Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/405/2007

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 4412/2016/Α.2

Μελέτες.Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως δημόσια νομικά πρόσωπα δεν νομιμοποιούνται κατ` αρχήν σε επιχειρηματικής φύσεως δραστηριότητες που εκφεύγουν του ειδικού σκοπού τους και τέτοια δραστηριότητα είναι κατ` εξοχήν η συμμετοχή σε διαγωνισμούς για ανάληψη έργων. Δεν αποκλείεται, όμως, εντελώς η συμμετοχή και των Ιδρυμάτων αυτών σε διαγωνισμούς, κατ` εξαίρεσιν οσάκις η προσφερομένη υπηρεσία συνδέεται αμέσως με το εκπαιδευτικό ή ερευνητικό έργο και πρόκειται να εκτελεσθεί στο πλαίσιο του αντικειμένου συγκεκριμένης υπηρεσιακής μονάδας του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/504/2007

Μελέτες. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως δημόσια νομικά πρόσωπα δεν νομιμοποιούνται κατ` αρχήν σε επιχειρηματικής φύσεως δραστηριότητες που εκφεύγουν του ειδικού σκοπού τους και τέτοια δραστηριότητα είναι κατ` εξοχήν η συμμετοχή σε διαγωνισμούς για ανάληψη έργων. Δεν αποκλείεται, όμως, εντελώς η συμμετοχή και των Ιδρυμάτων αυτών σε διαγωνισμούς, κατ` εξαίρεσιν οσάκις η προσφερομένη υπηρεσία συνδέεται αμέσως με το εκπαιδευτικό ή ερευνητικό έργο και πρόκειται να εκτελεσθεί στο πλαίσιο του αντικειμένου συγκεκριμένης υπηρεσιακής μονάδας του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.


ΕΣ/Τ7/0001/2008

Ερευνα ή ερευνητικό πρόγραμμα στερούμενα του στοιχείου της πρωτοτυπίας εμπίπτουν στην έννοια της μελέτης, η ανάθεση εκπόνησης της οποίας διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3316/2005 και διενεργείται κατά κανόνα κατόπιν δημόσιου, ανοικτού ή κλειστού, μειοδοτικού διαγωνισμού, ενώ κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που καθορίζονται ρητά και περιοριστικά στο νόμο αυτό.


