ΕλΣυν/Επταμ/3210/2011
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το παρόν Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης των προτεινόμενων με το σχέδιο σύμβασης συμπληρωματικών μελετών δεν είναι νόμιμη, καθόσον δεν αποδεικνύεται, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εκ μέρους των αρμοδίων διοικητικών οργάνων, η συνδρομή απρόβλεπτης περίστασης που να κατέστησε αναγκαία την ανάθεση εκπόνησης αυτών. Ειδικότερα, στη συνοδεύουσα το συγκριτικό πίνακα προεκτεθείσα αιτιολογική έκθεση δε γίνεται αναφορά στις αποτυπώσεις της προϋπάρχουσας αναγνωριστικής μελέτης και στις συγκεκριμένες αποδοχές αυτής, που ανετράπησαν κατά την εκπόνηση των συμβατικών μελετών σε τέτοιο βαθμό ώστε να απαιτούνται συμπληρωματικές μελέτες, ούτε, περαιτέρω, αιτιολογείται ότι οι διαφοροποιήσεις που ανέκυψαν δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί από τους αναδόχους μελετητές κατά την σύνταξη της προσφοράς τους, δεδομένου ότι ήταν γνωστό πως η μελέτη, στην οποία βασίστηκε η προκήρυξη της διαδικασίας ανάθεσης της μελέτης, ήταν αναγνωριστική και όχι βεβαίως οριστική. Και ναι μεν ισχυρίζεται το Δημόσιο με την υπό κρίση αίτηση ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης, που ανατέθηκε στους αναδόχους με την αρχική σύμβαση, οι μελέτες που εκπόνησαν οι ανάδοχοι (προωθημένη αναγνωριστική μελέτη, η προμελέτη οδοποιϊας και κόμβων, προκαταρκτική μελέτη τεχνικών έργων και προμελέτη οχετών), στηρίχθηκαν στα ενημερωμένα δορυφορικά υπόβαθρα κλίμακας 1:500 και στους νέους ορθοφωτοχάρτες, που εντοπίζουν λεπτομέρειες, τις οποίες η αναγνωριστική μελέτη, στην οποία βασίστηκε η προκήρυξη της ανάθεσης της αρχικής σύμβασης μελέτης, δεν μπορούσε να εντοπίσει γιατί είχε στηριχθεί στα τότε διαθέσιμα υπόβαθρα της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού κλίμακας 1:50.000, πλην όμως, όπως συνομολογείται με την υπό κρίση αίτηση, στην οποία επαναλαμβάνονται οι προβληθέντες με την ασκηθείσα ενώπιον του VI Τμήματος αίτηση ανακλήσεως ισχυρισμοί του δημοσίου, οι αποκλίσεις στην εκτίμηση του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου της σύμβασης εκπόνησης μελέτης όταν η σύμβαση έχει ανατεθεί κατόπιν αναγνωριστικής και μόνον μελέτης όχι μόνον δε συνιστούν απρόβλεπτο γεγονός, αλλά είναι αναμενόμενες, και για το λόγο αυτό περιλαμβάνεται στη διακήρυξη όρος (άρθρο 11.3 αυτής, που αποδίδει αντίστοιχο όρο των εγκεκριμένων με υπουργική απόφαση προτύπων τευχών δημοπράτησης), σύμφωνα με τον οποίο «ο ανάδοχος έλαβε υπόψη, κατά τη μελέτη του φακέλου του έργου, την πιθανότητα να μην αντιστοιχούν οι ποσότητες μονάδων φυσικού αντικειμένου που αναφέρονται στο τεύχος της προεκτιμώμενης αμοιβής, στις τελικές ποσότητες που θα απαιτηθούν για την εκπόνηση της μελέτης και διαμόρφωσε ανάλογα την οικονομική του προσφορά». Συναφώς, είναι απορριπτέα η ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή υποστηρίζεται από το αιτούν Υπουργείο, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης κάθε περίστασης που συνίσταται σε εύρημα, το οποίο εντοπίζεται κατά τη διαδικασία εκπόνησης της οριστικής μελέτης οδού και δεν περιείχετο στην αναγνωριστική μελέτη, αφενός μεν γιατί με τον ισχυρισμό τούτο το αιτούν προβάλλει δογματικά ως απρόβλεπτες περιστάσεις τις οφειλόμενες στην εξ ορισμού ανεπάρκεια των αναγνωριστικών μελετών και αφετέρου διότι η εν λόγω ερμηνεία συνεπάγεται καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου, όπως τούτο ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το ν.3316/2005, δυνάμει του οποίου οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται, αφού έχουν