ΣΤΕ/384/2020
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Δημόσια έργα...:Επειδή, εξ άλλου, προβάλλεται ότι, εφ’ όσον δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι οι χορηγηθείσες παρατάσεις με αναθεωρήσεις συμβατικών τιμών αποκλείουν το δικαίωμα αναζητήσεως οιασδήποτε άλλης αποζημιώσεως, πλημμελώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 36 παρ. 11 περί οχλήσεως, 48 παρ. 8 περί παρατάσεως και 54 παρ. 15 του ν. 3669/2008 περί αναθεωρήσεως τιμών. Δια την θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου αντίκειται στην υπ’ αρ. 4434/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και την υπ’ αριθμ. 1284/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δοθέντος ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν διέλαβε κρίση με αυτό το περιεχόμενο.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/2475/2019
Απονομή σύνταξης...Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 26.10.2017 και, επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Περαιτέρω, η κρινόμενη διαφορά ανέκυψε από αμφισβήτηση σχετικά με τον χρόνο έναρξης καταβολής στην αναιρεσείουσα σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της και, επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην 4η σκέψη, έχει προσδιορίσιμο χρηματικό αντικείμενο το οποίο συνίσταται στο ποσό των συντάξεων της αναιρεσείουσας, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.12.1994 έως 8.10.1995, και ανέρχεται σε 4.437,15 ευρώ (βλ. το .....2019 έγγραφο του ... προς το Δικαστήριο με αριθμ. πρωτ. ΣτΕ ΕΠ .....2019), είναι δηλαδή κατώτερο του κατά την ανωτέρω διάταξη ποσού των 40.000 ευρώ και, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση ασκείται απαραδέκτως κατά την παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Υπό τα δεδομένα δε αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέοι οι περαιτέρω ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας περί παράβασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και περί αντίθεσης των κρίσεων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς νομολογία Ανωτάτων Δικαστηρίων, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας
Δ.Εφ.Ιωαν/181/2003
Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 10 του ν. 1498/1984) συνάγεται σαφώς ότι σκοπός της αναθεωρήσεως είναι η άρση και μόνον των εις βάρος του εργολήπτου συνήθως δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων από τις μεταγενέστερες της προσφοράς του και της αναλήψεως του έργου αυξήσεις των τιμών υλικών και ημερομισθίων και μάλιστα η άρση της ζημιάς του από τις αυξημένες τιμές του χρόνου εκτελέσεως του έργου (Α.Π. 582/1971, No Β 20/1988. Π. Ζιάννη, νομικαί ενασχολήσεις σελίς 46 επ., Δ, Εφ. Πατρών 144/1988). Επομένως, παρά το γεγονός ότι από την εφαρμογή του τύπου της αναθεωρήσεως, μπορεί θεωρητικώς να προκύψει και μείωση, και εν όψει του ότι στις παραταθείσες διατάξεις δεν προβλέπεται διαδικασία εισπράξεως τυχόν προκύπτοντος ποσού μειώσεως αναθεωρήσεως από τον κύριο του έργου, παρά μόνον διαδικασία καταβολής του ποσού που δικαιούται από την αύξηση αυτής ο ανάδοχος με τους απ' αυτόν συντασσόμενους λογαριασμούς που εγκρινόμενοι αποτελούν τις πιστοποιήσεις πληρωμής του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση που από την εφαρμογή του τύπου της αναθεωρήσεως προκύπτει μείωση αυτής, τότε καταβάλλεται ακέραιο στον ανάδοχο του έργου το εργολαβικό αντάλλαγμα και δεν μειώνεται τούτο υπέρ του κυρίου του έργου, ούτε το ποσό της εν λόγω μειώσεως αναζητείται απ' αυτόν. Επειδή από τα στοιχεία της δικογραφίας
ΣτΕ/1311/2017
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται η αναίρεση της 2915/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία: α) απορρίφθηκε η αγωγή της δεύτερης αναιρεσίβλητης («... ΑΕ»), αναδόχου εκτέλεσης του δημοσίου έργου Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 και 2 του ν. 1882/1990, των διατάξεων του άρθρου 1 και 2 της, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας, 2048300/6844-11/0016/9.8.1990 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του ν.δ/τος 17.7.-13.8.1923 και του Αστικού Κώδικα περί εκχώρησης απαίτησης, προκύπτει ότι, σε περίπτωση εκχωρηθείσας απαίτησης κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο θα πρέπει να υφίσταται η φορολογική ενημερότητα του εκχωρητή, αποδεικνυόμενη από το πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας, είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης της εκχώρησης ή έστω της γέννησης της εκχωρούμενης έννομης σχέσης ή έστω ο χρόνος που κατέστη ληξιπρόθεσμος η εκχωρηθείσα απαίτηση, αδυναμία δε προσκόμισης του αποδεικτικού ενημερότητας μετά τα ως άνω χρονικά διαστήματα δεν αντιτάσσεται στον εκδοχέα, η δε απαίτηση μετά την εκχώρηση περιέρχεται στον εκδοχέα, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να αντιταχθούν απαγορεύσεις ή περιορισμοί που αφορούν τον εκχωρητή. Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει επί του ζητήματος αυτού σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η ερμηνεία των διατάξεων που επικαλείται η αναιρεσείουσα δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της κρινόμενης διαφοράς, ως προς το ως άνω τιθέμενο νομικό ζήτημα. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε η παρ. 9 του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, η οποία προστέθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3943/2011, στην οποία ορίζεται ρητά ότι, για την καταβολή των εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων, κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται τόσο από τον εκχωρητή, όσο και από τον εκδοχέα, και όχι οι διατάξεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 2048300/6844-11/0016/1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία, άλλωστε, είχε ήδη καταργηθεί με την 1109793/ 6134-11/0016/24.11.1999 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.Απορρίπτει την αίτηση.
ΝΣΚ/460/2013
Ζητήματα σχετιζόμενα με τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και εφαρμογή ή μη της διατάξεως της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 3068/2002 περί αναγκαστικής εγγυοδοσίας εκ μέρους της προμηθεύτριας εταιρείας. Η γνωμοδότηση πραγματεύεται, υπό συγκεκριμένο πραγματικό, ζητήματα σχετιζόμενα με τον τρόπο συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την ακυρωτικού χαρακτήρα υπ’ αριθμ. 160/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, την καταβολή ή μη τόκων στην προμηθεύτρια εταιρεία και την εφαρμογή ή μη της διατάξεως της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 3068/2002 περί αναγκαστικής εγγυοδοσίας εκ μέρους αυτής, στα πλαίσια εκτέλεσης της ως άνω αποφάσεως. Το τρίτο ερώτημα, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, πρέπει να παραπεμφθεί, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παρ.3 του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002, Α΄ 324).
ΣΤΕ/1139/2019
Φορολογία κληρονομιών. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδώσει και κοινοποιήσει πράξη επιβολής κύριου και προσθέτου φόρου λόγω υποβολής ανακριβούς δηλώσεως. Με απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι τα άρθρα 10 του Ν. 3790/2009, 82 του Ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β` του Ν. 3862/2010, περί παράτασης του χρόνου της παραγραφής, αντίκεινται στο Σύνταγμα. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010. Δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί την αριθ. 572/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών)
ΣΤΕ/280/2020
Ανάκληση πράξης διορισμού σε Δήμο:.. Επειδή, περαιτέρω, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, η οποία ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η πράξη διορισμού της ανακλήθηκε μετά την πάροδο μακρού χρόνου, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων, εκ των οποίων η μεγαλύτερη κόρη της παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ τα λοιπά σπουδάζουν, προσπορίζει αυτή το εισόδημά της αποκλειστικά από την εργασία της, στην οποία έχει επιδείξει άριστη συμπεριφορά και όπου είναι απαραίτητη λόγω έλλειψης προσωπικού. Προς απόδειξη της οικογενειακής και οικονομικής κατάστασής της, καθώς και των προβλημάτων υγείας του τέκνου της, η εκκαλούσα προσκόμισε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου τα εξής: α) το από 21.5.2015 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Ν. ..., σύμφωνα με το οποίο είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων γεννημένων κατά τα έτη 1987, 1990, 1995 και 1997, β) αντίγραφα των από 11.6.2014 και 10.9.2013 εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος, οικονομικών ετών 2014 και 2013, από τα οποία προκύπτει ότι τα εισοδήματά της ανήλθαν σε 10.946,97 και 11.584,53 ευρώ αντιστοίχως, προέρχονται δε αποκλειστικά από μισθούς, γ) αντίγραφο του από 11.1.2006 εγγράφου των Εξωτερικών Ιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου … «…», στο οποίο αναφέρεται για τη θυγατέρα της «Κρίσεις «Ε» Rp. Tbs. Trileptal 300 mg Bt No I (ένα) S=1x2 ημέρα” και δ) βεβαιώσεις σπουδών έτους 2015, των λοιπών τριών τέκνων της. Με την εκκαλούμενη απόφαση ο ως άνω λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι ως άνω επικαλούμενες συνθήκες της προσωπικής ζωής της εκκαλούσας, υποστηριζόμενες με τα προσκομιζόμενα στοιχεία, σε συνδυασμό με τον διαδραμόντα χρόνο της υπηρεσίας της μόλις 7 ετών, δεν συνιστούν υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν δικαιολογούν την μη ανάκληση του διορισμού της. Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, την οποία εμμέσως παραβίασε, διότι, υπό τις ως άνω περιστάσεις που αποδείχθηκαν από την εκκαλούσα και δεν αμφισβητήθηκαν από τη Διοίκηση, καθίσταται προφανές ότι η ανάκληση του διορισμού της αποτελεί μέτρο υπέρμετρα και δυσανάλογα επαχθές που υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου. Ισχυρίζεται δε ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς, διότι επί του ως άνω ζητήματος δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων, τόσο ως προς το εκκλητό της διαφοράς (σκέψη 4), όσο και ως προς την υιοθετηθείσα ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (σκέψη 6), που ανακύπτουν κατ´ αρχήν εν προκειμένω, ενόψει των προβαλλομένων, κατά τα ανωτέρω (σκέψεις 8-9), λόγων εφέσεως, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και να ορισθούν εισηγητής ο Πάρεδρος Β. Γκέρτσος και δικάσιμος η 2/4/2020.
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.1/95/2017
Αποζημίωση για δεδουλευμένες αποδοχές-παραγραφή:Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η απαίτηση των δικαιούχων υπαλλήλων, … και …, παραγράφηκε μετά την πάροδο πενταετίας από την έκδοση της 207/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου …, ήτοι στις 7.4.2006. Ο ισχυρισμός δε του νοσοκομείου, ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση ουδέποτε του κοινοποιήθηκε, δεδομένου ότι δεν ανευρέθη καταχωρημένη ούτε στο γενικό πρωτόκολλο του νοσοκομείου ούτε στο αρχείο αυτού, παρά του περί του αντιθέτου βεβαιωθέντος με το 1682/18.6.2013 έγγραφο του Διοικητικού Εφετείου … για επίδοση της ως άνω απόφασης στις 29.11.2001, με συνέπεια να μην έχει παρέλθει η εικοσαετής παραγραφή από τη δημοσίευση αυτής, είναι αβάσιμος, αφού στην περίπτωση βεβαίωσης της απαίτησης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, όπως εν προκειμένω, η έναρξη της παραγραφής ορίζεται στον χρόνο που η δικαστική απόφαση καθίσταται τελεσίδικη, δηλαδή στο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής (άρθρο 48 παρ. 6 του Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ.) και δεν συναρτάται με το χρόνο κοινοποίησής της στους διαδίκους. Τέλος, η από 14.6.2013 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου, με την οποία αναγνωρίζεται εκ νέου η αξίωση, καθώς και ο ήδη ελεγχόμενος τίτλος πληρωμής, εκδόθηκαν αμφότεροι μετά την παρέλευση της πενταετίας και, για το λόγο αυτόν, δεν διακόπτουν την συμπληρωθείσα παραγραφή ούτε συνιστούν έγκυρη παραίτηση από αυτήν.
ΝΣΚ/98/2015
Αξιώσεις κατά του Ελλ. Δημοσίου – Εκτέλεση ή όχι της υπ' αριθμ.1788/2006 τελεσίδικης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης – Παραγραφή.
Οι αξιώσεις σε βάρος του Δημοσίου που βεβαιώθηκαν με την υπ' αριθμ.1788/2006 τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης υπέκυψαν, ως εκ του χρόνου βεβαιώσεώς τους, στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.6 του Ν. 2362/1995 και η Υπηρεσία δεν μπορεί να εξοφλήσει τις αξιώσεις αυτές.
ΣτΕ/2985/2007
Όταν δηλαδή κύριος του έργου είναι άλλο, πλην του Δημοσίου, νομικό πρόσωπο, η επί της προσφυγής απόφαση του διοικητικού εφετείου, όπως άλλωστε και η επί της αιτήσεως θεραπείας απόφαση του επιληφθέντος υπουργού, αφορά μόνο τις σχέσεις μεταξύ του νομικού αυτού προσώπου και του αναδόχου και δεν συνεπάγεται την επίρριψη στο Ελληνικό Δημόσιο των υποχρεώσεων που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο έναντι του αναδόχου (βλ. ΣτΕ 3148, 1529/2004, 2530/1991 επτ. κ.ά.). Εξάλλου, στην εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 3 εδάφιο α΄ του ως άνω ν. 1418/1984 ορίζεται ότι «εργοδότης» ή «κύριος του έργου» είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημοσίου τομέα για λογαριασμό του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση ή κατασκευάζεται το έργο.
ΕλΣυν.Κλ.4/78/2016
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας ότι η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου ... ως προς το αναγνωριστικό της μέρος δεν είναι εξοπλισμένη με δύναμη εκτελεστότητας και επομένως το Νοσοκομείο δεν ήταν υποχρεωμένο να συμμορφωθεί ως προς το αναγνωριστικό αυτό μέρος, διότι κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή από άλλη ειδική διάταξη δεν προβλέπεται υποχρέωση συμμόρφωσης προς αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο διότι κατά τις ρητές διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος και του σε εκτέλεση της διάταξης αυτής εκδοθέντος ν. 3068/2002, υποχρέωση της Διοίκησης προς συμμόρφωση γεννάται όχι μόνο σε περίπτωση δικαστικών αποφάσεων που συνιστούν εκτελεστούς τίτλους αλλά και στην περίπτωση τελεσίδικων αναγνωριστικών αποφάσεων. Συνεπώς, το Νοσοκομείο είναι υποχρεωμένο να συμμορφωθεί προς την τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και ως προς το αναγνωριστικό της μέρος