ΣτΕ/542/2006
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΤΙΜΟΛΟΓΙΟ. ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ. Η έκδοση φορολογικού στοιχείου στο οποίο δεν έχουν αναγραφεί ουσιώδη στοιχεία, όπως το όνομα του παραλήπτη, η ώρα ενάρξεως της αποστολής, ο τόπος προορισμού των εμπορευμάτων, η μονάδα μετρήσεως, η ποσότητα αριθμητικώς και ολογράφως, η τιμή μονάδας και η αξία, καθώς και ο αναλογούν ΦΠΑ και το συνολικό ποσό της συναλλαγής, αποτελεί παράβαση των άρθρων 11 παρ. 5 και 12 παρ. 9, 10 και 11 του ΚΒΣ. Η ύπαρξη τόσο σημαντικών ελλείψεων οδηγεί σε αδυναμία διακρίβωσης της ταυτότητας της συναλλαγής και η έκδοσή του ισοδυναμεί με μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση του στοιχείου αυτού.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΑΕΠΠ/198/2020
Προμήθεια συσσωρευτών...Επειδή, επομένως, από τη γραμματική ερμηνεία του οικείου όρου που αναφέρει «Οι τιμές θα πρέπει να δίδονται σε ΕΥΡΩ και για παράδοση του εμπορεύματος ελεύθερου μέχρι και εντός των αποθηκών που αναφέρονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’, θα αναγράφονται δε ολογράφως και αριθμητικώς», προκύπτει ότι ο όρος περί αναγραφής και ολογράφως της προσφερόμενης τιμής δεν είναι ουσιώδης, καθώς η φράση «θα πρέπει» αφορά την απόδοση του ποσού σε ΕΥΡΩ, η παράβαση της εν λόγω πρόβλεψης, άλλωστε, κατά ρητή πρόβλεψη του αυτού άρθρου καθιστά την προσφορά απαράδεκτη και απορριπτέα. Άλλως, και όλως επικουρικώς, δεν προκύπτει κατά τα ανωτέρω προβαλλόμενα, με σαφήνεια η υποχρεωτικότητα του οικείου όρου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της προσφυγής απορρίπτεται ως αβάσιμος.
ΠΟΛ.1021/2018
«Κοινοποίηση της γνωμοδότησης υπ’ αριθ. 291/2017 του Β’ τμήματος του Ν.Σ.Κ., αναφορικά με την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων της παραγράφου 35 του άρθρου 72 (πρώην 66) του Κ.Φ.Δ. επί παραβάσεων έκδοσης εικονικών στοιχείων που η εικονικότητα του στοιχείου αφορά τον χαρακτηρισμό της αναγραφείσας συναλλαγής, οι οποίες διαπράχθηκαν μέχρι τις 26.7.2013 και μέχρι την κατάθεση του ν. 4337/2015 (12.10.2015) δεν είχαν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων.»(ΑΔΑ:6ΓΠ746ΜΠ3Ζ-7ΡΗ)
ΝΣΚ/291/2017
Πρόστιμα. Εικονικά φορολογικά στοιχεία . Εφαρμογή επιεικέστερης διάταξης. Μπορούν να τύχουν εφαρμογής, και μετά την κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 55 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), για τις παραβάσεις έκδοσης εικονικών στοιχείων, που διαπράχθηκαν μέχρι τις 26.7.2013 και εφόσον μέχρι την κατάθεση του ν. 4337/2015 (12.10.2015) δεν είχαν εκδοθεί οι οριστικές πράξεις επιβολής προστίμων, όταν η εικονικότητα του στοιχείου αφορά τον χαρακτηρισμό της αναγραφείσας συναλλαγής, οι μηδέποτε καταργηθείσες μεταβατικές διατάξεις της παρ. 35 του άρθρου 72 (πρώην 66) του Κ.Φ.Δ., υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, δηλαδή εφόσον το νέο καθεστώς επιλεγεί ως ευνοϊκότερο από τον ίδιο τον φορολογούμενο, για το σύνολο των παραβάσεων που περιέχονται στην ίδια πράξη ή απόφαση επιβολής προστίμου (ομόφ.).
ΕλΣυν/Τμ.6/294/2010
Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η ύπαρξη στην εγγυητική επιστολή συμμετοχής σφαλμάτων ή ελλείψεων που σχετίζονται με τον υπέρ ου η εγγύηση διαγωνιζόμενο, δεν οδηγούν σε αποκλεισμό του, όταν από τα εν λόγω σφάλματα ή τις ελλείψεις αυτές δεν γεννάται σύγχυση, η μη προσήκουσα δε αναγραφή κάποιου στοιχείου της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής δεν επάγεται ακυρότητα αυτής όταν δεν είναι ουσιώδης, εφόσον δηλαδή από τα υπόλοιπα στοιχεία και γενικά από το περιεχόμενο της επιστολής δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς τη δέσμευση του εγγυητή (ΣτΕ 1072/1993). Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ελλείπει παντελώς η μνεία ενός από τα απαραίτητα για το κύρος της εγγυητικής επιστολής στοιχεία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πλήρης επωνυμία της επιχείρησης υπέρ της οποίας δίδεται η εγγύηση, αλλά το στοιχείο αυτό παρατίθεται κατά τρόπο μερικώς ανακριβή, η πλημμέλεια αυτή δεν καθιστά απαράδεκτη την προσφορά, όταν από τα υπόλοιπα στοιχεία της αναγραφόμενης επωνυμίας της επιχείρησης, σε συνδυασμό και με τα λοιπά μνημονευόμενα στην εγγυητική επιστολή στοιχεία, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι η εν λόγω εγγυητική επιστολή αφορά πράγματι στην εταιρεία που την κατέθεσε για να συμμετάσχει στο διαγωνισμό (ΣτΕ 2405/2008, ΕΑ ΣτΕ 77/2006).
ΕΣ/ΤΜ.6/1204/2014
Σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης αστικών ακινήτων...ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 275/2013 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά, το Τμήμα κρίνει ότι έσφαλε το Κλιμάκιο αποφαινόμενο ως ανωτέρω, καθόσον προέβη, προεχόντως, σε έλεγχο σκοπιμότητας και, δευτερευόντως, σε έλεγχο της ορθότητας των κρίσεων του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων (Σ.Ε.). Ειδικότερα, το Κλιμάκιο υπερέβη την αρμοδιότητά του χαρακτηρίζοντας την επίμαχη συναλλαγή ως ειδική μορφή δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου από τον ιδιωτικό τομέα, περίπτωση, άλλωστε, που δεν συντρέχει εν προκειμένω, διότι η ελεγχόμενη συναλλαγή αφορά, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. α του ν. 3581/2007, στη σύνθετη μορφή αξιοποίησης της πώλησης ακινήτων με ταυτόχρονη επαναμίσθωσή τους στον προηγούμενο κύριο, ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο (sale & lease back), καθόσον δεν παραθέτει αναλυτικά τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν τον διάφορο χαρακτηρισμό της επίμαχης συναλλαγής. Περαιτέρω, οι κρίσεις του Σ.Ε. σχετικά με το επωφελές και συμφέρον της ελεγχόμενης συναλλαγής για το ... και το Ελληνικό Δημόσιο άπτονται οικονομικών ζητημάτων που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις στον οικονομικό και χρηματοοικονομικό τομέα, ήτοι πρόκειται για αμιγώς τεχνικές κρίσεις, οι οποίες δεν ελέγχονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 4 του ν. 3986/2011 και 35 του ν. 4129/2013. Σε κάθε δε περίπτωση, η γνωμοδότηση του Σ.Ε. είναι σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη σε σχέση με τον επωφελή και συμφέροντα χαρακτήρα της ελεγχόμενης συναλλαγής. Τούτο διότι η αιτιολογία δεν περιορίζεται στη διαβεβαίωση ότι τα αξιοποιούμενα ακίνητα θα πωληθούν σε τιμή μεγαλύτερη από την αγοραία αξία τους, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει το Κλιμάκιο, αλλά το Σ.Ε., αφού, όπως μνημονεύεται ρητά στην κρίσιμη γνωμοδότηση, έλαβε υπόψιν του τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής και τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, εξέτασε όλα τα κατά την κρίση του, που επίσης είναι τεχνική, απαιτούμενα και κρίσιμα προς τούτο στοιχεία της ενιαίας συναλλαγής πώλησης και ταυτόχρονης μίσθωσης των ακινήτων, τα οποία και παρέθεσε αναλυτικά στο σώμα των από 18.10.2013 Πρακτικών του. Ειδικότερα, το Σ.Ε. έλαβε υπόψη του κατά κύριο λόγο τα ακόλουθα: α) την από 17.10.2013 παρουσίαση των Χρηματοοικονομικών Συμβούλων, β) την σχετική Έκθεση του Ανεξάρτητου Εκτιμητή, τα πορίσματα της οποίας βασίζονται, μεταξύ άλλων, και στα συμπεράσματα του τρίτου εκτιμητή “…” (βλ. την από 30.4.2013 Έκθεση) που προσδιόρισε το αγοραίο μίσθωμα έκαστου εκ των είκοσι οκτώ (28) ακινήτων, γ) το από 16.10.2013 γνωμοδοτικό σημείωμα του Επ. Καθηγητή Νομικής … περί της μη εφαρμογής των αντικειμενικών αξιών κατά την πώληση ακινήτων του ..., δ) τα τελικά Σχέδια των Συμβάσεων Πώλησης και Μίσθωσης και ε) τις δεσμευτικές προσφορές των τριών προεπιλεγέντων επενδυτών, έγγραφα, τα οποία ανεξαρτήτως του ότι λήφθησαν υπόψη για την έκδοση της γνωμοδότησης του Σ.Ε., αποτελούν και το έρεισμα για την έκδοση της σχετικής απόφασης του Δ.Σ. του .... (βλ. και σκέψη ΙV περιπτ. στ της παρούσας). Εξάλλου το Σ.Ε. εξέτασε, ως τα, κατά την άποψή του, κρίσιμα στοιχεία, τους βασικούς όρους της συναλλαγής, όπως αυτοί αναφέρονται στην ρηθείσα παρουσίαση των Χρηματοοικονομικών Συμβούλων (βλ. σελ. 4), ήτοι μεταξύ άλλων, τη διάρκεια μίσθωσης, το ετήσιο μίσθωμα, ότι το κόστος της βαριάς συντήρησης θα βαρύνει τον επενδυτή - μελλοντικό κύριο, ενώ το Δημόσιο θα βαρύνεται με το κόστος της ελαφριάς και μόνον συντήρησης, ότι το Δημόσιο θα καλύψει το βασικό και μόνον κόστος ασφάλισης, καθώς και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της συναλλαγής, τα οποία, επίσης παρατίθενται και επεξηγούνται στην ως άνω παρουσίαση (βλ. σελ. 5 και 6). Κατ’ ακολουθία αυτών, τόσο η γνωμοδότηση του Σ.Ε., όσο και η επ’ αυτής ερειδόμενη απόφαση του Δ.Σ. του ... περιέχουν επαρκή σαφή και ειδική αιτιολογία ως προς το επωφελές και συμφέρον της ελεγχόμενης συναλλαγής για το Ελληνικό Δημόσιο και επομένως η σχετικώς αναδειχθείσα από το Κλιμάκιο πλημμέλεια δεν συντρέχει...Ανακαλεί την 275/2013 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΣΤΕ/406/2019
ΚΦΣ. Η έκδοση, η λήψη και εικονικών τιμολογίων και η νόθευση αυτών θεωρούνται ιδιάζουσα φορολογική παράβαση, για την οποία επιβάλλεται πρόστιμο. 14 Οι επίμαχες πωλήσεις πετρελαίου κίνησης προς την αναιρεσείουσα ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν και τα επίδικα τιμολόγια ήσαν εικονικά. Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem προϋποθέτει ταυτότητα υποκειμένου ποινικής και διοικητικής διαδικασίας. Η φορολογική αρχή οφείλει να καλέσει τον επιτηδευματία να εκθέσεις τις απόψεις του, επιδίδοντάς του σημείωμα φορολογικού ελέγχου. Η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια της ουσίας. Απαράδεκτος ο σχετικός ισχυρισμός αν προβληθεί με το υπόμνημα ή την έφεση. Η φορολογική αρχή βαρύνεται με την απόδειξη της εικονικότητας, ενώ ο λήπτης του τιμολογίου βαρύνεται να αποδείξει την αλήθεια της συναλλαγής και την καλή του πίστη. Το αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού του προστίμου κατά το άρθρο 5 του Ν. 2523/1997 δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και την αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 980/2010 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Όμοια με την αρ.407/2019 ΣτΕ.
ΣΤΕ/1797/2018
Ανάδειξη αναδόχου έργου...Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, με την .../25.5.2017 απόφασή του, το Δ.Σ. της .... απέρριψε εκ νέου κατόπιν νέας συνολικής έρευνας την .../24.11.2016 προδικαστική προσφυγή της αιτούσας, εκφέροντας νέα κρίση επί των τιθέμενων ζητημάτων που ανεφύησαν στο στάδιο οικονομικής αξιολογήσεως των προσφορών κατόπιν και της προδικαστικής προσφυγής της αιτούσας και διαλαμβάνοντας ρητές σκέψεις ως προς τις αιτιάσεις περί του αδικαιολόγητα χαμηλού ύψους της προσφοράς της παρεμβαίνουσας, κατόπιν και των υποβληθεισών από αυτήν διευκρινίσεων. Η κρίση δε αυτή εκτείνεται και συνάπτεται εν πρώτοις με το κατ’ αρχήν παραδεκτό της οικονομικής προσφοράς της παρεμβαίνουσας και τα σχετικά ειδικώτερα ζητήματα που είτε είχαν τεθεί με την προδικαστική προσφυγή (παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 και 5.4 του τεύχους Β’ της Διακήρυξης λόγω της συμπλήρωσης των τιμών στον Συνολικό Πίνακα Τιμών της προσφοράς μόνο αριθμητικώς και όχι ολογράφως) είτε τέθηκαν το πρώτον ενώπιον της αναθέτουσας αρχής με την από 28.4.2017 αίτηση της αιτούσας (παράλειψη απόρριψης της προσφοράς της παρεμβαίνουσας λόγω μη νομότυπης συμπλήρωσης του Πίνακα Συνολικών Τιμών και του αναλυτικού Πίνακα Υλικών και Τιμών), η οποία μάλιστα μνημονεύεται, μεταξύ των σχετικών εγγράφων του διαγωνισμού που ελήφθησαν υπόψη, στις .../8.5.2017 και .../23.5.2017 εισηγήσεις του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ... προς το ΔΣ, οι οποίες αποτελούν την αιτιολογία των .../11.5.2017 και .../25.5.2017 αποφάσεων του ΔΣ, αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση στερείται πλέον αντικειμένου και η κρινόμενη δίκη πρέπει να καταργηθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, δοθέντος ότι η αιτούσα δεν επικαλείται ιδιαίτερες έννομες συνέπειες για τη συνέχιση της δίκης, αβασίμως δε προβάλλει με το από 28.11.2017 υπόμνημα ότι η αρχική πράξη του Δ.Σ. του ... και οι λοιπές συναφές προσβαλλόμενες έχουν ανακληθεί μερικώς (και όχι ολικώς) λόγω του ότι δεν απαντήθηκαν με τις νυν προσβαλλόμενες πράξεις δύο προβληθέντες με την προδικαστική προσφυγή λόγοι. Τούτο δε διότι οι αναπάντητοι λόγοι που προέβαλε η αιτούσα δεν αντιστοιχούν σε διακριτό και αυτοτελές σκέλος της αρχικής (αντικατασταθείσας) αποφάσεως αλλά αφορούν στο αυτό ζήτημα, του οποίου επελήφθη συνολικώς το Δ.Σ. του ... και ως προς το οποίο απεφάνθη με τις νεώτερες πράξεις του εκφέροντας νέα κρίση. Εξάλλου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η αιτούσα παραιτήθηκε των από 23.5.2017 και 6.6.2017 δικογράφων για συνέχιση της δίκης, κατ’ επίκληση του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, περαιτέρω δε, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά των .../11.5.2017 και .../25.5.2017 αποφάσεων του ΔΣ της ... η αιτούσα έχει ασκήσει αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως, προβάλλοντας εκ νέου, μεταξύ άλλων, και τους προβαλλόμενους με την κρινόμενη αίτηση λόγους ακυρώσεως.Επειδή, όταν καταργείται η δίκη για οποιονδήποτε λόγο αποδίδεται το παράβολο και δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη (άρθρα 36 παρ. 4 και 39 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, Α’ 8)
ΣΤΕ/1329/2018
Επειδή, περαιτέρω, εφ’ όσον η επίδικη ανάκληση στηρίχθηκε στο αντικειμενικό γεγονός της ελλείψεως νομίμου προϋποθέσεως για την έκδοση της ανακαλουμένης διαπιστωτικής πράξης, δεν υπήρχε υποχρέωση της Διοικήσεως, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, να καλέσει προηγουμένως τον αιτούντα σε ακρόαση και είναι, ως εκ τούτου, απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (βλ. ΣτΕ 3350/2011 7μ., 2261/2011, 960/2011 κ.ά.). Στην προκειμένη δε περίπτωση δεν αφαιρέθηκε η ιθαγένεια του αιτούντος κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Συντάγματος, αλλά ανακλήθηκε η διαπιστωτική της ελληνικής ιθαγένειας του αιτούντος πράξη σύμφωνα με τους κανόνες περί ανακλήσεως των παράνομων διοικητικών πράξεων. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλει ο αιτών παράβαση της ως άνω συνταγματικής διατάξεως. Τέλος, δεδομένου ότι η ιθαγένεια είναι ζήτημα εξόχως σημαντικό για το δημόσιο συμφέρον, καθ’ όσον έχει άμεση επίπτωση στον καθορισμό της συνθέσεως του Λαού ως στοιχείου και αμέσου οργάνου του ελληνικού Κράτους, η ανάκληση ως παράνομης της διαπιστωτικής της ιθαγενείας πράξης εντός ευλόγου χρόνου (εξαετίας) από την έκδοσή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει την συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος) και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως (πρβλ. ΣτΕ 2621/2012).
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)184/2013
Kαταβολή αμοιβής για την εκτέλεση «εργασιών πλήρωσης κενού χώρου μεταξύ τοιχίου-πρανούς στη θέση Μάτι του Δήμου ......». Περαιτέρω, στο άρθρο 21 του β.δ/τος της 17.5/15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄ 114, διόρθ. ΦΕΚ Α΄ 145 και 197), ορίζεται ότι: «1. Η εκκαθάρισις ενεργείται παρά της λογιστικής υπηρεσίας κατά τας κειμένας περί εκάστης δαπάνης διατάξεις, είτε αυτεπαγγέλτως οσάκις υπάρχουν παρά τη υπηρεσία ταύτη πλήρη τ΄ αποδεικνύοντα τα δικαιώματα των δικαιούχων στοιχεία, είτε επί τη υποβολή αυτή των δικαιολογητικών στοιχείων, μετά προέλεγχον τούτων εκ μέρους των αρμοδίων υπηρεσιών του Δήμου (…) 3. Τα δικαιολογητικά έγγραφα εκάστης δαπάνης (…) προσαρτώνται εις τα σχετικά χρηματικά εντάλματα (…)», στο άρθρο 23 παρ. 1 ότι: «Μετά την εκκαθάρισιν εκάστης δαπάνης το αρμόδιον τμήμα ή γραφείον της λογιστικής υπηρεσίας του Δήμου προκαλεί την πληρωμήν της εκκαθαρισθείσας δαπάνης συντάσσον χρηματικόν ένταλμα», στο άρθρο 25 αυτού ότι: «Εις παν χρηματικόν ένταλμα δέον να επισυνάπτεται υπ’ ευθύνη των επιτετραμμένων την εκκαθάρισιν και εντολήν της δαπάνης οργάνων του δήμου παν δικαιολογητικόν έγγραφον εξ ου να προκύπτη σαφώς το δικαίωμα του πιστωτού του δήμου κατά βάσιν και ποσόν». Από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία της ανάληψης, εκκαθάρισης και εντολής πληρωμής δαπανών συνάγεται, πλην άλλων, ότι οι δαπάνες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) εξοφλούνται κατά κανόνα με την έκδοση τακτικού χρηματικού εντάλματος. Προκειμένου δε να εκδοθεί τακτικό χρηματικό ένταλμα, πρέπει οι απαιτήσεις των πιστωτών των Ο.Τ.Α., καθώς και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των τελευταίων να αποδεικνύονται κατά την υπόσταση και την έκτασή τους από πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων για κάθε είδος συναλλαγής φορολογικά στοιχεία. Η μη έκδοση ή η μη νόμιμη έκδοση των ως άνω δικαιολογητικών καθιστά την εντελλόμενη δαπάνη μη κανονική (βλ. σχετ. Πρ. VII Τμ. 13/2008, 11, 373/2009, Κλ. Πρ. Ελ. Στο VII Τμ. 47/2013). Πλην, όμως, η έκδοση απόδειξης δαπάνης αντί τιμολογίου παροχής υπηρεσιών κατά την περίπτωση παροχής των τελευταίων σε ο.τ.α, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα και κανονικότητα της δαπάνης, διότι δύναται μεν να επισύρει την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων εκ μέρους των αρμοδίων φορολογικών αρχών, δεν άγει όμως σε ακυρότητα της απόδειξης, και κατά συνέπεια δεν καθιστά μη νόμιμη ή ανύπαρκτη την αξίωση του δικαιούχου επιτηδευματία, αφού το τιμολόγιο εξακολουθεί να αποτελεί δικαιολογητικό εκκαθάρισης και ενταλματοποίησης της σχετικής δαπάνης (πρβλ. Πράξεις VII Τμ. 74, 103, 104/2011, Κλ. Πρ. Ελ. Στο VII Τμ. 36/2013).
ΕλΣυνΚλ.Τμ.7/296/2013
Παροχή υπηρεσιών:ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ ΕΚΔΟΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΥ..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει, κατ’ αντιστοιχία προς τους προβληθέντες λόγους διαφωνίας της Επιτρόπου, τα ακόλουθα: α) η εκ μέρους της Διαδημοτικής Επιχείρησης ΧΥΤΑ ... εκπρόθεσμη έκδοση του εκ του νόμου απαιτούμενου φορολογικού στοιχείου (τιμολογίου) δύναται μεν να επισύρει την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων εκ μέρους των αρμοδίων φορολογικών αρχών, δεν άγει όμως σε ακυρότητα του τιμολογίου, και κατά συνέπεια δεν καθιστά μη νόμιμη ή ανύπαρκτη την αξίωση της δικαιούχου επιχείρησης, αφού το τιμολόγιο εξακολουθεί να αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό εκκαθάρισης και ενταλματοποίησης της σχετικής δαπάνης, β) κατά τα επίμαχα έτη 2004-2007 ο Δήμος ... δεν πραγματοποίησε δαπάνες που να σχετίζονται με την καταβολή είτε του ιδρυτικού κεφαλαίου, είτε των αναλογούντων σ΄αυτόν τελών απόρριψης απορριμμάτων συνεπώς δεν ήταν απαραίτητη η έκδοση πράξης ανάληψης υποχρέωσης, η οποία, σε κάθε περίπτωση, εκδόθηκε πριν από το κρίσιμο χρονικό σημείο πραγματοποίησης της δαπάνης από τον Δήμο ..., κατά το έτος 2011, γ) δεδομένου ότι τόσο η υποχρέωση καταβολής ιδρυτικού κεφαλαίου όσο και η υποχρέωση καταβολής τέλους απόρριψης απορριμμάτων (καθοριζόμενο από την επιχείρηση) στον συμμετέχοντα στον ΧΥΤΑ Δήμο ... προκύπτει με σαφήνεια από τη συστατική πράξη της διαδημοτικής επιχείρησης, δεν απαιτούνταν για τα κρίσιμα έτη οι επιμέρους αποφάσεις ανάθεσης υπηρεσιών και οι σχετικές αυτών συμβάσεις, δ) κατά παραδοχή του σχετικού λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου, σε κάθε περίπτωση οι οφειλές του τέως Δήμου ... για τέλη απόρριψης απορριμμάτων ετών 2004 και 2005 έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 1 του ν.2362/1995. (...)Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το κρίσιμο χρηματικό ένταλμα δαπάνη, παρίσταται μη νόμιμη και μη κανονική, κατά παραδοχή των τετάρτου και έκτου λόγων διαφωνίας των Επιτρόπων συνεπώς, αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.