προηγουμένως αναλύσει διεξοδικά όλες τις σχετικές περιστάσεις μετά από επικαιροποίηση των υπαρχόντων στοιχείων του φακέλου (βλ. σχετικά άρθρο 4 του ν.3316/2005), να συντάσσουν τους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού, με όσο το δυνατό ακριβή προσδιορισμό τόσο του αντικειμένου της μελέτης, όπως προκύπτει από το φάκελο του έργου, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια (βλ. άρθρα 6 παρ. 2β και 7 παρ. 2β του ν. 3316/2005) όσο και της απαιτούμενης δαπάνης, στην οποία περιλαμβάνεται και η προεκτιμώμενη αμοιβή των μελετητών, που υπολογίζεται με βάση τις τιμές αμοιβών ανά κατηγορία έργου και μονάδα φυσικού αντικειμένου και τα ποσοτικά στοιχεία του προς ανάθεση έργου. Ως εκ τούτου, δεν είναι επιτρεπτή η τροποποίηση ουσιώδους όρου του διαγωνισμού (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου), μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελέτης, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του VI Τμήματος.Πέραν δε τούτων η προβληθείσα ενώπιον του VI Τμήματος και επαναφερόμενη με την κρινόμενη αίτηση αναθεωρήσεως εκδοχή ότι όταν η δημοπράτηση μελέτης γίνεται επί τη βάσει αναγνωριστικής μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν ουσιώδεις διαφοροποιήσεις και για το λόγο αυτό η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο, προεκτιμώμενη, είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, γιατί η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο αμοιβή
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Επτ/2489/2011
Μελέτες.Συμπληρωματικές συμβάσεις.Με αυτά τα δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα μείζονος – επταμελούς σύνθεσης άγεται στην κρίση ότι η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης συμπληρωματικών μελετών δεν αιτιολογείται ως προς το προαπαιτούμενο της συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων εκ μέρους του αρμοδίου για την έκδοση της σχετικής απόφασης Aναπληρωτή Διευθυντή Συγκοινωνιακών Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων αναθεώρησης περί συνδρομής των περιστάσεων αυτών και περί της ύπαρξης επαρκούς αιτιολογίας στην αιτιολογική έκθεση. Συγκεκριμένα, ως προς την ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζεται από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και την παρεμβαίνουσα σύμπραξη, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης περίστασης κάθε επισυμβάντος κατά τη μελετητική διαδικασία ευρήματος το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί επακριβώς από την αναγνωριστική μελέτη, λεκτέον ότι τούτο θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου το οποίο, όπως ενσωματώθηκε με το ν.3316/2005, επιτάσσει τη μη τροποποίηση ουσιώδους όρου (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου) του διαγωνισμού μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελετών, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Αβασίμως, δε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν η δημοπράτηση μίας μελέτης γίνεται επί τη βάσει αναγνωριστικής μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν, κατά την εκπόνηση των επόμενων σταδίων της μελέτης, διαφοροποιήσεις και μάλιστα ουσιώδεις στα επιμέρους θέματα, για το λόγο αυτό δε και η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο προεκτιμώμενη, διότι από τη στιγμή που θεσπίστηκε η οικονομική προσφορά στους διαγωνισμούς του ν.3316/2005 απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβής προσδιορισμός του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, συνάρτηση του οποίοι αποτελεί και το οικονομικό της αντικείμενο.
ΕλΣυν/Τμ.6/2245/2011
Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη δεύτερη σκέψη της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι η προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης συμπληρωματικών μελετών δεν αιτιολογείται ως προς το προαπαιτούμενο της συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων εκ μέρους του αρμοδίου για την έκδοση της σχετικής απόφασης Διευθυντή Συγκοινωνιακών Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων, απορριπτομένων ως αβασίμων των σχετικών λόγων ανάκλησης περί συνδρομής των περιστάσεων αυτών και περί της ύπαρξης επαρκούς αιτιολογίας στην αιτιολογική έκθεση. Συγκεκριμένα, ως προς τον πρώτο λόγο ανάκλησης, η ερμηνευτική εκδοχή, όπως αυτή που υποστηρίζεται από το Υπουργείο, αλλά και την παρεμβαίνουσα σύμπραξη, περί χαρακτηρισμού ως απρόβλεπτης περίστασης κάθε επισυμβάντος κατά τη μελετητική διαδικασία ευρήματος το οποίο δεν είχε αντιμετωπιστεί επακριβώς από την αναγνωριστική μελέτη, θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των κανόνων του κοινοτικού δικαίου το οποίο, ως ενσωματώθηκε με το ν.3316/2005, επιτάσσει τη μη τροποποίηση ουσιώδους όρου (προεχόντως δε του προβλεφθέντος στην αρχική σύμβαση φυσικού-τεχνικού αντικειμένου) του διαγωνισμού μετά τη σύναψη σύμβασης για την εκπόνηση μελετών, στο μέτρο που μια τέτοια πρακτική θα συνεπαγόταν αναπόφευκτα παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων, εφόσον δεν εξασφαλίζονται η ενιαία εφαρμογή των όρων του διαγωνισμού και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας. Αβασίμως, δε προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι όταν η δημοπράτηση μίας μελέτης γίνεται επί τη βάσει αναγνωριστικής μελέτης είναι αναμενόμενο να υπάρξουν, κατά την εκπόνηση των επόμενων σταδίων της μελέτης, διαφοροποιήσεις και μάλιστα ουσιώδεις στα επιμέρους θέματα, για το λόγο αυτό δε και η συμφωνούμενη με τον ανάδοχο μελετητή αμοιβή είναι, κατά νόμο προεκτιμώμενη, διότι από τη στιγμή που θεσπίστηκε η οικονομική προσφορά στους διαγωνισμούς του ν.3316/2005 απαιτείται ο κατά το δυνατόν ακριβής προσδιορισμός του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, συνάρτηση του οποίοι αποτελεί και το οικονομικό της αντικείμενο. Άλλωστε, η αναθέτουσα αρχή όφειλε να προβλέψει και να εκτιμήσει πριν από τη διενέργεια του διαγωνισμού για τη σύναψη της αρχικής σύμβασης την ανάγκη συμπερίληψης σε αυτή των υπόψη συμπληρωματικών εργασιών, δεδομένου ότι οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να συντάσσουν τους όρους της προκήρυξης διαγωνισμού, αφού έχουν προηγουμένως αναλύσει διεξοδικά όλες τις σχετικές περιστάσεις μετά από επικαιροποίηση των υπαρχόντων στοιχείων του φακέλου (βλ. άρθρα 4 και 7 παρ. 2 εδ. β και 4 εδ. α του ν.3316/2005, σχετικά με την επικαιροποίηση των στοιχείων του φακέλου του έργου). Περαιτέρω και στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το πίνακα συμπληρωματικών εργασιών δεν περιέχεται επαρκής αιτιολογία, όπως αβασίμως προβάλλεται με την αίτηση ανάκλησης. Συγκεκριμένα στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει την συμπληρωματική σύμβαση, αναφέρεται η ανάγκη σχεδιασμού παράπλευρων οδών, λόγω της αναμενόμενης αστικοποίησης της περιοχής, χωρίς όμως να δίνεται οποιαδήποτε αιτιολόγηση σε τι συνίσταται το απρόβλεπτο. Περαιτέρω αναφέρεται ότι η χρήση ακριβέστερων υποβάθρων και η αναγκαιότητα σεβασμού του φυσικού περιβάλλοντος οδήγησε σε μια σειρά από αλλαγές στα αναγκαία τεχνικά έργα, που αφορούν είτε αντικατάσταση των αρχικώς εκτιμηθέντων, αντικατάσταση, που όπως η ίδια αναφέρει, είναι αναμενόμενο να προκύψει κατά τη λεπτομερέστερη μελέτη οδοποιίας, είτε στη χάραξη νέων λόγω της ανάγκης γεφύρωσης υφισταμένων ρεμάτων, ότι προέκυψε επίσης ανάγκη για διαμορφώσεις στην κοίτη παρακείμενων της οδού ρεμάτων και μικρής κλίμακας αλλαγές στους διάφορους οχετούς. Αντίθετα δε γίνεται καμία αναφορά στις αποτυπώσεις της αναγνωριστικής μελέτης και στα σημεία που αυτή παρουσίασε ελλείψεις, ώστε να πρέπει να γίνουν διαφοροποιήσεις, ούτε περαιτέρω αιτιολογείται ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι τέτοιας έκτασης, που υπερβαίνουν τις αναμενόμενες, ενόψει του ότι πρόκειται για αναγνωριστική μελέτη, και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί από τους αναδόχους μελετητές κατά την σύνταξη της προσφοράς τους και, συνεπώς, ορθά το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη πράξη του έκρινε ότι δεν αποδεικνύεται με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η συνδρομή απρόβλεπτης περίστασης, πολλώ μάλλον που ορισμένες συμπληρωματικές μελέτες, όπως αυτές που αφορούν σε επιπλέον παράπλευρες οδούς, αφορούν απλώς σε επέκταση του φυσικού αντικειμένου του έργου. Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της αναθέτουσας αρχής ότι τα αρμόδια όργανά της, συγγνωστώς υπέλαβαν ότι η σύναψη της κρινόμενης συμβάσεως είναι νόμιμη. Τούτο δε καθόσον πλάνη και δη συγγνωστή δεν χωρεί εν προκειμένω διότι υπάρχει, από μακρού χρόνου, σταθερότητα της νομοθεσίας και της νομολογίας ως προς τις προϋποθέσεις κατάρτισης συμπληρωματικών συμβάσεων.
