Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/2984/2019

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2238/1994, 2523/1997, 2648/1998, 3212/2003

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν υποχρεούται, σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 62 παρ. 2 περ. α΄ του ΚΔΔ, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τυχόν ακυρότητα του δικογράφου της προσφυγής εταιρείας λόγω της μη αναγραφής σε αυτό των στοιχείων του νομίμου εκπροσώπου της. Ούτε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υποχρεούνταν να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ανωτέρω ζήτημα, σύμφωνα με το άρθρο 97 παρ. 1 και 2 του αυτού Κώδικα.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕφΑθ/234/2021

ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ:Εν προκειμένω το εκκαλούν με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) ισχυρίζεται ότι λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, ήτοι λόγω της οικονομικής κρίσης που μείωσε τα κονδύλια προς τους δημόσιους φορείς και τα ΝΠΔΔ, η παροχή του (καταβολή μισθωμάτων), ενόψει και της αντιπαροχής της εφεσιβλήτου (χρήση μηχανημάτων) είναι υπέρμετρα επαχθής για το ίδιο (άρθρο 388 ΑΚ) και ζητεί την αναγωγή της στο προσήκον μέτρο και β) επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί παραγραφής της αξίωσης της εφεσιβλήτου. Ο υπό στοιχείο (α) ισχυρισμός, το πρώτο προτεινόμενος στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο από το εκκαλούν με τις προτάσεις του είναι απαράδεκτος κατ' άρθρο 527 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου ασκήσεως της εφέσεως, διότι τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, είχαν γεννηθεί πριν από τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλ. δεν είναι οψιγενή, δεν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ενώ το εκκαλούν δεν ισχυρίζεται ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) από δικαιολογημένη αιτία, περαιτέρω δε, εφόσον δεν προτάθηκαν πρωτόδικα, δεν μπορεί να αποτελέσουν λόγο έφεσης. Ο υπό στοιχείο (β) ισχυρισμός, ο οποίος είχε προταθεί πρωτοδίκως και είχε απορριφθεί κατ’ ουσία, μόνο με το δικόγραφο της έφεσης μπορεί να προταθεί και όχι με τις προτάσεις ή με αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, η δε προβολή του εν προκειμένω με επαναφορά των πρωτόδικων προτάσεων είναι απαράδεκτη.Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα και ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλλε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από το εκκαλούν κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα καθώς και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).


ΣΤΕ/351/2019

Φορολογία εισοδήματος. Ο «πρόσθετος φόρος» του άρθρου 1 του ν. 2523/1997 έχει το χαρακτήρα διοικητικής κύρωσης. Δεν έχει εφαρμογή η ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης διότι η κύρωση δεν παρουσιάζει επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας αποτελεί γενική αρχή του ημεδαπού φορολογικού δικαίου. Πότε η αρχή αυτή δεν έχει πεδίο εφαρμογής. Η παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3943/2011 είναι ευμενέστερη για τους φορολογούμενους σε σχέση με τις προϊσχύσασες διατάξεις, διότι μειώθηκε σε 120% το ανώτατο όριο του ποσοστού του πρόσθετου φόρου για ανακριβή δήλωση. Εφαρμογή της διάταξης αυτής και για φύλλα ελέγχου που είχαν ήδη εκδοθεί και αφορούν σε ανακριβείς δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των χρήσεων 2003 και 2004. Αν λόγος προσφυγής ερείδεται σε γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, μη δυνάμενη να εφαρμοσθεί, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το λόγο και με βάση τον αντίστοιχο κανόνα του ημεδαπού δικαίου ή/και της ΕΣΔΑ. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 2230/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης). 


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1288/2023

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ Αντικατάσταση δικτύων ύδρευσης.  Περαιτέρω, στο άρθρο 330 του ως άνω ν. 4700/2020, με τίτλο «Περιεχόμενο του δικογράφου των προσφυγών», το οποίο εντάσσεται στο Κεφάλαιο 54 με τίτλο «Διαφορές από τον προσυμβατικό έλεγχο», ορίζεται ότι: «1. Στα δικόγραφα των προσφυγών επί διαφορών από τον προσυμβατικό έλεγχο αναφέρονται: α) (…) . Οι προσφυγές πρέπει να φέρουν στο τέλος την υπογραφή του πληρεξουσίου του διαδίκου. (…)». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, εφόσον το δικόγραφο της προσφυγής ανάκλησης δεν υπογράφεται από τον δικαστικό πληρεξούσιο του προσφεύγοντος, στο πλαίσιο του αυτεπάγγελτου ελέγχου από το Δικαστήριο των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης η προσφυγή ανάκλησης απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω ακυρότητας του δικογράφου (βλ. ΕλΣυν Έβδομο Τμ. 585/2022, 1417/2022, 1883/2021).Στην προκειμένη περίπτωση, το δικόγραφο της υπό κρίση προσφυγής υπογράφεται μόνο από τον Δήμαρχο του Δήμου Ωραιοκάστρου και για τον λόγο αυτό, ο οποίος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, η προσφυγή ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ακυρότητας του δικογράφου.



ΣτΕ/3575/2013

ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.


ΣτΕ/3576/2013

ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.



ΣΤΕ/1089/2019

Αναγκαστικός πλειστηριασμός σε βάρος τελούσας σε πτώχευση εταιρίας με επίσπευση Δημοσίου. Πίνακας κατάταξης δανειστών. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται στα όρια αυτής και δεν έχει εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως στην αναδιάρθρωση του πίνακα, σε περίπτωση δε αποδοχής λόγου ανακοπής που οδηγεί σε αποδέσμευση ποσού, στο ποσό αυτό μπορεί να καταταγεί μόνο ο ανακόπτων και όχι άλλος δανειστής, που δεν έχει ασκήσει ανακοπή, έστω και αν έχει ισχυρότερο προνόμιο. Τα ανωτέρω κρίθηκαν από το ΣτΕ, αφού κρίθηκε παραδεκτή η άσκηση της αίτησης αναίρεσης, με την οποία προβλήθηκε αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης προς την υφιστάμενη επί του θέματος νομολογία του Αρείου Πάγου (Ολ.ΑΠ 27/2009, 226/2010, 479/2012). 


ΣΤΕ/70/2019

Λαθρεμπορία. Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της λαθρεμπορίας. Το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους, δεν δεσμεύεται από την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει, ενώ δεν οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη. Μαρτυρικές καταθέσεις που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο ποινικής δίκης δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Πότε επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ’ έφεση νέων αποδεικτικών μέσων. Ο ειδικότερος νομικός χαρακτηρισμός από τα δικαστήρια της ουσίας της πράξης ως απόπειρας τελέσεως λαθρεμπορίας, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της νομικής βάσης της. Αιτιολογημένη η επιβολή του πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία καυσίμων και απόπειρα λαθρεμπορίας. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 1878/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς).


ΣΤΕ 1077/2014

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ..Παράλειψη διορισμού σε μόνιμη θέση δημοσίου υπαλλήλου:Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι το «δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να δεχθεί το σχετικό λόγο έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και να απορρίψει ως παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του χρονικού διαστήματος από 1.1.1997 έως και 31.12.1999, δοθέντος ότι η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 28.12.2001 και από τότε επήλθε, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 του ν. 2717/1999, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η διακοπή της». Ο λόγος, όμως, αυτός, καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων του έτους 1999, πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Διοικητικό Εφετείο δεν έκρινε επί του ζητήματος της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων ούτε, άλλωστε, όφειλε να διαλάβει σχετική κρίση, εφόσον επί του ζητήματος της εν γένει παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων είχε επιληφθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως αναφερόταν μόνον στα έτη 1997 και 1998 (ΣτΕ 2758/2012, 2152/2010, 1514/2007, 3064/2005). Κατά τα λοιπά, ήτοι καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων των ετών 1997 και 1998, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι η προπαρατεθείσα κρίση του Διοικητικού Εφετείου περί πενταετούς παραγραφής των ως άνω αξιώσεων δεν παρίσταται νόμιμη, διότι, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, οι εν λόγω μισθολογικές αξιώσεις δημοσίων υπαλλήλων υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, η οποία αρχίζει από της γενέσεως αυτών (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2504/2013).


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/431/2018

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:αίτηση για αναίρεση της 1396/2014 απόφασης του  VΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της 3442/21.9.2011 καταλογιστικής απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Δυτικής Μακεδονίας, ασκήθηκε χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας(...)Προβάλλεται ακόμη ότι η απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης συνιστά δυσανάλογη κύρωση σε βάρος του αναιρεσείοντος, ο οποίος επεδίωξε την επί της ουσίας εκδίκασή της, παριστάμενος δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτησή της, ενώ παραβιάζεται και το άρθρο 46 του π.δ. 1225/1981, αφού δεν προέκυψε δικονομική βλάβη του αντιδίκου. Και οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι αφενός γιατί ο θεσπισθείς ως αποκλειστικός δικονομικός τύπος άσκησης έφεσης, όπως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αφετέρου ο κανόνας του άρθρου 52 του π.δ. 1225/1981 ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη βλάβης στο πρόσωπο των διαδίκων και δεν συνιστά δικονομική ακυρότητα.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη


ΣΤΕ/2037/2007

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ:Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα είχε προβάλει τον επικουρικό ισχυρισμό ότι, σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω ψηφοδέλτιο θα έπρεπε να κριθεί άκυρο από το διοικητικό πρωτοδικείο, διότι έφερε «εμφανή ένδειξη πατημασιάς», στοιχείο που απεδείκνυε, κατά την αναιρεσείουσα, την πρόθεση του εκλογέα να αποδοκιμάσει το συνδυασμό. Το διοικητικό πρωτοδικείο δέχθηκε τα εξής : «Ο ισχυρισμός της ενισταμένης ότι το με αριθμό 263 ψηφοδέλτιο του συνδυασμού του καθ ου η ένσταση του . . . [386ου] εκλογικού τμήματος πρέπει να κριθεί ως άκυρο διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, φέρει εμφανή ένδειξη πατημασιάς που αποδεικνύει την πρόθεση του εκλογέως να αποδοκιμάσει το συνδυασμό, απορριπτέος κρίνεται ως αβάσιμος ενόψει του ότι ο ρύπος που αχνά και όχι εμφανώς εμφαίνεται στο εν λόγω ψηφοδέλτιο προφανώς οφείλεται σε αδεξιότητα του ψηφοφόρου, από τα χέρια του οποίου τυχόν κατέπεσε». Η κρίση όμως αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού τούτο παρέλειψε να εξετάσει τον ως άνω κύριο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ο οποίος ήταν ουσιώδης, αφού, σε περίπτωση που ήταν αληθής, το ανωτέρω ψηφοδέλτιο δεν θα συνυπολογιζόταν στα έγκυρα, λόγω της ακυρώσεώς του από την εφορευτική επιτροπή, δεν θα ηδύνατο δε το δικαστήριο της ουσίας να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την ορθότητα της κρίσεως της εφορευτικής επιτροπής περί ακυρότητας του ψηφοδελτίου.(...)Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση. Αναιρεί εν μέρει την 363/2006 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου …, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναιρούμενα μέρη, για νέα, νόμιμη, κρίση, σύμφωνα με το σκεπτικό.