ΣτΕ/396/2011

6. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι το σύστημα της χαμηλότερης προσφοράς προϋποθέτει, λογικώς, προσφερόμενα είδη τα οποία είναι από άποψη τεχνικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων και ποιότητας κατ’ αρχήν ισοδύναμα και τα οποία, ως εκ τούτου, διαφοροποιούνται ουσιαστικά μόνον ως προς την προσφερόμενη τιμή. Στην περίπτωση αυτή, η χρησιμοποίηση από τη Διοίκηση ως κριτηρίου επιλογής μόνο της χαμηλότερης τιμής έχει την έννοια της επιλογής του φθηνότερου μεταξύ των προσφερόμενων παρεμφερών προϊόντων, ευνοεί τον ανταγωνισμό, λόγω του ότι επιτρέπει την συμμετοχή περισσότερων προμηθευτών, αποβαίνει δε επωφελής για τη Διοίκηση, εφ’ όσον οδηγεί αναγκαίως σε συμπίεση των τιμών εκ μέρους των υποψήφιων προμηθευτών, αφού κριτήριο κατακυρώσεως είναι η χαμηλότερη τιμή προσφοράς. Αντιθέτως, το σύστημα της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς προσιδιάζει σε διαγωνισμούς όπου τα προσφερόμενα είδη διαφοροποιούνται κατά το μάλλον ή ήττον ουσιωδώς από απόψεως ποιότητας και τιμής, για το λόγο δε αυτόν, προκειμένου να ευρεθεί η πλέον συμφέρουσα προσφορά, δικαιολογείται η στάθμιση κατά την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών και ποιοτικών κριτηρίων (βλ. ΣτΕ 2183/2004 επταμ., ΕΑ 114/2008-βλ. και απόφ. ΔΕΚ της 17.9.2002, C-513/99, Concordia Bus Finland , Συλλογή 2002, σ. I-7213,σκ.59, 61-63). Στην περίπτωση αυτή, οι τεχνικές προδιαγραφές των ιατροτεχνολογικών προϊόντων πρέπει να προσδιορίζουν με σαφήνεια το υπό προμήθεια προϊόν, η δε διοίκηση έχει ευρεία ευχέρεια να επιλέξει είτε προϊόν τεχνικώς αποδεκτό σε χαμηλή τιμή, είτε προϊόν τεχνικώς εξελιγμένο σε λογική τιμή, αφού ο προσφέρων το τελευταίο, για να έχει πιθανότητες να αναδειχθεί προμηθευτής, θα υποχρεωθεί να συμπιέσει την τιμή της προσφοράς. (...)8. Επειδή, οι ανωτέρω όροι της διακηρύξεως, στο βαθμό που προβλέπουν ως κριτήριο κατακυρώσεως τη χαμηλότερη τιμή ανά κατηγορία προϊόντων, η οποία μπορεί να καλύπτει μία ή και περισσότερες υποκατηγορίες, υπό την έννοια ότι αρκεί, για το παραδεκτό της προσφοράς, η πλήρωση έστω και ενός από τα «Τεχνικά Χαρακτηριστικά» που ταυτίζονται με τις εν λόγω υποκατηγορίες, θα προκρίνεται δε, μεταξύ ισοτίμων ανά κατηγορία οικονομικών προσφορών, εκείνη που θα καλύπτει μεγαλύτερο αριθμό υποκατηγοριών, δεν θεσπίζουν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ένα κριτήριο αξιολογήσεως των προσφορών. Και τούτο, διότι, σε περιπτώσεις ταυτιζομένων σε σχέση με την προσφερομένη τιμή οικονομικών προσφορών, οι οποίες καλύπτουν τις αυτές μεν κατηγορίες αλλά διαφορετικές, από άποψη ποιοτική ή και ποσοτική, υποκατηγορίες, όπως επιτρέπεται από τη διακήρυξη, οι ανωτέρω όροι είναι δυνατόν να καταλήγουν, για την ανάδειξη μειοδότη, σε σύγκριση ανόμοιων και, συνακολούθως, εξ ορισμού μη συγκρίσιμων ως προς τα καλυπτόμενα τεχνικά χαρακτηριστικά προσφορών και να καθιστούν, ως εκ τούτου, αδύνατη την επί ίσοις όροις αξιολόγησή τους (πρβλ. ΕΑ 76/2011). Επομένως, ο σχετικός λόγος, με τον οποίο επαναλαμβάνεται αντίστοιχη αιτίαση προβληθείσα με την προδικαστική προσφυγή και μη απαντηθείσα, άλλωστε, από την αναθέτουσα αρχή, πιθανολογείται σοβαρώς ως βάσιμος.


