ΣτΕ/405/2007
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Μελέτες.Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως δημόσια νομικά πρόσωπα δεν νομιμοποιούνται κατ` αρχήν σε επιχειρηματικής φύσεως δραστηριότητες που εκφεύγουν του ειδικού σκοπού τους και τέτοια δραστηριότητα είναι κατ` εξοχήν η συμμετοχή σε διαγωνισμούς για ανάληψη έργων. Δεν αποκλείεται, όμως, εντελώς η συμμετοχή και των Ιδρυμάτων αυτών σε διαγωνισμούς, κατ` εξαίρεσιν οσάκις η προσφερομένη υπηρεσία συνδέεται αμέσως με το εκπαιδευτικό ή ερευνητικό έργο και πρόκειται να εκτελεσθεί στο πλαίσιο του αντικειμένου συγκεκριμένης υπηρεσιακής μονάδας του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/504/2007
Μελέτες. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως δημόσια νομικά πρόσωπα δεν νομιμοποιούνται κατ` αρχήν σε επιχειρηματικής φύσεως δραστηριότητες που εκφεύγουν του ειδικού σκοπού τους και τέτοια δραστηριότητα είναι κατ` εξοχήν η συμμετοχή σε διαγωνισμούς για ανάληψη έργων. Δεν αποκλείεται, όμως, εντελώς η συμμετοχή και των Ιδρυμάτων αυτών σε διαγωνισμούς, κατ` εξαίρεσιν οσάκις η προσφερομένη υπηρεσία συνδέεται αμέσως με το εκπαιδευτικό ή ερευνητικό έργο και πρόκειται να εκτελεσθεί στο πλαίσιο του αντικειμένου συγκεκριμένης υπηρεσιακής μονάδας του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος.
ΕΣ/Τ7/0001/2008
Ερευνα ή ερευνητικό πρόγραμμα στερούμενα του στοιχείου της πρωτοτυπίας εμπίπτουν στην έννοια της μελέτης, η ανάθεση εκπόνησης της οποίας διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3316/2005 και διενεργείται κατά κανόνα κατόπιν δημόσιου, ανοικτού ή κλειστού, μειοδοτικού διαγωνισμού, ενώ κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, που καθορίζονται ρητά και περιοριστικά στο νόμο αυτό.
ΣτΕ/396/2011
6. Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι το σύστημα της χαμηλότερης προσφοράς προϋποθέτει, λογικώς, προσφερόμενα είδη τα οποία είναι από άποψη τεχνικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων και ποιότητας κατ’ αρχήν ισοδύναμα και τα οποία, ως εκ τούτου, διαφοροποιούνται ουσιαστικά μόνον ως προς την προσφερόμενη τιμή. Στην περίπτωση αυτή, η χρησιμοποίηση από τη Διοίκηση ως κριτηρίου επιλογής μόνο της χαμηλότερης τιμής έχει την έννοια της επιλογής του φθηνότερου μεταξύ των προσφερόμενων παρεμφερών προϊόντων, ευνοεί τον ανταγωνισμό, λόγω του ότι επιτρέπει την συμμετοχή περισσότερων προμηθευτών, αποβαίνει δε επωφελής για τη Διοίκηση, εφ’ όσον οδηγεί αναγκαίως σε συμπίεση των τιμών εκ μέρους των υποψήφιων προμηθευτών, αφού κριτήριο κατακυρώσεως είναι η χαμηλότερη τιμή προσφοράς. Αντιθέτως, το σύστημα της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς προσιδιάζει σε διαγωνισμούς όπου τα προσφερόμενα είδη διαφοροποιούνται κατά το μάλλον ή ήττον ουσιωδώς από απόψεως ποιότητας και τιμής, για το λόγο δε αυτόν, προκειμένου να ευρεθεί η πλέον συμφέρουσα προσφορά, δικαιολογείται η στάθμιση κατά την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών και ποιοτικών κριτηρίων (βλ. ΣτΕ 2183/2004 επταμ., ΕΑ 114/2008-βλ. και απόφ. ΔΕΚ της 17.9.2002, C-513/99, Concordia Bus Finland , Συλλογή 2002, σ. I-7213,σκ.59, 61-63). Στην περίπτωση αυτή, οι τεχνικές προδιαγραφές των ιατροτεχνολογικών προϊόντων πρέπει να προσδιορίζουν με σαφήνεια το υπό προμήθεια προϊόν, η δε διοίκηση έχει ευρεία ευχέρεια να επιλέξει είτε προϊόν τεχνικώς αποδεκτό σε χαμηλή τιμή, είτε προϊόν τεχνικώς εξελιγμένο σε λογική τιμή, αφού ο προσφέρων το τελευταίο, για να έχει πιθανότητες να αναδειχθεί προμηθευτής, θα υποχρεωθεί να συμπιέσει την τιμή της προσφοράς. (...)8. Επειδή, οι ανωτέρω όροι της διακηρύξεως, στο βαθμό που προβλέπουν ως κριτήριο κατακυρώσεως τη χαμηλότερη τιμή ανά κατηγορία προϊόντων, η οποία μπορεί να καλύπτει μία ή και περισσότερες υποκατηγορίες, υπό την έννοια ότι αρκεί, για το παραδεκτό της προσφοράς, η πλήρωση έστω και ενός από τα «Τεχνικά Χαρακτηριστικά» που ταυτίζονται με τις εν λόγω υποκατηγορίες, θα προκρίνεται δε, μεταξύ ισοτίμων ανά κατηγορία οικονομικών προσφορών, εκείνη που θα καλύπτει μεγαλύτερο αριθμό υποκατηγοριών, δεν θεσπίζουν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ένα κριτήριο αξιολογήσεως των προσφορών. Και τούτο, διότι, σε περιπτώσεις ταυτιζομένων σε σχέση με την προσφερομένη τιμή οικονομικών προσφορών, οι οποίες καλύπτουν τις αυτές μεν κατηγορίες αλλά διαφορετικές, από άποψη ποιοτική ή και ποσοτική, υποκατηγορίες, όπως επιτρέπεται από τη διακήρυξη, οι ανωτέρω όροι είναι δυνατόν να καταλήγουν, για την ανάδειξη μειοδότη, σε σύγκριση ανόμοιων και, συνακολούθως, εξ ορισμού μη συγκρίσιμων ως προς τα καλυπτόμενα τεχνικά χαρακτηριστικά προσφορών και να καθιστούν, ως εκ τούτου, αδύνατη την επί ίσοις όροις αξιολόγησή τους (πρβλ. ΕΑ 76/2011). Επομένως, ο σχετικός λόγος, με τον οποίο επαναλαμβάνεται αντίστοιχη αιτίαση προβληθείσα με την προδικαστική προσφυγή και μη απαντηθείσα, άλλωστε, από την αναθέτουσα αρχή, πιθανολογείται σοβαρώς ως βάσιμος.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/302/2019
Καταβολή αποζημίωσης για συμμετοχή σε συνεδριάσεις επιτροπών διαγωνισμού δημοσιών συμβάσεων μελετών Δήμου...Mε τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ανεξαρτήτως του ότι οι φερόμενοι ως δικαιούχοι ιδιώτες εκπρόσωποι του Τ.Ε.Ε., μέλη των ως άνω επιτροπών διαγωνισμού, δικαιούνται αποζημίωση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις των ως άνω συλλογικών οργάνων, οι οποίες έλαβαν χώρα εντός του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των υπηρεσιών του Δήμου, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου διαφωνίας του Επιτρόπου, οι ελεγχόμενες δαπάνες είναι μη νόμιμες. Τούτο διότι, λαμβανομένου υπόψη ότι προϋπόθεση για την καταβολή της αμοιβής είναι η δημοσίευση των αποφάσεων συγκρότησης των Επιτροπών διαγωνισμού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περ. ιβ΄ του ν. 3469/2006, οι ως άνω επιτροπές έχουν οργανωτική υπόσταση αφ’ ης στιγμής οι 283/29.11.2017, 274/22.11.2017, 275/22.11.2017 και 282/29.11.2017 αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής δημοσιεύθηκαν, ήτοι από 8.6.2018, 7.6.2018, 7.6.2018 και 13.6.2018 αντίστοιχα. Οι αποφάσεις δε αυτές δεν δύναται να αναπτύξουν αναδρομική ισχύ, ενώ οι δε συνεδριάσεις των επιτροπών διαγωνισμού για τις οποίες εντέλλεται η καταβολή αποζημίωσης έλαβαν χώρα μεταγενέστερα των ως άνω ημερομηνιών δημοσίευσης των αποφάσεων συγκρότησης. Τέλος, ο λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, που αφορά στην παραβίαση της αρχής της οικονομικότητας λόγω του υπερβολικά μεγάλου αριθμού συνεδριάσεων εκάστης επιτροπής διαγωνισμού, τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος και ανεπίδεκτος εκτίμησης, καθόσον δεν παρατίθενται συγκριτικά στοιχεία για διαγωνισμούς, όμοιου ή συναφούς αντικειμένου, με εκείνα των επίμαχων διαγωνισμών, ώστε να μπορεί να εξαχθεί ασφαλής κρίση σχετικά με το αν ο αριθμός των συνεδριάσεων εκάστης επιτροπής διαγωνισμού υπερβαίνει το κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τις συναλλακτικές αντιλήψεις προσήκον μέτρο (πρβλ. Ε.Σ. Κ.Π.Ε.Δ. στο Ι Τμ. 172/2013, Κ.Π.Ε.Δ. στο VII Tμ. 301/2014, 60/2013, 185/2012, Ι Τμ. 15/2012, IV Τμ. 93/2011, 56/2001, VII Tμ. 301/2011). Εξάλλου, ανεξαρτήτως της προεκτιμώμενης αξία της μελέτης, δύνανται κατά τη διενέργεια μιας διαγωνιστικής διαδικασίας να ανακύψουν περίπλοκα ζητήματα που καθιστούν αναγκαίες τις επανειλημμένες συνεδριάσεις της επιτροπής διαγωνισμού. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, οι εντελλόμενες με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνες είναι μη νόμιμες και, ως εκ τούτου, αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν.
ΕΣ/Τ6/116/2008
Ονομαστικοποίηση μετοχών. Από το συνδυασμό των ισχυουσών διατάξεων συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για την παραδεκτή συμμετοχή των ανωνύμων εταιρειών στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών του Δημοσίου, ύψους μεγαλύτερου του 1.000.000 ευρώ, συνιστά η υποβολή, μαζί με την προσφορά, των προβλεπόμενων στο άρθρο 1 παρ. 2 του π.δ/τος 82/1996 δικαιολογητικών. Η ως άνω υποχρέωση συνιστά ουσιώδη τυπική προϋπόθεση συμμετοχής στο διαγωνισμό, αφού απορρέει ευθέως από το νόμο και αν ακόμα δεν μνημονεύεται ρητά στη διακήρυξη. Περαιτέρω η ως άνω υποχρέωση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση υποβολής των αντίστοιχων δικαιολογητικών στο Τμήμα Ελέγχου Διαφάνειας του Ε.Σ.Ρ. πριν από την υπογραφή της οικείας σύμβασης, δεδομένου του διαφορετικού σκοπού που επιδιώκεται από τις δύο διαδικασίες στην πρώτη, πληρότητα από τον υποψήφιο ανάδοχο των απαιτήσεων του νόμου κατά την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, ενώ στην δεύτερη, αποτροπή σύναψης σύμβασης με ανάδοχο που, στο διάστημα μεταξύ διενέργειας του διαγωνισμού και υπογραφής της σύμβασης, δεν πληροί πλέον τις ανωτέρω απαιτήσεις του νόμου(Ελ.Σ.ΠράξειςVIΤμ.35/2007,77/2007). Κριτήρια αποκλεισμού. Κατά την έννοια των προπαρατιθέμενων διατάξεων, και των όρων της διακήρυξης του διαγωνισμού, η κήρυξη διαγωνιζόμενου σε πτώχευση, η θέση του σε εκκαθάριση, αναγκαστική διαχείριση ή άλλη ανάλογη κατάσταση, καθώς και η κίνηση εις βάρος του των σχετικών διαδικασιών αποτελούν λόγους αποκλεισμού του από δημόσιο διαγωνισμό παροχής υπηρεσιών. Προκειμένου να αποδείξει ότι δεν τελεί υπό τις ανωτέρω καταστάσεις και ότι δεν εκκρεμεί εις βάρος του διαδικασία για τη θέση του σε οποιαδήποτε από αυτές, πρέπει, επί ποινή ακυρότητας της προσφοράς του, να καταθέσει σχετικό πιστοποιητικό της αρμόδιας, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία της χώρας όπου εδρεύει, δικαστικής ή διοικητικής αρχής Εξάλλου, η έλλειψη των ως άνω πιστοποιητικών δε δύναται να θεωρηθεί επουσιώδης, πρωτίστως διότι συνάπτεται με τη βεβαιότητα της αναθέτουσας αρχής περί του ότι ο εν λόγω διαγωνιζόμενος έχει την επιχειρηματική ικανότητα και φερεγγυότητα να αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης, επιπροσθέτως δε με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού κατά την υποβολή της προσφοράς τους στους δημόσιους διαγωνισμούς (Πράξη VI Τμ. 167/2006). Ενόψει, άλλωστε, της αυστηρώς τυπικής διαδικασίας των δημοσίων διαγωνισμών, δια της οποίας διασφαλίζεται, σε κάθε περίπτωση, η τήρηση των ως άνω γενικών αρχών, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση νομίμως κατ’ αρχήν υποβληθέντων στοιχείων και δικαιολογητικών για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (βλ. Πράξεις VI Τμ. 77/2007, 88, 67/2006, 105, 90/2004, ΣτΕ 2910/2005, 2660/2004). Εξάλλου, ενόψει της αυστηρά τυπικής διαδικασίας του διαγωνισμού, είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνιση καταρχήν νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων με την προσφορά ή μη νομίμως υποβληθέντων με αυτήν δικαιολογητικών και στοιχείων (σχετ. Ε.Α ΣτΕ 33/2000, ΣτΕ 1047/1998).
ΕλΣυν/Τμ.6/255/2012
Aνάδειξη αναδόχου με αντικείμενο «Υπηρεσίες Τεχνικού Συμβούλου Έργων" (...) Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συντάκτης του ανωτέρω όρου της διακήρυξης έχει υπόψη του κοινοπραξίες και συμπράξεις με τη μορφή που εμφανίζονται αποκλειστικά και μόνο στο ημεδαπό δίκαιο για τη συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς. Συγκεκριμένα, τόσο η σύμπραξη όσο και η κοινοπραξία αποτελούν προσωρινές ενώσεις φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίες, αν και θεωρούνται φορείς δικαιούμενοι να συμμετάσχουν αυτοτελώς σε δημόσιο διαγωνισμό, εντούτοις δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα και εντεύθεν αυτονομία στη λήψη αποφάσεων για τον τρόπο κατάρτισης των τεχνικών και οικονομικών προσφορών, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η μυστικότητα αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό ο σχετικός όρος της διακήρυξης, που απαγορεύει την συμμετοχή στο διαγωνισμό του ίδιου προσώπου με δύο ιδιότητες, ήτοι ως μεμονωμένου υποψηφίου και ταυτόχρονα ως μέλους σύμπραξης ή κοινοπραξίας, αποσκοπεί στην αποφυγή οποιουδήποτε ενδεχόμενου συμπαιγνίας μεταξύ των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό και κατά συνέπεια στη διασφάλιση των αρχών της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων και της διαφάνειας στην κατάρτιση των οικονομικών προσφορών. Ο περιορισμός δε που εισάγει ο όρος αυτός ως προς την υποβολή των προσφορών εμπίπτει στην αναγνωρισθείσα και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευχέρεια εκτίμησης των εθνικών αρχών ως προς τους όρους αποκλεισμού των υποψηφίων και πληροί τις προυποθέσεις που τίθενται από αυτό για τη θέσπιση τέτοιων περιορισμών, αφού, ενόψει της νομικής φύσης της κοινοπραξίας κατά το ημεδαπό δίκαιο δεν υφίσταται διαφοροποίηση του προσώπου όταν αυτό μετέχει στην ίδια διαγωνιστική διαδικασία αυτοτελώς και ταυτόχρονα ως μέλος κοινοπραξίας (βλ. VI Tμ. 2752/2011, ΣτΕ Επ429/2008) και με βάση εν γένει τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα που επικρατούν στη χώρα, αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο και ως τούτου αναλογικό μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της διασφάλισης των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Περαιτέρω, ουδόλως συνάγεται εκ του ως άνω όρου απαγόρευση υποβολής προσφοράς από αλλοδαπή κοινοπραξία και ταυτόχρονα αυτοτελώς από μέλος αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει αλληλεξάρτηση των προσφορών τους. Τέλος, στην κρινόμενη περίπτωση, το Τμήμα κρίνει ότι σε κάθε περίπτωση, καίτοι ο όρος αυτός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έπληξε τη δυνατότητα ανάπτυξης ανταγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς προσήλθαν υποψήφιοι προερχόμενοι από άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., περαιτέρω δε καμία αλλοδαπή εταιρεία ή κοινοπραξία δεν αποκλείστηκε κατ’ εφαρμογή του όρου αυτού, ούτε εξάλλου άσκησε σχετική ένσταση κατά της οικείας διακήρυξης (βλ. και VI Τμ. Ελ. Συν. 2779/2011).(...)Επιπροσθέτως, το Τμήμα κρίνει ότι η χρήση από την Επιτροπή Διαγωνισμού επιθετικών προσδιορισμών προς το σκοπό ποιοτικής αξιολόγησης των αναφορών των επί μέρους στοιχείων των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων βάσει των κριτηρίων και υποκριτηρίων του άρθρου 22 της προκήρυξης και ειδικότερα των χαρακτηρισμών «μέτρια», «στοιχειώδης», «καλή», «ανεπαρκής», «πολύ καλή» (ενν. αναφορά), καθώς και της εκφράσεως «δεν υπεβλήθη», δεν παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζόμενων και της υποχρέωσης διαφάνειας της διαγωνιστικής διαδικασίας, καθόσον οι ως άνω αξιολογικοί προσδιορισμοί αποτέλεσαν την μέθοδο (εργαλείο) αιτιολόγησης από την Επιτροπή της αριθμητικής βαθμολογίας κάθε κριτηρίου και υποκριτηρίου κάθε τεχνικής προσφοράς. Εξάλλου, η κρίση της Επιτροπής κατά την αξιολόγηση των επιμέρους κριτηρίων ανάθεσης με την εφαρμογή των πιο πάνω ποιοτικών προσδιορισμών δεν πάσχει, κατά την κρίση του Τμήματος, κατά την αιτιολογία αυτής, αφού έλαβε χώρα συγκριτική εκτίμηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων και βαθμολόγηση αυτών με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία ανταποκρινόμενα στα προμνησθέντα νόμιμα κριτήρια και υποκριτήρια, σύμφωνα και προς όσα εκτέθηκαν στη σκέψη ΙV Α.