ΕΣ/Τ6/106/2008
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Ανάθεση συμπληρωματικών μελετών.Ακόμη όμως και εάν θεωρηθεί ότι το έγγραφο αυτό του Υπουργείου Πολιτισμού ήταν η αιτία που δημιούργησε την ανάγκη εκπόνησης συμπληρωματικών μελετών, και ασχέτως του χαρακτήρα αυτών ως πράγματι συμπληρωματικών, όπως επικαλούνται οι αιτούντες, σε καμία περίπτωση η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί περίσταση μη δυνάμενη να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της σύμβασης, διότι αποτελεί γεγονός που προηγήθηκε αυτής (το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία 20-2-2005 και η αρχική σύμβαση υπεγράφη στις 27-7-2005) και επομένως η εκπόνηση συμπληρωματικής γεωτεχνικής μελέτης στατικότητας και ερευνητικών εργασιών αντοχής των φερόντων στοιχείων θα μπορούσε να έχει ληφθεί υπόψη κατά τη σύναψη της αρχική σύμβασης και αναλόγως να ενσωματωθεί στην αρχική προσέγγιση της μελέτης και την υποβολή των εναλλακτικών προτάσεων προκειμένου να διασαφηνισθεί το φυσικό αντικείμενο του έργου.Μη ανάκληση της αριθμ.141/2008 πράξης του Ζ Κλιμακίου
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/Τ6/113/2008
Μελέτες.Συμπληρωματικές συμβάσεις.Ανάκληση της 160/2008 πράξης του Ζ Κλιμακίου.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη και τέταρτη σκέψη της παρούσας Πράξεως, κρίσιμο νομοθετικό καθεστώς για να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικής συμβάσεως είναι οι διατάξεις του Ν. 3316/2005, καίτοι η αρχική σύμβαση είχε συνομολογηθεί υπό το καθεστώς του Ν. 716/1977, διότι η έγκριση του Συγκριτικού Πίνακα από το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε χώρα στις 26.7.2007, η δε κοινοποίηση του στην σύμπραξη των μελετητικών γραφείων, η οποία έπεται της εγκρίσεως και ισοδυναμεί με πρόσκληση για κατάρτιση συμπληρωματικής συμβάσεως συνετελέσθησαν υπό την ισχύ των νέων νομοθετικών διατάξεων. Περαιτέρω, η ανάγκη εκπόνησης κυκλοφοριακής και ακτομηχανολογικής μελέτης οφείλονται σε απρόβλεπτα περιστατικά διότι είτε ανάγονται στις αποφάσεις άλλου φορέα (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), οι πράξεις του οποίου δεσμεύουν την αναθέτουσα αρχή είτε ήταν αδύνατον να προβλεφθούν κατά την κατάρτιση της αρχικής μελέτης καθόσον κατά την αρχική ανάθεση δεν υπήρχε εγκεκριμένη προκαταρκτική μελέτη. Δεδομένου δε ότι συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του Νόμου, δηλαδή οι ως άνω συμπληρωματικές μελέτες παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με τις αρχικές, δεν μπορούν να διαχωρισθούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την Αναθέτουσα Αρχή κα είναι απολύτως αναγκαίες για την άρτια ολοκλήρωση της αρχικής μελέτης του έργου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάρτιση της 1ης συμπληρωματικής συμβάσεως είναι νόμιμη.
ΕΣ/Τμ.6/2158/2011
Οι επικληθείσες με τις υπό κρίση αιτήσεις ειδικές περιστάσεις, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι δεν συνιστούν αιτιολογία σχετικά με τη συνδρομή απρόβλεπτων περιστάσεων, εντούτοις αποτελούν πραγματικά γεγονότα δυνάμενα αντικειμενικά να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού μελετητή. Eπιπροσθέτως, οι προπεριγραφείσες νέες εργασίες επεκτείνουν κατ’ ουσίαν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης και βελτιώνουν την ποιότητά του (επέκταση και βελτίωση που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου) με αποτέλεσμα να μη δύνανται να θεωρηθούν κατά τα προεκτεθέντα ως νόμιμες συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα. Επίσης, η ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζεται από τους αιτούντες, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης περίστασης κάθε επισυμβάντος κατά τη μελετητική διαδικασία ευρήματος το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί επακριβώς από την αναγνωριστική μελέτη, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου το οποίο, ως ενσωματώθηκε με το ν.3316/2005, επιτάσσει τη μη τροποποίηση ουσιώδους όρου (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου) του διαγωνισμού μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελετών, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Αβασίμως, δε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν η δημοπράτηση μίας μελέτης γίνεται επί τη βάσει ήδη εγκεκριμένης μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν, κατά την εκπόνηση των επόμενων σταδίων της μελέτης, διαφοροποιήσεις και μάλιστα ουσιώδεις στα επιμέρους θέματα, για το λόγο αυτό δε και η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο προεκτιμώμενη, διότι από τη στιγμή που θεσπίστηκε η οικονομική προσφορά στους διαγωνισμούς του ν.3316/2005 απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβής προσδιορισμός του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, συνάρτηση του οποίοι αποτελεί και το οικονομικό της αντικείμενο. Άλλωστε, η αναθέτουσα αρχή ήταν δυνατόν να προβλέψει και να εκτιμήσει πριν από τη διενέργεια του διαγωνισμού για τη σύναψη της αρχικής σύμβασης το 2007 την ανάγκη συμπερίληψης σε αυτή των υπόψη συμπληρωματικών εργασιών, δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να συντάσσουν τους όρους της προκήρυξης διαγωνισμού, αφού έχουν προηγουμένως αναλύσει διεξοδικά όλες τις σχετικές περιστάσεις μετά από επικαιροποίηση των υπαρχόντων στοιχείων του φακέλου (βλ. άρθρα 4 και 7 παρ. 2 εδ. β και 4 εδ. α του ν.3316/2005, σχετικά με την επικαιροποίηση των στοιχείων του φακέλου του έργου). Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της αναθέτουσας αρχής ότι τα αρμόδια όργανά της, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι η σύναψη της κρινόμενης συμβάσεως είναι νόμιμη. Τούτο δε καθόσον πλάνη και δη συγγνωστή δεν χωρεί εν προκειμένω διότι υπάρχει, από μακρού χρόνου, σταθερότητα της νομοθεσίας και της νομολογίας ως προς τις προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικών συμβάσεων.
ΕλΣυν/Τμ.6/2245/2011
Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη δεύτερη σκέψη της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης συμπληρωματικών μελετών δεν αιτιολογείται ως προς το προαπαιτούμενο της συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων εκ μέρους του αρμοδίου για την έκδοση της σχετικής απόφασης Διευθυντή Συγκοινωνιακών Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων ανάκλησης περί συνδρομής των περιστάσεων αυτών και περί της ύπαρξης επαρκούς αιτιολογίας στην αιτιολογική έκθεση. Συγκεκριμένα, ως προς τον πρώτο λόγο ανάκλησης, η ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζεται από το Υπουργείο, αλλά και την παρεμβαίνουσα σύμπραξη, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης περίστασης κάθε επισυμβάντος κατά τη μελετητική διαδικασία ευρήματος το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί επακριβώς από την αναγνωριστική μελέτη, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου το οποίο, ως ενσωματώθηκε με το ν.3316/2005, επιτάσσει τη μη τροποποίηση ουσιώδους όρου (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου) του διαγωνισμού μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελετών, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Αβασίμως, δε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν η δημοπράτηση μίας μελέτης γίνεται επί τη βάσει αναγνωριστικής μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν, κατά την εκπόνηση των επόμενων σταδίων της μελέτης, διαφοροποιήσεις και μάλιστα ουσιώδεις στα επιμέρους θέματα, για το λόγο αυτό δε και η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο προεκτιμώμενη, διότι από τη στιγμή που θεσπίστηκε η οικονομική προσφορά στους διαγωνισμούς του ν.3316/2005 απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβής προσδιορισμός του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, συνάρτηση του οποίοι αποτελεί και το οικονομικό της αντικείμενο. Άλλωστε, η αναθέτουσα αρχή όφειλε να προβλέψει και να εκτιμήσει πριν από τη διενέργεια του διαγωνισμού για τη σύναψη της αρχικής σύμβασης την ανάγκη συμπερίληψης σε αυτή των υπόψη συμπληρωματικών εργασιών, δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να συντάσσουν τους όρους της προκήρυξης διαγωνισμού, αφού έχουν προηγουμένως αναλύσει διεξοδικά όλες τις σχετικές περιστάσεις μετά από επικαιροποίηση των υπαρχόντων στοιχείων του φακέλου (βλ. άρθρα 4 και 7 παρ. 2 εδ. β και 4 εδ. α του ν.3316/2005, σχετικά με την επικαιροποίηση των στοιχείων του φακέλου του έργου). Περαιτέρω και στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το πίνακα συμπληρωματικών εργασιών δεν περιέχεται επαρκής αιτιολογία, όπως αβασίμως προβάλλεται με την αίτηση ανάκλησης. Συγκεκριμένα στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει την συμπληρωματική σύμβαση, αναφέρεται η ανάγκη σχεδιασμού παράπλευρων οδών, λόγω της αναμενόμενης αστικοποίησης της περιοχής, χωρίς όμως να δίνεται οποιαδήποτε αιτιολόγηση σε τι συνίσταται το απρόβλεπτο. Περαιτέρω αναφέρεται ότι η χρήση ακριβέστερων υποβάθρων και η αναγκαιότητα σεβασμού του φυσικού περιβάλλοντος οδήγησε σε μια σειρά από αλλαγές στα αναγκαία τεχνικά έργα, που αφορούν είτε αντικατάσταση των αρχικώς εκτιμηθέντων, αντικατάσταση, που όπως η ίδια αναφέρει, είναι αναμενόμενο να προκύψει κατά τη λεπτομερέστερη μελέτη οδοποιίας, είτε στη χάραξη νέων λόγω της ανάγκης γεφύρωσης υφισταμένων ρεμάτων, ότι προέκυψε επίσης ανάγκη για διαμορφώσεις στην κοίτη παρακείμενων της οδού ρεμάτων και μικρής κλίμακας αλλαγές στους διάφορους οχετούς. Αντίθετα δε γίνεται καμία αναφορά στις αποτυπώσεις της αναγνωριστικής μελέτης και στα σημεία που αυτή παρουσίασε ελλείψεις, ώστε να πρέπει να γίνουν διαφοροποιήσεις, ούτε περαιτέρω αιτιολογείται ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι τέτοιας έκτασης, που υπερβαίνουν τις αναμενόμενες, ενόψει του ότι πρόκειται για αναγνωριστική μελέτη, και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί από τους αναδόχους μελετητές κατά την σύνταξη της προσφοράς τους και, συνεπώς, ορθά το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη πράξη του έκρινε ότι δεν αποδεικνύεται με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η συνδρομή απρόβλεπτης περίστασης, πολλώ μάλλον που ορισμένες συμπληρωματικές μελέτες, όπως αυτές που αφορούν σε επιπλέον παράπλευρες οδούς, αφορούν απλώς σε επέκταση του φυσικού αντικειμένου του έργου. Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της αναθέτουσας αρχής ότι τα αρμόδια όργανά της, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι η σύναψη της κρινόμενης συμβάσεως είναι νόμιμη. Τούτο δε καθόσον πλάνη και δη συγγνωστή δεν χωρεί εν προκειμένω διότι υπάρχει, από μακρού χρόνου, σταθερότητα της νομοθεσίας και της νομολογίας ως προς τις προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικών συμβάσεων.