ΝΣΚ/100/2013

IKA-ETAM - Αποκλεισμός εργολάβου κατ’ άρθρο 68 παρ.6 του ν. 3863/2010 από δημόσιους διαγωνισμούς.1. Η συνέπεια του επελθόντος κατά το εδάφιο β’ της παρ.6 του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 αποκλεισμού του εργολάβου, αφορά όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς των προαναφερθέντων φορέων. 2. Η επιβολή του αποκλεισμού όσον αφορά το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κωλύει την συμμετοχή του εργολάβου σε διαγωνισμούς που διενεργούν όλα τα Υποκ/τα του Ιδρύματος. 3. Ο αποκλεισμός του εργολάβου θα γίνε σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και την διαδικασία του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 και όχι κατά το άρθρο 34 παρ.5 περ.γ’ του π.δ.118/2007. 4. Ο αποκλεισμός του εργολάβου επέρχεται όχι από τον χρόνο έκδοσης, αλλά από τον χρόνο κοινοποίησης σ’ αυτόν της απόφασης επιβολής, κατά το εδάφιο α’ της παρ.6 του άρθρου 68 του ν. 3863/2010, της δευτέρας κύρωσης. 5. Η άσκηση προσφυγής από τον αποκλειόμενο εργολάβο κατά της απόφασης του φορέα διενέργειας του δημοσίου διαγωνισμού με την οποία διαπιστώνεται ο επελθών αποκλεισμός του και ο χρόνος αυτού, δεν επιφέρει κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης του αποκλεισμού. Η έκδοση, όμως, αρμοδίως προσωρινής διαταγής αναστολής εκτελέσεως της ανωτέρω απόφασης ή η χορήγηση με δικαστική απόφαση αναστολής εκτελέσεως της απόφασης αυτής, έχει σαν συνέπεια την αναστολή εκτέλεσης του ανωτέρω αποκλεισμού του εργολάβου στους διαγωνισμούς του φορέα, κατά του οποίου εκδόθηκε η συγκεκριμένη αυτή προσωρινή διαταγή ή δικαστική απόφαση καθόλον τον χρόνο ισχύος της, πράγμα που συνεπάγεται την νομιμότητα συμμετοχής του εργολάβου στους δημόσιους διαγωνισμούς του φορέα κατά τον χρόνο ισχύος της προσωρινής αυτής διαταγής ή της αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση. (ομοφ.)  

ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/2/2020

Προμήθειες- προσυμβατικός έλεγχος  νομιμότητας...Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Οι ελεγχόμενες συμβάσεις αφορούν σε αντικείμενα που μπορούν ευχερώς να υποδιαιρεθούν σε τμήματα, διότι περιλαμβάνουν περισσότερα και απολύτως διακριτά μεταξύ τους είδη, έκαστο εκ των οποίων μπορεί να παρασχεθεί, τόσο κατά τη φύση του, όσο και με βάση τους κανόνες της αγοράς, αυτοτελώς, χωρίς να επηρεάζει την προμήθεια των λοιπών. Η γενόμενη υποδιαίρεση σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το πρώτο περιλαμβάνει μισθώσεις αεροπλάνων, ιπτάμενου προσωπικού, μετεωρολογικών ραντάρ, μαζί με την προμήθεια ιωδιούχου αργύρου, συνολικής εκτιμώμενης αξίας (με τα δικαιώματα προαίρεσης) 14.389.000,00 ευρώ και το δεύτερο την προμήθεια υλικών ραδιοβόλισης εκτιμώμενης αξίας (με τα δικαιώματα προαίρεσης) μόλις 185.000,00 ευρώ, και μόνο ως εκ της ως άνω τεράστιας διαφοράς στο μέγεθος της κάθε υποδιαίρεσης, είναι απρόσφορη να διευκολύνει τη συμμετοχή ΜΜΕ στη διαδικασία ανάθεσης, αντιστρατευόμενη έτσι στην επίτευξη του μνημονευθέντος σκοπού θέσπισης της διάταξης του άρθρου 59 παρ. 1 ν.4412/2016, παρίσταται δε, ως εκ τούτου, προσχηματική. Στα έγγραφα της σύμβασης δεν αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους η αναθέτουσα αρχή επέλεξε να μην υποδιαιρέσει τη σύμβαση, ούτε στα στοιχεία του φακέλου περιλαμβάνεται ειδική έκθεση κατ’ άρθρο 341 του ν.4412/2016 όπου να αναφέρονται οι λόγοι αυτοί. Ούτε, εξάλλου, τα αναφερόμενα στο 7/10.1.2020 έγγραφο του Προϊσταμένου του ΚΕΜΕ συνιστούν τεχνική δυσκολία που δικαιολογεί την απόκλιση από την υποχρέωση διαίρεσης της σύμβασης σε τμήματα, καθόσον οι επικαλούμενες δυσχέρειες ευχερώς μπορούσαν να ξεπεραστούν με σχετικές προβλέψεις στις τεχνικές προδιαγραφές των φυσιγγίων και με αντίστοιχες απαιτήσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν, με τα έγγραφα της σύμβασης, στους προσφέροντες. Επομένως, παρίσταται αναιτιολόγητη η επιλογή της αναθέτουσας αρχής να μην επιτρέψει την υποβολή προσφορών ανά περισσότερα τμήματα, αυτοτελή και διακριτά μεταξύ τους (π.χ. σε «Μίσθωση Συστήματος Χαλαζικής Προστασίας με Εναέρια Μέσα», «Προμήθεια Ιωδιούχου Αργύρου σε συσκευασία», «Αγορά Υλικών Ραδιοβόλισης»). Η δε υποδιαίρεση της σύμβασης σε τμήματα θα επέτρεπε τη συμμετοχή ευρύτερου κύκλου διαγωνιζομένων και δεν θα απέτρεπε από τη συμμετοχή στον διαγωνισμό μικρομεσαίες επιχειρήσεις που τυχόν δραστηριοποιούνται στην προμήθεια των ειδών και θα επιθυμούσαν να υποβάλουν προσφορά για το ένα μόνο από τα διακριτά τμήματα της σύμβασης, είτε γιατί δεν δύνανται να ανταπεξέλθουν στο σύνολο της σύμβασης, είτε γιατί, σε κάθε περίπτωση, στοχεύουν να αναλάβουν αυτόνομα –ήτοι χωρίς τη στήριξη στις ικανότητες τρίτων– μόνον το τμήμα της σύμβασης που τους ενδιαφέρει και συνάπτεται με την επαγγελματική τους εξειδίκευση, μεγιστοποιώντας, τοιουτοτρόπως, την οικονομική τους ωφέλεια από την ενδεχόμενη ανάθεση σε αυτές του εν λόγω τμήματος. Περαιτέρω, το γεγονός της μη υποδιαίρεσης των ελεγχόμενων συμβάσεων σε τμήματα αντανακλά και στην ίδια την αναθέτουσα αρχή, αφού δια της ευρύτερης συμμετοχής μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποφεύγει την εξάρτησή της από «αποκλειστικό» προμηθευτή και, ενδεχομένως, να είχε επιτύχει οικονομικά συμφερότερες προσφορές για το κάθε επιμέρους τμήμα. Στο συμπέρασμα αυτό κατατείνει και το γεγονός ότι στον διενεργηθέντα διαγωνισμό δεν αναπτύχθηκε ανταγωνισμός, αφού στη διαδικασία ανάθεσης, όπως και στην αντίστοιχη διαδικασία για την προηγούμενη Ε.Π.Χ.Π., συμμετείχε μόνο ένας (ο ίδιος) οικονομικός φορέας, προσφέροντας μηδενική έκπτωση στις προϋπολογιζόμενες τιμές των συμβάσεων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αναθέτουσα αρχή δεν απέδειξε τη συνδρομή λόγων που δικαιολογούν την απόκλιση από τον κανόνα υποδιαίρεσης των δημοσίων συμβάσεων σε τμήματα. Ως εκ τούτου, προβαίνοντας σε ενιαία δημοπράτηση του συμβατικού αντικειμένου αντί τμηματοποίησης της διαδικασίας ανάθεσης, προέβη σε κακή χρήση της κατ’ άρθρο 59 παρ. 1 του ν.4412/2016 διακριτικής της ευχέρειας καθιστώντας, δια της εν λόγω παραβίασης των νομίμων απαιτήσεων διενέργειάς της, πλημμελή τη σχετική διαδικασία ανάθεσης. Η πλημμέλεια αυτή, εντοπιζόμενη στη Διακήρυξη της διαδικασίας ανάθεσης, καθιστά μη νόμιμη το σύνολο της εν λόγω διαδικασίας, επί της οποίας ερείδονται τα ελεγχόμενα σχέδια συμβάσεων, που, για το λόγο αυτό, κωλύεται η υπογραφή τους.

