Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/569/2006

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2690/1999, 3316/2005

Η ίδια η απόφαση με την οποία εσφαλμένα συγκροτείται η Επιτροπή Διαγωνισμού δεν αποτελεί (καθ΄εαυτή) βλαπτική πράξη για τους διαγωνιζόμενους και γι΄αυτό δεν προσβάλλεται παραδεκτά. Η προσβαλλόμενη, όμως, πράξη συγκρότησης Επιτροπής Εισήγησης για την Ανάθεση του επίδικου έργου δεν προκαλεί, ενόψει του περιεχομένου των ρυθμίσεών της, ούτε ενδέχεται να προκαλέσει μόνη, χωρίς δηλαδή να μεσολαβήσει άλλη πράξη της Διοίκησης, ζημία στα συμφέροντα της αιτούσης. Σε περίπτωση δε εκδόσεως άλλης πράξεως, βλαπτικής για την αιτούσα, με τη σύμπραξη της παρανόμως, κατά τους ισχυρισμούς της, συγκροτηθείσης Ε.Ε.Α., είναι πάντως δυνατός, εάν συντρέχει νόμιμη περίπτωση, ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας της πράξης συγκρότησης της Ε.Ε.Α. επ’ ευκαιρία της ασκήσεως αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων κατά της νεώτερης πράξης (πρβλ. Ε.Α. 893/2005, 656/2001). Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η τήρηση της επιβαλλομένης, από τα άρθρα 1 παρ. 1 και 2 παρ. 1 περ. α΄ της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, υποχρέωσης παροχής αποτελεσματικής προσωρινής προστασίας κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων σε στάδιο όπου είναι ακόμη δυνατή η διόρθωση των παραβάσεων (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 28.10.1999, C-81/98, Alcatel Austria AG, σκέψη 33, απόφαση της 18.6.2002, C-92/00, Hospital Ingenieure Krankenhaustechnik Planungs-Gesellschaft mbH, σκέψη 52, και απόφαση της 12.2.2004, C-230/02, Grossmann Air Service, σκέψη 36). Συνεπώς, εφόσον δεν προκύπτει ενεστώσα βλάβη της αιτούσης, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση (πρβλ. Ε.Α. 745, 358/2005).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,


ΣΤΕ/542/2010

Προμήθειες..:Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, κατά την … συνεδρίαση του Δ.Σ. του καθ’ ου, κατά την οποία συζητήθηκε και αποφασίστηκε η απόρριψη της προδικαστικής προσφυγής της αιτούσης, περί αποκλίσεως της προσφοράς της εταιρείας … από τις τεχνικές προδιαγραφές της διακήρυξης, παρέστησαν ο Διευθυντής Διοικητικής Υπηρεσίας …, ο Υποδιευθυντής της Τεχνικής Υπηρεσίας …, πρόσωπα δηλαδή τα οποία δεν είναι μέλη ή γραμματείς του Δ.Σ. του καθ’ ου, δεν προκύπτει δε από την απόφαση που ελήφθη κατά τη συνεδρίαση αυτή (ούτε, άλλωστε, από οποιοδήποτε στοιχείο του φακέλου) ότι τα ανωτέρω τρίτα πρόσωπα αποχώρησαν πριν από την κρίσιμη συζήτηση και ψηφοφορία επί της προδικαστικής προσφυγής της αιτούσης. Υπό τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγουμένη σκέψη, το Δ.Σ. του καθ’ ου δεν είχε νόμιμη σύνθεση κατά την κρίσιμη συνεδρίασή του και, ως εκ τούτου, η ως άνω … απόφασή του, με την οποία απερρίφθη, κατά τα ανωτέρω, η προδικαστική προσφυγή της αιτούσης, είναι μη νόμιμη, με αποτέλεσμα να καθίσταται μη νόμιμη και η επακολουθήσασα … απόφαση του ιδίου οργάνου, με την οποία, κατά τα ήδη αναφερθέντα, κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στην εταιρεία …. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, ο οποίος βασίμως προβάλλεται, πρέπει η τελευταία αυτή απόφαση να ακυρωθεί, παρέλκει δε, ως αλυσιτελής, η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/133/2009

Με τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα (ανωτέρω σκέψη 6), ενσωματώνεται η σχετική κοινοτική Οδηγία, καθορίζονται οι προϋποθέσεις καθώς, επίσης, και η διαδικασία για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης δημόσιας σύμβασης μελετών και συναφών υπηρεσιών. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι, κατά τα παγίως κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), η σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων, η οποία γίνεται με προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία αυτή το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται (βλ. Δ.Ε.Κ.: απόφαση της 2.6.2005, Υπόθεση C-394/02, σκέψη 33, απόφαση της 14.9.2004, Υπόθεση C-385/02, σκέψη 19, απόφαση της 10.4.2003, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-20/01 και C-28/01, σκέψη 58, απόφαση της 18.5.1995, Υπόθεση C-57/94, σκέψη 23, απόφαση της 10.3.1987, Υπόθεση C-199/85, σκέψη 14). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.3316/2005, για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης και την ανάθεση, στον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, της εκπόνησης συμπληρωματικών μελετών ή της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών, που, κατά το είδος ή την ποσότητα, δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Να είναι αναγκαίες οι συμπληρωματικές μελέτες ή υπηρεσίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης, επομένως, πρέπει να παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το εκτελούμενο έργο, δηλαδή να αφορούν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, και να μην περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση. β) Να συντρέχει περίσταση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης. Συναφώς, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. 20/2009, 199/2008, 246/2007, 147, 30/2005, 45/2004 πράξεις παρόντος Κλιμακίου), ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα, που, παρά το ότι καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. γ) Να μη μπορούν οι συμπληρωματικές υπηρεσίες, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για τον εργοδότη ή να κρίνονται απολύτως αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της έστω και αν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν. Επίσης, προϋπόθεση για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης είναι η προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου, η σύνταξη και έγκριση σχετικού Συγκριτικού Πίνακα. Τέλος, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών συμβάσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει αθροιστικά το πενήντα τοις εκατό (50%) της αρχικής συμβατικής αμοιβής. Με δεδομένο ότι κατά την εκπόνηση των μελετών κτηματογράφησης των προγραμμάτων που προηγήθηκαν το ποσοστό των δηλώσεων δεν ξεπέρασε συνολικά, κατά προσέγγιση, το 60% του προεκτιμηθέντος αριθμού δικαιωμάτων, η εκτίμηση της εταιρείας κατά το χρόνο προκήρυξης του έργου ήταν ότι δεν θα υπήρχε υπέρβαση του ως άνω αριθμού των δικαιωμάτων που προέβλεψε το μοντέλο στατιστικής εκτίμησης. Όμως, οι σημαντικές απρόβλεπτες αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στην αγορά ακινήτων (όπως, ενδεικτικά, η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω των ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών και της κατασκευής σημαντικών έργων υποδομής που βελτίωσαν την ποιότητα ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, η εισαγωγή του Φ.Π.Α. στην κατασκευή ακινήτων κλπ.) είχαν ως αποτέλεσμα, ιδίως στην περιοχή του Δήμου Αθηναίων που αφορά η συγκεκριμένη σύμβαση, να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δικαιωμάτων που υπάρχουν σ’ αυτές.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/133/2018

Αποζημίωση υπερωριών και εξαιρέσιμων ημερών. Στην εν λόγω απόφαση, η οποία αναρτήθηκε στο διαδίκτυο στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» στις 30.3.2018, δεν περιλαμβάνονται οι φερόμενοι ως δικαιούχοι υπάλληλοι … και …, η πληρωμή των υπερωριών και εξαιρέσιμων ημερών των οποίων εντέλλεται με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής. Κατόπιν δε κοινοποίησης στη Δ.Ε.Υ.Α. της 56/4.5.2018 πράξης της Επιτρόπου, αναρτήθηκε στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» στις 8.5.2018, η, φέρουσα τον ίδιο Αριθμό Διαδικτυακής Ανάρτησης (Α.Δ.Α.), «ορθή επανάληψη» της ως άνω απόφασης του Δ.Σ. περί έγκρισης της συγκρότησης συνεργείου υπερωριακής απασχόλησης της Δ.Ε.Υ.Α., στην οποία συμπεριλαμβάνονται τα ονόματα των ανωτέρω φερόμενων ως δικαιούχων…. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η νεότερη αυτή πράξη, έστω και αν εκδόθηκε υπό τον τίτλο και τη μορφή της «ορθής επανάληψης» της αρχικής 37/29.3.2018 απόφασης του Δ.Σ. της Επιχείρησης, αποτελεί πράγματι νέα αυτοτελή πράξη, με την οποία τροποποιείται η αρχική, δεδομένου ότι δεν περιορίσθηκε σε απλή διόρθωση ή απάλειψη γραφικών ή λογιστικών σφαλμάτων της, αλλά επέφερε ουσιώδη μεταβολή στο περιεχόμενό της (πρβλ. ΣτΕ 3891/2000), αφού με αυτήν κατ’ ουσία διαμορφώνεται εκ νέου το περιεχόμενο του εγκριθέντος πίνακα συγκρότησης του συνεργείου υπερωριακής απασχόλησης της εν λόγω Δ.Ε.Υ.Α., με την προσθήκη των στοιχείων των ανωτέρω δύο υπαλλήλων. Ως εκ τούτου, ως προς τους συγκεκριμένους υπαλλήλους δεν υπάρχει κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν δηλαδή την πραγματοποίηση της υπερωριακής απασχόλησης, απόφαση του οργάνου διοίκησης της Επιχείρησης περί συγκρότησης του συνεργείου της απασχόλησης, η οποία να έχει αναρτηθεί στο διαδίκτυο, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2, 3 και 4 του ν. 3861/2010. Ακολούθως, η εντελλόμενη με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνη είναι μη νόμιμη και τα χρηματικά αυτά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.


ΕΣ/Τ6/129/2007

Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).


ΔΕΚ/C-399/2005

ένα κριτήριο επιλογής, όπως, εν προκειμένω, το κριτήριο της εμπειρίας, δεν χρειάζεται να πληρούται από το κάθε μέλος μιας προσφέρουσας κοινοπραξίας και ότι αρκεί ένα από τα μέλη της κοινοπραξίας να πληροί το κριτήριο αυτό [βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Απριλίου 1994, C-389/92, Ballast Nedam Groep, Συλλογή 1992, σ. I-1289, σκέψη 13, που ενσωματώθηκε, σε χρόνο μεταγενέστερο των επίμαχων εν προκειμένω πραγματικών περιστατικών, στο άρθρο 54, παράγραφος 6, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 1)].50. Όσον αφορά την αρχή της διαφάνειας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει πώς είναι δυνατόν να συνιστούν παραβίαση της εν λόγω αρχής τα περιστατικά που προσάπτονται στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Ειδικότερα, η λήψη υπόψη μιας προσφοράς μη σύμφωνης προς το τεύχος «Πρόσκληση» της διακήρυξης συνιστά πράξη που μπορεί μεν να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, αλλά δεν είναι ικανή αφεαυτής να παραβιάσει την αρχή της διαφάνειας. Κατά τούτο, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Απριλίου 1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1996, σ. I-2043, ιδίως σκέψεις 54 έως 60 και 74), στο μέτρο κατά το οποίο η διαπιστωθείσα παραβίαση της αρχής της διαφάνειας οφειλόταν κατ’ ουσία στη συνεκτίμηση, εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής, μιας τροποποιήσεως των αρχικών προσφορών ενός εκ των προσφερόντων. Αντιθέτως, επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση είναι μάλλον μια τυπική προϋπόθεση για να γίνει δεκτή μια προσφορά προς εξέταση, η οποία δεν είναι δυνατόν να θίξει τη διαφάνεια της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως. 51. Σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, από τις σκέψεις 22 έως 37 και 40 έως 46 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν θεμελίωσε τις δύο αιτιάσεις που προέβαλε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, ούτε καθόσον αντλούνταν από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας ούτε καθόσον αφορούσαν παραβίαση της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, δεν θα έπρεπε να γίνει αναφορά στη γενική αρχή της ισότητας, της οποίας η διάταξη αυτή συνιστά ειδική εκδήλωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-244/89, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1991, σ. I-163, σκέψη 34).


ΣτΕ/230/2009

«8. Επειδή, κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της αιτούσης είχε λήξει η ισχύς τόσο του εταιρικού της πτυχίου όσο και πτυχίων των στελεχών της. Στον φάκελο των δικαιολογητικών της περιέλαβε υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της, στην οποία ανέφερε ότι είχε ζητηθεί η ανανέωση των παραπάνω πτυχίων, ανέγραφε δε τις ημερομηνίες και τους αριθμούς πρωτοκόλλου των αιτήσεων. Με την προαναφερθείσα απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου η αιτούσα αποκλείσθηκε από τα περαιτέρω στάδια του διαγωνισμού με την αιτιολογία ότι δεν είχε συμπεριλάβει στον φάκελο των δικαιολογητικών της «βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας (Δ15) περί της ημερομηνίας υποβολής του αιτήματος για ανανέωση και της πληρότητας του φακέλου ... από την οποία θα προκύπτει ότι ο διαγωνιζόμενος υπέβαλε αίτηση τηρώντας την απαιτούμενη προθεσμία ...». Στην απόφαση αυτή γίνεται, για την στήριξή της, επίκληση, μεταξύ άλλων, και σχετικής εγκυκλίου του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (10/Δ17γ/05/φν439/30.5.2008), η οποία αναφέρεται σε βεβαίωση με το παραπάνω περιεχόμενο. 9. Επειδή, η παραπάνω αιτιολογία πιθανολογείται σοβαρά ότι δεν είναι νόμιμη. Διότι η Διακήρυξη δεν περιλαμβάνει στα δικαιολογητικά, των οποίων η υποβολή με τον φάκελο της προσφοράς αξιώνεται επί ποινή αποκλεισμού, βεβαίωση με το αναφερόμενο στην προσβαλλόμενη πράξη περιεχόμενο. Επομένως, η αιτούσα εταιρεία δεν όφειλε να υποβάλει τέτοια βεβαίωση και συνακόλουθα δεν μπορούσε να αποκλεισθεί λόγω της μη υποβολής της επίμαχης βεβαιώσεως. Η μνεία δε της προαναφερθείσης εγκυκλίου δεν αρκεί για την στήριξη της εν λόγω πράξεως, δεδομένου ότι η εγκύκλιος αυτή δεν αναφερόταν στην Διακήρυξη, εφ’ όσον εκδόθηκε μετά την δημοσίευση της Διακηρύξεως. Η αναθέτουσα αρχή είχε την δυνατότητα άλλωστε να εφαρμόσει την πρόβλεψη του άρθρου 4 παρ. 6 της Διακηρύξεως και να ζητήσει την συμπλήρωση της υπεύθυνης δηλώσεως του εκπροσώπου της αιτούσης με βεβαίωση με το περιεχόμενο, το οποίο προσδιορίζει η παραπάνω εγκύκλιος ή με οποιοδήποτε άλλο κατάλληλο αποδεικτικό έγγραφο. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι σχετικοί ισχυρισμοί που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση είναι βάσιμοι.


Δ.Εφ.Θεσ/271/2011

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων ( Ν.2690/1999 )προκύπτει ότι η κανονιστική πράξη, όπως η διακήρυξη του δημόσιου διαγωνισμού, αποκτά νόμιμη υπόσταση από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνεπώς η έλλειψη χρονολογίας έκδοσης δεν επιφέρει ακυρότητά της, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την ατομική διοικητική πράξη η οποία αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη χρονολογία και υπογραφή της, οπότε έλλειψη των στοιχείων αυτών επιφέρει ακυρότητα της πράξης.Από τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 συνάγεται ότι προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοσή κανονιστικής πράξεως που συνεπάγεται δαπάνη, αν δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, ο νομοθέτης απαίτησε την αναφορά σ' αυτήν των στοιχείων που αναγράφονται ειδικότερα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Ανήγαγε μάλιστα με την παράγραφο 4, τη σχετική αναφορά σε ουσιώδη τύπο για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, η παράλειψη του οποίου οδηγεί στη ακυρότητα της πράξης. Από αυτά συνάγεται ότι, κατά το ρητό γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 90 π.δ. 63/2005, κάθε κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των στοιχείων που απαιτούνται, κατά περίπτωση, στις παραγράφους 2 και 3, σε περίπτωση δε που τα στοιχεία αυτά έχουν παραληφθεί, η τυχόν δημοσιευθείσα χωρίς την παράθεσή τους κανονιστική πράξη είναι ανίσχυρη και ακυρωτέα. Υπό την αντίθετη εκδοχή ότι, δηλαδή, μόνη κύρωση της μη αναγραφής των επίμαχων στοιχείων είναι η μη δημοσίευση της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αν η εν λόγω πράξη ήθελε, παρά ταύτα, σκοπίμως ή εκ λάθους, δημοσιευθεί, τούτο να μην έχει καμία συνέπεια στο κύρος της, είναι πρόδηλο ότι θα ήταν δυνατή η περιγραφή του προαναφερθέντος σκοπού του κοινού και, σε τελική ανάλυση, του συντακτικού νομοθέτη ( Ολ. Σ.τ.Ε. 3217-8/2003 ).

ΣΤΕ/ΕΑ/21/2013

Ανάθεση φύλαξης συστήματος...Επειδή, κατόπιν του ως άνω αποκλεισμού της αιτούσης από τον επίδικο διαγωνισμό και της απορρίψεως της σχετικής αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων αυτής από την ρηθείσα Επιτροπή Αναστολών, έχει εκλείψει το έννομο συμφέρον της αιτούσης εταιρείας να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της διακηρύξεως του διαγωνισμού αυτού (βλ. Ε.Α. 197/2009, 337/2005 κ.ά.). Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση.


ΣΤΕ/ΕΑ/880/2010

Υπηρεσίες φύλαξης κτιρίων...Επειδή, η αιτιολογία αυτή της πράξεως ματαιώσεως, η οποία λογίζεται και ως αιτιολογία της σιωπηρής απορρίψεως της προδικαστικής προσφυγής της αιτούσης, δεν πιθανολογείται σοβαρώς ως μη νόμιμη, καθόσον, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά δεδομένα, η ματαίωση του επίδικου διαγωνισμού και η επαναπροκήρυξή του φαίνεται να ήταν επιβεβλημένη για την εξασφάλιση της παροχής των υπηρεσιών φυλάξεως στα κτίρια του .... Τούτο δε, όπως έκρινε το Δ.Σ. του Οργανισμού με την 1086/2.11.2009 (συνεδρίαση 91η) πράξη του, πρώτον, ενόψει του ατελέσφορου του επίδικου διαγωνισμού, ο οποίος πρέπει αναγκαίως να ματαιωθεί, εφόσον έχει ήδη γίνει αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών των διαγωνιζομένων και, ως εκ τούτου, η υπηρεσία δεν μπορεί πλέον, ενόψει της γενικής αρχής της μυστικότητας των οικονομικών προσφορών που διέπει εν γένει τους δημόσιους διαγωνισμούς, να αξιολογήσει εκ νέου την τεχνική προσφορά της αιτούσης, σε περίπτωση αποδοχής της εκκρεμούς κατά τον χρόνο εκδόσεως της ως άνω πράξεως αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της εταιρείας «…» κατά της νομιμότητας της τεχνικής αξιολογήσεως και βαθμολογήσεως της προσφοράς αιτούσης (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2283/2006, Ε.Α. 1177/2009, 271/2008), και δεύτερον, ενόψει του γεγονότος, ότι η Επιτροπή Αναστολών, με αποφάσεις της επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων διαγωνιζομένων, είχε επανειλημμένα επιληφθεί της νομιμότητας των επιμέρους σταδίων της επίδικης διαγωνιστικής διαδικασίας, της οποίας μάλιστα, με την 967/2009 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της ήδη αιτούσης, κατά τ΄ ανωτέρω (βλ. σκ. 5), έχει ανασταλεί η περαιτέρω πρόοδος ως προς την κατακύρωση του αποτελέσματος και την υπογραφή της συμβάσεως μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της ασκηθείσης εν τω μεταξύ αιτήσεως ακυρώσεως της ήδη αιτούσης που πρόκειται να εκδικασθεί στη δικάσιμο της 24.5.2011. Συνεπώς, δεν φαίνονται βάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι με την υπό κρίση αίτηση ισχυρισμοί.