ΣτΕ/2761/2003
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Ενόψει της ρητής αυτής ρήτρας της διακηρύξεως, η κοινοπραξία «……», νομίμως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, απεκλείσθη από τον διαγωνισμό, διότι δεν είχε υποβάλει, με την προσφορά της, την απαιτούμενη βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν μπορούσε δε να προσκομίσει το στοιχείο αυτό εκ των υστέρων, με την υποβολή αντιρρήσεων κατά της πράξεως αποκλεισμού της, βάσει των οριζομένων στις προεκτεθείσες διατάξεις του π.δ. 609/1985, όπως έγινε δεκτό με την 299/88/16.6.1998 απόφαση της Ν. Ε. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, και κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 1418/1984 και του π.δ. 609/1985, η απαιτουμένη βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο συνυποβαλλόμενο με την προσφορά της επιχειρήσεως που επιθυμεί να λάβει μέρος σε διαγωνισμό δημοσίου έργου, και όχι «επουσιώδη τυπική προϋπόθεση», η οποία μπορεί να συμπληρωθεί εκ των υστέρων, με την υποβολή αντιρρήσεων κατά της πράξεως αποκλεισμού (βλ. ΣτΕ 3366/1998, πρβλ. 4560/1998).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/67/2010
Εφαρμογή ή μη του άρθρου 34 παρ. 7 του ΠΔ 609/1985, για την πληρωμή από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία των αποδοχών του προσωπικού του αναδόχου. Αδυναμία είσπραξης εγκεκριμένου λογαριασμού από τον ανάδοχο λόγω μη φορολογικής-ασφαλιστικής ενημερότητας.Η πληρωμή από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία των αποδοχών του προσωπικού του αναδόχου, σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 34 παρ. 7 του Π.Δ. 609/1985, είναι ανεξάρτητη από την έλλειψη φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας του αναδόχου, δικαιολογητικών απαραίτητων για την από τον ανάδοχο είσπραξη εγκεκριμένου λογαριασμού. Το ποσό όμως της εν λόγω καταβολής, το οποίο συνιστά ανταπαίτηση του εργοδότη κατά του αναδόχου, δεν μπορεί να συμψηφιστεί σε ήδη εγκριθέντα λογαριασμό, αφού αυτός πλέον μετά την έγκρισή του δεν μπορεί να τροποποιηθεί, αλλά θα αφαιρεθεί από τον επόμενο λογαριασμό μέσω της διαδικασίας εγκρίσεώς του από την Διευθύνουσα Υπηρεσία.
υπόθεση C 199/2015
«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 45 – Άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ – Δημόσιες συμβάσεις – Προϋποθέσεις αποκλεισμού από διαδικασία για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως έργου, προμηθειών ή υπηρεσιών – Υποχρεώσεις καταβολής κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών – Ενιαία βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας – Θεραπεία παρατυπιών»
Φ11/2406/1992
Βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας για την πληρωμή εκκαθαρισμένων απαιτήσεων των επιχειρήσεων κατά του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α.
ΙΚΑ/E57/35/2016
«Βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας σε δικαιούχους επιχορηγήσεων από εθνικούς πόρους ή συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης». (ΑΔΑ:ΩΧΘΣ4691ΩΓ-ΖΤ6)
12490/878/2003
Παροχή τηλεομοιοτυπίας προς πιστοποιημένους στο ΙΚΑ φορείς, υπηρεσίες και πρόσωπα, για βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας συναλλασσόμενου με αυτούς.
ΣΤΕ/743/2000
Εκτέλεση εργασιών κατασκευής αυτοκινητόδρομου...Επειδή η προβλεπόμενη στις διατάξεις των άρθρων 17 παρ. 7 και 20 του Π. Δ/τος 609/1985 δυνατότητα συμπληρώσεως των επουσιωδών τυπικών προϋποθέσεων που ελλείπουν διά των ασκουμένων αντιρρήσεων, με την υποβολή των απαιτουμένων συμπληρωματικών στοιχείων, δεν αναφέρεται και σε στοιχεία υποχρεωτικώς υποβλητέα, η έλλειψη των οποίων ορίζεται ως λόγος αποκλεισμού από τον διαγωνισμό, όπως συμβαίνει με το υποχρεωτικώς υποβλητέο τεύχος παρατηρήσεων, κατά τις διατάξεις των παραγράφων 4.2.3 και 4.2.4 της διακηρύξεως, διότι η υποβολή αυτού του αξιουμένου στοιχείου δεν συνιστά επουσιώδη τυπική προϋπόθεση (βλ. ΣΕ 3407/92, καθώς και ΣΕ 3364/97, 1874/93). Εξ άλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 28 του Π. Δ/τος 23/1993 είναι μεν δυνατή η εκ των υστέρων συμπλήρωση ή διευκρίνηση νομίμως κατ' αρχήν υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων για τη συμμετοχή στο διαγωνισμό, όχι όμως και η αναπλήρωση μη υποβληθέντων ή μη νομίμως υποβληθέντων δικαιολογητικών και στοιχείων (ΣΕ 2854/97). Οι δε επί αντιθέτου εκδοχής ερειδόμενοι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΣΤΕ/ΕΑ/435/2007
Προμήθεια φορητής μονάδας αφαλάτωσης...Οι λόγοι, όμως, αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν προδήλως βάσιμοι και τούτο διότι οι λόγοι αυτοί δεν στηρίζονται σε διαμορφωμένη ήδη νομολογία του Δικαστηρίου ούτε είναι πρόδηλο ότι η διακήρυξη δεν απαιτούσε, επί ποινή απαραδέκτου, την αναγραφή των Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης στη θεωρημένη κατάσταση προσωπικού, εφόσον μπορεί να υποστηριχθεί ότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της διακηρύξεως, οι οποίες αποσκοπούν στην απόδειξη εκ μέρους των διαγωνιζομένων της ασφαλιστικής ενημερότητας αυτών, οι τελευταίοι οφείλουν να υποβάλλουν, εκτός από τα πιστοποιητικά ασφαλιστικής ενημερότητας, και θεωρημένη κατάσταση προσωπικού (ή τυχόν ισοδύναμο έγγραφο της επιχείρησης, ανάλογα με τη χώρα στην οποία αυτή έχει την έδρα της), στην οποία θα εμφαίνονται –πέραν της ειδικότητας- και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, στους οποίους είναι ασφαλισμένοι οι απασχολούμενοι σε αυτούς, τόσο κύριας όσο και επικουρικής ασφάλισης, εφόσον δεν γίνεται σχετική διάκριση στη διακήρυξη (πρβλ. ΕΑ 609/2004) η κατάσταση δε αυτή μπορεί – υπό τις οριζόμενες στις ανωτέρω διατάξεις της διακηρύξεως προϋποθέσεις – να αντικατασταθεί από ένορκη βεβαίωση ή υπεύθυνη δήλωση. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι η διακήρυξη δεν ορίζει τη συμπλήρωση συγκεκριμένου εντύπου, ενώ εξάλλου η αιτούσα δεν αμφισβητεί ότι οι απασχολούμενοι σε αυτήν είναι ασφαλισμένοι σε οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης, δεν είναι πρόδηλο ότι η συμπλήρωση από την αιτούσα του προαναφερόμενου εντύπου με την αναγραφή των προβλεπομένων από το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2874/2000 στοιχείων (και ιδίως, την ειδικότητα και αριθμό μητρώου ΙΚΑ των απασχολουμένων της) για τα οποία και μόνο υπάρχουν σχετικές στήλες, αρκεί για να θεωρηθεί ότι η κατάσταση αυτή καλύπτει τις απαιτήσεις της διακήρυξης.Επειδή, το εν λόγω σκέλος της αιτιολογίας συνιστά αυτοτελές έρεισμα του αποκλεισμού της αιτούσας, αποβαίνει αλυσιτελής η εξέταση του ζητήματος αν είναι προδήλως βάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους η αιτούσα πλήττει το έτερο σκέλος της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως και η κρινομένη αίτηση αναστολής πρέπει, κατόπιν τούτου, να απορριφθεί.
ΣτΕ/901/1999
Επειδή, όπως ήδη έχει κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 4358-61/1997), από τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφοι 2, 4, 5 και 6 του ν. 1418/1984 (όπως η παρ. 6 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 1 παράγραφοι 4 και 5α του ν. 2229/1994 και δέκατο τρίτο παρ. 4 του ν. 2338/1995) και των άρθρων 10 παρ. 3, 17 παρ. 7 και 8, 18 19 παρ. 2 και 20 του π.δ. 609/1985 προκύπτει ότι όσοι συμμετέχουν σε διαγωνισμό μπορούν να υποβάλλουν αντιρρήσεις μόνο για τα στάδια προεπιλογής, κατάθεσης των προσφορών (τεχνικών και οικονομικών) και αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών και μόνο για λόγους που ανακύπτουν κατά το αντίστοιχο στάδιο. Αντιθέτως, για το στάδιο της εξέτασης ή αξιολόγησης - όταν απαιτείται τέτοια αξιολόγηση - των οικονομικών προσφορών, στάδιο κατά το οποίο έχει ήδη επιληφθεί η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση και, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 1418/1984, έχει εκφέρει τη σύμφωνη γνώμη της για την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, δεν προβλέπεται, ως τυπικό στοιχείο της διαδικασίας, η υποβολή αντιρρήσεων για λόγους που ανακύπτουν κατά το στάδιο αυτό. Υποβολή αντιρρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 20 του π.δ. 609/1985, δεν προβλέπεται ούτε κατά του πρακτικού με το οποίο η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση, εκφέροντας τη σύμφωνη γνώμη της για την έγκριση του αποτελέσματος της δημοπρασίας, γνωμοδοτεί για τον αποκλεισμό υποψήφιου αναδόχου που δεν αιτιολόγησε την υπερβολικά χαμηλή προσφορά του. Συνεπώς η αιτούσα αβασίμως προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων και κατά παράλειψη ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, επειδή δεν της κοινοποιήθηκε προηγουμένως το πρακτικό με το οποίο η επιτροπή εισήγησης για ανάθεση γνωμοδότησε για να απορριφθεί η οικονομική προσφορά της ως μη αιτιολογημένη και έτσι η αιτούσα δεν μπόρεσε να ασκήσει τις κατά το άρθρο 20 του π.δ. 609/1985 αντιρρήσεις της κατά του πιο πάνω πρακτικού.
ΣτΕ/1400/2007
«από τον συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι, στις περιπτώσεις που η εγγυητική επιστολή έχει προθεσμία ισχύος, η αναγραφή στο σώμα αυτής του κατά την διακήρυξη απαιτουμένου ελαχίστου χρόνου ισχύος αυτής, αποτελεί στοιχείο του κύρους της και, κατά συνέπεια, προϋπόθεση του κύρους της υποβαλλομένης προσφοράς, ή, άλλως, ουσιώδη τυπική προϋπόθεση για την συμμετοχή μιας επιχειρήσεως σε δημοπρασία, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι συνιστά έλλειψη «επουσιώδους τυπικής προϋποθέσεως» της προσφοράς υπό την έννοια του άρθρ. 17 παρ.7 του π.δ. 609/1985, δεκτική συμπληρώσεως εκ των υστέρων.»
ΕλΣυν/Τμ.6/702/2010
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι οι διακηρύξεις των δημοπρατούμενων έργων προσαρμόζονται κάθε φορά στο αντίστοιχο πρότυπο τεύχος διακηρύξεως. Πλην, όμως, κατά την άποψη που κράτησε στο Δικαστήριο τα πρότυπα τεύχη διακηρύξεως δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις διαγωνισμών που γίνονται με το σύστημα μελέτη-κατασκευή, όταν δηλαδή αξιολογείται πρώτα η ποιότητα της μελέτης και μετά εξετάζεται η οικονομική προσφορά. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από την υποσημείωση 17 του πρότυπου τεύχους τύπου Α΄ της ανωτέρω Υπουργικής απόφασης (σελ. 23748) στην οποία σημειώνεται ότι: «Ιδιαιτέρως επισημαίνεται ότι η παρούσα διακήρυξη αφορά τα συστήματα δημοπράτησης του άρθρου 7 (κυρίως), αλλά και των άρθρων 9 και 11 (εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις) του π.δ. 609/1985.», αφορά, δηλαδή, τα συστήματα προσφοράς με επιμέρους ποσοστά έκπτωσης (άρθρο 7 του π.δ. 609/1985 και ήδη άρθρο 6 του κώδικα νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων), προσφοράς με ελεύθερη συμπλήρωση Τιμολογίου (άρθρο 9 του π.δ. 609/1985 και ήδη άρθρο 7 του κώδικα νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων) και μειοδοσίας στο ποσοστό οφέλους απολογιστικών εργασιών (άρθρο 11 του π.δ. 609/1985 και ήδη άρθρο 9 του κώδικα νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων) και όχι το σύστημα προσφοράς που περιλαμβάνει μελέτη και κατασκευή (άρθρο 10 του π.δ. 609/1985 και ήδη άρθρο 8 του κώδικα νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων) (πρβλ. πράξη VI Τμήματος 58/2006).