ΕΣ/ΤΜ.6/1348/2017
ΜΕΛΕΤΕΣ.ζητείται παραδεκτά η ανάκληση της 5/2017 Πράξης της Αναπληρώτριας Επιτρόπου της Υπηρεσίας Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό ..., με την οποία κρίθηκε πως κωλύεται η σύναψη της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης της μελέτης «Μελέτη 4ου Γ.Ε.Λ. ...».(..).. κρίθηκε πως κωλύεται το υποβληθέν προς προσυμβατικό έλεγχο σχέδιο της ανωτέρω συμπληρωματικής σύμβασης, με την αιτιολογία ότι οι περιλαμβανόμενες σε αυτό μελετητικές υπηρεσίες (επικαιροποίηση μελέτης εφαρμογής αρχιτεκτονικών καθώς και τεύχη δημοπράτησης) συνιστούν επέκταση του τεχνικού αντικειμένου της αρχικής σύμβασης και δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, σε κάθε περίπτωση δεν οφείλονται σε απρόβλεπτες περιστάσεις.(..) Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι, οι επίμαχες υπηρεσίες συνιστούν επέκταση του τεχνικού αντικειμένου της αρχικής σύμβασης, καθόσον αποσκοπούν αφενός στην επικαιροποίηση της αρχιτεκτονικής μελέτης και την προσαρμογή της προς τις λοιπές μελέτες που εκπόνησε η ανάδοχος, αφετέρου στην σύνταξη των τευχών δημοπράτησης, προκειμένου μελλοντικά να ενταχθεί το αντίστοιχο έργο στα επιχειρησιακά προγράμματα 2014 – 2020. ... Ενόψει όμως του ότι οι επίμαχες ανατεθείσες υπηρεσίες έχουν όλως περιορισμένο οικονομικό αντικείμενο (9.855,68 ευρώ χωρίς ΦΠΑ) σε σχέση με αυτό της αρχικής σύμβασης (αξίας 69.999,79 ευρώ χωρίς ΦΠΑ) και ακολουθούν το υψηλό ποσοστό έκπτωσης που η ανάδοχος προσέφερε επί της προϋπολογιζόμενης δαπάνης του υποκείμενου ανοικτού διαγωνισμού (284.164,78 ευρώ χωρίς ΦΠΑ), στο αντικείμενο του οποίου περιλαμβανόταν και μελέτη κατηγορίας 06 (Αρχιτεκτονική Μελέτη) επί άλλου ζητήματος συνεκτιμωμένων και των ισχυρισμών του αιτούντος Δήμου, ότι υπό τις παρούσες περιστάσεις δεν παραβλάπτεται το δημόσιο συμφέρον, τουναντίον όπως προέκυψε αυτό εξυπηρετείται, αφού οι επίμαχες υπηρεσίες ανατέθηκαν τελικώς κατά τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο, το Τμήμα κρίνει πως στην ελεγχόμενη περίπτωση δικαιολογείται κατ’ εξαίρεση η σύναψη της επίμαχης σύμβασης.
ΕΣ/Τ4/167/2009
Μελέτες.Απευθείας ανάθεση.Η ανάθεση της επίμαχης «συμπληρωματικής οριστικής μελέτης» του ως άνω έργου δεν συνιστά προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης συμπληρωματικής μελέτης, κατά την έννοια του άρθρου 29 του ν. 3316/2005, διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τη διάταξη αυτή (όπως ύπαρξη αρχικής σύμβασης μελέτης σε φάση εκτέλεσης και ανάθεση, στον αρχικό ανάδοχο, συμπληρωματικών εργασιών, αναγκαίων για την ολοκλήρωση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου), αλλά συνιστά αυτοτελή απευθείας ανάθεση στους φερόμενους ως δικαιούχους, μη έχοντες σχέση με την αρχική μελέτη, που είχε μάλιστα ολοκληρωθεί ήδη από το έτος 2004 και για αντικείμενο πρόσθετο και διαφορετικό σε σύγκριση με το αρχικώς προβλεφθέν.
ΕλΣυν.Τμ/6/1906/2013
ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΜΕΛΕΤΗΣ:..ζητείται η ανάκληση της 502/2012 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας το Τμήμα κρίνει ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για τη σύναψη της επίμαχης συμπληρωματικής σύμβασης, καθώς η ανάγκη επέκτασης του φυσικού και τεχνικού αντικειμένου της αρχικής σύνθετης μελέτης για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην φύση της δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εν προκειμένω ως απρόβλεπτη περίσταση. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον Σ.Π. της επίμαχης σύμβασης, η μη ανάθεση γεωτεχνικών μελετών με την αρχική σύμβαση οφείλεται στην αδυναμία ακριβούς εκτίμησης της χωροθέτησης των λιμενικών έργων και άρα του αντικειμένου των ανωτέρω μελετών. Πλην όμως, η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την αναφορά του σημείου Α.8 του τεύχους τεχνικών δεδομένων του φακέλου του έργου ότι δεν υπάρχουν αβεβαιότητες ως προς την τεχνική λύση, τεχνική κρίση που λήφθηκε υπόψη για να δικαιολογηθεί η επιλογή της αιτούσας να προκηρύξει τη σύμβαση με τη διαδικασία του άρθρου 7 του ν. 3316/2005, ήτοι σε επίπεδο οριστικής μελέτης. Ως εκ τούτου, η σταδιακή οριστικοποίηση της χωροθέτησης των προς μελέτη έργων ήταν γνωστή εξ αρχής με συνέπεια να καθιστά αβάσιμο τον ισχυρισμό της αιτούσας περί συνδρομής απρόβλεπτων περιστάσεων. Περαιτέρω, η γνωστή στα όργανα της αιτούσας πολυπλοκότητα του τεχνικού αντικειμένου του τελικού έργου έπρεπε να αποτελέσει τον γνώμονα κατάλληλης διαμόρφωσης του αρχικού συμβατικού αντικειμένου, ενώ η δεδομένη αναγκαιότητα εκπόνησης γεωτεχνικής μελέτης για την άρτια ολοκλήρωση της μελέτης λιμενικών έργων, έπρεπε να έχει ληφθεί υπόψη εξαρχής, ώστε η σύνταξη των όρων της διακήρυξης να γίνει με κατά το δυνατό ακριβή προσδιορισμό τόσο του αντικειμένου της μελέτης όσο και της απαιτούμενης δαπάνης.(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η προσβαλλόμενη Πράξη δεν πρέπει να ανακληθεί αφού υφίσταται έστω και ένας λόγος διακωλυτικός της υπογραφής του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης και, επομένως, η κρινόμενη αίτηση και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν.
ΝΣΚ/157/2014
Υποχρέωση ή μη του Δημοσίου για συμμόρφωση σε τελεσίδικη ή αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, με καταβολή των ποσών που αναγνωρίζονται ως οφειλόμενα, χωρίς η απόφαση αυτή να έχει τραπεί προηγουμένως σε καταψηφιστική. Το Δημόσιο υποχρεούται, συμμορφούμενο σε εκδοθείσα επί αναγνωριστικής αγωγής τελεσίδικη ή αμετάκλητη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, να καταβάλει τα ποσά που αναγνωρίζονται ως οφειλόμενα στους δικαιούχους, χωρίς η απόφαση αυτή να έχει τραπεί προηγουμένως σε καταψηφιστική, κατά τη διάταξη της παρ.4 του άρθρου 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει. (πλειοψ.)
ΕλΣυν/Τμ7/82/2011
Η ανατεθείσα μελέτη συνιστά μια ειδική αρχιτεκτονική μελέτη της κατηγορίας 7 του άρθρου 4 του π.δ/τος 798/1978, με αντικείμενο τη διαμόρφωση εξωτερικών χώρων. Η ενότητά της σχετικά με το υφιστάμενο κτίριο αποθηκών δεν αντιστοιχεί σε αυτοτελή μελέτη καθώς προτείνει μόνο επιφανειακές, εξωτερικές αισθητικής φύσεως παρεμβάσεις, αναγκαίες ώστε το υφιστάμενο κτίριο να εναρμονιστεί αισθητικά με το αναδιαμορφούμενο κοινόχρηστο περιβάλλον στο οποίο είναι ενταγμένο, χωρίς να επέλθει οποιαδήποτε εξειδικευμένη ριζική κτιριακή μεταβολή. Επομένως, με δεδομένο ότι η συμβατική αμοιβή των 6.554,60 ευρώ για την εκπόνηση της μελέτης υπερβαίνει το όριο των 3.327,90 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης αυτής της κατηγορίας μελέτης, εσφαλμένως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 209 παρ. 3 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα η εκπόνηση της μελέτης ανατέθηκε απευθείας, ως κτιριακή αρχιτεκτονική μελέτη.
ΕΣ/Τ7/96/2009
Δημόσια έργα.Τροποποίηση μελέτης.Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι για την κατασκευή δημοσίων ή δημοτικών έργων απαιτείται προηγουμένως η εκπόνηση μελέτης, με την οποία εκτιμάται το είδος των απαιτούμενων για την εκτέλεση του έργου εργασιών και υλικών και οι ποσότητες αυτών, τα στοιχεία δε αυτά συνιστούν την τεχνική του περιγραφή, βάσει της οποίας εξάγεται τελικά η προϋπολογιζόμενη δαπάνη αυτού. Εξάλλου, ο προσδιορισμός του οικονομικού αντικειμένου του έργου και ιδίως ο προϋπολογισμός της μελέτης, αποτελεί πρόκριμμα, για την επιλογή του κατάλληλου για την άρτια κατασκευή του, αναδόχου, κυρίως δια του προσδιορισμού της τάξης του εργοληπτικού του πτυχίου ανά κατηγορία εργασιών, σε συνδυασμό με την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ισότιμης πρόσβασης στις σχετικές διαδικασίες. Από αυτά παρέπεται ότι η ουσιώδης μεταβολή των συνθηκών ή των δεδομένων εκτέλεσης δημοσίου ή δημοτικού έργου, αμέσως μετά τη δημοπράτησή του και την υπογραφή της οικείας σύμβασης, αποτελεί καταρχήν λόγο τροποποίησης της οικείας μελέτης, τηρούμενης της ειδικής διαδικασίας, εφόσον δε η μεταβολή αυτή μεταλλάσσει κατ’ ουσίαν το φυσικό αντικείμενο του έργου, διότι συνεπάγεται είτε την υπερβολική αύξηση της ποσότητας των εργασιών είτε την εκτέλεση εργασιών που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην αρχική μελέτη, εφόσον με αυτή λήφθηκαν υπόψη διαφορετικά δεδομένα, απαιτείται η σύνταξη νέας μελέτης, δοθέντος ότι στην οριακή αυτή περίπτωση προκύπτει νέο έργο με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά, και, συνεπώς, διαφορετικού οικονομικού αντικειμένου.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)134/2015
ΜΕΛΕΤΕΣ:Η δαπάνη που αφορά στην εξόφληση του 5ου λογαριασμού της μελέτης με τίτλο «Αποτύπωση, κτηματογράφηση, υψομετρική μελέτη, πολεοδομική μελέτη και μελέτη πράξης εφαρμογής περιοχών οριοθετημένων ….», δεν υπάγεται στον προληπτικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθόσον δεν αφορά τον 1ο λογαριασμό της επίμαχης σύμβασης (άρθρο 1 παρ. 2α του π.δ/τος 136/2011).
ΣτΕ/12/2011
Δεδικασμένο -Η εκ μέρους του Δημοσίου άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία δεν έχουν ως συνέπεια την αναστολή επέλευσης των εννόμων συνεπειών του δεδικασμένου, που απορρέει από την τελεσίδικη απόφαση. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων και για την καταψηφιστική αγωγή που έχει όμοια παραγωγική αιτία με το δικαίωμα που κρίθηκε και στηρίζεται στην ίδια βάση, το δεδικασμένο δε αυτό καταλαμβάνει και την ύπαρξη του δικαιώματος με τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες. Ο ενδιαφερόμενος που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου μπορεί να ασκήσει κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη καταψηφιστική αγωγή, οπότε κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής ως βάση τίθεται το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση.