ΣτΕ ΕΑ 112/2011
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Στε. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.-Διακήρυξη-Ανάθεση. (...) Ο έλεγχος της καταλληλότητας των υποψηφίων προμηθευτών και η ανάθεση της σύμβασης, έστω και αν δεν διενεργούνται ταυτόχρονα , είναι διαδικασίες αυτοτελείς και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Ειδικότερα, ενώ ο έλεγχος της καταλληλότητας των υποψηφίων διενεργείται από την αναθέτουσα αρχή, σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοοικονομικής και τεχνικής ικανότητας, αντιθέτως, κριτήρια για την ανάθεση της σύμβασης είναι , είτε η χαμηλότερη τιμή, είτε η πλέον συμφέρουσα προσφορά από οικονομικής απόψεως . Συνεπώς, τα κριτήρια τα οποία δεν σκοπούν στον καθορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς , δεν συνιστούν κριτήρια ανάθεσης, αλλά αφορούν κυρίως την εκτίμηση της καταλληλότητας των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό , να εκτελέσουν την οικεία σύμβαση . .. Επίσης, οι όροι της διακήρυξης , πρέπει να είναι αρκούντως ακριβείς και σαφείς, ώστε , αφενός μεν, να επιτρέπεται στους ενδιαφερομένους να κατανοούν αυτούς πλήρως και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση, περί της εφαρμογής αυτών από την διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο προς όλους τους προσφέροντες. Με την ένδικη αίτηση προβάλλεται, ότι, ενώ η προσβαλλόμενη διακήρυξη επιτρέπει την προσφορά για κάθε είδος χωριστά και προβλέπει την δυνατότητα υποβολής εγγύησης για συγκεκριμένο ποσοστό της αναλογικά προυπολογισθείσας δαπάνης για την ποσότητα του κάθε προσφερόμενου είδους ,εντούτοις δεν περιέχει αναλογικό προυπολογισμό των επιμέρους ειδών , ώστε να είναι τελικά εφικτός ο υπολογισμός της .... Η επιτροπή αναστολών ΣΕ δέχεται εν μέρει την αίτηση..
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ ΕΑ 287/2010
ΣΤΕ –διακήρυξη ––αποκλεισμός υποψηφίου.(...)Επειδή, η αιτούσα προέβαλε με την προσφυγή του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 2522/1997 και επαναλαμβάνει με την κρινόμενη αίτηση, ότι ο παραπάνω όρος της διακηρύξεως, ο οποίος επιτρέπει τη συμμετοχή στο διαγωνισμό μόνο επιχειρήσεων με συνολικό κύκλο εργασιών κατά την τελευταία τριετία ίσο ή μεγαλύτερο με το 1/3 της προϋπολογισθείσας δαπάνης (ήτοι εν προκειμένω 1.000.000 ευρώ), την αποκλείει παρανόμως από το διαγωνισμό, διότι θεσπίζει κριτήρια συμμετοχής μη προβλεπόμενα από την οδηγία 2004/18/ΕΚ και το π.δ. 118/2007, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και υπερβαίνει τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως, εφόσον οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο κλάδο δεν παρουσιάζουν τον απαιτούμενο ως άνω κύκλο εργασιών. Ο λόγος, όμως, αυτός δεν πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος, διότι ο πληττόμενος αυτός όρος της διακηρύξεως που αποβλέπει στον έλεγχο της κατά τεκμήριο ικανότητας των διαγωνιζομένων να ανταποκριθούν στην εκτέλεση της επίμαχης προμήθειας και θεσπίζει εύλογη προϋπόθεση καταλληλότητας ως προς τη δυνατότητα αυτών να μετάσχουν στο διαγωνισμό, φαίνεται να είναι σύμφωνος με τις προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, του π.δ. 60/2007 και του π.δ. 118/2007. Εξ άλλου, τα προβαλλόμενα περί του ότι πρόκειται περί φωτογραφικού όρου είναι απορριπτέα προεχόντως λόγω της αοριστίας τους.
ΕλΣυν/Κλ.6/103/2009
Από το συνδυασμό των άρθρων 42 παρ. 1-2, 46 παρ. 1-2,6, 51 παρ. 1 α, 2 του Π.Δ. 60/07 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (Α΄ 64) σε συνδυασμό και με τα άρθρα 8 και 20 του Π.Δ. 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (Α΄ 266), συνάγεται ότι στο σύστημα των οδηγιών που αφορούν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων και η ανάθεση της συμβάσεως αν και δεν αποκλείεται να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των προσφερόντων γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Αντίθετα, η ανάθεση βασίζεται είτε στη χαμηλότερη τιμή είτε στην πιο συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Στην τελευταία περίπτωση τα κριτήρια αξιολόγησης που μπορούν να γίνουν δεκτά από τις αναθέτουσες αρχές ποικίλουν, χωρίς να απαριθμούνται περιοριστικά στις ισχύουσες διατάξεις, επαφίεται δε στην αναθέτουσα αρχή να τα επιλέξει με τη διακήρυξη του διαγωνισμού. Η επιλογή αυτή, πάντως, δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πλέον συμφέρουσα οικονομικά. Συνεπώς, αποκλείονται ως κριτήρια αναθέσεως τα κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Κριτήρια όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες, ή από τη χρήση ομοίων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια αξιολόγησης της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής άποψης προσφοράς και αναθέσεως της συμβάσεως (ΔΕΚ, Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2006, C 532/06, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C- 315/2001, Gat, Πράξη 38/2009 VI Τμ., 26/2009 Στ΄ Κλ.).
Μη ανακλητέα με την ΕλΣυν.Τμ.4/2509/2009
ΣτΕ ΕΑ 76/2011
ΣΤΕ . Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων - Διακήρυξη-Διαγωνισμός-Ανάθεση-(...) Επειδή, η προσβαλλομένη διακήρυξη προβλέπει ως κριτήριο κατακυρώσεως τη χαμηλότερη τιμή..ορίζει τα απαιτούμενα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των υπό προμήθεια ειδών καθώς και ότι θα ληφθεί υπ’ όψιν και η υπάρχουσα εμπειρία, παραλλήλως, δε, ορίζει ότι «η υπηρεσία επιφυλάσσεται να επιλέξει την πιο κατάλληλη και συμφέρουσα γι’ αυτήν προσφορά, με βάση τα αναγραφόμενα από τους ενδιαφερόμενους οικονομικά και τεχνικά στοιχεία και τα στοιχεία της παρούσας τεχνικής περιγραφής» και ότι «κατά την αξιολόγηση θα ληφθούν υπ’ όψη η εμπειρία και η αξιοπιστία του προμηθευτή-κατασκευαστικού οίκου από την εμπειρία του [καθ’ ού] Νοσοκομείου …σε προγενέστερη χρήση των προσφερομένων υλικών, από άλλες προμήθειες», χαρακτηρίζει δε ρητώς όλους τους ανωτέρω όρους ως απαράβατους. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, όμως, η διακήρυξη δεν φαίνεται να θεσπίζει κατά τρόπο σαφή ένα κριτήριο κατακυρώσεως, είτε αυτό της χαμηλότερης τιμής, είτε εκείνο της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά, κατά παράβαση των παρατιθεμένων στην προηγουμένη σκέψη διατάξεων, συγχέει τα ως άνω κριτήρια, προβλέποντας παραλλήλως στοιχεία, τα οποία προσιδιάζουν σε αμφότερα...Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να γίνει δεκτή
ΣτΕ ΕΑ 207/2011
ΣΤΕ . Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων . Δημόσια έργα. Διακήρυξη . Αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης . Η προσφορά της αιτούσας απορρίφθηκε, με απόφαση της ΕΠΥ, με την αιτιολογία, ότι δεν προσκομίζει κατάλογο παραδόσεων τριετίας. Με την προδικαστική προσφυγή, η αιτούσα προέβαλε εσφαλμένη ερμηνεία από την ΕΠΥ, συγκεκριμένου όρου της διακήρυξης . Ειδικότερα, η αιτούσα προέβαλε αφενός μεν , ότι αυτός ο όρος της διακήρυξης έχει την έννοια , ότι ο κατάλογος πρέπει να καλύπτει τις παραδόσεις , οι οποίες έλαβαν χώρα το πολύ μέσα στα προηγούμενα τρία έτη και όχι πριν από αυτό το χρονικό διάστημα , χωρίς να ενδιαφέρει η ακριβής χρονική στιγμή , αφετέρου δε ότι, όπως προκύπτει από υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της προς την ΕΠΥ, αυτή ανέλαβε την διάθεση και εμπορία των προσφερόμενων προιόντων συγκεκριμένου οίκου Γερμανίας από τις 19.2.10, για το διάστημα δε αυτό, προσκομίστηκε κατάλογος με τις κυριότερες παραδόσεις , σύμφωνα με τα οριζόμενα στην διακήρυξη . Ο λόγος αυτός, ο οποίος απορρίφθηκε σιωπηρά από την ΕΠΥ και ο οποίος επαναλαμβάνεται με την ένδικη αίτηση , πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος .Η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να ανασταλεί η εκτέλεση της ΕΠΥ, ως προς τον αποκλεισμό της αιτούσας . Η επιτροπή αναστολών δέχεται την αίτηση . Αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης της ΕΠΥ, ως προς τον αποκλεισμό της αιτούσας
ΣτΕ ΕΑ 288/2010
ΣΤΕ –διακήρυξη –διαγωνισμός –ανάθεση –προμήθειες –προσφορές (...) Επειδή, η αιτούσα προέβαλε με την προσφυγή του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 2522/1997 και επαναλαμβάνει με την κρινόμενη αίτηση, ότι ο παραπάνω όρος της διακηρύξεως, ο οποίος επιτρέπει τη συμμετοχή στο διαγωνισμό μόνο επιχειρήσεων με συνολικό κύκλο εργασιών κατά την τελευταία τριετία ίσο ή μεγαλύτερο με το 1/3 της προϋπολογισθείσας δαπάνης (ήτοι εν προκειμένω 1.800.000 ευρώ), την αποκλείει παρανόμως από το διαγωνισμό, διότι θεσπίζει κριτήρια συμμετοχής μη προβλεπόμενα από την οδηγία 2004/18/ΕΚ και το π.δ. 118/2007, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και υπερβαίνει τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως, εφόσον οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο συγκεκριμένο κλάδο δεν παρουσιάζουν τον απαιτούμενο ως άνω κύκλο εργασιών. Ο λόγος, όμως, αυτός δεν πιθανολογείται σοβαρά ως βάσιμος, διότι ο πληττόμενος αυτός όρος της διακηρύξεως που αποβλέπει στον έλεγχο της κατά τεκμήριο ικανότητας των διαγωνιζομένων να ανταποκριθούν στην εκτέλεση της επίμαχης προμήθειας και θεσπίζει εύλογη προϋπόθεση καταλληλότητας ως προς τη δυνατότητα αυτών να μετάσχουν στο διαγωνισμό, φαίνεται να είναι σύμφωνος με τις προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, του π.δ. 60/2007 και του π.δ. 118/2007. Εξ άλλου, τα προβαλλόμενα περί του ότι πρόκειται περί φωτογραφικού όρου είναι απορριπτέα προεχόντως λόγω της αοριστίας τους.
