Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Κλ.Ζ/133/2009

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005

Με τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα (ανωτέρω σκέψη 6), ενσωματώνεται η σχετική κοινοτική Οδηγία, καθορίζονται οι προϋποθέσεις καθώς, επίσης, και η διαδικασία για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης δημόσιας σύμβασης μελετών και συναφών υπηρεσιών. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι, κατά τα παγίως κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), η σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων, η οποία γίνεται με προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία αυτή το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται (βλ. Δ.Ε.Κ.: απόφαση της 2.6.2005, Υπόθεση C-394/02, σκέψη 33, απόφαση της 14.9.2004, Υπόθεση C-385/02, σκέψη 19, απόφαση της 10.4.2003, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-20/01 και C-28/01, σκέψη 58, απόφαση της 18.5.1995, Υπόθεση C-57/94, σκέψη 23, απόφαση της 10.3.1987, Υπόθεση C-199/85, σκέψη 14). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.3316/2005, για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης και την ανάθεση, στον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, της εκπόνησης συμπληρωματικών μελετών ή της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών, που, κατά το είδος ή την ποσότητα, δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Να είναι αναγκαίες οι συμπληρωματικές μελέτες ή υπηρεσίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης, επομένως, πρέπει να παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το εκτελούμενο έργο, δηλαδή να αφορούν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, και να μην περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση. β) Να συντρέχει περίσταση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης. Συναφώς, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. 20/2009, 199/2008, 246/2007, 147, 30/2005, 45/2004 πράξεις παρόντος Κλιμακίου), ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα, που, παρά το ότι καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. γ) Να μη μπορούν οι συμπληρωματικές υπηρεσίες, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για τον εργοδότη ή να κρίνονται απολύτως αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της έστω και αν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν. Επίσης, προϋπόθεση για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης είναι η προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου, η σύνταξη και έγκριση σχετικού Συγκριτικού Πίνακα. Τέλος, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών συμβάσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει αθροιστικά το πενήντα τοις εκατό (50%) της αρχικής συμβατικής αμοιβής. Με δεδομένο ότι κατά την εκπόνηση των μελετών κτηματογράφησης των προγραμμάτων που προηγήθηκαν το ποσοστό των δηλώσεων δεν ξεπέρασε συνολικά, κατά προσέγγιση, το 60% του προεκτιμηθέντος αριθμού δικαιωμάτων, η εκτίμηση της εταιρείας κατά το χρόνο προκήρυξης του έργου ήταν ότι δεν θα υπήρχε υπέρβαση του ως άνω αριθμού των δικαιωμάτων που προέβλεψε το μοντέλο στατιστικής εκτίμησης. Όμως, οι σημαντικές απρόβλεπτες αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στην αγορά ακινήτων (όπως, ενδεικτικά, η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω των ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών και της κατασκευής σημαντικών έργων υποδομής που βελτίωσαν την ποιότητα ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, η εισαγωγή του Φ.Π.Α. στην κατασκευή ακινήτων κλπ.) είχαν ως αποτέλεσμα, ιδίως στην περιοχή του Δήμου Αθηναίων που αφορά η συγκεκριμένη σύμβαση, να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δικαιωμάτων που υπάρχουν σ’ αυτές.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/163/2010

Γίνεται δεκτό από το ΔΕΚ ότι η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/50, που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/18, (ήδη άρθρο 15 του Π.Δ. 60/2007) αποτελεί έκφραση της ελευθερίας που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της EE για την οργάνωση της δομής τους, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών. Η σύσταση νομικού προσώπου για την καλύτερη οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών αυτών και η σύναψη συμβάσεων με το νομικό αυτό πρόσωπο δεν συνιστά σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον ο αναθέτων ελέγχει πλήρως (σαν να πρόκειται για δικές του υπηρεσίες όπως χαρακτηριστικά λέγεται) το ανάδοχο νομικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να αναλαμβάνει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Το κοινοτικό δίκαιο απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής της οδηγίας όχι μόνο τις περιπτώσεις διοικητικής οργάνωσης και άλλες παρόμοιες ή συγκρίσιμες, αλλά ακόμη και τις γνήσιες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, θεωρώντας τες ως εν ευρεία εννοία άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας αρχής για οργάνωσή της (βλ. υπόθεση C-360/96).Περαιτέρω, σχετικά με τη ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η μία αναθέτουσα αρχή (που αναθέτει τη σύμβαση) επί της άλλης, κρίθηκε (βλ. υπόθεση C-107/98 ( Teckal ) και C -84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (συμβάσεις « in house », βλ. σκέψεις 49 και 50 υπόθεσης Teckal ), ενώ επιπλέον, η αρχή που αναλαμβάνει την εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιεί, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της, με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν (άρα η έννοια της αποκλειστικότητας επιδέχεται ερμηνεία διασταλτική) (βλ. Χρ. Μητκίδη ο.ά σελ....50). Η θέση αυτή αναλύθηκε περαιτέρω από το ΔΕΚ [υπόθεση C -26/2003 ( Stadt Halle ) και υπόθεση C-410/2004] με τις σκέψεις ότι η σχέση μεταξύ μιας δημόσιας αναθέτουσας αρχής και των υπηρεσιών της διέπεται από σκέψεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.


ΕΣ/Τ6/106/2008

Ανάθεση συμπληρωματικών μελετών.Ακόμη όμως και εάν θεωρηθεί ότι το έγγραφο αυτό του Υπουργείου Πολιτισμού ήταν η αιτία που δημιούργησε την ανάγκη εκπόνησης συμπληρωματικών μελετών, και ασχέτως του χαρακτήρα αυτών ως πράγματι συμπληρωματικών, όπως επικαλούνται οι αιτούντες, σε καμία περίπτωση η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί περίσταση μη δυνάμενη να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της σύμβασης, διότι αποτελεί γεγονός που προηγήθηκε αυτής (το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία 20-2-2005 και η αρχική σύμβαση υπεγράφη στις 27-7-2005) και επομένως η εκπόνηση συμπληρωματικής γεωτεχνικής μελέτης στατικότητας και ερευνητικών εργασιών αντοχής των φερόντων στοιχείων θα μπορούσε να έχει ληφθεί υπόψη κατά τη σύναψη της αρχική σύμβασης και αναλόγως να ενσωματωθεί στην αρχική προσέγγιση της μελέτης και την υποβολή των εναλλακτικών προτάσεων προκειμένου να διασαφηνισθεί το φυσικό αντικείμενο του έργου.Μη ανάκληση της αριθμ.141/2008 πράξης του Ζ Κλιμακίου


ΕλΣυνΤμ.6/1572/2018

ΜΕΛΕΤΕΣ- Συμπληρωματική σύμβαση:, ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 294/2018 Πράξης του Ζ’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..ανεξαρτήτως του ότι, όπως ορθώς κρίθηκε από  το Ζ΄ Κλιμάκιο με την υπό ανάκληση Πράξη του, δεν αποδείχθηκε  στην ελεγχόμενη περίπτωση ότι συντρέχουν οι απρόβλεπτες εκείνες περιστάσεις που δικαιολογούν την  ανάθεση της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης,  η σύναψη αυτής  είναι μη νόμιμη για τον πρόσθετο, όπως κρίθηκε, λόγο ότι το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης  συνιστά μη επιτρεπόμενη από το ν. 3316/2005 εκ των υστέρων επέκταση και μεταβολή του τεχνικού αντικειμένου της αρχικής σύμβασης, δοθέντος ότι η διενέργεια των επίμαχων υδρομετρήσεων, ανεξαρτήτως της αναγκαιότητάς τους για την ολοκλήρωση της αρχικής μελέτης, αποτελούσε εξαρχής διακριτό και αυτοτελές τμήμα παροχής υπηρεσιών υδρομετρήσεων-και όχι μελετών που είναι το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης- το οποίο είχε ρητά αποσπαστεί από την αρχική σύμβαση μελέτης, με σκοπό να πραγματοποιηθεί από τη ΔΕΥΑΜΒ ..., ο δε προτεινόμενος από την ανάδοχο στην από 6-6-2018 τεχνική έκθεση Α΄ Φάσης εξοπλισμός για την διενέργεια των μετρήσεων ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο της αρχικής σύμβασης... Ο λόγος ανάκλησης περί συγγνωστής πλάνης των οργάνων της ΔΕΥΑΜΒ κρίνεται επίσης απορριπτέος  ως αβάσιμος, με δεδομένο το σταθερό  νομοθετικό πλαίσιο  και την πάγια  νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου  ως προς τις προϋποθέσεις σύναψης των συμπληρωματικών συμβάσεων, οι οποίες πρέπει να  συντρέχουν σωρευτικά..Δεν ανακαλεί τη 294/2018 Πράξη του  Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου


ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε)106/2013

«Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)/Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου ......»(…) Ειδικότερα, για τη νόμιμη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης με τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης πρέπει να υπάρχουν επιπρόσθετες εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης και είτε δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν από τεχνική και οικονομική άποψη από την κύρια σύμβαση είτε ήταν αναγκαίες για την ολοκλήρωση και την τελειοποίησή της, ενώ περαιτέρω οι εργασίες αυτές πρέπει να οφείλονται σε περιστάσεις, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την σύναψη της αρχικής σύμβασης. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. αποφάσεις Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3210, 2489/2011, πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν. 412, 296/2010, 279, 277/2008) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου ή η διαφορά στην αμοιβή της αναδόχου που προκαλείται συνεπεία αυτού, δεν αφορά σε μελέτες πρόσθετες ή νέες που δύνανται να περιληφθούν σε συμπληρωματική σύμβαση.  Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται απλώς η αύξηση του προϋπολογισμού του αρχικού αντικειμένου ώστε να καλυφθούν οι διαφορές στην κοστολόγηση, οι οποίες προέκυψαν κατά την εκτέλεσή του και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ενταχθούν σε συμπληρωματική σύμβαση (απόφαση VI Τμήματος 2503/2009). Εξάλλου, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών εργασιών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50% της αρχικής συμβατικής αμοιβής, σε κάθε περίπτωση δε οι συμπληρωματικές αυτές εργασίες εκτελούνται μόνο μετά την σύνταξη συγκριτικού πίνακα που τις περιλαμβάνει, ο οποίος εγκρίνεται πριν εξαντληθεί η συνολική προθεσμία για την περαίωση του μελετητικού έργου (βλ. πράξεις VII Τμήματος 182/2009, 279/2008).(..) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι μη νομίμως συνήφθη η 1η Συμπληρωματική Σύμβαση της κρίσιμης μελέτης, διότι η μεν αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της αμοιβής των γεωλογικών μελετών δεν μπορεί να περιληφθεί, ως αυτοτελές κονδύλιο σε συμπληρωματική σύμβαση, καθόσον δεν αφορά σε πρόσθετες ή νέες μελέτες που χρειάζεται να εκπονηθούν εξαιτίας της συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων, οι δε ρυθμίσεις της Υ.Α. οικ.37691/12.9.2007, με τις οποίες μεταβλήθηκαν οι προδιαγραφές και η διαδικασία εκπόνησης των γεωλογικών μελετών Γ.Π.Σ./Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π., αφενός δεν συνιστούν περίσταση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης, καθώς είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ σε χρονικό διάστημα προγενέστερο της υπογραφής αυτής (στις 14.9.2007, ενώ η αρχική σύμβαση υπεγράφη στις 16.1.2008), αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 9 της από 10.7.2006 διακήρυξης του διαγωνισμού, έπρεπε να αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο εκπόνησης των μελετών της αρχικής σύμβασης, ενώ για την πρόσθετη αμοιβή των μελετητών από το ενδεχόμενο της τροποποίησης του ισχύοντος κατά το χρόνο δημοσίευσης της προκήρυξης θεσμικού πλαισίου (της Υ.Α. ΥΠΕΧΩΔΕ 9572/1845/2000), που αφορούσε το σκέλος της γεωλογικής διερεύνησης της μελέτης, είχε προβλεφθεί μέρος του ποσού των 30.000,00 ευρώ, το οποίο είχε προστεθεί στην προεκτιμώμενη αμοιβή της αρχικής σύμβασης. Επιπλέον, μη νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 περ. β΄ της Υ.Α. 37691/12.9.2007, η ανάδοχος εταιρεία δεν διέθετε πτυχίο στην κατηγορία 20 του Μητρώου μελετητών Δημοσίων Έργων, έλλειψη η οποία δεν καλύπτεται από το πτυχίο του ειδικού συνεργάτη της μελετητή, καθώς οι επικαλούμενες μεταβατικές διατάξεις της ως άνω Υ.Α. δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω, εφόσον ρυθμίζουν περιπτώσεις μελετών που κατά το χρόνο ισχύος των κρίσιμων διατάξεων (στις 14.9.2007) ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη και όχι μεταγενεστέρως ανατεθεισών μελετών(…)

ΕΣ/ΚΛ.Ζ/134/2019

Παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών...Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η απευθείας ανάθεση στην ανάδοχο Κοινοπραξία των εργασιών της 2ης Συμπληρωματικής Σύμβασης παρίσταται νόμιμη, ενόψει και της ήδη εγκριθείσας 2ης παράτασης του αρχικού συμβατικού χρόνου της μελέτης. Τούτο διότι αποδείχθηκε ότι οι ανατιθέμενες με το ελεγχόμενο σχέδιο σύμβασης εργασίες αποτελούν συμπληρωματικές υπηρεσίες κατά την έννοια του εφαρμοστέου εν προκειμένου άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 3316/2005, καθόσον: α) αφορούν σε τμήμα του αντικειμένου της αρχικής σύμβασης, ήτοι στη λειτουργία του Γραφείου Κτηματογράφησης και στην ενημέρωση της κτηματολογικής βάσης, δεν περιλαμβάνονται όμως σ’ αυτό κατ’ είδος, καθόσον αφορούν σε μεταγενέστερο της αρχικής σύμβασης χρονικό διάστημα και τιμολογούνται, ως εκ τούτου, διαφορετικά, είναι δε αναγκαίες για την ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου στους προαναφερόμενους δήμους, β) οφείλονται σε περιστάσεις που προέκυψαν εκ των υστέρων από γεγονότα μη δυνάμενα να προβλεφθούν από την αναθέτουσα αρχή κατά το χρόνο κατάρτισης των συμβατικών τευχών και της σύναψης τόσο της αρχικής όσο και της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης. Συγκεκριμένα, η παροχή πρόσθετων υπηρεσιών από την ημερομηνία υπογραφής του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης και μέχρι την παραταθείσα ημερομηνία λήξης του καθαρού χρόνου (2.4.2019), κατέστη αναγκαία, οφειλόταν δε στις καθυστερήσεις που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των εργασιών της αρχικής αλλά και της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης για τους λόγους που προεκτέθηκαν (σκέψη 4.v) και οι οποίοι δεν ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης της αναθέτουσας αρχής και γ) αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της αρχικής σύμβασης και δεν μπορούν να διαχωριστούν, από τεχνική και οικονομική άποψη, από την εκτέλεση αυτής (της αρχικής σύμβασης), χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα αναφορικά με την αδιάλειπτη λειτουργία της διαδικασίας Κτηματογράφησης. Τέλος, δοθέντος ότι η αξία των εργασιών της 2ης Συμπληρωματικής Σύμβασης, όπως τιμολογήθηκαν με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του Κανονισμού Προεκτιμώμενων αμοιβών της ...., συνυπολογιζόμενης και της αντίστοιχης τιμής μονάδος της οικονομικής προσφοράς του αναδόχου, εκτιμάται σε 116.638,43 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.), αθροιζόμενη δε με εκείνη που προϋπολογίστηκε κατά τη σύναψη της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης, ποσού 155.517,90 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.), δεν υπερβαίνει το 50% της αξίας της αρχικής σύμβασης, το Κλιμάκιο, κρίνει ότι κατά την ελεγχόμενη διαδικασία δεν διαπιστώνονται ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που να κωλύει την υπογραφή του σχεδίου της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/133/2019

Μελέτη κτηματογράφησης...Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η απευθείας ανάθεση στην ανάδοχο Κοινοπραξία των εργασιών της 2ης Συμπληρωματικής Σύμβασης παρίσταται νόμιμη, ενόψει και της ήδη εγκριθείσας 2ης παράτασης του αρχικού συμβατικού χρόνου της μελέτης. Τούτο διότι αποδείχθηκε ότι οι ανατιθέμενες με το ελεγχόμενο σχέδιο σύμβασης εργασίες αποτελούν συμπληρωματικές υπηρεσίες κατά την έννοια του εφαρμοστέου εν προκειμένου άρθρου 29 παρ. 1 του ν. 3316/2005, καθόσον: α) αφορούν σε τμήμα του αντικειμένου της αρχικής σύμβασης, ήτοι στη λειτουργία του Γραφείου Κτηματογράφησης και στην ενημέρωση της κτηματολογικής βάσης, δεν περιλαμβάνονται όμως σ’ αυτό κατ’ είδος, καθόσον αφορούν σε μεταγενέστερο της αρχικής σύμβασης χρονικό διάστημα και τιμολογούνται, ως εκ τούτου, διαφορετικά, είναι δε αναγκαίες για την ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου στους προαναφερόμενους δήμους, β) οφείλονται σε περιστάσεις που προέκυψαν εκ των υστέρων από γεγονότα μη δυνάμενα να προβλεφθούν από την αναθέτουσα αρχή κατά το χρόνο κατάρτισης των συμβατικών τευχών και της σύναψης τόσο της αρχικής όσο και της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης. Συγκεκριμένα, η παροχή πρόσθετων υπηρεσιών από την ημερομηνία υπογραφής του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης και μέχρι την παραταθείσα ημερομηνία λήξης του καθαρού χρόνου (2.4.2019), κατέστη αναγκαία, οφειλόταν δε στις καθυστερήσεις που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των εργασιών της αρχικής αλλά και της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης για τους λόγους που προεκτέθηκαν (σκέψη 4.v) και οι οποίοι δεν ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης της αναθέτουσας αρχής και γ) αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της αρχικής σύμβασης και δεν μπορούν να διαχωριστούν, από τεχνική και οικονομική άποψη, από την εκτέλεση αυτής (της αρχικής σύμβασης), χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα αναφορικά με την αδιάλειπτη λειτουργία της διαδικασίας Κτηματογράφησης. Τέλος, δοθέντος ότι η αξία των εργασιών της 2ης Συμπληρωματικής Σύμβασης, όπως τιμολογήθηκαν με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 3 του Κανονισμού Προεκτιμώμενων αμοιβών της ...., συνυπολογιζόμενης και της αντίστοιχης τιμής μονάδος της οικονομικής προσφοράς του αναδόχου, εκτιμάται σε 116.638,43 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.), αθροιζόμενη δε με εκείνη που προϋπολογίστηκε κατά τη σύναψη της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης, ποσού 155.517,90 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.), δεν υπερβαίνει το 50% της αξίας της αρχικής σύμβασης, το Κλιμάκιο, κρίνει ότι κατά την ελεγχόμενη διαδικασία δεν διαπιστώνονται ουσιώδεις νομικές πλημμέλειες και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος που να κωλύει την υπογραφή του σχεδίου της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης.


ΕΣ/Τ6/707/2010

Συμπληρωματικές συμβάσεις.Η ορθή έννοια του άρθρου 19 παρ.7 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ Α΄ 189), όσον αφορά τις προϋποθέσεις ελέγχου των συμπληρωματικών συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, των οποίων η αρχική σύμβαση υπήχθη στον έλεγχο, είναι ότι ο έλεγχος νομιμότητας που καταλείπεται στο Δικαστήριο επεκτείνεται και στην περίπτωση συμπληρωματικών, της κύριας, συμβάσεων, ανεξαρτήτως ποσού. Τούτο, διότι σκοπός της προαναφερόμενης διάταξης είναι η θεσμοθέτηση μίας αποτελεσματικής διαδικασίας για τον έλεγχο της νομιμότητας των συμβάσεων, ο οποίος θα ανατρεπόταν ή θα καθίστατο αλυσιτελής, ιδίως στην περίπτωση που θα παρεχόταν στη Διοίκηση η ευχέρεια να συνάπτει ανέλεγκτα συμπληρωματικές συμβάσεις. Περαιτέρω, οι συμπληρωματικές αυτές συμβάσεις, στη σύναψη των οποίων προβαίνουν οι αναθέτουσες αρχές, αποτελούν παρακολούθημα του αντικειμένου της αρχικής σύμβασης και, ως εκ τούτου, δεν έχουν το χαρακτήρα αυτοτελών συμβάσεων με ιδιαίτερο οικονομικό αντικείμενο, για τις οποίες, προκειμένου να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο, απαιτείται η προϋπολογισθείσα δαπάνη τους να υπερβαίνει το ποσό που θεσπίζεται από το νόμο για τον προληπτικό έλεγχο των αρχικών συμβάσεων. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι συμπληρωματικές συμβάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν σε ποσοστό 50% το ποσό της αρχικής σύμβασης. Εξάλλου, εάν τεθεί ως αφετηρία ελέγχου των συμπληρωματικών συμβάσεων το ποσό που θεσπίζεται για τον προληπτικό έλεγχο των αρχικών συμβάσεων (1.000.000,00 ευρώ ή 5.000.000,00 ευρώ, σε περίπτωση που οι συμβάσεις αφορούν σε δημόσια έργα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως εν προκειμένω, βλ. άρθρο 25 του ν. 3614/2007, ΦΕΚ Α΄267), μεγάλο μέρος των συμπληρωματικών αυτών συμβάσεων, των οποίων η αρχική σύμβαση υπήχθη στον έλεγχο, θα μείνει, τελικώς, ανέλεγκτο, γεγονός που υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη, ο οποίος ήθελε και οι συμβάσεις αυτές, ανεξαρτήτως ποσού, να υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ενόψει και του ότι η ανάθεση των συμβάσεων αυτών γίνεται συνήθως χωρίς προηγούμενη διενέργεια ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, αλλά κατόπιν εξαιρετικών διαδικασιών (διαπραγματεύσεις, απευθείας ανάθεση κλ.π.). Επομένως, η υπό κρίση αίτηση, είναι τυπικά δεκτή και εξεταστέα περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία αναθέσεως εκτελέσεως εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού.


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/141/2010

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να συνάπτουν συμβάσεις εκπονήσεως μελετών ή παροχής υπηρεσιών με τη διαδικασία της διαπραγματεύσεως χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου 10, οι οποίες, ως εισάγουσες εξαίρεση από τον κανόνα του ανοικτού διαγωνισμού, ερμηνεύονται στενά (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ στην υπόθεση C-385/2002, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας). Μεταξύ των περιπτώσεων που απαριθμούνται στο ως άνω άρθρο συγκαταλέγεται και η κατάρτιση συμπληρωματικής συμβάσεως με τον ανάδοχο της αρχικής τοιαύτης υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) οι συμπληρωματικές μελέτες ή υπηρεσίες παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με τις αρχικές, αλλά δεν περιελήφθησαν στην αρχική σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου εξαιτίας απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της, δ) η συνολική δαπάνη των συμπληρωματικών συμβάσεων να μην υπερβαίνει αθροιστικά το πενήντα τοις εκατό (50%) του ύψους της αρχικής συμβατικής αμοιβής και ε) να έχει προηγηθεί γνώμη του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου. Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι ο αρχικός σχεδιασμός με βάση τον οποίο προσδιορίσθηκε το αντικείμενο των μελετών ή των υπηρεσιών, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Εξάλλου, ως εκ της φύσεως της σχετικής απόφασης για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης, επιβάλλεται να προκύπτει κάθε φορά πλήρης και σαφής αιτιολογία περί της συνδρομής των προϋποθέσεων για την εφαρμογή της (βλ. σχετ. πράξεις VI ΤμΕλΣυν. 95, 99/2004, 27/2005, IV ΤμΕλΣυν. 33/2000, 112/2002, 189/2003, 102/2002). Περαιτέρω, για την εκτέλεση της συμπληρωματικής σύμβασης συντάσσεται και εγκρίνεται Συγκριτικός Πίνακας, ο οποίος επιδίδεται στον ανάδοχο της αρχικής συμβάσεως. Η επίδοση αυτή επέχει θέση προσκλήσεως προς υπογραφή του συμβατικού κειμένου (βλ. σχετ. VI Τμ. Ελ.Συν. 113/2008).


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/915/2021

Αντικατάσταση φωτιστικών σωμάτων...Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Με την ελεγχόμενη Σ.Σ., όπως βασίμως κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, συντελείται επέκταση του αντικειμένου της αρχικής σύμβασης, με την ανάθεση εκτέλεσης εργασιών, οι οποίες είτε πρόκειται να εκτελεστούν σε επιπλέον οδούς από τις αρχικά προσδιορισθείσες, είτε αφορούν σε αποκατάσταση βλαβών που υπερβαίνουν τη συμβατική δαπάνη του έργου, η οποία επιφέρει επαύξηση του συμβατικού τιμήματος κατά ποσοστό 49,17%. Υπό τις συνθήκες αυτές, ανεξάρτητα αν θα επηρέαζε το αποτέλεσμα της διαδικασίας ανάθεσης της αρχικής σύμβασης προσελκύοντας το ενδιαφέρον και άλλων οικονομικών φορέων, σε κάθε περίπτωση, η ανάθεση στον αρχικό ανάδοχο πρόσθετων εργασιών, οι οποίες, είτε σε ποσότητα είτε σε είδος, δεν είχαν αρχικώς προβλεφθεί και οι οποίες επιφέρουν επαύξηση του οικονομικού αντικειμένου της αρχικής σύμβασης κατά ποσοστό 49,17%, συνιστά τροποποίηση που επεκτείνει σημαντικά το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης (βλ. ΔΕΕ, προηγουμένως ΔΕΚ, απόφ., της 29.4.2010 C-160/08 σκ. 99, της 19.6.2008 C-454/06 σκ. 36), και, ως εκ τούτου, ουσιώδη τροποποίηση, για την οποία απαιτείται νέα διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα Α.Α., με την με την 1605/7.12.2020 πράξη της Οικονομικής Επιτροπής, με την οποία εγκρίθηκε η ως άνω τροποποίηση, δεν τεκμηριώνει ότι συντρέχει περίπτωση επιτρεπτής, κατ’ άρθρο 156 παρ. 1 του ν. 4412/2016, ανάθεσης εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών, χωρίς νέα διαδικασία σύναψης σύμβασης. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει η επέλευση απρόβλεπτων περιστάσεων μετά την ανάθεση της αρχικής σύμβασης, ενώ δεν στοιχειοθετούν, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, απρόβλεπτες περιστάσεις που δικαιολογούν τη σύναψη της ελεγχόμενης Σ.Σ. η αόριστη επίκληση ατυχημάτων και έντονων καιρικών φαινομένων, χωρίς αυτά να προσδιορίζονται χρονικά και τοπικά και να προκύπτουν από σχετικά δελτία συμβάντων ή καταγραφής ζημιών και χωρίς να συσχετίζονται με συγκεκριμένες επιπτώσεις-βλάβες που εξαιτίας αυτών επήλθε επαύξηση του τεχνικού αντικειμένου της αρχικής σύμβασης. Συναφώς, πέραν της αοριστίας του ισχυρισμού περί ζημιών στο δίκτυο εξαιτίας έντονων καιρικών φαινομένων, ο ισχυρισμός αυτός, κατά το μέρος που γίνεται επίκληση ζημιών στο δίκτυο εξαιτίας της κακοκαιρίας που έλαβε χώρα από 15 έως 17.2.2021, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, δεδομένου ότι αφορά σε γεγονότα μεταγενέστερα της έγκρισης, με τη 1605/7.12.2020 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου ..., του 3ου Α.Π.Ε. και της ελεγχόμενης Σ.Σ.. Επίσης, οι επικαλούμενες συμπληρωματικές εργασίες για την τοποθέτηση των 25 ηλεκτρικών φορτιστών, πέραν του ότι δεν προκύπτει ότι παρουσιάζουν την απαιτούμενη αναγκαία συνάφεια με το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, δεν συμπεριλαμβάνονται στο αντικείμενό της, όπως αυτό καθορίζεται στον εγκριθέντα 3ο Α.Π.Ε. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεν συντρέχει εν προκειμένω η σωρευτικά απαιτούμενη, με το άρθρο 156 παρ. 1 του ν. 4412/2016, προϋπόθεση της ανάγκης εκτέλεσης συμπληρωματικών εργασιών λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων που να δικαιολογεί τη σύναψη της ελεγχόμενης Σ.Σ. χωρίς νέα διαδικασία σύναψης σύμβασης. Τα αυτά κρίνοντας και το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη πράξη ορθώς εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις, τα δε αντίθετα προβαλλόμενα με την κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/238/2007

Με τα παραπάνω δεδομένα και σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη έγιναν δεκτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση οι προτεινόμενες με το ελεγχόμενο σχέδιο σύμβασης υπηρεσίες δεν μπορούν νομίμως να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στην σκέψη ΙΙ της παρούσας, καθόσον: α) οι επίμαχες υπηρεσίες είναι πρόσθετες υπηρεσίες, με τις οποίες απλώς επεκτείνεται το αρχικό συμβατικό αντικείμενο (δηλαδή η διευθέτηση του ρέματος Ραφήνας) και δεν τελούν σε σχέση συμπληρωματικότητας με τις υπηρεσίες της αρχικής σύμβασης κατά την έννοια του νόμου, β) η ανάγκη ανάθεσης των ως άνω πρόσθετων υπηρεσιών δεν ανέκυψε, όπως απαιτεί ο νόμος, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των υπηρεσιών της αρχικής σύμβασης, αλλά αυτές ανατέθηκαν, με τη Δ1021997/3.2.2006 απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, μετά τη λήξη της ισχύος της αρχικής σύμβασης, η οποία σύμφωνα με τον αντίστοιχο υποχρεωτικό όρο της οικείας διακήρυξης έληξε με την πάροδο 20 μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης προέγκρισης χωροθέτησης (11.10.2001), δηλαδή τον Ιούνιο του 2003, και γ) δεν προκύπτει, (ούτε η αναθέτουσα αρχή το επικαλείται), η συνδρομή καμίας απρόβλεπτης περίστασης, κατά την έννοια που προεκτέθηκε, που να κατέστησε αναγκαία την ανάθεση των επίμαχων υπηρεσιών. Εξάλλου, η εν λόγω απευθείας ανάθεση παροχής υπηρεσιών δεν μπορεί να υπαχθεί ούτε στην περίπτωση του άρθρου 31 παρ. 4β΄ της 2004/18 οδηγίας της ΕΕ, διότι δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, αφού, ανεξαρτήτως της συνδρομής των λοιπών προϋποθέσεων, η δυνατότητα αυτή ενεργοποιήθηκε το πρώτον με την προαναφερθείσα Δ1021997/3.2.2006 εγκριτική απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., ήτοι μετά την παρέλευση τριετίας από την υπογραφή της αρχικής σύμβασης. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερθέντων, κωλύεται η υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης λόγω της μη συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για τη σύναψή της, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν.