Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν.Τμ/6/1906/2013

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 60/2007

ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ:..ζητείται η ανάκληση της 502/2012 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας το Τμήμα κρίνει ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για τη σύναψη της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, καθώς η ανάγκη επέκτασης του φυσικού και τεχνικού αντικειμένου της αρχικής σύνθετης μελέτης για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην φύση της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εν προκειμένω ως απρόβλεπτη περίσταση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον Σ.Π. της επίμαχης σύμβασης, η μη ανάθεση γεωτεχνικών μελετών με την αρχική σύμβαση οφείλεται στην αδυναμία ακριβούς εκτίμησης της χωροθέτησης των λιμενικών έργων και άρα του αντικειμένου των ανωτέρω μελετών. Πλην όμως, η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αναφορά του σημείου Α.8 του τεύχους τεχνικών δεδομένων του φακέλου του έργου ότι δεν υπάρχουν αβεβαιότητες ως προς την τεχνική λύση, τεχνική κρίση που λήφθηκε υπόψη για να δικαιολογηθεί η επιλογή της αιτούσας να προκηρύξει τη σύμβαση με τη διαδικασία του άρθρου 7 του ν. 3316/2005, ήτοι σε επίπεδο οριστικής μελέτης. Ως εκ τούτου, η σταδιακή οριστικοποίηση της χωροθέτησης των προς μελέτη έργων ήταν γνωστή εξ αρχής με συνέπεια να καθιστά αβάσιμο τον ισχυρισμό της αιτούσας περί συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων. Περαιτέρω, η γνωστή στα όργανα της αιτούσας πολυπλοκότητα του τεχνικού αντικειμένου του τελικού έργου έπρεπε να αποτελέσει τον γνώμονα κατάλληλης διαμόρφωσης του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, ενώ η δεδομένη αναγκαιότητα εκπόνησης γεωτεχνικής μελέτης για την άρτια ολοκλήρωση της μελέτης λιμενικών έργων, έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη εξαρχής, ώστε η σύνταξη των όρων της διακήρυξης να γίνει με κατά το δυνατό ακριβή προσδιορισμό τόσο του αντικειμένου της μελέτης όσο και της απαιτούμενης δαπάνης.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η προσβαλλόμενη Πράξη δεν πρέπει να ανακληθεί αφού υφίσταται έστω και ένας λόγος διακωλυτικός της υπογραφής του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης και, επομένως, η κρινόμενη αίτηση και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/186/2010/ΕΑ

Διαγωνισμός Δήμου για την εκπόνηση πολεοδομικής μελέτης. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως πράξεων με τις οποίες απερρίφθη η προσφορά της αιτούσας και κατακυρώθηκε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού σε άλλον διαγωνιζόμενο. Eφ` όσον είναι αμφίβολο εάν η αιτούσα πλήσσει παραδεκτώς και βασίμως τον αποκλεισμό της σε προηγούμενο στάδιο του διαγωνισμού, γεννώνται αμφιβολίες και ως προς το έννομο συμφέρον της για την προσβολή της 202/2009 αποφάσεως της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου …., με την οποία κατακυρώθηκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού Η βλάβη που προκαλείται σε συμμετέχοντα σε δημόσιο διαγωνισμό από την μη ανάδειξή του ως αναδόχου είναι προεχόντως οικονομική και συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Οι συμμετέχοντες στους δημόσιους διαγωνισμούς αναλαμβάνουν από την φύση της δραστηριότητάς τους, τον κίνδυνο να αποκλεισθούν ή να μην αναδειχθούν ανάδοχοι. Απορρίπτει την αίτηση.


ΣτΕ/316/2008/ΕΑ

Διαγωνισμός για την εκπόνηση μελέτης. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της απόρριψης της οικονομικής προσφοράς της αιτούσας με την αιτιολογία ότι παραβίαζε το ανώτατο όριο αμοιβών που καθοριζόταν στη διακήρυξη. .7. Επειδή, η αιτούσα στο υποβληθέν από αυτήν έντυπο 1 της οικονομικής προσφοράς της και ειδικότερα …Υπό τα δεδομένα αυτά και εν όψει όσων εξετέθησαν στις προηγούμενες σκέψεις, η κρίση περί απαραδέκτου της οικονομικής προσφοράς της στην οποία κατέληξε η αναθέτουσα αρχή, η οποία πολλαπλασίασε την αναγραφόμενη στη σχετική στήλη τιμή ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου με τον αντίστοιχο αριθμό μονάδων φυσικού αντικειμένου, φαίνεται να είναι νόμιμη, έστω και αν οδηγεί σε υπερβολικά μεγέθη, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα. Τέλος, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι η οικονομική προσφορά της δεν έπρεπε να απορριφθεί, καθώς λόγω της αναγραφής της συνολικής προσφερομένης τιμής ανά κατηγορία μελέτης δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία ως προς την προσφερομένη τιμή, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, η διακήρυξη δεν αρκείται στην υποβολή ορισμένης εκπτώσεως ή μιας συνολικώς προσφερομένης τιμής, αλλά, απαιτεί την εξειδίκευση της προσφερομένης τιμής ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου προβλέποντας προς τούτο την υποβολή ξεχωριστού εντύπου οικονομικής προσφοράς για τις τιμές ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου. 8. Επειδή, εφ` όσον, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, δεν πιθανολογείται σοβαρώς ότι ο αποκλεισμός της αιτούσας συμπράξεως από την περαιτέρω διαδικασία εχώρησε κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν το διαγωνισμό, αυτή στερείται εννόμου συμφέροντος προς αμφισβήτηση της νομιμότητος των προσβαλλομένων πράξεων, κατά το μέρος που με αυτές κρίθηκε παραδεκτή η οικονομική προσφορά της παρεμβαίνουσας συμπράξεως (Ε.Α. 73/2005 κ.ά.). 9. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή, κατόπιν τούτου, η ασκηθείσα παρέμβαση. Διά ταύτα Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.»


ΣτΕ/159/2008/ΕΑ

Διαγωνισμός για την ανάθεση της εκπονήσεως μελέτης. Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της απόρριψης της προσφοράς της αιτούσας. Ενόψει τούτου, απεκλείσθη η αιτούσα για τον λόγο ότι στην οικονομική προσφορά της αναγράφεται μόνον η συνολική προσφερόμενη τιμή για την συγκεκριμένη κατηγορία μελέτης και όχι οι επί μέρους προσφερόμενες τιμές μονάδος. Ο αποκλεισμός για τον λόγο αυτό φαίνεται να είναι σύμφωνος με τις παρατιθέμενες σε προηγούμενες σκέψεις διατάξεις που διέπουν τον διαγωνισμό, δεν πιθανολογούνται δε, ως εκ τούτου, σοβαρώς ως βάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αιτούσης, ούτε οι περαιτέρω ισχυρισμοί της ότι η προσφορά της έπρεπε να γίνει δεκτή σύμφωνα με μεταγενέστερη της προκηρύξεως εγκύκλιο (Ε1/22.1.2007), κατά την οποία δεν απαιτείται η προσφορά τιμών ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου, αλλά αρκεί η προσφορά ποσοστού έκπτωσης ανά κατηγορία μελέτης. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.


ΔΕΚ-C-318/1994

Η δυνατότητα, την οποία προβλέπει η οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στο άρθρο 9, στοιχείο δ', της αρχικής μορφής της και κατόπιν στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ', της μορφής που έλαβε μετά την τροποποίησή της από την οδηγία 89/440, να παρακάμπτεται η διαδικασία δημοπρατήσεως προκειμένου να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, εξαρτάται από τη συνδρομή πολλών σωρευτικών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη απροβλέπτου γεγονότος. Αν μια από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση δεν δικαιολογείται. Δεν συνιστά απρόβλεπτο γεγονός το ότι ένας φορέας κράτους μέλους, ο οποίος πρέπει να δώσει, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από την εθνική νομοθεσία διαδικασίας εγκρίσεως των σχεδίων δημοσίων έργων, τη συγκατάθεσή του για συγκεκριμένο σχέδιο, προβάλλει, πριν από την προς τούτο προβλεπομένη οριακή ημερομηνία, αντιρρήσεις για λόγους που δικαιούται να επικαλεστεί. Παραβαίνει επομένως τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας το κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές, μετά τη μη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων κατά την ανοικτή διαδικασία λόγω της καθυστερήσεως που προκάλεσε η άρνηση ενός φορέα να δώσει την έγκρισή του για τα αρχικώς προβλεπόμενα σχέδια έργων, αναθέτουν τμήμα της συμβάσεως ακολουθώντας τη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού.


ΣΤΕ/2889/2011

Εκπόνηση μελέτης...Επειδή, η αιτούσα εταιρεία απεκλείσθη από τον διαγωνισμό διότι «[στην οικονομική προσφορά της] δεν αναφέρονται οι προσφερόμενες τιμές ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου, σύμφωνα με το άρθρο 23.3 της Προκήρυξης». Η ανωτέρω αιτιολογία του αποκλεισμού της αιτούσης, η οποία ανταποκρίνεται στα στοιχεία του φακέλου, είναι νόμιμη και επαρκής εν όψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως. Ειδικότερα, η υποχρέωση προσφοράς τιμών ανά μονάδα φυσικού αντικειμένου, και μάλιστα επί ποινή αποκλεισμού, προκύπτει από τις διατάξεις που παρατίθενται στην πέμπτη σκέψη και αναφέρονται ειδικώς στο επίμαχο ζήτημα. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλει η αιτούσα, επικαλουμένη άλλες διατάξεις της προκήρυξης και του νόμου, ότι η προσφορά της, η οποία περιελάμβανε επί μέρους προσφερόμενες τιμές ανά κατηγορία μελέτης, ήταν σύμφωνη με την προκήρυξη του διαγωνισμού ή ότι, πάντως, οι αντιφάσεις των όρων της προκήρυξης ως προς το περιεχόμενο των οικονομικών προσφορών δεν μπορούσαν να αποβούν σε βάρος των διαγωνιζομένων. Άμοιρη επιρροής είναι και η Εγκύκλιος Ε.1/22.1.2007 του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, την οποία επικαλείται η αιτούσα εταιρεία. ..κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.


ΣΤΕ ΕΑ 1045/2010

Εκπόνηση μελέτης..:Με τα δεδομένα αυτά η κρίση της αναθέτουσας αρχής ότι η ακύρωση του διαγωνισμού δικαιολογείται λόγω της μη επίτευξης ικανοποιητικού επιπέδου ανταγωνισμού, ενόψει, προφανώς, του γεγονότος ότι στον διαγωνισμό υποβλήθηκε μια μόνον προσφορά, αυτή της αιτούσας, πιθανολογείται σοβαρώς ότι είναι πλημμελής. Και τούτο διότι η αναθέτουσα αρχή δεν εξηγεί για ποιους λόγους η προσφορά της αιτούσας, αυτοτελώς εκτιμώμενη, δεν είναι ικανοποιητική, εν όψει, μάλιστα, της βαθμολογίας που συγκέντρωσε η τεχνική της προσφορά και του γεγονότος ότι έδωσε την μεγαλύτερη επιτρεπτή έκπτωση με την οικονομική της προσφορά, ενώ, εξάλλου, η αναθέτουσα αρχή δεν επικαλείται συγκεκριμένα στοιχεία, αναγόμενα στη φύση της υπό ανάθεση μελέτης και τις συνθήκες της διεξαγωγής του διαγωνισμού, από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι είναι εύλογη η προσδοκία της να επιτύχει μεγαλύτερη συμμετοχή υποψήφιων μελετητών σε περίπτωση επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού, εν όψει, μάλιστα, του ότι η ίδια επικαλείται στην προσβαλλόμενη απόφαση τον πολύπλοκο και ειδικό χαρακτήρα του αντικειμένου της μελέτης. Περαιτέρω, η πρόθεση της αναθέτουσας αρχής να εξετάσει το ενδεχόμενο να κληθούν στον επαναληπτικό διαγωνισμό μελετητές με πτυχία μικρότερης τάξης, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη συμμετοχή διαγωνιζομένων, δεν πιθανολογείται ότι μπορεί να δικαιολογήσει, κατά νόμο, την ακύρωση του διαγωνισμού, διότι η πρόσκληση μελετητών με πτυχία μικρότερης τάξεως από τα προβλεπόμενα με την διέπουσα τον επίδικο διαγωνισμό διακήρυξη αποκλείεται χωρίς τη μείωση της προεκτιμώμενης αμοιβής, η διαμόρφωση, όμως, της οποίας δεν αφίεται, κατά νόμο, στην ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στην ένατη σκέψη...Επειδή, με τα δεδομένα αυτά πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να διαταχθεί η μη επαναπροκήρυξη του επιδίκου διαγωνισμού έως ότου δημοσιευθεί οριστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της αιτήσεως ακυρώσεως, την οποία οφείλει η αιτούσα να ασκήσει, κατά την παρ. 7 του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2522/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), προκειμένου να διατηρηθεί η ισχύς του ήδη χορηγουμένου ασφαλιστικού μέτρου. Η αναθέτουσα αρχή, πάντως, έχει την ευχέρεια, εάν το κρίνει σκόπιμο, πριν από την άσκηση της εν λόγω αιτήσεως ή την δημοσίευση οριστικής αποφάσεως επ’ αυτής, να επιληφθεί εκ νέου του ζητήματος της ακυρώσεως του επιδίκου διαγωνισμού, προκειμένου να εκδώσει νέα πράξη περί ακυρώσεώς του, νομίμως αιτιολογημένη.


ΔΕΚ/C-57/2001

Περίληψη 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη μεταβολή της συνθέσεως μιας κοινοπραξίας που μετέχει σε διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων ή παραχωρήσεως δημοσίων έργων μετά την υποβολή της προσφοράς. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση της συνθέσεως αυτού του είδους των κοινοπραξιών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, καθότι το άρθρο 21 της εν λόγω οδηγίας, μοναδική διάταξη που αφορά τις κοινοπραξίες των εργοληπτών, περιορίζεται, αφενός, να αναφέρει ότι οι κοινοπραξίες επιτρέπεται να υποβάλλουν προσφορές και, αφετέρου, να απαγορεύσει την υποχρέωση να περιβληθούν συγκεκριμένη νομική μορφή προτού ανατεθεί η σύμβαση στην επιλεγείσα κοινοπραξία, και δεν περιέχει καμία διάταξη σχετική με τη σύνθεση αυτή. ( βλ. σκέψεις 60-61, 63, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, επιβάλλει στα κράτη μέλη, με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται, όσον αφορά τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, για τον λόγο ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν είτε το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων είτε τους εθνικούς κανόνες που μεταφέρουν το δίκαιο αυτό στην εσωτερική έννομη τάξη. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες προσφυγής μπορούν να κινηθούν τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση κρατικών προμηθειών ή δημοσίων έργων και υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση. Συναφώς, μια κοινοπραξία εργοληπτών πρέπει να μπορεί να ασκήσει τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπει η οδηγία 89/665, στο μέτρο που μια απόφαση της αναθέτουσας αρχής προσβάλλει τα δικαιώματα που η κοινοπραξία αυτή αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. ( βλ. σκέψεις 64-65, 73, διατακτ. 2 )


ΔΕΚ/C-19/2000

Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )


ΔΕΚ/C-340/2004

«Οδηγία 93/36/EΟΚ — Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών — Ανάθεση χωρίς διαγωνισμό — Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε επιχείρηση στην οποία έχει συμμετοχή η αναθέτουσα αρχή» Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, απαγορεύει την απευθείας ανάθεση του αντικειμένου μιας συμβάσεως προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, στην οποία υπερτερεί η αξία των προμηθειών, σε μια ανώνυμη εταιρία της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρείες εξουσίες διαχειρίσεως που μπορεί να ασκήσει αυτονόμως και της οποίας το κεφάλαιο κατέχει εξ ολοκλήρου, στην παρούσα κατάσταση, άλλη ανώνυμη εταιρία της οποίας πλειοψηφών μέτοχος είναι η αναθέτουσα αρχή.


ΕλΣυν/Επταμ/3210/2011

Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το παρόν Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης των προτεινόμενων με το σχέδιο σύμβασης συμπληρωματικών μελετών δεν είναι νόμιμη, καθόσον δεν αποδεικνύεται, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ μέρους των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, η συνδρομή απρόβλεπτης περίστασης που να κατέστησε αναγκαία την ανάθεση εκπόνησης αυτών. Ειδικότερα, στη συνοδεύουσα το συγκριτικό πίνακα προεκτεθείσα αιτιολογική έκθεση δε γίνεται αναφορά στις αποτυπώσεις της προϋπάρχουσας αναγνωριστικής μελέτης και στις συγκεκριμένες αποδοχές αυτής, που ανετράπησαν κατά την εκπόνηση των συμβατικών μελετών σε τέτοιο βαθμό ώστε να απαιτούνται συμπληρωματικές μελέτες, ούτε, περαιτέρω, αιτιολογείται ότι οι διαφοροποιήσεις που ανέκυψαν δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί από τους αναδόχους μελετητές κατά την σύνταξη της προσφοράς τους, δεδομένου ότι ήταν γνωστό πως η μελέτη, στην οποία βασίστηκε η προκήρυξη της διαδικασίας ανάθεσης της μελέτης, ήταν αναγνωριστική και όχι βεβαίως οριστική. Και ναι μεν ισχυρίζεται το Δημόσιο με την υπό κρίση αίτηση ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης, που ανατέθηκε στους αναδόχους με την αρχική σύμβαση, οι μελέτες που εκπόνησαν οι ανάδοχοι (προωθημένη αναγνωριστική μελέτη, η προμελέτη οδοποιϊας και κόμβων, προκαταρκτική μελέτη τεχνικών έργων και προμελέτη οχετών), στηρίχθηκαν στα ενημερωμένα δορυφορικά υπόβαθρα κλίμακας 1:500 και στους νέους ορθοφωτοχάρτες, που εντοπίζουν λεπτομέρειες, τις οποίες η αναγνωριστική μελέτη, στην οποία βασίστηκε η προκήρυξη της ανάθεσης της αρχικής σύμβασης μελέτης, δεν μπορούσε να εντοπίσει γιατί είχε στηριχθεί στα τότε διαθέσιμα υπόβαθρα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού κλίμακας 1:50.000, πλην όμως, όπως συνομολογείται με την υπό κρίση αίτηση, στην οποία επαναλαμβάνονται οι προβληθέντες με την ασκηθείσα ενώπιον του VI Τμήματος αίτηση ανακλήσεως ισχυρισμοί του δημοσίου, οι αποκλίσεις στην εκτίμηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου της σύμβασης εκπόνησης μελέτης όταν η σύμβαση έχει ανατεθεί κατόπιν αναγνωριστικής και μόνον μελέτης όχι μόνον δε συνιστούν απρόβλεπτο γεγονός, αλλά είναι αναμενόμενες, και για το λόγο αυτό περιλαμβάνεται στη διακήρυξη όρος (άρθρο 11.3 αυτής, που αποδίδει αντίστοιχο όρο των εγκεκριμένων με υπουργική απόφαση προτύπων τευχών δημοπράτησης), σύμφωνα με τον οποίο «ο ανάδοχος έλαβε υπόψη, κατά τη μελέτη του φακέλου του έργου, την πιθανότητα να μην αντιστοιχούν οι ποσότητες μονάδων φυσικού αντικειμένου που αναφέρονται στο τεύχος της προεκτιμώμενης αμοιβής, στις τελικές ποσότητες που θα απαιτηθούν για την εκπόνηση της μελέτης και διαμόρφωσε ανάλογα την οικονομική του προσφορά». Συναφώς, είναι απορριπτέα η ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή υποστηρίζεται από το αιτούν Υπουργείο, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης κάθε περίστασης που συνίσταται σε εύρημα, το οποίο εντοπίζεται κατά τη διαδικασία εκπόνησης της οριστικής μελέτης οδού και δεν περιείχετο στην αναγνωριστική μελέτη, αφενός μεν γιατί με τον ισχυρισμό τούτο το αιτούν προβάλλει δογματικά ως απρόβλεπτες περιστάσεις τις οφειλόμενες στην εξ ορισμού ανεπάρκεια των αναγνωριστικών μελετών και αφετέρου διότι η εν λόγω ερμηνεία συνεπάγεται καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, όπως τούτο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το ν.3316/2005, δυνάμει του οποίου οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται, αφού έχουν προηγουμένως αναλύσει διεξοδικά όλες τις σχετικές περιστάσεις μετά από επικαιροποίηση των υπαρχόντων στοιχείων του φακέλου (βλ. σχετικά άρθρο 4 του ν.3316/2005), να συντάσσουν τους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού, με όσο το δυνατό ακριβή προσδιορισμό τόσο του αντικειμένου της μελέτης, όπως προκύπτει από το φάκελο του έργου, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια (βλ. άρθρα 6 παρ. 2β και 7 παρ. 2β του ν. 3316/2005) όσο και της απαιτούμενης δαπάνης, στην οποία περιλαμβάνεται και η προεκτιμώμενη αμοιβή των μελετητών, που υπολογίζεται με βάση τις τιμές αμοιβών ανά κατηγορία έργου και μονάδα φυσικού αντικειμένου και τα ποσοτικά στοιχεία του προς ανάθεση έργου. Ως εκ τούτου, δεν είναι επιτρεπτή η τροποποίηση ουσιώδους όρου του διαγωνισμού (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου), μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελέτης, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του VI Τμήματος.Πέραν δε τούτων η προβληθείσα ενώπιον του VI Τμήματος και επαναφερόμενη με την κρινόμενη αίτηση αναθεωρήσεως εκδοχή ότι όταν η δημοπράτηση μελέτης γίνεται επί τη βάσει αναγνωριστικής μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν ουσιώδεις διαφοροποιήσεις και για το λόγο αυτό η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο, προεκτιμώμενη, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, γιατί η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο αμοιβή