωρίς να αμφισβητείται η κρίση της αναθέτουσας αρχής ως προς την άποψη παρανομίας του άρθρου 9 της διακήρυξης, προβάλλεται, ότι η αφηρημένη επίκληση της έλλειψης νομιμότητας των αναφερόμενων στην διακήρυξη κριτηρίων επιλογής, σε χρόνο, κατά τον οποίο είχε ολοκληρωθεί η αξιολόγηση της προσφοράς της αιτούσας και χωρίς να έχει προσβληθεί ο σχετικός με τα κριτήρια αυτά όρος με διοικητικές προσφυγές ή ένδικα μέσα, δεν συνιστά νόμιμη και επαρκή αιτιολογία για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. ... Η αιτούσα ισχυρίζεται, ότι η προσβαλλόμενη πράξη , αποφασίζοντας την επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, προβλέπει, ως όρο της νέας διακήρυξης, την περιοχή εντός της οποίας θα λειτουργεί εστιατόριο για την παροχή σιτίσεως στους φοιτητές και προβάλλει, ότι η ρύθμιση αυτή είναι αντίθετη προς τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας καθώς και ότι, η προσβαλλόμενη δεν αιτιολογείται νόμιμα και επαρκώς κατά το μέρος αυτό. Οι λόγοι αυτοί ερείδονται επί εσφαλμένης προυποθέσεως, δεδομένο, ότι η προσβαλλόμενη πράξη ορθώς ερμηνευομένη, δεν θεσπίζει πράγματι ίδια ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο, αλλά απαντά απλώς σε παράπονα που είχε διατυπώσει η αιτούσα,..Δια ταύτα.Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ ΕΑ 112/2011
Στε. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.-Διακήρυξη-Ανάθεση. (...) Ο έλεγχος της καταλληλότητας των υποψηφίων προμηθευτών και η ανάθεση της σύμβασης, έστω και αν δεν διενεργούνται ταυτόχρονα , είναι διαδικασίες αυτοτελείς και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Ειδικότερα, ενώ ο έλεγχος της καταλληλότητας των υποψηφίων διενεργείται από την αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοοικονομικής και τεχνικής ικανότητας, αντιθέτως, κριτήρια για την ανάθεση της σύμβασης είναι , είτε η χαμηλότερη τιμή, είτε η πλέον συμφέρουσα προσφορά από οικονομικής απόψεως . Συνεπώς, τα κριτήρια τα οποία δεν σκοπούν στον καθορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς , δεν συνιστούν κριτήρια ανάθεσης, αλλά αφορούν κυρίως την εκτίμηση της καταλληλότητας των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό , να εκτελέσουν την οικεία σύμβαση . .. Επίσης, οι όροι της διακήρυξης , πρέπει να είναι αρκούντως ακριβείς και σαφείς, ώστε , αφενός μεν, να επιτρέπεται στους ενδιαφερομένους να κατανοούν αυτούς πλήρως και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση, περί της εφαρμογής αυτών από την διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο προς όλους τους προσφέροντες. Με την ένδικη αίτηση προβάλλεται, ότι, ενώ η προσβαλλόμενη διακήρυξη επιτρέπει την προσφορά για κάθε είδος χωριστά και προβλέπει την δυνατότητα υποβολής εγγύησης για συγκεκριμένο ποσοστό της αναλογικά προυπολογισθείσας δαπάνης για την ποσότητα του κάθε προσφερόμενου είδους ,εντούτοις δεν περιέχει αναλογικό προυπολογισμό των επιμέρους ειδών , ώστε να είναι τελικά εφικτός ο υπολογισμός της .... Η επιτροπή αναστολών ΣΕ δέχεται εν μέρει την αίτηση..
ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/992/2011
Ανάθεση υπηρεσιών καθαρισμού: Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην υπ’ αριθμ.. ΙΙ σκέψη, το παρόν Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι εσφαλμένως υπελήφθησαν τόσο από το δικάσαν Τμήμα (VI) όσο και από το Κλιμάκιο (Z΄ ) τα ως άνω κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης ως κριτήρια ανάθεσης και συνακόλουθα εσφαλμένως κρίθηκε ότι η διακήρυξη του υπό κρίση διαγωνισμού ήταν πλημμελής, επειδή τα ως άνω κριτήρια περιλαμβάνονταν μεταξύ των στοιχείων τεχνικής αξιολόγησης των προσφορών (Ομάδα Β΄). Τούτο, διότι τα εν λόγω κριτήρια, στη συγκεκριμένη περίπτωση (όπου ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων διενεργείται ταυτόχρονα με την τεχνική αξιολόγηση), είναι πρόσφορα για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς και συνεπώς ορθώς αυτά συμπεριλήφθηκαν μεταξύ των κριτηρίων τεχνικής αξιολόγησης, ήτοι ελήφθησαν υπόψη ως κριτήρια καταλληλότητας των υποψηφίων αναδόχων (εξακρίβωσης της ικανότητάς τους να εκτελέσουν τη σύμβαση) και νομίμως τα στοιχεία αυτά βαθμολογήθηκαν ειδικά και αξιολογήθηκαν για κάθε συμμετέχουσα εταιρία, κατά τα οριζόμενα τη διακήρυξη, για την οποία τηρήθηκαν πλήρως και νομίμως όλοι οι κανόνες δημοσιότητος.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναθεώρησης του Τ.Ε.Ι. .., όπως και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση της εταιρείας «.....» πρέπει να γίνουν δεκτές, να αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη 467/2011 απόφαση του VI Τμήματος και δεδομένου ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που να κωλύει τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης, τo υπό κρίση σχέδιο αυτής πρέπει να υπογραφεί.
ΕλΣυν/Κλ.6/103/2009
Από το συνδυασμό των άρθρων 42 παρ. 1-2, 46 παρ. 1-2,6, 51 παρ. 1 α, 2 του Π.Δ. 60/07 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (Α΄ 64) σε συνδυασμό και με τα άρθρα 8 και 20 του Π.Δ. 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (Α΄ 266), συνάγεται ότι στο σύστημα των οδηγιών που αφορούν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων και η ανάθεση της συμβάσεως αν και δεν αποκλείεται να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των προσφερόντων γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Αντίθετα, η ανάθεση βασίζεται είτε στη χαμηλότερη τιμή είτε στην πιο συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Στην τελευταία περίπτωση τα κριτήρια αξιολόγησης που μπορούν να γίνουν δεκτά από τις αναθέτουσες αρχές ποικίλουν, χωρίς να απαριθμούνται περιοριστικά στις ισχύουσες διατάξεις, επαφίεται δε στην αναθέτουσα αρχή να τα επιλέξει με τη διακήρυξη του διαγωνισμού. Η επιλογή αυτή, πάντως, δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πλέον συμφέρουσα οικονομικά. Συνεπώς, αποκλείονται ως κριτήρια αναθέσεως τα κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Κριτήρια όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες, ή από τη χρήση ομοίων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια αξιολόγησης της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής άποψης προσφοράς και αναθέσεως της συμβάσεως (ΔΕΚ, Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2006, C 532/06, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C- 315/2001, Gat, Πράξη 38/2009 VI Τμ., 26/2009 Στ΄ Κλ.).
Μη ανακλητέα με την ΕλΣυν.Τμ.4/2509/2009
ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011
Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ
ΣτΕ/1318/2009
Επειδή, εν προκειμένω, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 21.2 συνάγεται ότι η διακήρυξη δεν διακρίνει μεταξύ των κριτηρίων ποιοτικής επιλογής και των κριτηρίων ανάθεσης της σύμβασης. Πράγματι, τα καθορισθέντα ως άνω κριτήρια αξιολόγησης Α1, Α2, Α3, Β1 και Β2, τα οποία, κατά την ένδικη διακήρυξη, σκοπούν στην ανάδειξη της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, αναφέρονται στην εμπειρία, τον αριθμό του προσωπικού, τα επαγγελματικά προσόντα των στελεχών της επιχείρησης, τον τεχνικό εξοπλισμό και τη λήψη μέτρων περιβαλλοντικής διαχείρισης. Συνεπώς, δεν αποτελούν «κριτήρια ανάθεσης», κατά την έννοια του άρθρου 53 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ, αλλά συνιστούν «κριτήρια ποιοτικής επιλογής», καθόσον συνάπτονται προς την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα του διαγωνιζόμενου να εκτελέσει την οικεία σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 48 της εν λόγω Οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Ως εκ τούτου, πιθανολογείται σοβαρά ότι, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 46 και 51 του ρηθέντος πδ/τος 60/2007, ανήχθησαν με την ένδικη διακήρυξη τα ανωτέρω κριτήρια ποιοτικής επιλογής σε κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης. Ενόψει τούτων, είναι βάσιμος ο λόγος που είχε προβάλει ο αιτών με την προσφυγή του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 2522/1997 και επαναλαμβάνει με την υπό κρίση αίτηση, ότι τα ανωτέρω μνημονευθέντα κριτήρια αξιολόγησης Α1, Α2, Α3, Β1 και Β2 μη νομίμως χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, εφόσον δεν αποτελούν κριτήρια ανάθεσης αλλά κριτήρια ποιοτικής επιλογής, διότι σχετίζονται με την εμπειρία, την τεχνική και επαγγελματική επάρκεια του διαγωνιζόμενου καθώς και τον διατιθέμενο από αυτόν τεχνικό εξοπλισμό, είναι δε απορριπτέος ο προβαλλόμενος με το από 11.11.2009 υπόμνημα του Νοσοκομείου ισχυρισμός ότι τα επίμαχα κριτήρια συνδέονται με την ποιότητα και αποδοτικότητα της συγκεκριμένης παρεχόμενης υπηρεσίας. Εξάλλου, είναι απορριπτέοι ως αόριστοι οι προβαλλόμενοι με το ως άνω υπόμνημα του Νοσοκομείου ισχυρισμοί, με τους οποίους ζητείται η απόρριψη της κρινόμενης αίτησης για λόγους δημοσίου συμφέροντος αναγόμενους στην κάλυψη των αναγκών καθαρισμού του Νοσοκομείου (βλ. ΕΑ 315, 331, 547/2008), ενόψει του ότι το Νοσοκομείο δεν επικαλείται αδυναμία καθαρισμού κατ’ αλλον τρόπο (πρβλ. ΕΑ 1070/2006).
ΕλΣυν/Τμ.6/106/2007
Κατά την έννοια των προρρηθεισών κοινοτικών διατάξεων, οι παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη ως κριτήρια σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς δεν απαριθμούνται περιοριστικά, ως εκ τούτου, παρέχεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στην αναθέτουσα αρχή να επιλέξει τα κριτήρια ποσοτικής και ποιοτικής επιλογής και όχι αμιγώς οικονομικής φύσης που προτίθεται να εφαρμόσει, πλην όμως τα τελευταία πρέπει να συνδέονται στενά με το αντικείμενο της σύμβασης, βάσει της αναγκαίας τεχνικής ικανότητας των υποψηφίων και των πραγματικών απαιτήσεων της προς ανάθεση σύμβασης, να είναι δεκτικά αντικειμενικής και συγκεκριμένης αιτιολόγησης και να συνεπάγονται οικονομικό άμεσο όφελος για την αναθέτουσα αρχή, τηρώντας, ταυτοχρόνως, όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως η τελευταία απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών (πρβλ. Απόφαση Δ.Ε.Κ. της 17.09.2002, C-513/99, σκέψεις 81επ., Πράξη VI Τμ. 107/2003 κ.α.). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι τα θεσπιζόμενα στην οικεία διακήρυξη κριτήρια αποδοχής των συμμετεχουσών στον ελεγχόμενο διαγωνισμό εταιρειών, αναφορικά με τον απαιτούμενο ελάχιστο ετήσιο κύκλο εργασιών αυτών για κάθε ένα από τα τρία τελευταία έτη σε συνδυασμό με την εξαετή και πλέον δραστηριοποίησή τους στην παροχή υπηρεσιών φύλαξης είναι κατάλληλα, αντικειμενικά και πρόσφορα, ενόψει των ιδιαίτερων απαιτήσεων του αντικειμένου της σύμβασης (φύλαξη του συνόλου των κτιριακών εγκαταστάσεων και εξωτερικών χώρων που ανήκουν στο Α.Π.Θ.), καθώς και της δαπάνης του ελεγχόμενου διαγωνισμού, ως άνω αναφέρεται, καθόσον αποβλέπουν προφανώς στη συμμετοχή διαγωνιζομένων, οι οποίοι διαθέτουν χρηματοοικονομική επάρκεια και ανάλογη πολυετή εμπειρία σε υπηρεσίες φύλαξης μεγάλου οικονομικού αντικειμένου. Περαιτέρω, ο όρος περί ύπαρξης πιστοληπτικής ικανότητας ύψους τουλάχιστον 3.000.000 Ευρώ δεν εισάγει αδικαιολόγητο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος συμμετοχής των προτιθέμενων να συμμετάσχουν στην υπό κρίση διαδικασία επιχειρήσεων, περιορίζοντας ούτως τον ανταγωνισμό, αφού αποσκοπεί στη συμμετοχή εύρωστων οικονομικά υποψηφίων αναδόχων, ικανών να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις της προς ανάθεση σύμβασης, ειδικότερα όσον αφορά τη μισθοδοσία του απασχολούμενου προσωπικού, ώστε να μην κωλύεται σε κάθε περίπτωση η εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας. Τέλος, η πρόβλεψη περί ελαχίστου ορίου προσωπικού τριακοσίων (300) ατόμων δεν συνιστά όρο δυσανάλογο σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της αναθέτουσας αρχής και του επιδιωκόμενου σκοπού του διαγωνισμού, παρά τα αντιθέτως κριθέντα με την προσβαλλόμενη Πράξη του Κλιμακίου, δεδομένου ότι, βάσει των τεχνικών προδιαγραφών της οικείας διακήρυξης (βλ. Παράρτημα Δ΄ αυτής), απαιτείται η απασχόληση διακοσίων (200) ατόμων, με δυνατότητα περαιτέρω αύξησης του προσωπικού σε ποσοστό μέχρι 20%, εφόσον προσληφθεί νέο προσωπικό (μόνιμο) ή δημιουργηθούν έκτακτες ανάγκες.
ΕλΣυν.Τμ.6/3631/2013
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ-ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ:..ζητείται η ανάκληση της 299/2013 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου..Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών. Ειδικότερα, ναι μεν ο Κ.ΕΝ.Α.Κ. άρχισε να ισχύει στις 9.7.2010, ήτοι μετά την έγκριση των μελετών και των τευχών δημοπράτησης του έργου στις 20.5.2010, αυτός όμως είχε δημοσιευτεί (στις 9.4.2010) σε χρόνο προγενέστερο της έγκρισης αυτών και της ανάθεσης εκτέλεσης του έργου, οπότε και η αναθέτουσα αρχή γνώριζε ότι, αν και κατά το χρόνο εκείνο δεν υποχρεούτο σε συμμόρφωση προς αυτόν (καθώς ακόμη δεν είχε αρχίσει να ισχύει), το προς εκτέλεση έργο θα έπρεπε να πληροί τις ελάχιστες προδιαγραφές αυτού, εφόσον θα περαιωνόταν μετά το χρόνο έναρξης ισχύος του. Επομένως, η ως άνω μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου που έλαβε χώρα μετά την έγκριση των μελετών του αρχικού έργου και πριν την ανάθεση αυτού (στις 20.7.2010) δεν συνιστά εν προκειμένω απρόβλεπτο, κατά την έννοια του νόμου, γεγονός, δεδομένου ότι η μεταβολή αυτή ήταν γνωστή στην αναθέτουσα αρχή κατά τον κρίσιμο χρόνο και έπρεπε να τη λάβει υπόψη της πριν από την ανάθεση της εκτέλεσης του αρχικού έργου. Σε κάθε δε περίπτωση, ο προαναφερόμενος Κανονισμός ίσχυε κατά το χρόνο σύναψης της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης, στην οποία και, εφόσον συνέτρεχε η προϋπόθεση του απροβλέπτου, θα έπρεπε να έχουν συμπεριληφθεί οι εργασίες που αποτελούν το αντικείμενο της επίμαχης 2ης συμπληρωματικής σύμβασης. (..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η προσβαλλόμενη Πράξη δεν πρέπει να ανακληθεί και, επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΕλΣυν/Επταμ/610/2012
Ανάθεση υπηρεσιών καθαριότητας των χώρων του Νοσοκομείου. ...ζητείται η αναθεώρηση της υπ΄ αριθμ. 3369/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, (...) Με τις παραδοχές αυτές, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη (υπό ΙΙ) σκέψη, το Τμήμα μείζονος – επταμελούς σύνθεσης άγεται στην κρίση, κατά πλειοψηφία, ότι εσφαλμένως τα περιλαμβανόμενα στη συγκεκριμένη διακήρυξη κριτήρια υπελήφθησαν τόσο από το δικάσαν Τμήμα (VI) όσο και από το Κλιμάκιο (Z΄) ως κριτήρια ανάθεσης κατά την έννοια του άρθρου 51 του π.δ. 60/2007 και, συνακόλουθα, εσφαλμένως κρίθηκε ότι η διακήρυξη του ελεγχόμενου διαγωνισμού ήταν πλημμελής, με την αιτιολογία ότι έπληξε τον ελεύθερο ανταγωνισμό, αποτρέποντας, ενδεχομένως, πιθανούς υποψήφιους παρόχους υπηρεσιών να συμμετάσχουν στη διαγωνιστική διαδικασία και, κυρίως, συμβάλλοντας στην αλλοίωση τόσο της αξιολόγησης των προσφορών των διαγωνιζομένων όσο και στη διαμόρφωση του αποτελέσματος της δημοπρασίας. Τούτο, διότι τα εν λόγω κριτήρια είναι πρόσφορα για τον έλεγχο της καταλληλότητας των υποψηφίων, βάσει των επαγγελματικών και τεχνικών τους γνώσεων και ικανοτήτων, συνεπώς ορθώς αυτά συμπεριελήφθησαν μεταξύ των κριτηρίων «ποιοτικής επιλογής», κατά την έννοια των άρθρων 45 έως 50 του π.δ. 60/2007, προκειμένου να εξακριβωθεί η ικανότητά τους να εκτελέσουν τη σύμβαση, αξιολογήθηκαν και βαθμολογήθηκαν ειδικά για κάθε συμμετέχουσα εταιρεία. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη την ως άνω τεχνική αξιολόγηση, η αναθέτουσα αρχή ορθώς προχώρησε, μετά την αξιολόγηση των οικονομικών προσφορών των υποψηφίων αναδόχων, βάσει συγκριτικού πίνακα, στην κατακύρωση των ελεγχόμενων υπηρεσιών καθαριότητας, έχοντας ως κριτήριο τη συμφερότερη προσφορά, για την επιλογή της οποίας εφάρμοσε τον προβλεπόμενο στο οικείο άρθρο της διακήρυξης τύπο. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Χρυσούλας Καραμαδούκη και Μαρίας Βλαχάκη, τόσο το δικάσαν Τμήμα όσο και το Κλιμάκιο δεν έσφαλαν κρίνοντας ότι τα τεθέντα από την οικεία διακήρυξη ως κριτήρια αξιολόγησης των προσφορών στην ομάδα Α’ και Β΄ δεν είναι πρόσφορα για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά αφορούν αποκλειστικά στην εξακρίβωση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση και επομένως μη νομίμως τέθηκαν από τη διακήρυξη ως επιμέρους κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος περί αναθεωρήσεως πρέπει να απορριφθεί. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε. Περαιτέρω, ορθώς το VI Τμήμα με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι μη νομίμως η αξιολόγηση του διαγωνισμού έγινε από τη συγκροτηθείσα με την 12047/22.9.2010 απόφαση του Διοικητή του Νοσοκομείου επιτροπή, η οποία δεν συγκροτήθηκε παγίως και με ετήσια διάρκεια, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 3 του π.δ. 118/2007, αλλά για να καλύψει τις ανάγκες διενέργειας του συγκεκριμένου διαγωνισμού και μόνο. Πλην όμως, η εν λόγω πλημμέλεια, συνεκτιμωμένων και των ειδικότερων περιστάσεων της εξέλιξης της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας, δεν παρίσταται ουσιώδης σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να επιφέρει ακυρότητα της όλης διαγωνιστικής διαδικασίας και να καθιστά εύλογη την επέλευση μιας τέτοιας συνέπειας, κωλύουσας την υπογραφή της οικείας σύμβασης. Τέλος, το Τμήμα της Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης κρίνει ότι ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 5 του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης όρος περί δυνατότητας τρίμηνης παράτασης της σύμβασης δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απαλειφθεί, καθόσον δεν αποτέλεσε περιεχόμενο της δημοσιευθείσας περίληψης της διακήρυξης του ελεγχόμενου διαγωνισμού.(...)Αναθεωρεί την 3369/2011 απόφαση του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Αποφαίνεται υπέρ της υπογραφής της οικείας σύμβασης υπό την προϋπόθεση απάλειψης του, στο σκεπτικό της παρούσας αναφερόμενου περί παράτασης της ελεγχόμενης σύμβασης, όρου, κατά τα λεπτομερώς στο σκεπτικό της παρούσας διαλαμβανόμενα.
ΣτΕ/100/2009
Κριτήρια ανάθεσης. Νόμιμα τίθενται ως κριτήρια όπως η προηγούμενη εμπειρία και ο αριθμός του απασχολούμενου προσωπικού ,αν κριθεί ότι συνδέονται με την εκτίμηση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών. Αντίθετα το ύψος του κύκλου εργασιών δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως:
ΕΣ/ΤΜ.6/3741/2009
Υπογραφή σύμβασης έργου:..ζητείται η ανάκληση της 565/2009 Πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Ως εκ τούτου, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω τα ανωτέρω παρατιθέμενα κριτήρια που υποδηλώνουν τεχνητή κατάτμηση μιας ενιαίας σύμβασης, όπως αυτά της ενότητας του γεωγραφικού πλαισίου ή της ταύτισης των περιγραφών των απαιτούμενων εργασιών στις αντίστοιχες προκηρύξεις, καθόσον πρόκειται για αυτοτελή έργα σε τοπικά σημεία του αυτοκινητοδρόμου, με διαφοροποιήσεις στην υλοποίησή τους, χωρίς λειτουργική σύνδεση και αλληλεξάρτηση από τεχνικής απόψεως και συνεπώς, μη δυνάμενα να θεωρηθούν τμήματα ενός συνόλου με ενιαία οικονομική και τεχνική λειτουργία. Επομένως, ορθώς η αναθέτουσα αρχή προσέφυγε στη διαδικασία με διαπραγμάτευση μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλουμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων για κάθε χωριστή εργολαβία, χωρίς να προηγηθεί η αποστολή προς δημοσίευση στην Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης των σχετικών προκηρύξεων, παρά τα αντιθέτως κριθέντα με την προσβαλλόμενη Πράξη του Κλιμακίου.Ενόψει των ανωτέρω και εφόσον δε διαπιστώνεται άλλη ουσιώδης νομική πλημμέλεια, η οποία να πλήττει το κύρος της διεξαχθείσας διαδικασίας, η υπό κρίση αίτηση ανάκλησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….», ως και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….» πρέπει να γίνουν δεκτές, να ανακληθεί η προσβαλλόμενη με αυτές 565/2009 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και, δεδομένου ότι δεν συντρέχει άλλος νόμιμος λόγος κωλύων την υπογραφή, να υπογραφεί η σχετική σύμβαση.