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/265/2017
Εκπόνηση μελέτης και σύμβαση παροχής υπηρεσιών: ..Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η κρινόμενη σύμβαση, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, δεν αποτελεί γνήσια προγραμματική σύμβαση, αλλά κοινή εξ επαχθούς αιτίας δημόσια σύμβαση. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι με το άρθρο 138 του ν. 4070/2012 η «….» μπορεί να μετέχει ως αντισυμβαλλόμενο μέρος σε προγραμματικές συμβάσεις, καθόσον αυτονόητη προϋπόθεση είναι η συναπτόμενη σύμβαση να φέρει ως εκ του αντικειμένου της τα χαρακτηριστικά προγραμματικής, ουδόλως προσδίδει δε σ’ αυτή τη νομική φύση προγραμματικής σύμβασης το γεγονός ότι η «..» συμβάλλεται με κάποιον από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 100 του ν. 3852/2010. Σύμφωνα με το τεχνικό της αντικείμενο, η σύμβαση αυτή συνιστά σύνθετη σύμβαση εκπόνησης σύνθετης μελέτης, ήτοι μελέτης που περιλαμβάνει περισσότερες κατηγορίες μελετών του άρθρου 2 ν. 3316/2005 αναφορικά με το έργο της επέκτασης του κοιμητηρίου .., και παροχής συναφών υπηρεσιών, ως τέτοιων νοουμένων των υπηρεσιών που απαιτούνται για την προετοιμασία, τη διεξαγωγή της διαδικασίας ανάθεσης και τη διοίκηση της μελέτης, κυρίως δε για τον καθορισμό των γενικών και ειδικών τεχνικών όρων, με τους οποίους θα εκτελούνταν η σύμβαση ανάθεσης μελέτης, ακολούθως δε για τη διεξαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης του συγκεκριμένου τεχνικού έργου, τη διοίκηση των συμβάσεων, την έγκριση των μελετών και την παραλαβή του αντικειμένου της σύμβασης. Η προβλεπόμενη από τον ν. 3316/ 2005 διαδικασία για τη σύναψη αυτής είναι κατ’ αρχήν αυτή του διαγωνισμού, όλως εξαιρετικώς προβλέπεται δε η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης με συγκεκριμένο ανάδοχο εφόσον συντρέχει κατεπείγουσα ανάγκη, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ότι η έλλειψη επαρκούς χρόνου δεν ανάγεται σε υπαιτιότητα της αναθέτουσας Αρχής. Εν προκειμένω, ο Σύνδεσμος προσέφυγε στη σύναψη σύμβασης με την ... επικαλούμενος λόγους κατεπείγοντος συνιστάμενους στην επιδείνωση του προβλήματος έλλειψης διαθέσιμων ταφικών τμημάτων, όπως αναφέρεται στο από 16.1.2015 έγγραφο του Τμήματος Κοινωνικής Εξυπηρέτησης αυτού. Ωστόσο, την επικαλούμενη συνδρομή κατεπείγουσας ανάγκης αναιρεί το γεγονός της επί 13 μήνες αναμονής του Συνδέσμου μέχρι την οριστικοποίηση της ηγεσίας της .. προκειμένου να επικαιροποιηθεί η έγκριση σύναψης της μεταξύ τους σύμβασης, ενώ άλλωστε και από το Τμήμα Κοινωνικής Εξυπηρέτησης είχε προταθεί ως μέτρο, πρόσκαιρης έστω, αντιμετώπισης του ζητήματος η αναστολή χορήγησης παράτασης της τριετούς υποχρεωτικής ταφής, συνεπώς επί μη συνδρομής κατεπείγουσας ανάγκης μη νομίμως προσέφυγε ο Σύνδεσμος στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης. Κατ’ ακολουθία η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη νόμιμη, συνεπώς αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί
ΕΣ/Τ4/167/2009
Μελέτες.Απευθείας ανάθεση.Η ανάθεση της επίμαχης «συμπληρωματικής οριστικής μελέτης» του ως άνω έργου δεν συνιστά προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης συμπληρωματικής μελέτης, κατά την έννοια του άρθρου 29 του ν. 3316/2005, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τη διάταξη αυτή (όπως ύπαρξη αρχικής σύμβασης μελέτης σε φάση εκτέλεσης και ανάθεση, στον αρχικό ανάδοχο, συμπληρωματικών εργασιών, αναγκαίων για την ολοκλήρωση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου), αλλά συνιστά αυτοτελή απευθείας ανάθεση στους φερόμενους ως δικαιούχους, μη έχοντες σχέση με την αρχική μελέτη, που είχε μάλιστα ολοκληρωθεί ήδη από το έτος 2004 και για αντικείμενο πρόσθετο και διαφορετικό σε σύγκριση με το αρχικώς προβλεφθέν.
ΕλΣυν/Κλ.Ζ/133/2009
Με τις μνημονευθείσες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, με τις οποίες, κατά τα ήδη εκτεθέντα (ανωτέρω σκέψη 6), ενσωματώνεται η σχετική κοινοτική Οδηγία, καθορίζονται οι προϋποθέσεις καθώς, επίσης, και η διαδικασία για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης, με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενης δημόσιας σύμβασης μελετών και συναφών υπηρεσιών. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι, κατά τα παγίως κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.), η σύναψη συμπληρωματικών συμβάσεων, η οποία γίνεται με προσφυγή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης και εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στη διαδικασία αυτή το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται (βλ. Δ.Ε.Κ.: απόφαση της 2.6.2005, Υπόθεση C-394/02, σκέψη 33, απόφαση της 14.9.2004, Υπόθεση C-385/02, σκέψη 19, απόφαση της 10.4.2003, Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-20/01 και C-28/01, σκέψη 58, απόφαση της 18.5.1995, Υπόθεση C-57/94, σκέψη 23, απόφαση της 10.3.1987, Υπόθεση C-199/85, σκέψη 14). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν.3316/2005, για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης και την ανάθεση, στον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, της εκπόνησης συμπληρωματικών μελετών ή της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών, που, κατά το είδος ή την ποσότητα, δεν περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) Να είναι αναγκαίες οι συμπληρωματικές μελέτες ή υπηρεσίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης, επομένως, πρέπει να παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το εκτελούμενο έργο, δηλαδή να αφορούν το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, και να μην περιλαμβάνονται στην αρχική σύμβαση. β) Να συντρέχει περίσταση που δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης. Συναφώς, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. 20/2009, 199/2008, 246/2007, 147, 30/2005, 45/2004 πράξεις παρόντος Κλιμακίου), ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα, που, παρά το ότι καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. γ) Να μη μπορούν οι συμπληρωματικές υπηρεσίες, από τεχνική ή οικονομική άποψη, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για τον εργοδότη ή να κρίνονται απολύτως αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της έστω και αν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν. Επίσης, προϋπόθεση για την έγκυρη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης είναι η προηγούμενη έγκριση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου, η σύνταξη και έγκριση σχετικού Συγκριτικού Πίνακα. Τέλος, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών συμβάσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει αθροιστικά το πενήντα τοις εκατό (50%) της αρχικής συμβατικής αμοιβής. Με δεδομένο ότι κατά την εκπόνηση των μελετών κτηματογράφησης των προγραμμάτων που προηγήθηκαν το ποσοστό των δηλώσεων δεν ξεπέρασε συνολικά, κατά προσέγγιση, το 60% του προεκτιμηθέντος αριθμού δικαιωμάτων, η εκτίμηση της εταιρείας κατά το χρόνο προκήρυξης του έργου ήταν ότι δεν θα υπήρχε υπέρβαση του ως άνω αριθμού των δικαιωμάτων που προέβλεψε το μοντέλο στατιστικής εκτίμησης. Όμως, οι σημαντικές απρόβλεπτες αλλαγές που επήλθαν τα τελευταία χρόνια στην αγορά ακινήτων (όπως, ενδεικτικά, η αύξηση της οικοδομικής δραστηριότητας λόγω των ευνοϊκών χρηματοοικονομικών συνθηκών και της κατασκευής σημαντικών έργων υποδομής που βελτίωσαν την ποιότητα ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα, η εισαγωγή του Φ.Π.Α. στην κατασκευή ακινήτων κλπ.) είχαν ως αποτέλεσμα, ιδίως στην περιοχή του Δήμου Αθηναίων που αφορά η συγκεκριμένη σύμβαση, να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δικαιωμάτων που υπάρχουν σ’ αυτές.
ΕλΣυν/ΚλΖ/155/2015
ΜΕΛΕΤΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά οι ελεγχόμενες υπηρεσίες μελετών, οι οποίες δεν περιελήφθησαν στην αρχική σύμβαση α) παρουσιάζουν, κατά την κρίση του Κλιμακίου, αναγκαία συνάφεια με το αρχικό συμβατικό αντικείμενο, αφού αφορούν σε περιοχή όμορη με αυτήν της αρχικής σύμβασης και μάλιστα εντός της εδαφικής περιφέρειας του ίδιου δήμου, β) κατέστησαν αναγκαίες λόγω απροβλέπτων περιστάσεων, αφού η νέα διοικητική διαίρεση της χώρας αντικειμενικώς δεν μπορούσε να προβλεφθεί κατά την δημοπράτηση και ανάθεση της αρχικής μελέτης, την δε τυχόν ολιγωρία των αρχών του τέως δήμου.. να μεριμνήσουν για τον πολεοδομικό σχεδιασμό της περιοχής ευθύνης του δήμου αυτού δεν μπορεί να την χρεωθεί ο δήμος …, γ) αν και μπορούν, κατά την εκτίμηση του Κλιμακίου, να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, είναι απολύτως αναγκαίες για την ολοκλήρωσή της, αφού, χωρίς να μεταβάλλουν ουσιωδώς το αντικείμενο της αρχικής μελέτης, αλληλεπιδρούν στον πολεοδομικό σχεδιασμό και τη διαμόρφωση των χρήσεων γης και στις ήδη ενταχθείσες στην αρχική σύμβαση δημοτικές ενότητες. Επομένως, η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης συμπληρωματικών μελετών παρίσταται νόμιμη.
ΕλΣυν.Τμ/6/1906/2013
ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ:..ζητείται η ανάκληση της 502/2012 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας το Τμήμα κρίνει ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για τη σύναψη της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, καθώς η ανάγκη επέκτασης του φυσικού και τεχνικού αντικειμένου της αρχικής σύνθετης μελέτης για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην φύση της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εν προκειμένω ως απρόβλεπτη περίσταση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον Σ.Π. της επίμαχης σύμβασης, η μη ανάθεση γεωτεχνικών μελετών με την αρχική σύμβαση οφείλεται στην αδυναμία ακριβούς εκτίμησης της χωροθέτησης των λιμενικών έργων και άρα του αντικειμένου των ανωτέρω μελετών. Πλην όμως, η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αναφορά του σημείου Α.8 του τεύχους τεχνικών δεδομένων του φακέλου του έργου ότι δεν υπάρχουν αβεβαιότητες ως προς την τεχνική λύση, τεχνική κρίση που λήφθηκε υπόψη για να δικαιολογηθεί η επιλογή της αιτούσας να προκηρύξει τη σύμβαση με τη διαδικασία του άρθρου 7 του ν. 3316/2005, ήτοι σε επίπεδο οριστικής μελέτης. Ως εκ τούτου, η σταδιακή οριστικοποίηση της χωροθέτησης των προς μελέτη έργων ήταν γνωστή εξ αρχής με συνέπεια να καθιστά αβάσιμο τον ισχυρισμό της αιτούσας περί συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων. Περαιτέρω, η γνωστή στα όργανα της αιτούσας πολυπλοκότητα του τεχνικού αντικειμένου του τελικού έργου έπρεπε να αποτελέσει τον γνώμονα κατάλληλης διαμόρφωσης του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, ενώ η δεδομένη αναγκαιότητα εκπόνησης γεωτεχνικής μελέτης για την άρτια ολοκλήρωση της μελέτης λιμενικών έργων, έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη εξαρχής, ώστε η σύνταξη των όρων της διακήρυξης να γίνει με κατά το δυνατό ακριβή προσδιορισμό τόσο του αντικειμένου της μελέτης όσο και της απαιτούμενης δαπάνης.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η προσβαλλόμενη Πράξη δεν πρέπει να ανακληθεί αφού υφίσταται έστω και ένας λόγος διακωλυτικός της υπογραφής του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης και, επομένως, η κρινόμενη αίτηση και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν.
Ελ.Συν.Κλ.7/51/2015
ΜΕΛΕΤΕΣ.Συμπληρωματικές συμβάσεις:Μη νόμιμη η εξόφληση του 1 ου λογαριασμού της 1 ης συμπληρωματικής σύμβασης της μελέτης «Αποχέτευση και Εγκατάσταση Επεξεργασίας Λυμάτων ....», καθόσον η συμπληρωματική σύμβαση, αντικείμενο της οποίας ήταν η εκπόνηση εδαφολογικής μελέτης, είναι μη νόμιμη, διότι συνήφθη πέντε έτη μετά την παράδοση και έγκριση της αρχικής μελέτης, αφού, προϋπόθεση για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης είναι η κατάρτιση αυτής πριν την εκπνοή της προθεσμίας περαίωσης της αρχικής (άρθρα 11, 17, 20 και 22 του ν. 716/1977, ΦΕΚ Α' 295/1977 και άρθρα 10, 29 και 45 του ν. 3316/2005, ΦΕΚ Α' 42/2005).
ΕλΣυνΤμ.6/1572/2018
ΜΕΛΕΤΕΣ- Συμπληρωματική σύμβαση:, ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 294/2018 Πράξης του Ζ’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..ανεξαρτήτως του ότι, όπως ορθώς κρίθηκε από το Ζ΄ Κλιμάκιο με την υπό ανάκληση Πράξη του, δεν αποδείχθηκε στην ελεγχόμενη περίπτωση ότι συντρέχουν οι απρόβλεπτες εκείνες περιστάσεις που δικαιολογούν την ανάθεση της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης, η σύναψη αυτής είναι μη νόμιμη για τον πρόσθετο, όπως κρίθηκε, λόγο ότι το αντικείμενο της ελεγχόμενης σύμβασης συνιστά μη επιτρεπόμενη από το ν. 3316/2005 εκ των υστέρων επέκταση και μεταβολή του τεχνικού αντικειμένου της αρχικής σύμβασης, δοθέντος ότι η διενέργεια των επίμαχων υδρομετρήσεων, ανεξαρτήτως της αναγκαιότητάς τους για την ολοκλήρωση της αρχικής μελέτης, αποτελούσε εξαρχής διακριτό και αυτοτελές τμήμα παροχής υπηρεσιών υδρομετρήσεων-και όχι μελετών που είναι το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης- το οποίο είχε ρητά αποσπαστεί από την αρχική σύμβαση μελέτης, με σκοπό να πραγματοποιηθεί από τη ΔΕΥΑΜΒ ..., ο δε προτεινόμενος από την ανάδοχο στην από 6-6-2018 τεχνική έκθεση Α΄ Φάσης εξοπλισμός για την διενέργεια των μετρήσεων ουδέποτε αποτέλεσε αντικείμενο της αρχικής σύμβασης... Ο λόγος ανάκλησης περί συγγνωστής πλάνης των οργάνων της ΔΕΥΑΜΒ κρίνεται επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, με δεδομένο το σταθερό νομοθετικό πλαίσιο και την πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς τις προϋποθέσεις σύναψης των συμπληρωματικών συμβάσεων, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά..Δεν ανακαλεί τη 294/2018 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου