Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ/218/2013

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008
Δημόσια έργα-Κατάτμηση.Απαγορεύεται ο επιμερισμός της κατασκευής ενός «ενιαίου» έργου σε μερικότερα μη αυτοτελή έργα - έργα δηλαδή που από τεχνική και ουσιαστική άποψη όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά και επιβάλλεται για το οικονομικοτεχνικώς άρτιο και το συμφέρον του ευρύτερου έργου να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας δημοπρασίας - και στη συνέχεια η απευθείας ανάθεση αυτών χωριστά ή η ανάθεση κατόπιν πρόχειρου διαγωνισμού με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του «ενιαίου» έργου, καθόσον με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η μη τήρηση της οριζόμενης από τις διατάξεις αυτές διαδικασία διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (βλ. Πράξεις VII Τμ. 324, 19/2010, 45/2009, 79/2008 47, 134, 139, 142/2008, 4, 267/2007, 83, 145, 164, 259, 280/2006, 70/2005, IV Τμ. 136, 137/2004, 193, 37/2003, 88/97, 93/1999 κ.ά.). Το ενιαίο, δε, του έργου κρίνεται κατά περίπτωση με βάση λειτουργικά κριτήρια και ειδικότερα την οικονομικοτεχνική λειτουργία των ανατιθέμενων μερικότερων έργων, το είδος των απαιτούμενων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά εργασιών, την ύπαρξη μιας αναδόχου εργοληπτικής εταιρείας ή περισσοτέρων ασχολούμενων με το αυτό αντικείμενο, την ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, την ομοιότητα των μελετών, τη δυνατότητα πραγματοποίησης του συνόλου των εργασιών από μία και μόνο επιχείρηση, τη χρονική διάρκεια κατασκευής τους, την ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεστούν τα ανατιθέμενα έργα. Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός της κατασκευής ενός ενιαίου δημοτικού έργου, η εκτέλεση του οποίου λαμβάνει χώρα εντός του γεωγραφικού πλαισίου του Δήμου, σε περισσότερα ομοειδή έργα, για τα οποία έχουν αναγραφεί ιδιαίτερες πιστώσεις στον οικείο προϋπολογισμό, προς αποφυγή της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό δεν είναι νόμιμος και επομένως, δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκτέλεση των έργων αυτών (βλ. Πράξεις VIΙ Τμ. 83, 164, 259/2006, 4, 210, 267/2007, 45/2009, 19, 103/2010 κ.ά.). Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η κατάτμηση δημοτικών έργων και η σύνταξη των αντίστοιχων μελετών, καθώς και η αναγραφή στο δημοτικό προϋπολογισμό κατατμημένων πιστώσεων, εφόσον τα έργα αυτά εκτελούνται σε διαφορετικά δημοτικά ή τοπικά διαμερίσματα.(....) Ενόψει όσων ήδη εκτέθηκαν, δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες, αν και υπάγονται στον ως άνω προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν υποβλήθηκαν στον έλεγχο αυτόν, είναι αυτοδικαίως άκυρες και δεν παράγουν, ως εκ τούτου, έννομες συνέπειες (Ελ.Συν. Πρακτικά Ολομ. της 7ης Γ.Σ. της 7.3.2001, VI Tμ. Απόφ. 3069/2011, IV Τμ. Πράξεις 166/2006, 199/2004).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ/7/19/2010

Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων,(N.3669/2008, πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 2539/1997 ,όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3274/2004 (ΦΕΚ Α΄ 195), αναδιατυπώθηκε με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ Α΄ 263/21.11.2007) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 παρ. 14 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ Α΄ 263/23.12.2008) η διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί για την ανάδειξη αναδόχου εργοληπτικής εταιρείας για την κατασκευή ενός δημοτικού έργου τελεί κάθε φορά σε συνάρτηση με την σπουδαιότητα και την εξειδικευμένη φύση του ανατιθέμενου έργου, καθώς και με το ύψος της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του. Ειδικότερα, η επιλογή αναδόχου με τη διενέργεια τακτικού διαγωνισμού αποβλέπει στην προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού υποψηφίων, με αντικειμενικό σκοπό την ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και την διασφάλιση των οικονομικών κυρίως συμφερόντων του οικείου Δήμου, με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας για αυτόν, από οικονομικής και τεχνικής άποψης, προσφοράς. Για το λόγο αυτό απαγορεύεται ο επιμερισμός της κατασκευής ενός «ενιαίου» έργου σε μερικότερα μη αυτοτελή έργα - έργα δηλαδή που από τεχνική και ουσιαστική άποψη όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά και επιβάλλεται για το οικονομικοτεχνικώς άρτιο και το συμφέρον του ευρύτερου έργου να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας δημοπρασίας - και στη συνέχεια η απευθείας ανάθεση αυτών χωριστά ή η ανάθεση κατόπιν πρόχειρου διαγωνισμού με βάση το ύψος της δαπάνης που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του «ενιαίου» έργου, καθόσον με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η μη τήρηση της οριζόμενης από τις διατάξεις αυτές διαδικασία διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (βλ. Πράξεις VII Τμ. 45/2009, 79/2008 47, 134, 139, 142/2008, 4, 267/2007, 83, 145, 164, 259, 280/2006, 70/2005, IV Τμ. 136, 137/2004, 193, 37/2003, 88/97, 93/1999 κ.ά.). Το ενιαίο, δε, του έργου κρίνεται κατά περίπτωση με βάση λειτουργικά κριτήρια και ειδικότερα την οικονομικοτεχνική λειτουργία των ανατιθέμενων μερικότερων έργων, το είδος των απαιτούμενων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά εργασιών, την ύπαρξη μιας αναδόχου εργοληπτικής εταιρείας ή περισσοτέρων ασχολούμενων με το αυτό αντικείμενο, την ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, την ομοιότητα των μελετών, τη δυνατότητα πραγματοποίησης του συνόλου των εργασιών από μία και μόνο επιχείρηση, τη χρονική διάρκεια κατασκευής τους, την ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεστούν τα ανατιθέμενα έργα. Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός της κατασκευής ενός ενιαίου δημοτικού έργου, η εκτέλεση του οποίου λαμβάνει χώρα εντός του γεωγραφικού πλαισίου του Δήμου, σε περισσότερα ομοειδή έργα, για τα οποία έχουν αναγραφεί ιδιαίτερες πιστώσεις στον οικείο προϋπολογισμό, προς αποφυγή της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό διαγωνισμό δεν είναι νόμιμος και επομένως, δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκτέλεση των έργων αυτών (βλ. Πράξεις VIΙ Τμ. 83, 164, 259/2006, 4, 210, 267/2007, 45/2009 κ.ά.)……Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι τα ανωτέρω έργα, που εκτελέστηκαν στο Δήμο ..., δεν είναι χωριστά και αυτοτελή έργα, αλλά αποτελούν ένα ενιαίο δημοτικό έργο, διότι περιλαμβάνουν τις ίδιες ή παρεμφερείς εργασίες για την κατασκευή τους -ήτοι τσιμεντοστρώσεις και ασφαλτοστρώσεις- οι οποίες εκτελούνται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο (Δ.Δ. …), κατά την ίδια χρονική περίοδο, επιπλέον δε ανατέθηκαν ταυτόχρονα τα τρία στην ίδια εταιρεία και λίγο μεταγενέστερα το τέταρτο. Κατά συνέπεια, δεν είναι νόμιμη η κατάτμηση του ενιαίου αυτού έργου σε τέσσερα επιμέρους έργα με το χαρακτηρισμό αυτών ως αυτοτελών «μικρών έργων», με σκοπό την αποφυγή διενέργειας δημόσιου ανοικτού διαγωνισμού και την προσφυγή αφενός στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης (για τα τρία εξ αυτών) και αφετέρου στην εξαιρετική διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισμού (για το τέταρτο έργο), δεδομένου ότι ναι μεν ούτε ο προϋπολογισμός καθενός από τα τρία πρώτα έργα ούτε και ο προϋπολογισμός του τέταρτου εξ αυτών υπερβαίνουν τα ποσά που τίθενται από τις προαναφερόμενες διατάξεις ως όρια για την απευθείας ανάθεση έργου σε εργοληπτική επιχείρηση ή για την προσφυγή στη διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισμού (10.271,46 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α. και 45.000,00 ευρώ με Φ.Π.Α., αντίστοιχα), πλην όμως ο προϋπολογισμός της συνολικής τους δαπάνης ανέρχεται στο ποσό των 52.781,48 ευρώ (44.354,42 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α.), που υπερβαίνει τόσο το προαναφερόμενο όριο της απευθείας ανάθεσης δημοτικών έργων όσο και αυτό για τη διενέργεια πρόχειρου διαγωνισμού.