Ανακληθηκε απο την ΕΣ/ΤΜ.6/520/2020


ΕΣ/Τ6/116/2008

Ονομαστικοποίηση μετοχών. Από το συνδυασμό των ισχυουσών διατάξεων συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για την παραδεκτή συμμετοχή των ανωνύμων εταιρειών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του Δημοσίου, ύψους μεγαλύτερου του 1.000.000 ευρώ, συνιστά η υποβολή, μαζί με την προσφορά, των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ/τος 82/1996 δικαιολογητικών. Η ως άνω υποχρέωση συνιστά ουσιώδη τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό, αφού απορρέει ευθέως από το νόμο και αν ακόμα δεν μνημονεύεται ρητά στη διακήρυξη. Περαιτέρω η ως άνω υποχρέωση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση υποβολής των αντίστοιχων δικαιολογητικών στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ. πριν από την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δεδομένου του διαφορετικού σκοπού που επιδιώκεται από τις δύο διαδικασίες στην πρώτη, πληρότητα από τον υποψήφιο ανάδοχο των απαιτήσεων του νόμου κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, ενώ στην δεύτερη, αποτροπή σύναψης σύμβασης με ανάδοχο που, στο διάστημα μεταξύ διενέργειας του διαγωνισμού και υπογραφής της σύμβασης, δεν πληροί πλέον τις ανωτέρω απαιτήσεις του νόμου(Ελ.Σ.ΠράξειςVIΤμ.35/2007,77/2007). Κριτήρια αποκλεισμού. Κατά την έννοια των προπαρατιθέμενων διατάξεων, και των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού, η κήρυξη διαγωνιζόμενου σε πτώχευση, η θέση του σε εκκαθάριση, αναγκαστική διαχείριση ή άλλη ανάλογη κατάσταση, καθώς και η κίνηση εις βάρος του των σχετικών διαδικασιών αποτελούν λόγους αποκλεισμού του από δημόσιο διαγωνισμό παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να αποδείξει ότι δεν τελεί υπό τις ανωτέρω καταστάσεις και ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος του διαδικασία για τη θέση του σε οποιαδήποτε από αυτές, πρέπει, επί ποινή ακυρότητας της προσφοράς του, να καταθέσει σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία της χώρας όπου εδρεύει, δικαστικής ή διοικητικής αρχής Εξάλλου, η έλλειψη των ως άνω πιστοποιητικών δε δύναται να θεωρηθεί επουσιώδης, πρωτίστως διότι συνάπτεται με τη βεβαιότητα της αναθέτουσας αρχής περί του ότι ο εν λόγω διαγωνιζόμενος έχει την επιχειρηματική ικανότητα και φερεγγυότητα να αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης, επιπροσθέτως δε με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την υποβολή της προσφοράς τους στους δημόσιους διαγωνισμούς (Πράξη VI Τμ. 167/2006). Ενόψει, άλλωστε, της αυστηρώς τυπικής διαδικασίας των δημοσίων διαγωνισμών, δια της οποίας διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των ως άνω γενικών αρχών, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση νομίμως κατ’ αρχήν υποβληθέντων στοιχείων και δικαιολογητικών για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (βλ. Πράξεις VI Τμ. 77/2007, 88, 67/2006, 105, 90/2004, ΣτΕ 2910/2005, 2660/2004). Εξάλλου, ενόψει της αυστηρά τυπικής διαδικασίας του διαγωνισμού, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνιση καταρχήν νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων με αυτήν δικαιολογητικών και στοιχείων (σχετ. Ε.Α ΣτΕ 33/2000, ΣτΕ 1047/1998).


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/302/2019

Καταβολή αποζημίωσης για συμμετοχή σε συνεδριάσεις επιτροπών διαγωνισμού δημοσιών συμβάσεων μελετών  Δήμου...Mε τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ανεξαρτήτως του ότι οι φερόμενοι ως δικαιούχοι ιδιώτες εκπρόσωποι του Τ.Ε.Ε., μέλη των ως άνω επιτροπών διαγωνισμού, δικαιούνται αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των ως άνω συλλογικών οργάνων, οι οποίες έλαβαν χώρα εντός του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των υπηρεσιών του Δήμου, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου διαφωνίας του Επιτρόπου, οι ελεγχόμενες δαπάνες είναι μη νόμιμες. Τούτο διότι, λαμβανομένου υπόψη ότι προϋπόθεση για την καταβολή της αμοιβής είναι η δημοσίευση των αποφάσεων συγκρότησης των Επιτροπών διαγωνισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περ. ιβ΄ του ν. 3469/2006, οι ως άνω επιτροπές έχουν οργανωτική υπόσταση αφ’ ης στιγμής οι 283/29.11.2017, 274/22.11.2017, 275/22.11.2017 και 282/29.11.2017 αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής δημοσιεύθηκαν, ήτοι από 8.6.2018, 7.6.2018, 7.6.2018 και 13.6.2018 αντίστοιχα. Οι αποφάσεις δε αυτές δεν δύναται να αναπτύξουν αναδρομική ισχύ, ενώ οι δε συνεδριάσεις των επιτροπών διαγωνισμού για τις οποίες εντέλλεται η καταβολή αποζημίωσης έλαβαν χώρα μεταγενέστερα των ως άνω ημερομηνιών δημοσίευσης των αποφάσεων συγκρότησης. Τέλος, ο λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, που αφορά στην παραβίαση της αρχής της οικονομικότητας λόγω του υπερβολικά μεγάλου αριθμού συνεδριάσεων εκάστης επιτροπής διαγωνισμού, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος και ανεπίδεκτος εκτίμησης, καθόσον δεν παρατίθενται συγκριτικά στοιχεία για διαγωνισμούς, όμοιου ή συναφούς αντικειμένου, με εκείνα των επίμαχων διαγωνισμών, ώστε να μπορεί να εξαχθεί ασφαλής κρίση σχετικά με το αν ο αριθμός των συνεδριάσεων εκάστης επιτροπής διαγωνισμού υπερβαίνει το κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τις συναλλακτικές αντιλήψεις προσήκον μέτρο (πρβλ. Ε.Σ. Κ.Π.Ε.Δ. στο Ι Τμ. 172/2013, Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Tμ. 301/2014, 60/2013, 185/2012, Ι Τμ. 15/2012, IV Τμ. 93/2011, 56/2001, VII Tμ. 301/2011). Εξάλλου, ανεξαρτήτως της προεκτιμώμενης αξία της μελέτης, δύνανται κατά τη διενέργεια μιας διαγωνιστικής διαδικασίας να ανακύψουν περίπλοκα ζητήματα που καθιστούν αναγκαίες τις επανειλημμένες συνεδριάσεις της επιτροπής διαγωνισμού. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, οι εντελλόμενες με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνες είναι μη νόμιμες και, ως εκ τούτου, αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν.  


ΔΕΚ/Τ-4/2001

Περίληψη 1. Για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, απαιτείται η συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση. Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην προστασία των ιδιωτών. Οσάκις το όργανο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, το αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση του αν συγκεκριμένη παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη αποτελεί η πρόδηλη και σοβαρή εκ μέρους του υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. ( βλ. σκέψεις 60, 63 ) 2. Το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αφήνει στην αναθέτουσα αρχή την επιλογή των κριτηρίων αναθέσεως της συμβάσεως στην οποία προτίθεται να προβεί υπό τον όρο ότι τα επιλεγέντα κριτήρια σκοπούν στην εξατομίκευση της συμφερότερης οικονομικά προσφοράς. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να λάβει απόφαση κατά το δοκούν με βάση ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια μεταβαλλόμενα ανάλογα με τη σύμβαση, προκειμένου να καθορίσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Εντούτοις, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/37 δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι έκαστο των κριτηρίων αναθέσεως που επέλεξε η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να ταυτοποιήσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά πρέπει κατ' ανάγκη να είναι ποσοτικής φύσεως ή αποκλειστικά προσανατολισμένο προς τις τιμές ή τα τιμολόγια του συγκεντρωτικού καταλόγου. Πράγματι, διάφοροι παράγοντες, μη αμιγώς ποσοτικοί, μπορούν να επηρεάζουν την εκτέλεση των έργων και, κατά συνέπεια, την οικονομική αξία μιας προσφοράς. ( βλ. σκέψεις 66, 68 ) 3. Καίτοι η αναθέτουσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, να επαληθεύει κάθε παρατιθέμενη σε ατομική προσφορά τιμή, οφείλει, εντούτοις, να εξετάζει τη φερεγγυότητα και τη σοβαρότητα των προσφορών που την εμβάλλουν σε υποψίες εν γένει, πράγμα που συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι ζητεί, ενδεχομένως, διευκρινίσεις επί των ατομικών τιμών που θεωρεί ύποπτες, κατά μείζονα δε λόγο αν είναι πολυάριθμες. Το γεγονός ότι τυχόν προσφορά κρίθηκε σύννομη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαλλάσσει την αναθέτουσα αρχή από την υποχρέωσή της να επαληθεύσει τις τιμές συγκεκριμένης προσφοράς αν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς τη φερεγγυότητά τους κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των προσφορών και μετά την αρχική εκτίμηση του συννόμου αυτών. Έτσι, η αναθέτουσα αρχή τήρησε ορθά την προβλεπόμενη στο άρθρο 30, παράγραφος 4, της ανωτέρω οδηγίας 93/37 διαδικασία, προσφέροντας επανειλημμένα σε υποβαλούσα προσφορά επιχείρηση τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της. ( βλ. σκέψεις 76-77 ) 4. Όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το οποίο εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 56 του δημοσιονομικού κανονισμού, επί των συμβάσεων που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα οσάκις η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το προβλεπόμενο από την οδηγία κατώτατο όριο, ένα κοινοτικό όργανο πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως έναντι των αποκλεισθέντων υποβαλόντων προσφορά εφόσον αρκείται, κατ' αρχάς, στην άμεση ενημέρωσή τους σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς τους με απλή και μη αιτιολογημένη κοινοποίηση, ακολούθως δε παρέχει στους υποψηφίους που διατύπωσαν ρητώς σχετικό αίτημα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του υπέρ ου η ανάθεση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτού αιτήματος. Ο τρόπος αυτός ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ, ότι δηλαδή από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπον ώστε, αφενός, να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του. Ο επαρκής βαθμός αιτιολογήσεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο δίδει στη συνέχεια λεπτομερέστερη εξήγηση. ( βλ. σκέψεις 92-93, 96 ) 5. Η κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει η ενάγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως αγωγής. Αν ο αποκλεισθείς υποβαλών προσφορά ζητεί, όπως εν προκειμένω, από το εναγόμενο όργανο συμπληρωματικές εξηγήσεις σε σχέση με απόφαση πριν από την άσκηση αγωγής αλλά μετά την προβλεπόμενη με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας ημερομηνία και το


ΕΣ/ΤΜ.7(Ε΄ΔΙΑΚΟΠΩΝ)47/2013

Ανάκληση της 118/2013 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου δαπανών στο παρόν Τμήμα, με την οποία κρίθηκε, ύστερα από διαφωνία της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό ......,οτι εν πρέπει να θεωρηθεί το 29, οικονομικού έτους 2013, χρηματικό ένταλμα πληρωμής του ως άνω Δήμου, που αφορούσε στη καταβολή ποσού 13.310,00 ευρώ στον φερόμενο ως δικαιούχο ......, Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό, ως αμοιβή του για την εκπόνηση της μελέτης «Τροποποιήσεις σχεδίου και σύνταξη πράξεων τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεως προκειμένου να αξιοποιηθούν εγκεκριμένοι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι της πόλεως της ......», Ειδικότερα δε κρίθηκε ότι η ως άνω απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής, η οποία αναφέρει ότι «μια τέτοιας φύσεως μελέτη δεν μπορεί να συνταχθεί από την Υπηρεσία μας» περιέχει εντελώς γενική και αόριστη αιτιολογία, καθόσον αναφέρεται απλώς συμπερασματικά ότι η αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας αδυνατούσε να συντάξει την ως άνω μελέτη.(….) Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να αποστεί από την κρίση του Κλιμακίου ως προς τη μη νομιμότητα της υπό κρίση δαπάνης, κατά παραδοχή του λόγου διαφωνίας της Επιτρόπου, στις ορθές σκέψεις και νόμιμες αιτιολογίες του οποίου εμμένει. Όμως, συνεκτιμώντας τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του αιτούντος δήμου περί συγγνωστής πλάνης των αρμοδίων οργάνων του, ενόψει του ότι όμοιες δαπάνες για παρασχεθείσες υπηρεσίες σύνταξης παρόμοιων μελετών, η ανάθεση των οποίων είχε αποφασιστεί κατά τα έτη 2008 και 2009 από τη Δημαρχιακή Επιτροπή (αποφάσεις. 313/2008 και 34/2009), είχαν θεωρηθεί από τον αρμόδιο Επίτροπο, το Τμήμα κρίνει ότι τα όργανα του Δήμου, πεπλανημένως, πλην συγγνωστώς και όχι από πρόθεση καταστρατήγησης των εφαρμοζόμενων στην παρούσα υπόθεση διατάξεων, υπέλαβαν ότι η ανωτέρω σύμβαση ανάθεσης σύνταξης μελέτης ανατέθηκε νομίμως, κατ’ εφαρμογή της ίδιας ακολουθούμενης και στο παρελθόν διαδικασίας ανάθεσης σε ιδιώτη μελετητή.

ΕλΣυν/Τμ.4/178/2008

ΕλΣυν/Τμ.4/178/2008.Εκτέλεση του ερευνητικού έργου «Επεξεργασία και στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων των μετρήσεων του Εργαστηρίου ανάλυσης καυσαερίων του Υπουργείου Μεταφορών»O ν. 3316/2005 «Ανάθεση και εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 42 Α΄), η έκδοση του οποίου ως σκοπό είχε, μεταξύ άλλων, «Τη συμπερίληψη ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου ανάθεσης των μελετών και συναφών υπηρεσιών σε ένα νομοθέτημα, το οποίο δεν χρειάζεται οτιδήποτε άλλο για την εφαρμογή του, αφού είναι αυτάρκες. (…)» (βλ. στοιχείο ΣΤ΄ του κεφαλαίου Β΄ της εισηγητικής έκθεσης του νόμου). Περαιτέρω δε συνάγεται, ότι ως μελέτες που ανατίθενται βάσει των διατάξεων του ν. 3316/2005 είναι αυτές που αποτελούν αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, που αφορά, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων εκπομπών και στην επεξεργασία αυτών (χημικές / περιβαλλοντικές μελέτες). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι το επίμαχο «ερευνητικό έργο» το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των μελετών, όπως η έννοια της «μελέτης» προσδιορίζεται ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας, μη νομίμως ανατέθηκε απευθείας στο Τ.Ε.Ι. Πειραιά, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 4α του ν. 2366/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 13 του ν. 2578/1998, αφενός μεν διότι η εν λόγω διάταξη είχε κατά το χρόνο ανάθεσης της μελέτης καταργηθεί, αφετέρου δε διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνέτρεχε καμία εκ των εξαιρετικών προϋποθέσεων του άρθρου 10 του ν. 3316/2005 για την προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης).