ΣΤΕ/ΕΑ/44/2014
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων...Επειδή, όταν προσβάλλεται διοικητική πράξη που έχει εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα και ο αιτών δεν αμφισβητεί τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, εφ’ όσον, στα πλαίσια της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, πιθανολογείται σοβαρώς ότι, από πλευράς εσωτερικής νομιμότητος, η πράξη αυτή βάλλεται αβασίμως, τότε, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για περίπτωση ανυποστάτου πράξεως, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα τυπικών λόγων, όπως είναι οι λόγοι περί αναρμοδιότητος, μη νομίμου συγκροτήσεως ή κακής συνθέσεως του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ή οργάνου που γνωμοδότησε κατά την διαδικασία εκδόσεώς της, καθώς και οι λόγοι περί μη τηρήσεως των τύπων που έχουν ταχθεί από το νόμο για την έκδοσή της. Και τούτο διότι το διοικητικό όργανο, ακόμη και αν δεν είχε συντελεσθεί η προβαλλόμενη παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, θα όφειλε να εκδώσει την πράξη με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο (Ε.Α. 259/2012, πρβλ. Σ.τ.Ε. 530/2003 Ολομ., 2916/2007, Ε.Α. 63/2012, 949, 671/2011, κ.ά.). Επομένως, αλυσιτελώς προβάλλονται αιτιάσεις περί παραβάσεως ουσιωδών τύπων και κακής συνθέσεως της Επιτροπής του Διαγωνισμού, εφ’ όσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αιτούσα εταιρεία αποκλείσθηκε κατά δεσμία αρμοδιότητα, λόγω πλημμελείας της τεχνικής προσφοράς της, της οποίας δεν αμφισβητεί την πραγματική βάση, κατά τα ανωτέρω ειδικότερα εκτεθέντα (βλ. Ε.Α. 259/2012, πρβλ. Ε.Α. 961, 956/2008, 257, 63/2012, κ.ά.).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/ΕΑ/174/2016
Εγκατάσταση επεξεργασίας και διάθεσης λυμάτων...Επειδή, όπως έχει κριθεί, όταν προσβάλλεται διοικητική πράξη που έχει εκδοθεί κατά δέσμια αρμοδιότητα και ο αιτών δεν αμφισβητεί τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, εφόσον πιθανολογείται σοβαρώς ότι, από πλευράς εσωτερικής νομιμότητας, η πράξη αυτή βάλλεται αβασίμως, τότε, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για περίπτωση ανυπόστατης πράξεως, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα τυπικών λόγων, όπως είναι οι λόγοι περί αναρμοδιότητας, μη νόμιμης συγκρότησης ή κακής σύνθεσης του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ή οργάνου που γνωμοδότησε κατά την διαδικασία εκδόσεώς της, καθώς και οι λόγοι περί μη τηρήσεως των τύπων που έχουν ταχθεί από το νόμο για την έκδοσή της. Και τούτο διότι το διοικητικό όργανο, ακόμη και αν δεν είχε συντελεσθεί η προβαλλόμενη παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, θα όφειλε να εκδώσει την πράξη με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο. Επομένως, αλυσιτελώς προβάλλονται αιτιάσεις περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου για το λόγο ότι η Προϊσταμένη αρχή υιοθέτησε γνωμοδότηση αναρμοδίου οργάνου, του νομικού συμβούλου, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, η αιτούσα κοινοπραξία αποκλείσθηκε κατά δέσμια αρμοδιότητα, λόγω πλημμέλειας της τεχνικής προσφοράς της, της οποίας η πραγματική βάση δεν αμφισβητείται (βλ. ΣΕ 1968/2013, Ε.Α. 82, 44/2014, 256/2012 κ.ά.).
ΣΤΕ/1971/2013
Συλλογή, μεταφορά, επεξεργασία και διάθεση ακαθάρτων περιοχών...Επειδή, εφ’ όσον ίσταται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο αποκλεισμός της αιτούσης κοινοπραξίας για τον ανωτέρω λόγο, αλυσιτελώς πλήττονται τα λοιπά επάλληλα αιτιολογικά ερείσματα της απορρίψεως της προσφοράς της. Περαιτέρω, όταν προσβάλλεται διοικητική πράξη που έχει εκδοθεί κατά δεσμία αρμοδιότητα και ο αιτών δεν αμφισβητεί τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τότε, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για περίπτωση ανυποστάτου πράξεως, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα τυπικών λόγων, όπως είναι οι λόγοι περί αναρμοδιότητος, μη νομίμου συγκροτήσεως ή κακής συνθέσεως του συλλογικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ή οργάνου που γνωμοδότησε κατά την διαδικασία εκδόσεώς της, καθώς και οι λόγοι περί μη τηρήσεως των τύπων που έχουν ταχθεί από το νόμο για την έκδοσή της. Και τούτο διότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο, ακόμη και αν δεν είχε συντελεσθεί η προβαλλόμενη παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, θα όφειλε κατά νόμο να εκδώσει την πράξη με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο (πρβλ. ΣτΕ. 530/2003 Ολομ., 2916/2007, 846, 3813/2010, 667, 4306/2011). Επομένως, αλυσιτελώς προβάλλονται τυπικοί λόγοι περί αναρμοδιότητος και κακής συγκροτήσεως της Επιτροπής του Διαγωνισμού, καθώς και περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, εφ’ όσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η αιτούσα κοινοπραξία απεκλείσθη κατά δεσμία αρμοδιότητα και με υποστατή πράξη (1319/2.12.2011) της αρχής, η οποία βάλλεται αβασίμως από απόψεως εσωτερικής νομιμότητας και δεν αμφισβητείται ως προς την πραγματική της βάση. Επειδή, με τον αποκλεισμό της η αιτούσα κοινοπραξία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ως μετέχουσα στη διαδικασία του διαγωνισμού, αλλά κατέστη τρίτη ως προς αυτόν. Συνεπώς, άνευ εννόμου συμφέροντος προβάλλει αιτιάσεις κατά της συμμετοχής στον διαγωνισμό των δύο κοινοπραξιών που έγιναν αποδεκτές στο επόμενο, μετά τον αποκλεισμό της, στάδιο της διαδικασίας, χωρίς, μάλιστα, να προβάλλεται ειδικώς, ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, οι εν λόγω κοινοπραξίες δεν απεκλείσθησαν, μολονότι η τεχνική προσφορά τους παρουσίαζε την αυτή πλημμέλεια, ως προς την απόσταση της θωράκισης του υποθαλάσσιου αγωγού από τον πυθμένα της θαλάσσης. Ομοίως δε στερείται εννόμου συμφέροντος η αιτούσα για την προβολή λόγων που αφορούν τα επόμενα στάδια της διαδικασίας του διαγωνισμού. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση, καθώς και οι παρεμβάσεις των Δήμων ... και ... και να γίνει δεκτή η παρέμβαση της κοινοπραξίας με την επωνυμία «....».
ΕλΣυν/7οΤμ.(ΚΠΕ)/204/2012
(...)Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι αστικές εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στις οποίες μετέχουν ως εταίροι περισσότεροι δήμοι ή και άλλοι φορείς αποτελούν δημοτικές επιχειρήσεις, οι οποίες συνεχίζουν να λειτουργούν και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3852/20, μέχρι τη λήξη του χρόνου που προβλέπεται στη συστατική τους πράξη, παρατείνεται δε η διάρκεια τους μέχρι τη λήξη των ευρωπαϊκών προγραμμάτων που τυχόν διαχειρίζονται. Για την ομαλή δε λειτουργία των εταιρειών αυτών καταβάλλεται, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, εκ μέρους των εταίρων η προβλεπόμενη από το καταστατικό τους ετήσια εισφορά, η οποία δεν συνιστά επιχορήγηση (βλ. απόφαση Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως 682/2012 πράξεις VII Τμήματος 161, 74/2009, 205/2008 κ.ά.).
ΣΤΕ/1329/2018
Επειδή, περαιτέρω, εφ’ όσον η επίδικη ανάκληση στηρίχθηκε στο αντικειμενικό γεγονός της ελλείψεως νομίμου προϋποθέσεως για την έκδοση της ανακαλουμένης διαπιστωτικής πράξης, δεν υπήρχε υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, να καλέσει προηγουμένως τον αιτούντα σε ακρόαση και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 3350/2011 7μ., 2261/2011, 960/2011 κ.ά.). Στην προκειμένη δε περίπτωση δεν αφαιρέθηκε η ιθαγένεια του αιτούντος κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, αλλά ανακλήθηκε η διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγένειας του αιτούντος πράξη σύμφωνα με τους κανόνες περί ανακλήσεως των παράνομων διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλει ο αιτών παράβαση της ως άνω συνταγματικής διατάξεως. Τέλος, δεδομένου ότι η ιθαγένεια είναι ζήτημα εξόχως σημαντικό για το δημόσιο συμφέρον, καθ’ όσον έχει άμεση επίπτωση στον καθορισμό της συνθέσεως του Λαού ως στοιχείου και αμέσου οργάνου του ελληνικού Κράτους, η ανάκληση ως παράνομης της διαπιστωτικής της ιθαγενείας πράξης εντός ευλόγου χρόνου (εξαετίας) από την έκδοσή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 2621/2012).
Δ.Εφ.Θεσ/271/2011
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων ( Ν.2690/1999 )προκύπτει ότι η κανονιστική πράξη, όπως η διακήρυξη του δημόσιου διαγωνισμού, αποκτά νόμιμη υπόσταση από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνεπώς η έλλειψη χρονολογίας έκδοσης δεν επιφέρει ακυρότητά της, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την ατομική διοικητική πράξη η οποία αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη χρονολογία και υπογραφή της, οπότε έλλειψη των στοιχείων αυτών επιφέρει ακυρότητα της πράξης.Από τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 συνάγεται ότι προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοσή κανονιστικής πράξεως που συνεπάγεται δαπάνη, αν δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, ο νομοθέτης απαίτησε την αναφορά σ' αυτήν των στοιχείων που αναγράφονται ειδικότερα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Ανήγαγε μάλιστα με την παράγραφο 4, τη σχετική αναφορά σε ουσιώδη τύπο για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, η παράλειψη του οποίου οδηγεί στη ακυρότητα της πράξης. Από αυτά συνάγεται ότι, κατά το ρητό γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 90 π.δ. 63/2005, κάθε κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των στοιχείων που απαιτούνται, κατά περίπτωση, στις παραγράφους 2 και 3, σε περίπτωση δε που τα στοιχεία αυτά έχουν παραληφθεί, η τυχόν δημοσιευθείσα χωρίς την παράθεσή τους κανονιστική πράξη είναι ανίσχυρη και ακυρωτέα. Υπό την αντίθετη εκδοχή ότι, δηλαδή, μόνη κύρωση της μη αναγραφής των επίμαχων στοιχείων είναι η μη δημοσίευση της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αν η εν λόγω πράξη ήθελε, παρά ταύτα, σκοπίμως ή εκ λάθους, δημοσιευθεί, τούτο να μην έχει καμία συνέπεια στο κύρος της, είναι πρόδηλο ότι θα ήταν δυνατή η περιγραφή του προαναφερθέντος σκοπού του κοινού και, σε τελική ανάλυση, του συντακτικού νομοθέτη ( Ολ. Σ.τ.Ε. 3217-8/2003 ).
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ/218/2013
Δημόσια έργα-Κατάτμηση.Απαγορεύεται ο επιμερισμός της κατασκευής ενός «ενιαίου» έργου σε μερικότερα μη αυτοτελή έργα - έργα δηλαδή που από τεχνική και ουσιαστική άποψη όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά και επιβάλλεται για το οικονομικοτεχνικώς άρτιο και το συμφέρον του ευρύτερου έργου να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας δημοπρασίας - και στη συνέχεια η απευθείας ανάθεση αυτών χωριστά ή η ανάθεση κατόπιν πρόχειρου διαγωνισμού με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του «ενιαίου» έργου, καθόσον με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η μη τήρηση της οριζόμενης από τις διατάξεις αυτές διαδικασία διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (βλ. Πράξεις VII Τμ. 324, 19/2010, 45/2009, 79/2008 47, 134, 139, 142/2008, 4, 267/2007, 83, 145, 164, 259, 280/2006, 70/2005, IV Τμ. 136, 137/2004, 193, 37/2003, 88/97, 93/1999 κ.ά.). Το ενιαίο, δε, του έργου κρίνεται κατά περίπτωση με βάση λειτουργικά κριτήρια και ειδικότερα την οικονομικοτεχνική λειτουργία των ανατιθέμενων μερικότερων έργων, το είδος των απαιτούμενων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά εργασιών, την ύπαρξη μιας αναδόχου εργοληπτικής εταιρείας ή περισσοτέρων ασχολούμενων με το αυτό αντικείμενο, την ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, την ομοιότητα των μελετών, τη δυνατότητα πραγματοποίησης του συνόλου των εργασιών από μία και μόνο επιχείρηση, τη χρονική διάρκεια κατασκευής τους, την ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεστούν τα ανατιθέμενα έργα. Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός της κατασκευής ενός ενιαίου δημοτικού έργου, η εκτέλεση του οποίου λαμβάνει χώρα εντός του γεωγραφικού πλαισίου του Δήμου, σε περισσότερα ομοειδή έργα, για τα οποία έχουν αναγραφεί ιδιαίτερες πιστώσεις στον οικείο προϋπολογισμό, προς αποφυγή της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό δεν είναι νόμιμος και επομένως, δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκτέλεση των έργων αυτών (βλ. Πράξεις VIΙ Τμ. 83, 164, 259/2006, 4, 210, 267/2007, 45/2009, 19, 103/2010 κ.ά.). Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η κατάτμηση δημοτικών έργων και η σύνταξη των αντίστοιχων μελετών, καθώς και η αναγραφή στο δημοτικό προϋπολογισμό κατατμημένων πιστώσεων, εφόσον τα έργα αυτά εκτελούνται σε διαφορετικά δημοτικά ή τοπικά διαμερίσματα.(....) Ενόψει όσων ήδη εκτέθηκαν, δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες, αν και υπάγονται στον ως άνω προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν υποβλήθηκαν στον έλεγχο αυτόν, είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν παράγουν, ως εκ τούτου, έννομες συνέπειες (Ελ.Συν. Πρακτικά Ολομ. της 7ης Γ.Σ. της 7.3.2001, VI Tμ. Απόφ. 3069/2011, IV Τμ. Πράξεις 166/2006, 199/2004).
ΕλΣυν/Τμ.7/91/2010
Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που, παρά το ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικώς δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση. Η συνδρομή τέτοιων γεγονότων πρέπει να αιτιολογείται με την αναφορά αναλυτικών στοιχείων στις σχετικές με την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων, δεν μπορούν δε, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτες περιστάσεις εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στην απλή βελτίωση της ποιότητάς του λ.χ. με ανώτερα υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη (βλ. Πράξεις VII Τμ 63/2005, 85, 260/2006, 135, 231/2007, 44/2008, 32, 235, 249/2009 κ.ά.).
ΕλΣυν/Τμ.7/39/2012
Απαγορεύεται ο επιμερισμός της κατασκευής ενός «ενιαίου» έργου σε μερικότερα μη αυτοτελή έργα - έργα δηλαδή που από τεχνική και ουσιαστική άποψη όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά και επιβάλλεται για το οικονομικοτεχνικώς άρτιο και το συμφέρον του ευρύτερου έργου να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας δημοπρασίας - και στη συνέχεια η απευθείας ανάθεση αυτών χωριστά ή η ανάθεση κατόπιν πρόχειρου διαγωνισμού με βάση το ύψος της δαπάνης, που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του «ενιαίου» έργου, καθόσον με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η μη τήρηση της οριζόμενης από αυτές διαδικασία διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (βλ. Πράξεις VII Τμ. 324, 19/2010, 45/2009, 79/2008 47, 134, 139, 142/2008, 4, 267/2007, 83, 145, 164, 259, 280/2006, 70/2005, IV Τμ. 136, 137/2004, 193, 37/2003, 88/97, 93/1999 κ.ά.). (...)Ακολούθως, για μικρά έργα η εργασίες συντήρησης, τα οποία είναι εκείνα που δεν υπερβαίνουν το τιθέμενο από τις διατάξεις της ως άνω υπουργικής απόφασης όριο για τους λοιπούς Δήμους των 3.500.000 δραχμών και ήδη ευρώ 10.271,46 χωρίς Φ.Π.Α. επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση, τη δε σχετική απόφαση την λαμβάνει η Δημαρχιακή Επιτροπή.
ΣΤΕ/1219/2011
Νόμιμη υπόσταση διοικητικής πράξεως:...Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, εφ’ όσον η προσβαλλόμενη άδεια εκποιήσεως δεν φέρει την αναγκαία για την τελείωσή της υπογραφή οργάνου της Διοικήσεως, είναι ανυπόστατη (πρβλ. ΣτΕ 571/1945, 22/1956, 2253/2002, 20/2009). Ως εκ τούτου, εφ’ όσον η πράξη αυτή δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι κινήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο για την αιτούσα η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής (πρβλ. ΣτΕ 1627/2010, 2103/2006, 2759/2003 κ.ά.) και, επομένως, εμπροθέσμως προσβάλλεται η επίδικη 237/231/ΑΣ 440/12.6.1996 άδεια εκποιήσεως του Υπουργείου Εξωτερικών. Περαιτέρω, για τον αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο ότι δεν φέρει την γνήσια υπογραφή διοικητικού οργάνου, που αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για την νόμιμη τελείωσή της, η πράξη αυτή πρέπει, για λόγους ασφαλείας δικαίου και προστασίας των συναλλαγών, να ακυρωθεί ώστε να αποφευχθεί η τυχόν εφαρμογή της με την κατάρτιση συμβάσεων που αφορούν σε ακίνητη περιουσία. Κατόπιν δε τούτων, αλυσιτελώς ζητείται η ακύρωση της σιωπηρής αρνήσεως της Διοικήσεως να ανακαλέσει την προσβαλλόμενη άδεια στη συνέχεια της από 12.1.2007 σχετικής αιτήσεως της και ήδη αιτούσης.
ΕΣ/ΤΜ.6/2496/2012
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 231/2012 Πράξεως του Ε΄ Κλιμακίου(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της διότι, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, συγκεκριμένες εργασίες έχουν εκτελεσθεί χωρίς να έχουν προεγκριθεί ως επείγουσες πρόσθετες και άλλες έχουν εγκριθεί ως επείγουσες πρόσθετες πλην όμως δεν συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της εγκρίσεως αυτής καθώς και οι προϋποθέσεις εντάξεώς τους σε συμπληρωματική σύμβαση. Ως προς τις λοιπές δε εργασίες ομοφώνως γίνεται δεκτό ότι δεν συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις για την κατάρτισή τους, αποτελούν δε επέκταση του φυσικού αντικειμένου του αρχικού έργου.ΔΕΝ ΑΝΑΚΑΛΕΙ ΤΗΝ 231/2012 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου
ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.-ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ/3009/2012.