ΕλΣυν/Τμ.7/39/2012

Απαγορεύεται ο επιμερισμός της κατασκευής ενός «ενιαίου» έργου σε μερικότερα μη αυτοτελή έργα - έργα δηλαδή που από τεχνική και ουσιαστική άποψη όχι μόνο δεν μπορούν, αλλά και επιβάλλεται για το οικονομικοτεχνικώς άρτιο και το συμφέρον του ευρύτερου έργου να αποτελέσουν αντικείμενο ενιαίας δημοπρασίας - και στη συνέχεια η απευθείας ανάθεση αυτών χωριστά ή η ανάθεση κατόπιν πρόχειρου διαγωνισμού με βάση το ύψος της δαπάνης, που προκύπτει από την κατάτμηση της συνολικής δαπάνης που απαιτείται για την κατασκευή του «ενιαίου» έργου, καθόσον με τον τρόπο αυτό επιχειρείται, κατά περιγραφή των οικείων διατάξεων, η μη τήρηση της οριζόμενης από αυτές διαδικασία διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (βλ. Πράξεις VII Τμ. 324, 19/2010, 45/2009, 79/2008 47, 134, 139, 142/2008, 4, 267/2007, 83, 145, 164, 259, 280/2006, 70/2005, IV Τμ. 136, 137/2004, 193, 37/2003, 88/97, 93/1999 κ.ά.). (...)Ακολούθως, για μικρά έργα η εργασίες συντήρησης, τα οποία είναι εκείνα που δεν υπερβαίνουν το τιθέμενο από τις διατάξεις της ως άνω υπουργικής απόφασης όριο για τους λοιπούς Δήμους των 3.500.000 δραχμών και ήδη ευρώ 10.271,46 χωρίς Φ.Π.Α. επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση, τη δε σχετική απόφαση την λαμβάνει η Δημαρχιακή Επιτροπή.


ΕλΣυν/Τμ.6/264/2011

Από τις ως άνω διατάξεις (Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) , άρθρο 16 , άρθρο 17 ) συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του Π.Δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιούνται λειτουργικά κριτήρια και δή : η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά, εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατατμήσεως ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδία με την αποστολή της προκηρύξεως αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της προσβάσεως στις διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας (Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 3741/2009, 3740/2009, 3730/2009, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). Τέλος, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008 αναφορικά με τις καλούμενες τάξεις πτυχίων εργοληπτικών επιχειρήσεων διότι η δημοπράτηση του ενιαίου έργου συνεπάγεται την κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικής (μεγαλύτερης) τάξεως σε σχέση με αυτές που καλούνται όταν δημοπρατούνται χωριστά τμήματα του έργου, καθόσον ο προϋπολογισμός των τμημάτων είναι προδήλως μικρότερος αυτού του ενιαίου έργου. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με συμβουλευτική ψήφο, της Παρέδρου, Ευαγγελίας Σεραφή, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει (εφόσον υπάρχει δυνατότητα συνάψεως χωριστών συμβάσεων) τον επιμερισμό του ενιαίου έργου σε περισσότερα τμήματα, αρκεί σε κάθε ένα από αυτά να εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ιδία δε η δημοσίευση των διακηρύξεων των υποέργων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Περαιτέρω, από καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν απαγορεύεται η κατάτμηση των ενιαίων έργων σε περισσότερα, μικρότερα έργα, στα οποία η καλούμενη τάξη εργοληπτικών πτυχίων προσδιορίζεται από τον προϋπολογισμό τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008. Η μη νομιμότητα της κατατμήσεως στη διαδικασία δημοπρατήσεως έργων έχει την έννοια της απαγορεύσεως καταστρατηγήσεως των κοινοτικών διατάξεων που οδηγούν στον αποκλεισμό των εργοληπτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κάποιο από τα κράτη μέλη ή των εθνικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία αναθέσεως δημοσίων έργων (π.χ. κατάτμηση για την αποφυγή διενέργειας ανοικτού διαγωνισμού ή για την αποφυγή υποβολής των συμβάσεων στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, δεν γεννάται ζήτημα καταστρατηγήσεως των διατάξεων που ρυθμίζουν τις καλούμενες τάξεις πτυχίων των εργοληπτών (άρθρο 102 του Ν. 3669/2008), καθόσον δι’ αυτών απλώς ορίζεται αυτοτελώς το δικαίωμα συμμετοχής, το οποίο εξαρτάται από τον προϋπολογισμό κάθε υποέργου.


ΕλΣυν/Τμ.4/206/2009

Δεν επιτρέπεται όμως σε καμμία περίπτωση ο επιμερισμός (κατάτμηση) εργασιών, που επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων, όπως η οικονομική και η τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος στο οποίο αυτές αποβλέπουν, σύμφωνα με στοιχεία, όπως η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών αναθέσεώς τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου και για το οικονομοτεχνικώς άρτιο αυτού επιβάλλεται να ανατεθούν με έναν ενιαίο διαγωνισμό (βλ. ΕλΣ IV Τμ. πράξεις 88, 72, 13, 5/2008, 89, 21, 18/2007, 43, 44, 45/2006, 137/2004). Επίσης δεν επιτρέπεται ο επιμερισμός εργασιών που αποτελούν εργασίες συμπληρωματικές αυτών ενός ήδη ανατεθέντος και εκτελούμενου έργου του οικείου φορέα. Τέτοιες είναι εργασίες συναφείς με το οικείο έργο, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική του σύμβαση, δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωρισθούν από αυτές της αρχικής συμβάσεως χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίηση του έργου, κατέστησαν δε αναγκαίες κατά την εκτέλεσή του λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πραγματικών δηλαδή γεγονότων τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι εργασίες αυτές (συμπληρωματικές) ανατίθενται στον ανάδοχο του οικείου αρχικού έργου με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής ή των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού των ανατιθέμενων εργασιών ως συμπληρωματικών. Δεν αποτελούν πάντως συμπληρωματικές εργασίες οι εργασίες που αφορούν στη διαφοροποίηση, στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου ή στη βελτίωση της ποιότητας του έργου (βλ. ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 199, 120/2008, 122, 143, 63/2007, 91, 88, 56/2006).(...)Από το συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων, συνάγεται ότι η σύναψη συμβάσεως εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών δημόσιου έργου είναι νόμιμη μόνο όταν η απόφαση για την ανάθεση των οικείων εργασιών και η υπογραφή της συμβάσεως λαμβάνουν χώρα πριν από τη λήξη της συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεως του οικείου έργου ή της νόμιμης παρατάσεώς της, ήτοι παρατάσεως που εγκρίνεται με σχετική απόφαση της προϊσταμένης αρχής του έργου, η οποία όμως έχει εκδοθεί πριν από τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσας συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του. Η έκδοση δε αποφάσεως για παράταση του χρόνου εκτελέσεως του έργου μετά την εκπνοή της αρχικής ή νομίμως παραταθείσας συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του, δε συνεπάγεται την παράταση αλλά αποτελεί μη προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις χορήγηση νέας προθεσμίας εκτέλεσης του έργου (βλ. ΕλΣ VII Τμ. πράξη 92/2009).


ΕλΣυν/τμ.7/51/2013

Προσυμβατικός-έλεγχος.(...) Η ύπαρξη ή μη ενός έργου ως ενιαίου ή μη, εκτιμάται με βάση λειτουργικά κριτήρια και συγκεκριμένα σύμφωνα με την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των εργασιών, που ανατίθενται με τις επιμέρους συμβάσεις. Ενδείξεις και όχι καθοριστικά κριτήρια, αφού ή ύπαρξη ενιαίου ή μη έργου, εκτιμάται, σε κάθε περίπτωση, βάσει του πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται καθώς και των ιδιαιτεροτήτων της σύμβασης (βλ. 102/2003 Πραξ. VI Τμημ. και 2212/2011 αποφ. VI Τμημ, C -18/1998 Επιτροπή κατά Γαλλίας και Τ- 158/2008 της 11ης Ιουλίου 2013) αποτελούν η ομοιότητα των εργασιών, που απαιτούνται για την κατασκευή εκάστου των τμημάτων, η ύπαρξη ενός αναδόχου για την εκτέλεση των έργων, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των επιμέρους τμημάτων, η ομοιότητα των μελετών, η δυνατότητα πραγματοποίησης του συνόλου των εργασιών από μια και μόνη ανάδοχο, καθώς και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου θα εκτελεστούν τα επιμέρους ανατιθέμενα έργα. Από τις ίδιες διατάξεις, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάθεσης των υπό κρίση έργων (26.4.2010 και 25.5.2010) συνάγεται ότι προκειμένου περί συμβάσεων έργων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό του 1.000.000 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., διενεργείται υποχρεωτικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο, έλεγχος νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης καθώς και του σχεδίου της σύμβασης. Ο προσυμβατικός αυτός έλεγχος αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας ανάθεσης και ενόψει της ρητής απαγόρευσης κατατμήσεως έργων προς αποφυγή εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3669/2008, που τίθεται με τη διάταξη του άρθρου 116 του ιδίου νόμου, καταλαμβάνει και τις συμβάσεις, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη  των οποίων δεν υπερβαίνει το χρηματικό όριο άνω του οποίου καθίσταται υποχρεωτική η υπαγωγή τους στο έλεγχο, πλην όμως αποτελούν τμήματα μιας ενιαίας διαδικασίας ανάθεσης, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη της οποίας υπερβαίνει το χρηματικό αυτό όριο. Τυχόν δε παράλειψή του συνεπάγεται την ακυρότητα των συμβάσεων. Ακολούθως, δημόσιες συμβάσεις οι οποίες αν και υπάγονται στον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως επιμέρους τμήματα ενιαίου έργου, εντούτοις δεν υπήχθησαν, είναι αυτοδικαίως άκυρες, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, οι δε δαπάνες που ερείδονται επί αυτών, μη νομίμως εντελλόμενες.    

ΕλΣυν/Τμ.6/2159/2011

«Επαναφορές οδοστρωμάτων και πεζοδρομίων σε εργασίες που έχουν εκτελεσθεί από συνεργεία της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε., αντικαταστάσεις – επισκευές φρεατίων παροχών κ.ά., σε περιοχές ευθύνης τομέα Ηρακλείου, Εργολαβία Ε- 841», (...)Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του π.δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε, να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή έργο, εφαρμόζονται λειτουργικά κριτήρια και δη: η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα υποέργα αυτά εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατάτμησης ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδίως με την αποστολή της προκήρυξης αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού, διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και της διαφάνειας (βλ. Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 2507, 3741, 3740/2009, 264/2011, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω τόσο το ελεγχόμενο έργο όσο και οι λοιπές σχετιζόμενες με αυτό εργολαβίες, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου, καθόσον όλα εκτελούνται στην ίδια γεωγραφική ενότητα (τομέας Ηρακλείου), χωρίς να ασκεί ουσιώδη επιρροή το γεγονός, ότι ο ανωτέρω τομέας περιλαμβάνει περισσότερους δήμους, και αποσκοπούν στη συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της ΕΥΔΑΠ Α.Ε., δηλαδή κατατείνουν στην ίδια οικονομική και τεχνική λειτουργία. Περαιτέρω, οι εργασίες που απαιτούνται για την εκτέλεσή τους (εργασίες επαναφοράς ασφαλτικού οδοστρώματος, αντικατάστασης, επισκευής, τοποθέτησης φρεατίου παροχής, σύνδεσης παροχής με την εσωτερική εγκατάσταση του υδρευόμενου, εξυγίανσης υφιστάμενων παροχών, εκσκαφής τάφρων, τοποθέτησης αγωγών διανομής ύδατος, αποκατάστασης διαρροών κ.λπ.) είναι παρόμοιες, οι δε μεταξύ τους διαφοροποιήσεις του τεχνικού τους αντικειμένου είναι επουσιώδεις και δεν αναιρούν τον «ενιαίο» χαρακτήρα του έργου, συγχρόνως δε, η έγκριση δημοπράτησης και των πέντε επίμαχων εργολαβιών έγινε εντός του ιδίου έτους 2010. Εξάλλου, το γεγονός ότι για κάποιες από τις επίμαχες εργασίες καταβάλλεται οικονομικό αντάλλαγμα από τους καταναλωτές δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, καθόσον όλα τα προαναφερόμενα έργα κατατείνουν στην συντήρηση και επέκταση του δικτύου ύδρευσης της Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε.. Κατά συνέπεια και οι πέντε εργολαβίες αποτελούν ένα «ενιαίο» έργο, η τεχνητή κατάτμηση του οποίου είναι ανεπίτρεπτη καθόσον για τις επιμέρους συμβάσεις δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, ιδίως δε η αποστολή της προκήρυξης του ελεγχόμενου έργου στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, απορριπτομένου περαιτέρω, ως αβάσιμου του ισχυρισμού περί συνδρομής λόγων υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν τη σύναψη της ελεγχόμενης σύμβασης, καθόσον το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση της νομιμότητας στις διαδικασίες ανάθεσης εκτέλεσης έργων και όχι, όπως στη προκειμένη περίπτωση, με την παραβίαση αυτής (βλ. Απόφ.1251, 1640/2011VI Τμ.).


ΕλΣυν/Τμ.4(ΚΠΕ)/117/2014

Αρχαιολογικά έργα -Κατάτμηση/Ειδικότερα δε όσον αφορά τα δημόσια έργα, το εάν επιμέρους εργασίες συνιστούν ή όχι ενιαίο έργο κρίνεται επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων και, πιο συγκεκριμένα, βάσει της οικονομικής και της τεχνικής λειτουργίας του αποτελέσματος στο οποίο αποβλέπουν οι εργασίες αυτές, λαμβανομένων υπόψη στοιχείων, όπως είναι, ιδίως, η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών ανάθεσής τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν (βλ. Πράξεις 18/2007, 26/2005, 133/2004, 72/2003 IV Τμ. Ελ. Συν.). Συνεπώς, είναι παράνομη η προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης για καθεμιά κατηγορία εργασιών με κατάτμηση της συνολικής δαπάνης του έργου, αφού με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η περιγραφή των άνω διατάξεων και ειδικότερα η αποφυγή της διενέργειας πρόχειρου διαγωνισμού, που παρέχει περισσότερες εγγυήσεις για την τελική επιλογή της πράγματι συμφερότερης προσφοράς. Συνακόλουθα, είναι άκυρη η σύμβαση που συνάπτεται για την εκτέλεση των παρανόμως (με κατάτμηση της συνολικής δαπάνης) ανατεθεισών εργασιών και μη νόμιμη η δαπάνη που γίνεται για την εκτέλεση των άκυρων αυ

ΕλΣυν.Κλ7(ΚΠΕ)/302/2016

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο, λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας και την οικονομικοτεχνική λειτουργία των ως άνω έργων που κατατείνουν στο αυτό αντικείμενο (την τσιμεντόστρωση των οικείων οδών),  το είδος των απαιτούμενων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά εργασιών (πανομοιότυπες εργασίες), τη σχεδόν ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των συγκεκριμένων έργων με διαφορά τεσσάρων μηνών, την ομοιότητα των οικείων μελετών, την πραγματοποίηση του συνόλου των εργασιών από μία και μόνο επιχείρηση, τη χρονική  διάρκεια  κατασκευής  τους (3 μήνες) αλλά και την ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου εκτέλεσής τους (στις ίδιες τοπικές κοινότητες), άγεται στην κρίση ότι τα ως άνω έργα αποτελούν ένα ενιαίο έργο. Ως εκ τούτου, μη νομίμως επιμερίσθηκαν και ανατέθηκαν απευθείας, με βάση το ύψος της δαπάνης  που  προέκυψε  από  την εν λόγω κατάτμηση, χωρίς να διενεργηθεί πρόχειρος διαγωνισμός,  αφού  η συνολική τους δαπάνη, όπως αυτή προκύπτει από το σύνολο της εξοφληθείσας και της οφειλόμενης στον ανάδοχο αμοιβής, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 19.593,32 ευρώ (9.837,22 + 9.756,10 ευρώ μη συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.) και, επομένως, υπερβαίνει το όριο των 10.271,46 ευρώ, μέχρι το οποίο είναι, κατά νόμο, επιτρεπτή η απευθείας ανάθεση δημοτικών έργων, κατά τον εν μέρει βασίμως προβαλλόμενο δεύτερο λόγο διαφωνίας της Αναπληρώτριας Επιτρόπου. Σημειωτέον, ότι το έργο «….», που είχε προβλεφθεί στο τεχνικό πρόγραμμα εκτελεστέων έργων έτους 2015 (α/α 97) με κωδικό προϋπολογισμού 02.30.7323.19, δεν ανατέθηκε εντός του  έτους  2015  (βλ.  την 9785/7.10.2016 βεβαίωση του Αντιδημάρχου ......) και, συνεπώς,  ο  ίδιος  λόγος  διαφωνίας  παρίσταται  αβάσιμος  κατά  το  μέρος  που συναθροίζει τη δαπάνη αυτού για την στοιχειοθέτηση της κατάτμησης  του ως άνω ενιαίου έργου.


ΕλΣυν/Τμ.6/463/2011

1)H επιλογή εργοληπτικής επιχείρησης για την κατασκευή δημόσιου έργου με διαγωνισμό μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλούμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης δημοσίου έργου, που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητώς από το νόμο, και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες σε αυτόν (νόμο) περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής σε διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προσφεύγει στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία, μεταξύ άλλων, όταν πρόκειται για έργα που έχουν χαρακτηριστεί ως ειδικής φύσης. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται προηγούμενη απόφαση του φορέα κατασκευής του έργου, που εκδίδεται κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του τεχνικού συμβουλίου του φορέα κατασκευής του έργου ή, σε περίπτωση μη ύπαρξης τούτου, του φορέα που εποπτεύει τον φορέα κατασκευής. Στην απόφαση αυτή πρέπει να αιτιολογείται πλήρως ο χαρακτηρισμός του έργου ως ειδικής φύσης, ήτοι να προκύπτει, τόσο από την απόφαση όσο και από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την έκδοσή της, η συνδρομή εκείνων των ειδικών απαιτήσεων-ιδιαιτεροτήτων του έργου -όπως π.χ. η απαραίτητη ειδική τεχνογνωσία, οι απαιτούμενες ειδικές τεχνικές μέθοδοι κατασκευής, οι εξειδικευμένες εργασίες ή υψηλής τεχνολογίας εργασίες που από τη φύση τους μπορούν να εκτελεστούν μόνο από περιορισμένου αριθμού εργοληπτικές επιχειρήσεις που διαθέτουν την ανάλογη εμπειρία και τα αναγκαία μέσα, ο ειδικός τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την εκτέλεση του έργου- που δικαιολογούν το χαρακτηρισμό του ως ειδικής φύσης, κατ’ αντιδιαστολή με τα συνήθη εκτελούμενα δημόσια έργα (Ε.Σ. 2051/2010). Περαιτέρω, ο αναθέτων φορέας οφείλει να αιτιολογήσει ότι στο πρόσωπο των καλούμενων εργοληπτών συντρέχουν λόγοι αποκλειστικότητας, οι οποίοι καθιστούν δυνατή την εκτέλεση των ειδικής, κατά τα ανωτέρω, φύσης εργασιών μόνο από αυτούς. 2). Με τη διακήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται το σύστημα υποβολής προσφορών των διαγωνιζομένων, μεταξύ αυτών που περιοριστικά απαριθμούνται στο άρθρο 4 του ν. 3669/2008. Η αναθέτουσα αρχή έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει κάποιο από τα συστήματα ή και συνδυασμό αυτών υπό τις ειδικότερους περιορισμούς που τίθενται για κάθε ένα εξ αυτών. Σε ό,τι αφορά στο σύστημα που περιλαμβάνει την προσφορά ενιαίου ποσοστού έκπτωσης, αυτό δύναται να εφαρμοσθεί εφόσον συντρέχουν δύο σωρευτικώς απαιτούμενες προϋποθέσεις : α) η προμέτρηση των εργασιών του δημοπρατούμενου έργου είναι δύσκολη ή αδύνατη, γεγονός που δυνητικά συμβαίνει σε έργα συντηρήσεων, βελτιώσεων και ανακαινίσεων και β) ο προϋπολογισμός της Υπηρεσίας για το υπό εκτέλεση έργο δεν υπερβαίνει το όριο των 750.000 ευρώ, μέχρι του οποίου γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξεως του Μητρώου Εμπειρίας Εργοληπτικών Επιχειρήσεων. Εκ τούτων παρέπεται ότι το σύστημα του ενιαίου ποσοστού έκπτωσης επιφυλάσσεται μόνο για ειδικά έργα (όπου η προμέτρηση παρουσιάζει δυσχέρειες ή καθίσταται αδύνατη), μικρής προϋπολογιζόμενης αξίας, προκειμένου στα μεγάλα έργα να συντάσσονται ακριβείς κατά το δυνατόν προϋπολογισμοί, στηριζόμενοι σε αντίστοιχες μελέτες και να αποφεύγεται η υπερτιμολόγηση έργων και η μέσω αυτής παροχή δικαιώματος συμμετοχής σε εργοληπτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερης τάξης. Ως εκ τούτου η (μη επιτρεπτή) επιλογή του συστήματος αυτού σε μεγάλα έργα, συνδεόμενη άμεσα με την παροχή δικαιώματος συμμετοχής σε εργοληπτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερες της πρώτης τάξεως, συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια (Ε.Σ. 2708/2010) καθόσον προσβάλλει τις αρχές του ανταγωνισμού με την ειδικότερη μορφή της παραβίασης των κανόνων που διέπουν τη δυνατότητα συμμετοχής συγκεκριμένων εργοληπτικών επιχειρήσεων (μέχρι του ορίου της πρώτης τάξεως). Τέλος, με το νέο θεσμικό πλαίσιο (ν. 3669/2008), το οποίο τιτλοφορείται «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων», η θέσπιση του συστήματος αυτού για έργα μέχρι του ορίου των 750.000 ευρώ (όπου γίνονται δεκτές εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξεως), καίτοι στο προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 6 Π.Δ/τος 609/1985 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ/τος 218/1999) αναφέρονταν η τρίτη τάξη, ουδεμία ασκεί επιρροή, καθόσον πρόκειται περί νομοθετικών διατάξεων και επιλογών, οι οποίες θέτουν κανόνες δικαίου και όχι περί Προεδρικού Διατάγματος προκειμένου να δύναται να ερευνηθεί εάν οι νέες ρυθμίσεις κείνται εντός της οικείας εξουσιοδοτικής διατάξεως και της δεσμεύσεως που παράγεται από τον σκοπό της κωδικοποιήσεως. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι και υπό την ισχύ του π.δ/τος 609/1985, μετά την εφαρμογή του ν. 2940/2001, οι σχετικές διατάξεις ερμηνεύθηκαν ότι αφορούν σε μικρά έργα μέχρι του ποσού των 750.000 ευρώ, όπου δικαίωμα συμμετοχής έχουν εργοληπτικές επιχειρήσεις πρώτης τάξης (Πράξεις IV Τμήματος 8/2008, 141/2007, 89/2007). 3)Η παραλαβή και εξέταση των προσφορών σε ανοιχτή δημοπρασία δημοσίου έργου με προϋπολογισμό άνω του ανώτατου ορίο


ΕλΣυ/Τμ5/6/2011

Κατά συνέπεια, ο επιμερισμός ενιαίων υπηρεσιών σε περισσότερες όμοιες ή ομοειδείς, η εκτέλεση των οποίων λαμβάνει χώρα για την υποστήριξη της κατασκευής του ίδιου έργου, προς αποφυγή της διαδικασίας επιλογής αναδόχου με δημόσιο ανοικτό ή κλειστό διαγωνισμό, δεν είναι νόμιμος και, επομένως, δεν είναι νόμιμη και η δαπάνη που προκαλείται από την εκτέλεση των υπηρεσιών αυτών (βλ. 430/2010 VII Τμ. Ελ. Συν.). Τέλος, η διάταξη, του άρθρου 41 του ν. 3669/2008 εφαρμόζεται σε συμβάσεις με προεκτιμώμενη αμοιβή κάτω των ορίων εφαρμογής των Οδηγιών 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ (πρβλ. το κωδικοποιηθέν στον ανωτέρω νόμο άρθρο 46 παρ.1α του ν. 3316/2005) και επιτρέπει την ανάθεση καθηκόντων τεχνικού συμβούλου σε ημεδαπά ή αλλοδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα (πρβλ. Πράξη 14/2006 V Τμ. Ελ. Συν.).