Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/2502/2004

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2479/1997, 18/1989, 2533/1997, 2396/1996

Νομιμότητα διοικητικής πράξης:... Και υπό την εκδοχή συνεπώς, κατά τους αιτούντες, της μη υπάρξεως συνταγματικού προβλήματος, υπό την προεκτεθείσα έννοια, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, εν τούτοις, μετά την επιγενόμενη μεταβολή του νομοθετικού και πραγματικού πλαισίου και την εισαγωγή, κατά τα ανωτέρω, πλήρους μηχανογραφικού συστήματος παρακολούθησης των χρηματιστηριακών συναλλαγών, ο επίδικος περιορισμός δεν είναι, πλέον, δυνατόν να θεωρηθεί ως αναγκαίος για την επίτευξη του σκοπού αυτού και συνεπώς προσκρούει, ήδη, στην αρχή της οικονομικής ελευθερίας, άλλως στην αρχή της αναλογικότητας και πρέπει να ακυρωθεί. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, δοθέντος ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η νομιμότητα κάθε διοικητικής πράξεως, εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται από τον νόμο κάτι το διάφορο, κρίνεται σύμφωνα με το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο εκδόσεώς της (βλ. ΣτΕ 1944/2001, 870/1994 κ.ά., πρβλ. 3288/2002). Είναι δε διαφορετικό το ζήτημα του κατά πόσον και υπό ποίους όρους η Διοίκηση, αν διαπιστωθεί μεταβολή του νομοθετικού ή και του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυαν κατά την έκδοση νόμιμης πράξεως, με συνέπεια η εν λόγω πράξη να καθίσταται πλέον μη νόμιμη, υποβληθεί δε σχετικό αίτημα, είναι υποχρεωμένη να τροποποιήσει ή και να καταργήσει την πράξη αυτή, το οποίο όμως δεν τίθεται στα πλαίσια της παρούσας δίκης.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.6/105/2003

Βελτίωση - κατασκευή επαρχιακής οδού...ζητείται  η μερική ανάκληση της 323/2003 Πράξεως του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά, κατά την κρίση του Τμήματος, ορθώς η επιτροπή διενέργειας του διαγωνισμού δεν απέκλεισε την αιτούσα από το διαγωνισμό, καθόσον από τα προσκομισθέντα ενώπιον αυτής στοιχεία δεν καταλείπεται αμφιβολία περί της φύσεως των μετοχών της εταιρείας ως ονομαστικών κατά το χρόνο διενέργειας του διαγωνισμού, καθώς και περί της συνθέσεως του μετοχολογίου αυτής. Κατόπιν τούτου, το Τμήμα κρίνει ότι η καθ’ ης η αίτηση Πράξη, με την οποία το Κλιμάκιο δέχθηκε, πλην άλλων, ότι η νυν αιτούσα εταιρεία έπρεπε ν’ αποκλεισθεί από τη συμμετοχή στο διαγωνισμό ως απαράδεκτη, πρέπει να ανακληθεί, κατά το μέρος αυτό, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εταιρείας «.......» και δεκτής γενομένης της κρινομένης αιτήσεως, με την οποία ζητείται η εν μέρει ανάκληση της Πράξεως του Κλιμακίου.Ανακαλεί εν μέρει την 323/2003 Πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.​


ΝΣΚ/87/2019

Εξέταση αίτησης μετάταξης υπαλλήλου - Μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, μετά την υποβολή της αίτησης και τη χορήγηση θετικής γνώμης από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο και πριν την έκδοση της τελικής πράξης - Εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς(...)Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή παράλειψης, εφόσον δεν ορίζεται ή δεν συνάγεται άλλο από το νόμο, κρίνεται σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή συντέλεσης της παράλειψης. Συνεπώς, σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος, μετά την υποβολή αίτησης μετάταξης και τη χορήγηση θετικής γνώμης από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, αλλά πριν την έκδοση της τελικής πράξης, εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς είναι το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της τελικής πράξης, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση προβλέπει τουλάχιστον καλή γνώση ξένης γλώσσας (πλειοψ.).


ΣΤΕ/87/2011

Δημοσίευση κανονιστικής πράξης-ανυπόστατο:..Επειδή, ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Σπ. Χρυσικοπούλου και Β. Καλαντζή οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως).Επειδή, ναι μεν οι κανονιστικές πράξεις που δεν έχουν δημοσιευθεί είναι ανυπόστατες και, επομένως, δεν παράγουν έννομες συνέπειες, όμως, ως εκ της φύσεώς τους και του περιεχομένου τους, αλλά και για λόγους ασφαλείας του δικαίου είναι εν πάση περιπτώσει ακυρωτέες προς αποφυγή του ενδεχομένου της εφαρμογής τους στο μέλλον. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά, Σπ. Χρυσικοπούλου και Β. Καλαντζή οι μη δημοσιευθείσες κανονιστικές πράξεις, ως ανυπόστατες, προσβάλλονται απαραδέκτως. Δεν είναι δε αναγκαία, κατά τη γνώμη αυτή, η ακύρωσή τους με απόφαση του Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί η έναντι πάντων διαπίστωση του ανισχύρου τους, γιατί η διαπίστωση στο σκεπτικό της απόφασης του ανυποστάτου της πράξεως λόγω μη δημοσιεύσεώς της και η απόρριψη για το λόγο αυτό, της αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατ΄ αυτής, επιφέρουν πλήρη νομική ασφάλεια. Αντιθέτως, η ακύρωση της πράξης στερεί χωρίς νόμιμο λόγο τη Διοίκηση από τη δυνατότητα να προβεί στη δημοσίευσή της, αν δεν εμποδίζεται προς τούτο από άλλη αιτία (με αποτέλεσμα η κανονιστική αυτή πράξη να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, όπως είναι αυτονόητο, από της εν λόγω δημοσιεύσεως)...10. Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει το παρατεθέν σε προηγούμενη σκέψη κανονιστικό περιεχόμενο, όπως βεβαιώνεται στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. 3017/17-2-2009 έγγραφο της Περιφέρειας ..., καθώς και στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. Γ25258/17-2-2009 έγγραφο του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ, εξάλλου, δεν προβλέπεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, η δημοσίευσή της με άλλο νόμιμο τρόπο. Για το λόγο, συνεπώς, αυτό ακυρώσεως που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, πρέπει, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και η προσβαλλόμενη πράξη να ακυρωθεί.


ΝΣΚ/119/2018

Υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης σε απόφαση Διοικητικού Εφετείου, η οποία εκδόθηκε επί τη βάσει εσφαλμένου πραγματικού.Η Διοίκηση δεσμεύεται από την 123/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση ακυρώσεως κατά της 73102/9-10-2017 αποφάσεως Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καίτοι αυτή εξεδόθη επί τη βάσει εσφαλμένου πραγματικού. Επιπλέον, η Διοίκηση θα πρέπει να προβεί, εκ νέου, σε έκδοση σχετικής απόφασης, με τήρηση της νόμιμης διαδικασίας (εισαγωγή ερωτήματος στο υπηρεσιακό συμβούλιο, προκειμένου να γνωμοδοτήσει σχετικά, εντός της κατά νόμον προθεσμίας), εφόσον εξακολουθούν να συντρέχουν οι εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες που οδήγησαν στην απόσπαση του εν λόγω υπαλλήλου (ομόφ


ΣΤΕ/1452/2015

Διορισμός αναπληρωτή καθηγητή..Με τα δεδομένα αυτά, η μη ματαίωση της συζητήσεως των υποθέσεων της δικασίμου της 18ης.11.2010, μεταξύ των οποίων και της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας, ως εκ της αναστολής των εργασιών του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, λόγω της διενέργειας, στις 14.11.2010, επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών εκλογών στον Δήμο .... και την Περιφέρεια .... και η μη τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, δεν έρχεται σε αντίθεση με τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και δεν συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος εμπόδισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας να εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 16ης.11.2010 και να νομιμοποιηθεί ή να μεριμνήσει προκειμένου είτε να νομιμοποιηθεί άλλος δικηγόρος είτε να ζητηθεί αναβολή της υποθέσεως είτε να ενημερωθεί η αιτούσα, ώστε να εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση και αναπτύσσονται με το από 28.11.2013 υπόμνημα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, με το από 28.11.2013 υπόμνημα η αιτούσα ισχυρίζεται ότι, εφόσον με το μεταγενέστερο άρθρο 5 του ν. 3900/2010 (βλ. σκέψη 6) ο νομοθέτης θέλησε να μην επαναλαμβάνονται οι κοινοποιήσεις μόνον σε περίπτωση ματαίωσης της συζητήσεως των υποθέσεων λόγω έκτακτων περιστατικών, εξ αντιδιαστολής συνάγεται, ότι, υπό το εφαρμοστέο στην προκείμενη περίπτωση νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 21 παρ. 5, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο [βλ. σκέψη 6]), σε περίπτωση ματαίωσης της συζητήσεως των υποθέσεων λόγω αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων, οι κοινοποιήσεις πρέπει να επαναλαμβάνονται. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως προεκτέθηκε, η αναστολή των εργασιών του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18ης.11.2010 δεν συνεπαγόταν ματαίωση αλλά αναβολή της εκδίκασης των υποθέσεων της δικασίμου αυτής για νέες, ρητές και αναγραφόμενες στο οικείο έκθεμα δικασίμους και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε λόγος επανάληψης των κοινοποιήσεων. Επομένως, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση δεν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας, δεν δικαιολογείται και η παρέκταση μέχρι την 2.2.2011, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα, της προβλεπόμενης στο άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 δεκαήμερης προθεσμίας από τη συζήτηση, στις 16.12.2010, της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεώς της για την εμπρόθεσμη άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως επανασυζητήσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση που ασκήθηκε στις 11.2.2011, μετά δηλαδή την πάροδο της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας, δεν έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς. Ως εκ τούτου, τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Και ναι μεν ισχυρίζεται η αιτούσα ότι, σε δύο τουλάχιστον επικοινωνίες που είχε με την εισηγήτρια της υποθέσεως, στις οποίες εξέφρασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκδίκαση της υποθέσεώς της, ενέκρινε την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και εκφράσθηκε ρητώς από αυτήν η νομιμοποίηση του υπογράφοντος το δικόγραφο αυτό πληρεξουσίου της δικηγόρου και, επομένως, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, κατά το άρθρο 27 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, να διατάξει τη συμπλήρωση των στοιχείων της νομιμοποιήσεως, ήδη δε, προσκομίζεται το 2651/10.2.2011 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου … (αριθμ. καταθ.: Π1193/14.2.2014), με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως και της κρινόμενης αιτήσεως επανασυζητήσεως δικηγόρο ...., καθώς και προς τον συνυπογράφοντα την κρινόμενη αίτηση επανασυζητήσεως δικηγόρο .... Πλην, όμως, ο ανωτέρω ισχυρισμός, ανεξαρτήτως του αν είναι ακουστός στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, είναι, σε κάθε πάντως περίπτωση, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, οι διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 προϋποθέτουν την ύπαρξη έγκυρης, κατ’ αρχήν, νομιμοποιήσεως και δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος ή ο πληρεξούσιός του δικηγόρος δεν προσκόμισε κανένα από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 27 παρ. 1 - 2 του π.δ. 18/1989 νομιμοποιητικά στοιχεία, τέτοιο δε έγκυρο νομιμοποιητικό στοιχείο δεν συνιστά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που εκδήλωσε η αιτούσα για την εκδίκαση της υποθέσεώς της (ΣτΕ 4321/2010, 4443/2012, 2246/2013).


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/271/2013

Καταβολή μισθοδοσίας σε υπαλλήλους Δήμου:..Υπό τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι τα Πρακτικά Συνεδριάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2012 του Ειρηνοδικείου .., τα οποία φέρουν τα αναγκαία εξωτερικά στοιχεία του κατά νόμον τύποις υποστατού αυτών, ήτοι υπογραφή του οικείου Ειρηνοδίκη και του Γραμματέως αποτελούν τίτλο εκτελεστό, κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 του ΚΠολΔ και δεσμεύουν το Ελεγκτικό Συνέδριο. Τούτο δε, διότι η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3301/2004, περί μη εκτελεστότητος, μεταξύ άλλων τίτλων, και των πρακτικών δικαστικού συμβιβασμού, δεν είναι συμβατή προς τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις που κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 της ΕΣΔΑ και 2 και 14 του ΔΣΠΑΠΔ), στα οποίο εντάσσεται και το δικαίωμα αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση αξιώσεων του ουσιαστικού δικαίου, όπως αυτό οργανώνεται νομοθετικώς στα άρθρα 904 επ. ΚΠολΔ, που περιλαμβάνει μεταξύ των εκτελεστών τίτλων και τα πρακτικά των ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν δικαστικό συμβιβασμό (άρθρο 904 παρ. 2 περ. γ΄ του ΚΠολΔ). Συνεπώς, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την διενέργεια του εξωτερικού προληπτικού ελέγχου της νομιμότητος της απορρέουσας από τα πρακτικά αυτά δαπάνης, δεν δύναται να αμφισβητήσει το κύρος του δικαστικού συμβιβασμού, καθιστώντας ανενεργό τον εκτελεστό τίτλο, καθόσον μία τέτοια αμφισβήτηση συνιστά αντικείμενο διαγνωστικής δίκης ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, η οποία δεν μπορεί να υποκατασταθεί από την διαδικασία του προληπτικού ελέγχου της δαπάνης, όπως βασίμως προβάλλει ο Δήμος ... με το από 8.4.2013 έγγραφο του Νομικού του Συμβούλου, τα όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο Επίτροπος με την έκθεση διαφωνίας του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατά συνέπεια, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.(..)Κατ’ ακολουθίαν αυτών, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.


ΣΤΕ/2103/2006

Οικοδομική άδεια- δημοσίευση διοικητικής πράξεως:..Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη ρύθμιση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Και τούτο διότι α) γίνεται αορίστως επίκληση κυκλοφοριακών προβλημάτων που θα προκύψουν από την έξοδο της καταργουμένης οδού προς την οδό ....., χωρίς να ερευνάται αν και πως είναι δυνατόν αυτά να αντιμετωπισθούν, αλλά ούτε και ποία είναι τα οφέλη από τη διάνοιξη της οδού, η οποία μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, καταλήγει σε εκκλησία, σε κτήριο, δηλαδή, βασικής κοινωνικής λειτουργίας και β) δεν ερευνώνται οι πολεοδομικές επιπτώσεις, από την κατάργηση της οδού, σε αυτό τούτο το ενιαίο και μεγάλο Ο.Τ. 26 - 27 και στη λειτουργία του στην ευρύτερη περιοχή, εν όψει μάλιστα της ήδη έχουσας επέλθη μειώσεως κοινοχρήστων χώρων με την κατάργηση της οδού ...... Για το λόγο επομένως αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνη εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθή η πρώτη προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση και να απορριφθούν οι παρεμβάσεις. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Αικ. .... και του Παρέδρου Κ. Κουσούλη, η αιτιολογία της προσβαλλομένης νομαρχιακής αποφάσεως δεν είναι πλημμελής, διότι στηρίζεται σε νόμιμα πολεοδομικά κριτήρια, συνιστάμενα στην κυκλοφοριακή επιβάρυνση της ήδη βεβαρυμένης κυκλοφοριακώς και μικρού πλάτους, οδού ....., η οποία θα επέλθη από την διοχέτευση σε αυτήν της κυκλοφορίας που θα προκύψη από τη διάνοιξη της επίδικης οδού, ενώ εξ άλλου νομίμως ελήφθησαν υπόψιν συμπληρωματικώς και ιδιωτικά συμφέροντα, συνιστάμενα στη μη κατεδάφιση υφισταμένων οικιών.


ΣΤΕ/1909/1997

Εκπρόθεσμο αίτησης ακυρώσεως:..Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. ΣΤ 9 του ν. 2083/1992 (ΦΕΚ 159) ορίζεται ότι : "Ο διορισμός και η μονιμοποίηση του μέλους ΔΕΠ γίνεται με πράξη του πρύτανη που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η σχετική πράξη με τα πρακτικά εκλογής ή μονιμοποίησης διαβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση από το ΑΕΙ στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και κοινοποιούνται σε όλους τους υποψηφίους. Η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η εκτέλεση της πράξης αυτής αναστέλλεται επί ένα μήνα από την περιέλευσή της στο Υπουργείο για έλεγχο νομιμότητας. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή διαπιτωθεί έλλειψη νομιμότητας στην πράξη του πρύτανη, η υπόθεση αναπέμπεται στο ΑΕΙ". Κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως επιβάλλεται μεν η κοινοποίηση της πράξεως διορισμού μέλους ΔΕΠ και των πρακτικών εκλογής σε όλους τους υποψηφίους, αλλά η κοινοποίηση αυτή δεν αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως για τους τρίτους, μεταξύ των οποίων είναι και οι λοιποί υποψήφιοι για κατάληψη της θέσεως ΔΕΠ, κινείται και στην περίπτωση αυτή από τη δημοσίευση της πρυτανικής πράξεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται από το νόμο κοινοποίησή της στους λοιπούς, πλην του διοριζομένου, υποψηφίους (βλ. Σ.τ.Ε. 311/1989).Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 22.7.1993, δηλαδή μετά την πάροδο εξήντα ημερών από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προσβαλλόμενης πρυτανικής πράξεως (27.4.1993), πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.


ΣΤΕ/1217/2014

ΣΤΕ.Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.Δημόσια έργα:Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τα άρθρα 52 και 50 παρ. 4 και 5 του Κωδ. ΠΔ 18/1989 (Α’ 8), 20 παρ. 1 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος απορρέει η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης με τις αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες εκδίδονται επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, όταν γίνεται δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσεται η αναστολή εκτελέσεως πράξης εκδοθείσας κατά τη διενέργεια διαγωνισμού δημοσίων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, ή ορισμένο άλλο μέτρο, η διοίκηση οφείλει, εφόσον εξακολουθεί να ισχύει η διαταχθείσα αναστολή εκτελέσεως ή το διαταχθέν μέτρο, να απέχει από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς τα διαταχθέντα με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, περαιτέρω δε, αναφορικά με τα ανακύψαντα διοικητικής φύσεως ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν στο στάδιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεσμεύεται, μέχρι την οριστική τους επίλυση στο στάδιο της εκδίκασης της ακυρωτικής διαφοράς, από τα γενόμενα δεκτά, έστω και ως σοβαρώς πιθανολογούμενα, με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών (πρβλ. ΣτΕ 3312/2009, 2059/2007, 2593/1999, ΕΑ 726, 217/2003). Ωστόσο, η υποχρέωση συμμόρφωσής της με απόφαση της Επιτροπής Αναστολών επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν κωλύει την αναθέτουσα αρχή να προβεί στην ανάκληση ή στη κατάλληλη τροποποίηση της πράξης, της οποίας η παρανομία έχει πιθανολογηθεί σοβαρώς (πρβλ. ΕΑ 1309/2009, 750, 722/2007, 1133-2/2006, 39/2005, 880, 84/2003). Η ευχέρεια της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση της, κατά τα ανωτέρω, ανακλητικής ή τροποποιητικής πράξης, ενόψει αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, δεν αναιρεί το δικαίωμα των διαγωνιζομένων για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, προεχόντως διότι οι τελευταίοι δεν αποστερούνται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, του δικαιώματός τους να προσβάλουν την πράξη αυτή αυτοτελώς με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων καθώς και με αίτηση ακυρώσεως, η τυχόν ευδοκίμηση της οποίας θα έχει ως αποτέλεσμα την αναβίωση των ευμενών για αυτούς πράξεων της αναθετούσης αρχής (ΕΑ 1309/2009, 750, 722/2007, 1133/2006, 39/2005, 94/2003). Εξάλλου, η προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010 ευχέρεια οικειοθελούς συμμορφώσεως με απόφαση που δέχεται αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αποσκοπεί στην ταχύτερη δυνατή διεξαγωγή και ολοκλήρωση των διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων και στην αποτροπή σχετικών δικαστικών διενέξεων, χωρίς να παραβλέπεται η τήρηση της νομιμότητας, η οποία εξασφαλίζεται με την πρόβλεψη της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η άσκηση της ευχέρειας αυτής από τη Διοίκηση δεν εξαρτάται από την εκπλήρωση ή μη από το διάδικο που επέτυχε τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου της κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010 υποχρεώσεώς του να ασκήσει, εντός της οριζομένης προθεσμίας, το κύριο ένδικο βοήθημα, προκειμένου να μην αρθεί αυτοδικαίως η ισχύς του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου. Και τούτο, διότι η άσκηση της ως άνω ευχέρειας οικειοθελούς συμμορφώσεως, η οποία απορρέει πρωτογενώς από τις γενικές αρχές του δικαίου για την ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων και για την ακυρότητα των παρανόμων δικαιοπραξιών, οδηγεί στην έκδοση πράξεως οριστικού χαρακτήρα, με την οποία επέρχεται πλήρης ικανοποίηση του ενδιαφερομένου, και επομένως δεν εμπίπτει, από τη φύση της, στο περιεχόμενο της παρασχεθείσης προσωρινής δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 233/2014). Αντίθετα, η διατήρηση της ισχύος του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου εντάσσεται στο περιεχόμενο της παρασχεθείσης προσωρινής προστασίας, ως όρος δε της συνεχίσεως της προστασίας αυτής και μόνο, με τη διατήρηση της ισχύος του μέτρου, τίθεται από το νόμο η εκπλήρωση της υποχρεώσεως του νικήσαντος διαδίκου για την άσκηση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010 (βλ. ΣτΕ 3404/2012).(..)Επειδή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η Οικονομική Επιτροπή της Περιφέρειας .......-...... εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απέκλεισε την αιτούσα από τη συνέχεια του διαγωνισμού, σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της 441/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας, σύμφωνα με το οποίο έγινε δεκτή η αίτηση της εταιρείας «... Α.Β.Ε.Τ.Ε.» και διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως της 26/1085/13.9.2013 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας .......-......, κατά το μέρος κατά το οποίο είχε γίνει δεκτή η συμμετοχή στο διαγωνισμό της αιτούσας ενώσεως «... Α.Ε. – Χρ. Δ. ... Α.Ε.». Η πράξη όμως, αυτή δεν αποτελεί απλή συμμόρφωση προς την προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, για την οποία θα αρκούσε η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας του διαγωνισμού, αλλά συνιστά οριστική εν μέρει ανάκληση της 19/760/5.7.2013 αποφάσεως της ίδιας ως άνω Οικονομικής Επιτροπής, ήτοι ανάκληση αυτής μόνο κατά το μέρος που αφορά τη συμμετοχή της αιτούσας ένωσης προσώπων ... ΑΕ –... ΑΕ (πρβλ. ΣτΕ 733/2005, 20/2009, 2628/2009, 3932/2011, πρβλ. και 959/2007), και, επομένως, συνεπάγεται αποκλεισμό της εν λόγω ενώσεως από το διαγωνισμό (βλ. ΣτΕ 233/2014). Η πράξη αυτή εκδόθηκε κατ’ ορθή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, εφόσον η αναθέτουσα αρχή άσκησε, εν προκειμένω, νομίμως την απονεμόμενη από τη διάταξη αυτή διακριτική ευχέρεια εκδόσεως πράξεως αποκλεισμού της αιτούσας, για την άρση της παρανομίας που πιθανολογήθηκε με την παραπάνω απόφαση της Επιτροπής Αναστολών σε σχέση με τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό. Αβασίμως δε προβάλλεται ότι, σε συμμόρφωση με την ανωτέρω απόφαση, η αναθέτουσα αρχή όφειλε να προβεί σε κατ’ ουσίαν επανεξέταση του δικαιολογητικού, διότι τέτοια υποχρέωση δεν συνάγεται ούτε από το διατακτικό ούτε από το αιτιολογικό της απόφασης αυτής.(…)Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, είναι δυνατή η έκδοση πράξεως, με την οποία, σε συμμόρφωση με το διατακτικό αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, ανακαλείται ή τροποποιείται καταλλήλως η πράξη της αναθέτουσας αρχής, της οποίας διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως, καίτοι, κατά το χρόνο εκδόσεώς της, δεν έχει δημοσιοποιηθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης, από την οποία προκύπτει η αιτιολογία της. Στην περίπτωση αυτή δεν παραβλάπτεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του θιγομένου από την πράξη αυτή, εφόσον η προθεσμία για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως ή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων άρχεται από τη κοινοποίηση σ’ αυτόν της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία λαμβάνει πλήρη γνώση της αιτιολογίας αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν φέρει αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η πράξη αυτή υιοθετεί την αιτιολογία της 441/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών.(…)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολό της και να γίνουν δεκτές οι αναφερόμενες στη σκέψη 2 παρεμβάσεις.


ΕλΣυν.Τμ.Μείζ.Ε.Σ/4483/2016

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Με τα δεδομένα αυτά το παρόν Τμήμα κρίνει ότι, όπως ορθά έγινε δεκτό και με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών. Ειδικότερα, ναι μεν ο Κ.ΕΝ.Α.Κ. άρχισε να ισχύει από 9.7.2010, ήτοι μετά την έγκριση των μελετών και των τευχών δημοπράτησης του έργου, που έγινε στις 20.5.2010, είχε όμως αυτός δημοσιευτεί στις 9.4.2010, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της έγκρισης αυτών και της ανάθεσης εκτέλεσης του έργου, οπότε και η αναθέτουσα αρχή γνώριζε και όφειλε να γνωρίζει, ενόψει μάλιστα και του αντικειμένου του επίμαχου έργου, ότι, αν και κατά το χρόνο εκείνο δεν υποχρεούτο σε συμμόρφωση προς αυτόν (καθώς ακόμη δεν είχε αρχίσει να ισχύει), το προς εκτέλεση έργο έπρεπε να πληροί τις ελάχιστες προδιαγραφές του ανωτέρω Κανονισμού, εφόσον θα περαιωνόταν μετά το χρόνο έναρξης ισχύος του. Επομένως, η ως άνω μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου που έλαβε χώρα μετά την έγκριση των μελετών του αρχικού έργου, αλλά πριν από την ανάθεση αυτού (στις 20.7.2010), δεν συνιστά εν προκειμένω απρόβλεπτο, κατά την έννοια του νόμου, γεγονός, δεδομένου ότι η μεταβολή αυτή ήταν γνωστή στην αναθέτουσα αρχή κατά τον κρίσιμο χρόνο και έπρεπε να τη λάβει υπόψη της πριν από την ανάθεση της εκτέλεσης του αρχικού έργου.