ΣτΕ ΕΑ 1015/2009
ΣΤΕ –αίτηση ασφαλιστικών μέτρων –διακήρυξη –διαγωνισμός –ανάθεση.(...) Επειδή, η αιτούσα προέβαλε με την προσφυγή της και επαναλαμβάνει με την υπό κρίση αίτηση ότι διάφορα άρθρα της Συγγραφής Υποχρεώσεων πάσχουν από ασάφειες ή/και αντιφάσεις ή δεν είναι νόμιμα...Τα παράπονα είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, διότι οι επίμαχοι όροι δεν αναφέρονται στη διαδικασία ανάθεσης της σύμβασης, αλλά σε ζητήματα αναγόμενα στην εκτέλεση αυτής και δεν προκύπτει ούτε, άλλωστε, προβάλλεται από την αιτούσα ότι της προκαλούν ή ενδέχεται να της προκαλέσουν βλάβη στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης και η) ότι το άρθρο 13.2 δεν είναι νόμιμο, γιατί δεν νοείται να καθορίζεται χρόνος εγγύησης δώδεκα μηνών μετά την περάτωση των εργασιών, καθώς, αφενός, ο επόμενος ανάδοχος αναγκαστικά θα επέμβει στις εγκαταστάσεις προκειμένου να τις συντηρήσει και, αφετέρου, ο μηχανολογικός εξοπλισμός των κτιρίων απαιτεί να βρίσκεται συνέχεια υπό καθεστώς συντήρησης.. Δια ταύτα,Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011
Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ
ΣτΕ ΕΑ 842/2010
ΣΤΕ . Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων .Διακήρυξη . Διαγωνισμός. Ανάθεση . (...) Επειδή, ο αιτών, ο οποίος δεν υπέβαλε προσφορά στον επίδικο διαγωνισμό, είχε προβάλει με την ένσταση και την προσφυγή του και επαναλαμβάνει με την υπό κρίσιν αίτηση ότι (α) o όρος της διακηρύξεως κατά τον οποίο «η χρονική διάρκεια της παροχής της υπηρεσίας είναι ενός έτους μέχρι του ποσού των 1.717.500 ευρώ ή όποιο εκ των δύο επέλθει πρώτο» είναι αόριστος, διότι «ο κηρυχθησόμενος ανάδοχος δεν θα γνωρίζει πότε θα συμπληρωθεί το ποσό, με το οποίο θα κατακυρωθεί ο διαγωνισμός ώστε να σταματήσει την παροχή της υπηρεσίας καθαριότητας» και (β) ο προϋπολογισμός της διακηρύξεως, υπό την εκδοχή ότι αφορά σε σύμβαση ετήσιας διάρκειας, δεν καλύπτει το ελάχιστο εργατικό κόστος για την εξασφάλιση των εν λόγω υπηρεσιών καθαριότητας, το οποίο, κατά τους αναλυτικούς υπολογισμούς του αιτούντος, ανέρχεται σε 2.138.728 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η υποβολή νόμιμης προσφοράς..Επειδή, ο αιτών προέβαλε, επίσης, ... ότι (γ) δεν είναι σαφής ο απαιτούμενος, κατά τη διακήρυξη, αριθμός εργατοωρών ανά εβδομάδα για την παροχή της υπό ανάθεση υπηρεσίας, διότι στο οικείο μέρος της διακηρύξεως αναφέρονται δύο διαφορετικοί αριθμοί, ενώ, εξάλλου, (δ) είναι εσφαλμένος ο καθορισμός του αριθμού των απασχολουμένων ατόμων σε 62 εργαζομένους καθημερινά, διότι δεν συνυπολογίζεται ότι απαιτούνται 6 άτομα επιπλέον...Επειδή, ενόψει των ως άνω απαντήσεων της Διοικήσεως στις προβληθείσες με την προσφυγή του αιτούντος αιτιάσεις, των οποίων απαντήσεων ο αιτών είχε, κατά τα προεκτεθέντα, λάβει γνώση προ της λήξεως της προθεσμίας υποβολής των προσφορών, οι ανωτέρω, προβαλλόμενες με την υπό κρίσιν αίτηση ασάφειες ή πλημμέλειες όρων της διακηρύξεως (διευκρίνιση των οποίων μπορούσαν, πάντως, να ζητήσουν οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν μέρος στον διαγωνισμό,) δεν καθιστούσαν, εν πάση περιπτώσει, ανέφικτη ή ουσιωδώς δυσχερή την υπό επιφύλαξη συμμετοχή του αιτούντος στον επίδικο διαγωνισμό με την υποβολή προσφοράς σύμφωνης προς τους όρους της διακηρύξεως. Με τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίσιν αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/992/2011
Ανάθεση υπηρεσιών καθαρισμού: Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην υπ’ αριθμ.. ΙΙ σκέψη, το παρόν Τμήμα κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι εσφαλμένως υπελήφθησαν τόσο από το δικάσαν Τμήμα (VI) όσο και από το Κλιμάκιο (Z΄ ) τα ως άνω κριτήρια τεχνικής αξιολόγησης ως κριτήρια ανάθεσης και συνακόλουθα εσφαλμένως κρίθηκε ότι η διακήρυξη του υπό κρίση διαγωνισμού ήταν πλημμελής, επειδή τα ως άνω κριτήρια περιλαμβάνονταν μεταξύ των στοιχείων τεχνικής αξιολόγησης των προσφορών (Ομάδα Β΄). Τούτο, διότι τα εν λόγω κριτήρια, στη συγκεκριμένη περίπτωση (όπου ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων διενεργείται ταυτόχρονα με την τεχνική αξιολόγηση), είναι πρόσφορα για τον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς και συνεπώς ορθώς αυτά συμπεριλήφθηκαν μεταξύ των κριτηρίων τεχνικής αξιολόγησης, ήτοι ελήφθησαν υπόψη ως κριτήρια καταλληλότητας των υποψηφίων αναδόχων (εξακρίβωσης της ικανότητάς τους να εκτελέσουν τη σύμβαση) και νομίμως τα στοιχεία αυτά βαθμολογήθηκαν ειδικά και αξιολογήθηκαν για κάθε συμμετέχουσα εταιρία, κατά τα οριζόμενα τη διακήρυξη, για την οποία τηρήθηκαν πλήρως και νομίμως όλοι οι κανόνες δημοσιότητος.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναθεώρησης του Τ.Ε.Ι. .., όπως και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση της εταιρείας «.....» πρέπει να γίνουν δεκτές, να αναθεωρηθεί η προσβαλλόμενη 467/2011 απόφαση του VI Τμήματος και δεδομένου ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που να κωλύει τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης, τo υπό κρίση σχέδιο αυτής πρέπει να υπογραφεί.
ΕλΣυν/τμ.6/1502/2012
Kατά γενική αρχή του δικαίου που διέπει τους δημόσιους διαγωνισμούς, η διακήρυξη αποτελεί το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τον διαγωνισμό. Αποκλεισμός τεχνικής προσφοράς προβλέπεται μόνο στην περίπτωση απόκλισης αυτής από ρητούς και σαφείς όρους της διακήρυξης που είτε χαρακτηρίζονται ως απαράβατοι (ως τέτοιοι θεωρούνται στο σύνολό τους οι τεχνικές προδιαγραφές, βλ. ΣτΕ ΕΑ 1740/2004, 563/2006), είτε συνάγεται ότι είναι απόλυτα ουσιώδεις για την αποτελεσματική λειτουργία του τελικού αποτελέσματος της σύμβασης (πρβλ. ΣτΕ 395/2004, 557/2005, 725/2006, 1052/2008). Αν δεν υπάρχει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, απόκλιση από ορισμένη τεχνική προδιαγραφή, ο αποκλεισμός προσφοράς λόγω έλλειψης ιδιότητας, η οποία εκ των υστέρων κρίνεται επιθυμητή, είναι μη νόμιμη (βλ. ΣτΕ ΕΑ 61/2011 και πρβλ απόφ. 524/2012 VI Τμ.Ελ.Συν.). Και τούτο, διότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης και η υποχρέωση διαφάνειας απαγορεύουν στην αναθέτουσα αρχή να απορρίψει προσφορά που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της προκήρυξης διαγωνισμού στηριζόμενη σε λόγους οι οποίοι δεν προβλέπονται ρητώς και σαφώς από την εν λόγω προκήρυξη (βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ 14.6.2006, Medipac-Kαζαντζίδης AE, C-6/05)(....)Το δε γεγονός ότι το σύστημα που προσέφερε ένας εκ των δύο διαγωνιζομένων, κρίθηκε από τα αρμόδια όργανα του αιτούντος, λιγότερο εύχρηστο ή λιγότερο λειτουργικό, όπως προβάλλεται με την εξεταζόμενη αίτηση, μπορούσε να δικαιολογήσει τη βαθμολόγηση του προσφερόμενου από αυτόν συστήματος (στα αντίστοιχα κριτήρια αξιολόγησης Α2 και Α5) με χαμηλότερη βαθμολογία σε σχέση με το προσφερόμενο από τον άλλο διαγωνιζόμενο σύστημα, εντός, όμως, της οριζόμενης στο νόμο και στη διακήρυξη βαθμολογικής κλίμακας (100-110 βαθμοί), σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορούσε να οδηγήσει σε αποκλεισμό του προσφέροντος το σύστημα αυτό από την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού και στην επιστροφή της οικονομικής του προσφοράς.
Αναθεωρήθηκε με την ΕΣ/ΤΜ.6/2446/2012