ΣτΕ/2579/2000
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Η αναγωγή των συνταγματικών σκοπών και αγαθών σε αντικείμενο προστασίας, μέριμνας ή ενδιαφέροντος του κράτους δεν συνεπάγεται την υποχρέωση να ανατίθεται κατ' αποκλειστικότητα στις κρατικές υπηρεσίες οι αρμοδιότητες για τη λήψη σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μέτρων και γενικότερα για την έκδοση πράξεων των οποίων το περιεχόμενο σχετίζεται ευθέως ή αμέσως με τα δικαιώματα ή έννομα αγαθά και αρχές που προστατεύονται από το Σύνταγμα. Είναι επιτρεπτή η ανάθεση στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης της αρμοδιότητας να εκδίδουν κατ' εφαρμογήν των οικείων νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, τις απαιτούμενες διοικητικές άδειες για την εκτέλεση ορισμένου έργου ή ορισμένης δραστηριότητας.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.7/249/2008
Προμήθεια φωτοαντιγραφικού και μηχανογραφικού–χημικού χαρτιού...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι τα ως άνω προμηθευθέντα υλικά, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις συναλλακτικές αντιλήψεις, θεωρούνται όμοια ή ομοειδή αγαθά, τα οποία εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία των αγαθών (κατηγορία γένους) αναλώσιμα (χαρτική ύλη) εκτυπωτικών/φωτοτυπικών μηχανημάτων και ηλεκτρονικών υπολογιστών και αφορούν, στο σύνολό τους, στις ανάγκες μηχανοργάνωσης των ως άνω υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, μη νομίμως επιμερίσθηκαν σε διαφορετικούς υποκωδικούς, ήτοι σε χωριστές πιστώσεις που ανατέθηκαν απευθείας, με βάση το ύψος της δαπάνης που προέκυψε από την εν λόγω κατάτμηση, αντί της διενέργειας δημόσιου διαγωνισμού, καθόσον η συνολική τους ετήσια δαπάνη, όπως προκύπτει από το άθροισμα των ποσών των ως άνω επιμέρους συμβάσεων ανάθεσης των κρίσιμων προμηθειών (11.991,20 + 14.990,49 + 2.992,42 = 29.974,11 ευρώ), υπερβαίνει το όριο των 15.000 ευρώ, μέχρι το οποίο είναι κατά νόμο επιτρεπτή η απευθείας ανάθεσή τους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, οι εντελλόμενες με τα υπό κρίση χρηματικά εντάλματα δαπάνες δεν είναι νόμιμες και αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν.
ΣΤΕ/1788/2004
Δημοσίευση κανονιστικών πράξεων:...Επειδή, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 38807/1999-38416/1999/10.1.2000 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης έχει κανονιστικό χαρακτήρα, γιατί εκδόθηκε μετά από έλεγχο νομιμότητας, κατά το άρθρο 8 ν. 3200/1955 τον οποίο ο ως άνω Υφυπουργός άσκησε επί της υπ’ αριθμ. 149/15.10.1999 αποφάσεως της Επιτροπής του άρθρου 18 του Ν. 2218/1994, η οποία ήταν ομοίως κανονιστική καθ’ όσον προέβη στην ακύρωση της υπ’ αριθμ. 108/1999 κανονιστικής αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου … (ΣτΕ επταμ. 494-5/1995, 4268/2000). Ως κανονιστική, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 38807/1999-38416/1999/10.1.2000 απόφαση του Υφυπουργού Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης έπρεπε να δημοσιευθεί όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλος τρόπος δημοσιότητάς της. Από τα στοιχεία όμως του φακέλου ουδόλως προκύπτει ότι η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε με οποιονδήποτε τρόπο και για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο η ως άνω ρητώς προσβαλλόμενη απόφαση είναι επίσης ακυρωτέα. Την ίδια εξ άλλου πλημμέλεια παρουσιάζει και η 149/15.10.1999 πράξη της, κατ’ άρθρ. 177 παρ. 2 Δ.Κ.Κ., Επιτροπής Νομού .., δοθέντος ότι δεν προκύπτει τοιχοκόλλησή της στο κατάστημα του Δήμου … σύμφωνα με το άρθρο 179 παρ. 1 εδ. β’ Δ.Κ.Κ. ή δημοσίευσή της με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.Επειδή, μετά την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων για τον προαναφερθέντα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση.
ΕλΣυν/Τμ/4/43/2010
Καταβολή συνολικού ποσού 230.159,68 ευρώ, σε διάφορες εκδοτικές επιχειρήσεις για την καταχώριση ολοσέλιδου κειμένου σχετικού με την αναγκαιότητα αποκρατικοποίησης της Ολυμπιακής ΑεροπορίαςΕνόψει αυτών και, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι η επίμαχη δαπάνη είναι μη νόμιμη, αφού εκ του περιεχομένου του κειμένου που προπαρατέθηκε προκύπτει ότι η εν λόγω καταχώριση αποβλέπει γενικότερα στην προώθηση των πολιτικών θέσεων της Κυβέρνησης των σχετικών με την αναγκαιότητα αποκρατικοποίησης της Ολυμπιακής Αεροπορίας και δεν συνιστά διαφήμιση για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που το Υπουργείο Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων παρέχει στους πολίτες ή για την προβολή συναφούς δραστηριότητας του Υπουργείου αυτού, κατά την έννοια του άρθρου 2 του π.δ/τος 261/1997. Εξάλλου, είναι σαφές ότι το επίμαχο κείμενο δεν συνιστά ούτε υπηρεσιακή καταχώριση υπό την έννοια του άρθρου 22 παρ. 5 του ν. 2362/1995, αφού δεν αφορά τις ειδικές υπηρεσιακές ανάγκες που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Κατόπιν αυτών, εφόσον η επίμαχη καταχώριση δεν εμπίπτει ούτε σε αυτές που προβλέπονται στο π.δ.261/1997, ούτε σε αυτές του άρθρου 22 παρ. 5 του ν.2362/1995, ανεξαρτήτως της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για την ανάθεσή της, η δαπάνη που απορρέει από αυτήν είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου τα κρινόμενα χρηματικά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.
ΣΤΕ/ΟΛΟΜ/711/2017
Επιλογή υποψήφιων διευθυντών σχολικών μονάδων:..Επειδή σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην διαδικασία επιλογής και τοποθετήσεως διευθυντών σχολικών μονάδων ο σύλλογος διδασκόντων της οικείας σχολικής μονάδας, έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την αποτίμηση μέσω μυστικής ψηφοφορίας της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεως του υποψηφίου, κριτήριο το οποίο λαμβάνει συνολικά το ένα τρίτο (1/3) περίπου της μέγιστης συνολικά βαθμολογίας που μπορεί να συγκεντρώσει ο υποψήφιος. Μέσω της εν λόγω μυστικής ψηφοφορίας αποτιμώνται η προσωπικότητα, το ήθος, η εντιμότητα, το αίσθημα δικαιοσύνης, η δημοκρατική συμπεριφορά, η επαγγελματική ανάπτυξη και συνέπεια, καθώς και οι ικανότητες του υποψηφίου (όπως: ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, ικανότητα ανάπτυξης πρωτοβουλιών και επίλυσης προβλημάτων, ικανότητα δημιουργίας κατάλληλου παιδαγωγικού περιβάλλοντος), δηλαδή με τον τρόπο αυτό αποτιμάται τόσο η προσωπικότητα του υποψηφίου όσο και προσόντα του, τα οποία δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των προσόντων που συνεκτιμώνται κατά την μοριοδότηση των λοιπών προβλεπόμενων κριτηρίων. Κατά παράβαση όμως των προαναφερθεισών εγγυήσεων τηρήσεως των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και, ειδικότερα, της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας ανατίθεται η εν λόγω αρμοδιότητα στον σύλλογο διδασκόντων, στον οποίο μετέχουν (αδιακρίτως) όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικοί, και με την διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας (που ως διαδικασία αναδείξεως οργάνων εν γένει διοικήσεως προσιδιάζει σε αυτοδιοικούμενες μονάδες ή είναι πρόσφορη σε περίπτωση αναδείξεως εκπροσώπων στα όργανα αυτά), ενώ η διοίκηση των σχολικών μονάδων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, σύμφωνα με τις αναφερθείσες συνταγματικές αρχές, πρέπει να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (όπως είναι τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια της Διοικήσεως) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για την διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της Υπηρεσίας. Περαιτέρω τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και προσόντα του υποψηφίου που σχετίζονται με το κριτήριο της συμβολής στο εκπαιδευτικό έργο, της προσωπικότητας και της γενικής συγκροτήσεώς του, δεν αξιολογούνται με αιτιολογία, αφού η επίδικη διαδικασία καταλήγει στην βαθμολογική αποτίμηση του κριτηρίου αυτού, η οποία προκύπτει από την αναγωγή του ποσοστού των ψήφων που έλαβε αυτός κατά την μυστική ψηφοφορία σε ποσοστό επί του αριθμού των κατ’ ανώτατο όριο μονάδων που αναλογούν στο εν λόγω κριτήριο. (..)με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως και να ακυρωθεί η Φ.361.22/26/79840/Ε3/19.5.2015 υπουργική απόφαση και ως εκ τούτου είναι αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, με τους οποίους προσάπτονται πλημμέλειες για το ζήτημα αυτό, καθώς και των λόγων ακυρώσεως που ανάγονται στο κριτήριο της υπηρεσιακής καταστάσεως, της καθοδηγητικής και διοικητικής εμπειρίας και στην αποτίμησή του.
ΑΕΠΠ/3/2021
Κατασκευή έργου...Επειδή, σε αντίθεση με τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η αναθέτουσα αρχή, δεν απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο επίμαχος όρος είναι απολύτως ανάλογος και συνδεδεμένος με το αντικείμενο των προκηρυσσόμενων υπηρεσιών, δεδομένου ότι όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, πράγματι, υπάρχουν και σε αλλοδαπές χώρες, εκκλησιαστικά κτίρια ή σύνολα, τα οποία εμπίπτουν στην έννοια των προστατευόμενων μνημείων, ωστόσο δεν τυγχάνει εφαρμογής για αυτά ο Ν. 3028/2002 είτε γιατί πρόκειται για μνημεία που δεν βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας είτε γιατί πρόκειται για πολιτιστικά αγαθά που, ακόμα και αν βρίσκονται στην αλλοδαπή, δεν συνδέονται με την Ελλάδα, κατά την έννοια του ανωτέρω νόμου, όπως επικαλείται τις ίδιες τις διατάξεις αυτού και η αναθέτουσα αρχή. Ωστόσο, η βασιμότητα των ως άνω ισχυρισμών της αναθέτουσας αρχής, δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς, καθώς, όσα αναφέρονται στις απόψεις της, δεν καταρρίπτουν άνευ άλλου τινός τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι γίνεται αντιληπτή η αναγκαία απόδειξη προηγούμενης εμπειρίας σε παρόμοιες εργασίες σε προστατευόμενα εκκλησιαστικά μνημεία, δεν απεδείχθη πέραν πάσης αμφιβολίας και εντός των πλαισίων της αναλογικότητας, όπως αναπτύχθηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, για ποιο λόγο, απολείεται η απόκτηση εμπειρίας εκ μέρους του οικονομικού φορέα, σε συναφές αντικείμενο, ακόμα και αν πρόκειται για προστατευόμενα εκκλησιαστικά μνημεία που δεν εμπίπτουν στην έννοια του Ν. 3028/2002, μέσω των διατάξεων του οποίου, ρητά απαιτείται κατ’ αποκλειστικότητα να προσδιορίζεται η αναγκαία εμπειρία, ως μέρος της τεχνικής και επαγγελματικής επάρκειας του υποψήφιου οικονομικού φορέα. Σε κάθε περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή δεν απέδειξε άνευ άλλου τινός την αναγκαιότητα θέσπισης ενός τόσο περιοριστικού του ανταγωνισμού όρου ούτε δικαιολόγησε την αναγκαιότητα θέσπισής του από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, ειδικά υπό το πρίσμα διεξαγωγής ενός διεθνούς διαγωνισμού που απευθύντεται και σε οικονομικούς φορείς, με ανάλογη εμπειρία, όπως αυτή που τεκμηριώνεται μέσω της εκτέλεσης έργων επί μνημείων του Ν. 3028/2002, έστω και αν τα εν λόγω έργα, για τους λόγους που εκτέθηκαν αμέσως παραπάνω, δεν εντάσσονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο του εν λόγω νόμου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω εκτεθέτνων, ο έκτος λόγος προσφυγής πρέπει να γίνει δεκτός ως νόμω και ουσία βάσιμος, ενώ κρίνονται απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της αναθέτουσας αρχής.
ΔΕΚ/C-315/2001
Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )