Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/43/2004

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 2672/1998

Eίναι μεν κατ αρχήν επιτρεπτή, υπό τις τασσόμενες στο ως άνω άρθρο 14 του ν. 2672/1998 προϋποθέσεις, η υποβολή της κατ άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2522/1997 προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στις ως άνω εξαιρέσεις της παρ. 6 εδαφ. γ του ιδίου άρθρου, δια τηλεομοιοτυπίας (πρβλ. Ε.Α. 442/2002), πλην όμως απαιτείται επιπροσθέτως, ενόψει της ανωτέρω διατάξεως του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η κατάθεση στην υπηρεσία, εντός πέντε ήμερων από τη λήξη της πενθήμερης προθεσμίας προς άσκηση αυτής, εγγράφου, με το αυτό περιεχόμενο και με ιδιόχειρη υπογραφή


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/ΕΑ/43/2004

Eίναι μεν κατ αρχήν επιτρεπτή, υπό τις τασσόμενες στο ως άνω άρθρο 14 του ν. 2672/1998 προϋποθέσεις, η υποβολή της κατ άρθρο 3 παρ. 2 ν. 2522/1997 προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στις ως άνω εξαιρέσεις της παρ. 6 εδαφ. γ του ιδίου άρθρου, δια τηλεομοιοτυπίας (πρβλ. Ε.Α. 442/2002), πλην όμως απαιτείται επιπροσθέτως, ενόψει της ανωτέρω διατάξεως του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η κατάθεση στην υπηρεσία, εντός πέντε ήμερων από τη λήξη της πενθήμερης προθεσμίας προς άσκηση αυτής, εγγράφου, με το αυτό περιεχόμενο και με ιδιόχειρη υπογραφή.


ΣτΕ/58/2008(ΕΑ)

Επιτρέπεται, κατ` αρχήν, ο ενδιαφερόμενος να υποβάλει με τηλεομοιοτυπία την κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 2522/1997 προσφυγή, πρέπει, όμως, να καταθέσει στην αναθέτουσα αρχή, μέσα σε πέντε ημέρες από τη λήξη της πενθήμερης προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, έγγραφο με το ίδιο περιεχόμενο και με ιδιόχειρη υπογραφή. Η αιτούσα, η οποία έφερε το σχετικό βάρος αποδείξεως, δεν απέδειξε ότι κατέθεσε το πρωτότυπο της προδικαστικής της προσφυγής.


ΣτΕ/1218/2006

Η γνωστοποίηση εγγράφου με fax αποτελεί νόμιμο τρόπο γνωστοποίησης, εφόσον έχουν όμως τηρηθεί οι τύποι που τάσσονται με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 2672/1998 (σχετικές οι αποφάσεις της ΕπΑναστ. ΣτΕ 608/06, 509/2004, 727/2003 κ.ο.κ.). Τηλεομοιοτυπία εγγράφου η οποία έφερε τα στοιχεία: ημερομηνία αποστολής, αριθμό κλήσης της υπηρεσίας που το έστειλε, αριθμό σελίδων, έναρξη και λήξη αποστολής και αριθμούς κλήσης στους οποίους έγινε επιτυχημένη αποστολή δεν είναι νόμιμη, επειδή λείπουν α) η ταυτότητα του αποσταλέντος εγγράφου και β) το έγγραφο που πρέπει να συνοδεύει κατά το άρθρο 14 παρ. 11 του ν. 2672/1998 την τηλεομοιοτυπία (ΕΑ 383/2006), συγκεκριμένα δε δεν προκύπτει ο αριθμός πρωτοκόλλου του αποσταλέντος εγγράφου.Το νόμιμο ή μη της γνωστοποίησης έχει συνέπειες μόνο στην έναρξη της προθεσμίας άσκησης ενστάσεως ή προσφυγής και όχι στην εγκυρότητα του εγγράφου καθεαυτού.


ΕΣ/ΤΜ.Μ.Ε.Σ/3207/2011

Κατασκευή κλειστού κολυμβητηρίου...ζητείται η αναθεώρηση της 2201/2011 απόφασης του VI Τμήματος..Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση ασκηθείσα μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο δεκαπενθήμερης προθεσμίας είναι εκπρόθεσμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να ασκούν επιρροή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, οι ισχυρισμοί, τους οποίους ο αιτών Δήμος προβάλλει με το από 8.11.2011 υπόμνημά του, ότι η προθεσμία άσκησης αίτησης αναθεώρησης άρχεται από την επίδοση στην αναθέτουσα αρχή, η οποία πρέπει να γίνεται κατά τις διατάξεις του π.δ.1225/1981 περί επιδόσεων εγγράφων, καθόσον οι διατάξεις αυτές δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση, δεδομένου ότι ο νομοθέτης ορίζει ρητά ότι η απόφαση του Τμήματος κοινοποιείται (και όχι ότι επιδίδεται) στην αναθέτουσα αρχή. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ο Δήμος ότι δεν παρέλαβε την τηλεομοιοτυπία της 16.9.2011, προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται το 322/9.11.2011 έγγραφο του Δημάρχου ..., με το οποίο όμως το μόνο που βεβαιώνεται είναι ότι η 2201/2011 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν πρωτοκολλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 16.9.2011 έως 21.9.2011 από την υπηρεσία του Δήμου. Το νομότυπο όμως της κοινοποιήσεως με τηλεομοιοτυπία της προσβαλλόμενης αποφάσεως του VI Τμήματος στο Δήμο … δεν αίρεται από το βεβαιούμενο στο ως άνω έγγραφο του Δημάρχου γεγονός της μη πρωτοκολλήσεως της αποφάσεως, καθόσον ναι μεν κατά τις διατάξεις του άρθρου 12 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (βλ. παρ. 13 του άρθρου 14 του ν. 2672/1998), έπρεπε τούτο να πρωτοκολληθεί με την ημερομηνία και κατά τη σειρά λήψης του, η παράλειψη όμως αυτή ανάγεται στη σφαίρα δράσης και ευθύνης του προαναφερόμενου Δήμου (βλ. Τμήμα Μείζονος – Επταμελούς Συνθέσεως 2163/2011) και δεν δύναται να ασκήσει επιρροή επί της ήδη αρξαμένης -από της κοινοποιήσεως -προθεσμίας ασκήσεως αιτήσεως αναθεωρήσεως.


ΕΣ/Τ4/16/2006

Απευθείας ανάθεση από Νοσοκομείο της εκπόνησης μιας Αρχιτεκτονικής, μιας Στατικής και μιας Ηλ/μηχανολογικής μελέτης, για την ανοικοδόμηση του νέου κτιρίου του ως άνω Νοσοκομείου. Μη νόμιμη, καθόσον, η διαδικασία και οι προϋποθέσεις ανάθεσης των μελετών αυτών διέπεται από τον ισχύοντα από 22-2-2005 ν. 3316/2005 και η απευθείας ανάθεσή τους έγινε χωρίς να συντρέχουν οι τασσόμενες από το νόμο αυτό προϋποθέσεις (άρθρο 10 παρ.2).Επιπλέον, δεν προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης, οι δικαιούχοι δεν είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μελετητών ΥΠΕΧΩΔΕ και δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρ. 10 παρ.2 περ. στ΄του ν. 3316/2005.


ΣτΕ/233/2002

4. Επειδή, όπως συνάγεται από τα άρθρα 2 παράγραφος 1, 3 παράγραφοι 2 και 7 και 4 παράγραφος 1 του Ν. 2522/1997, ερμηνευόμενα υπό το φως της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ και σε συνδυασμό προς το άρθρο 45 παράγραφος 1 του Π.Δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας » (Α’ 8), η προβλεπομένη από τις διατάξεις του Ν. 2522/1997 προσωρινή δικαστική προστασία παρέχεται μόνον κατά εκτελεστών διοικητικών πράξεων (βλ. Ε.Α. 720/2001, 601/2000, 245/1999). (..)Όπως συνάγεται από τους ανωτέρω όρους της διακηρύξεως, το Πρακτικό Προεπιλογής, με το οποίο η Επιτροπή Προεπιλογής ελέγχει τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής των διαγωνιζομένων στη διαδικασία, αξιολογεί, βάσει των προβλεπομένων στη διακήρυξη ουσιαστικών κριτηρίων, εκείνους εξ αυτών που πληρούν τις ως άνω τυπικές προϋποθέσεις και διατυπώνει κρίση ως προς τους διαγωνιζομένους που πρέπει να κληθούν να υποβάλουν προσφορά στη δεύτερη φάση της διαδικασίας, στερείται εκτελεστότητος. Και τούτο, διότι, κατά ρητή σχετική πρόβλεψη της διακηρύξεως (άρθρο 4.3), το Πρακτικό Προεπιλογής υπόκειται στην έγκριση της αναθετούσης αρχής, η οποία, ασκούσα την αρμοδιότητά της αυτή, αποφαίνεται επίσης και επί των αντιρρήσεων που τυχόν άσκησαν ορισμένοι από τους διαγωνιζομένους κατά του ανωτέρω Πρακτικού, παραπονούμενοι, είτε για τον αποκλεισμό τους λόγω ελλείψεως τυπικού προσόντος συμμετοχής στη διαδικασία, είτε για το αποτέλεσμα της αξιολογήσεως.


ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,


ΕΣ/Τ6/116/2008

Ονομαστικοποίηση μετοχών. Από το συνδυασμό των ισχυουσών διατάξεων συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για την παραδεκτή συμμετοχή των ανωνύμων εταιρειών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του Δημοσίου, ύψους μεγαλύτερου του 1.000.000 ευρώ, συνιστά η υποβολή, μαζί με την προσφορά, των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ/τος 82/1996 δικαιολογητικών. Η ως άνω υποχρέωση συνιστά ουσιώδη τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό, αφού απορρέει ευθέως από το νόμο και αν ακόμα δεν μνημονεύεται ρητά στη διακήρυξη. Περαιτέρω η ως άνω υποχρέωση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση υποβολής των αντίστοιχων δικαιολογητικών στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ. πριν από την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δεδομένου του διαφορετικού σκοπού που επιδιώκεται από τις δύο διαδικασίες στην πρώτη, πληρότητα από τον υποψήφιο ανάδοχο των απαιτήσεων του νόμου κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, ενώ στην δεύτερη, αποτροπή σύναψης σύμβασης με ανάδοχο που, στο διάστημα μεταξύ διενέργειας του διαγωνισμού και υπογραφής της σύμβασης, δεν πληροί πλέον τις ανωτέρω απαιτήσεις του νόμου(Ελ.Σ.ΠράξειςVIΤμ.35/2007,77/2007). Κριτήρια αποκλεισμού. Κατά την έννοια των προπαρατιθέμενων διατάξεων, και των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού, η κήρυξη διαγωνιζόμενου σε πτώχευση, η θέση του σε εκκαθάριση, αναγκαστική διαχείριση ή άλλη ανάλογη κατάσταση, καθώς και η κίνηση εις βάρος του των σχετικών διαδικασιών αποτελούν λόγους αποκλεισμού του από δημόσιο διαγωνισμό παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να αποδείξει ότι δεν τελεί υπό τις ανωτέρω καταστάσεις και ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος του διαδικασία για τη θέση του σε οποιαδήποτε από αυτές, πρέπει, επί ποινή ακυρότητας της προσφοράς του, να καταθέσει σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία της χώρας όπου εδρεύει, δικαστικής ή διοικητικής αρχής Εξάλλου, η έλλειψη των ως άνω πιστοποιητικών δε δύναται να θεωρηθεί επουσιώδης, πρωτίστως διότι συνάπτεται με τη βεβαιότητα της αναθέτουσας αρχής περί του ότι ο εν λόγω διαγωνιζόμενος έχει την επιχειρηματική ικανότητα και φερεγγυότητα να αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης, επιπροσθέτως δε με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την υποβολή της προσφοράς τους στους δημόσιους διαγωνισμούς (Πράξη VI Τμ. 167/2006). Ενόψει, άλλωστε, της αυστηρώς τυπικής διαδικασίας των δημοσίων διαγωνισμών, δια της οποίας διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των ως άνω γενικών αρχών, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση νομίμως κατ’ αρχήν υποβληθέντων στοιχείων και δικαιολογητικών για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (βλ. Πράξεις VI Τμ. 77/2007, 88, 67/2006, 105, 90/2004, ΣτΕ 2910/2005, 2660/2004). Εξάλλου, ενόψει της αυστηρά τυπικής διαδικασίας του διαγωνισμού, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνιση καταρχήν νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων με αυτήν δικαιολογητικών και στοιχείων (σχετ. Ε.Α ΣτΕ 33/2000, ΣτΕ 1047/1998).


ΣτΕ/251/2010

Επειδή, στην παρ. 9 του άρθρου 7 του ν. 3316/2005 (Α` 42), το οποίο αναφέρεται στην ανάθεση οριστικής μελέτης ή άλλων σταδίων εκτός προκαταρκτικών μελετών, ορίζεται ότι: «Κατά του πρακτικού ελέγχου και βαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών υποβάλλονται ενστάσεις στον πρόεδρο της Επιτροπής Διαγωνισμού, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση. Επί των ενστάσεων αποφασίζει η Προϊσταμένη Αρχή, μετά από γνώμη της Επιτροπής Διαγωνισμού. Αν γίνει δεκτή η ένσταση για το νομότυπο της τεχνικής προσφοράς διαγωνιζομένου, η Προϊσταμένη Αρχή διαμορφώνει αναλόγως το πρακτικό. Αν η ένσταση αφορά την βαθμολόγηση, το πρακτικό αναπέμπεται στην Επιτροπή Διαγωνισμού με αναλυτικές παρατηρήσεις της Προϊσταμένης Αρχής σχετικά με τις πλημμέλειες της βαθμολόγησης, η οποία τις λαμβάνει υπόψη και το διαμορφώνει αναλόγως», ενώ σύμφωνα με την παρ. 10 του ιδίου άρθρου: «Μετά την οριστικοποίηση της βαθμολογίας των τεχνικών προσφορών … σε δημόσια συνεδρίαση της Επιτροπής Διαγωνισμού που γνωστοποιείται εγγράφως στους υποψήφιους προ πέντε (5) ημερών, αποσφραγίζονται οι οικονομικές προσφορές ...». 6. Επειδή, στην προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 7 του ν. 3316/2005 δεν ορίζεται ρητώς ότι σε περίπτωση αποδοχής ενστάσεως σχετικά με την βαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, μετά την αναβαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών από την Επιτροπή του Διαγωνισμού σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Προϊσταμένης Αρχής, το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής του Διαγωνισμού επανυποβάλλεται προς έγκριση στην Προϊσταμένη Αρχή. Δεδομένου, όμως, ότι κατά την έννοια των διατάξεων του ως άνω νόμου (άρθρα 1 παρ. 12 και 21), η Επιτροπή του Διαγωνισμού μόνον γνωμοδοτική αρμοδιότητα έχει στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθέσεως εκπονήσεως μελέτης, είναι υποστηρίξιμη η άποψη ότι για την οριστικοποίηση της βαθμολογίας των τεχνικών προσφορών απαιτείται, οπωσδήποτε, η έκδοση σχετικής πράξεως του αποφασίζοντος οργάνου, δηλαδή της Προϊσταμένης Αρχής (βλ. και τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 6 και 10 του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 για την διαδικασία ανάθεσης προκαταρκτικών μελετών και προμελέτης με την ίδια προκήρυξη). Εν όψει των ανωτέρω, ανακύπτουν αμφιβολίες ως προς τον εκτελεστό χαρακτήρα του προσβαλλομένου πρακτικού της Επιτροπής του Διαγωνισμού, με το οποίο αναδιαμορφώθηκε η βαθμολογία της τεχνικής προσφορά της αιτούσης συμπράξεως, ενώ δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής για την έγκριση του εν λόγω πρακτικού. Υπό τα δεδομένα δε αυτά, εφ` όσον γεννώνται αμφιβολίες ως προς τον εκτελεστό χαρακτήρα του επιμάχου πρακτικού της Επιτροπής του Διαγωνισμού και συνακόλουθα, ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως που έχει ασκήσει η αιτούσα κατά του εν λόγω πρακτικού, η αίτηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως βάσιμη. Δεν συντρέχει, επομένως, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη, περίπτωση αποδοχής της υπό κρίση αιτήσεως λόγω πρόδηλης βασιμότητας της αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει δε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αιτούσης συμπράξεως (πρβλ. Ε.Α. 1329, 938/08, 527/2005 κ.α.).


ΣΤΕ ΕΑ /242/2002

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ: Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά, η Επιτροπή Αναστολών πιθανολογεί σοβαρώς ότι στοιχειοθετείται εν προκειμένω παράβαση των κανόνων που διέπουν τον επίμαχο διαγωνισμό ..., λαμβάνουσα, επίσης, υπ’ όψη: α) Ότι τα έγγραφα, με τα οποία η Διοίκηση διατύπωσε τις απόψεις της επί της κρινομένης αιτήσεως, δεν παραπέμπουν σε συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου, τα οποία θα ήταν, ενδεχομένως, ικανά να παράσχουν νόμιμο και επαρκές έρεισμα στην απόρριψη των ανωτέρω, αφορώντων στις εταιρείες … και …, πραγματικών ισχυρισμών, τους οποίους προέβαλαν οι αιτούσες με την εν λόγω προσφυγή τους, β) Ότι τα έγγραφα (πιστοποιητικά, μεταφράσεις κ.λπ.), τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι παρεμβαίνουσες κοινοπραξίες «….» και «…», προκειμένου να αποκρούσουν τους ως άνω ισχυρισμούς των αιτουσών, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή Αναστολών, προεχόντως διότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν μπορεί να συναχθεί, κατά τρόπο ασφαλή, ότι τα προσκομιζόμενα έγγραφα ταυτίζονται προς εκείνα, τα οποία συνόδευαν την υποβληθείσα από μια εκάστη των ανωτέρω κοινοπραξιών «αίτηση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος » και γ) Ότι, εν όψει της θεσπίσεως, με το άρθρο 3 παράγραφος 2 του Ν. 2522/1997, προσφυγής ..., η έλλειψη ειδικής και συγκεκριμένης απαντήσεως των ως άνω ουσιωδών ισχυρισμών που προβλήθηκαν με την προδικαστική προσφυγή των αιτουσών δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί με την αναζήτηση, το πρώτον από την Επιτροπή Αναστολών, σχετικών με τους ανωτέρω ισχυρισμούς στοιχείων στον ογκώδη φάκελο της υποθέσεως, συγκείμενο, μεταξύ άλλων, και από δύο υπερμεγέθη κιβώτια με τα υποβληθέντα από τους διαγωνιζομένους στοιχεία. Εν όψει όλων των ανωτέρω και δεδομένου, επί πλέον, ότι τα προβαλλόμενα, κατά τρόπο όλως γενικό, από τη Διοίκηση περί της ανάγκης ταχείας ολοκληρώσεως της επίμαχης διαδικασίας δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι συντρέχουν συγκεκριμένοι, επιτακτικού χαρακτήρα, λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι, παρά τη βασιμότητα των λόγων που προβάλλονται με την κρινομένη αίτηση εν σχέσει με τη συμμετοχή των ως άνω δύο κοινοπραξιών στη διαδικασία, θα επέβαλλαν την απόρριψή της, η Επιτροπή Αναστολών, σταθμίζουσα τα συμφέροντα του Δημοσίου και τα συμφέροντα των ιδιωτών διαδίκων, κρίνει ότι πρέπει να διαταχθεί, κατά μερική αποδοχή της κρινομένης αιτήσεως, η αναστολή εκτελέσεως της υπ΄ αριθμ. 145/28.1.2002 αποφάσεως του Υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ, κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή κρίθηκε τελικώς ότι οι κοινοπραξίες «… » και «….» πληρούν τις τασσόμενες από τη διακήρυξη προϋποθέσεις συμμετοχής στην επίμαχη διαδικασία..