ΣΤΕ/21/2012
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:..Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στη σκέψη 3, οι οποίες είναι σαφείς και καταλαμβάνουν την ένδικη περίπτωση, μετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 15 παρ. 2 του Ν. 3212/2003, δεν παρέχεται πλέον στον ανάδοχο η δυνατότητα να λάβει προσαύξηση έως 5% των συμβατικών ή νόμιμα κανονιζόμενων τιμών για τις επιβαλλόμενες πρόσθετες (συμπληρωματικές) εργασίες. Οι ρυθμίσεις του νεότερου αυτού νόμου (Ν. 3212/2003), κατά το μέρος που καταλαμβάνουν συμβάσεις τρέχουσες μεν, για τις οποίες, όμως, δεν είχε, κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο, εκδοθεί βεβαίωση περάτωσης εργασιών, και που αφορούν επιμέρους στάδια των συμβάσεων αυτών, για τα οποία εκκρεμούσαν διοικητικές διαδικασίες αμφισβητήσεων, όπως εν προκειμένω, δεν θίγουν, πάντως, το δικαίωμα του αναδόχου να αμείβεται για την εκτέλεση των επιβαλλόμενων, για τεχνικούς λόγους, συμπληρωματικών εργασιών. Άλλωστε, η επίμαχη προσαύξηση 5% δεν προβλεπόταν ως υποχρεωτικό δικαίωμα του αναδόχου αλλά η χορήγησή της ήταν δυνητική, συναρτώμενη με τη συνδρομή και απόδειξη ειδικών προϋποθέσεων. Ως εκ τούτου, οι νεότερες αυτές διατάξεις δεν παρίστανται αντίθετες προς την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Η περαιτέρω δε αμφισβήτηση της ουσιαστικής εκτίμησης του νομοθέτη ως προς τις τεθέντα από αυτόν όρια της ως άνω αμοιβής του αναδόχου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επομένως, το Διοικητικό Εφετείο ορθώς εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και είναι απορριπτέα ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αναιρεσείουσα εταιρεία.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
9427/2007
Καθορισμός του τρόπου και της διαδικασίας είσπραξης του υπέρ του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (Ο.Κ.Χ.Ε.) πάγιου ανταποδοτικού τέλους κτηματογράφησης της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3212/2003 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3841/2006.
ΣΤΕ/1415/2000
Εκτέλεση έργου - αποπεράτωση εθνικής οδού...Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι, κατά παράβαση των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 23 παρ. 2, 3 και 4 του Π.Δ. 609/1985, 30 παρ. 5 εδ. 1 του Π.Δ. 23/1993, 1 παρ. 5α εδ. 1-3 του Ν. 2229/1994 και δέκατου τρίτου παρ. 4 του Ν. 2338/1995, εκδόθηκε μετά τη λήξη του χρόνου δεσμευτικότητα της προσφοράς της αιτούσης. Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 6 του Ν. 1418/1984, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 και 5 του Ν. 2229/1994 και το άρθρο δέκατο τρίτο παρ. 4 του Ν. 2338/1995, κατάπτωση, ως ειδικής ποινικής ρήτρας, ποσοστού της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, ουδόλως επιβάλλεται να ενεργείται εντός του οριζόμενου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 του Π.Δ. 609/1985, χρόνου ισχύος της υποβληθείσης προσφοράς (ΣτΕ 966/1998 Ολομ.).Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι μη νόμιμη, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 30 παρ. 5 εδ. τρίτο του Π.Δ. 23/1993 (άρθρ. 30 παρ. 4 εδ. τρίτο της Οδηγίας 93/37/ΕΟΚ) η Αναθέτουσα Αρχή παρέλειψε να γνωστοποιήσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την απόρριψη της προσφοράς της αιτούσης ως υπερβολικά χαμηλής. Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως αν μπορεί να θεωρηθεί ως προβαλλόμενος μετ’ εννόμου συμφέροντος, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος, διότι η τυχόν παράλειψη ενημέρωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νομιμότητα του αποκλεισμού εργοληπτικής επιχείρησης από διαγωνισμό, λόγω υποβολής μη δικαιολογημένης, υπερβολικά χαμηλής προσφοράς.
ΔΕφΑθ/500/1998
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ- ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ: Επειδή, στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ίδιου νόμου (Ν. 1418/1984) προβλέπονται τα εξής: Αν ο κύριος του έργου καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, ο ανάδοχος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση μόνο για τις θετικές του ζημίες που προκαλούνται μετά την επίδοση από αυτόν σχετικής έγγραφης όχλησης. Από τις προεκτιθέμενες διατάξεις συνάγεται με σαφήνεια ότι το θέμα της αποζημίωσης του αναδόχου δημόσιου έργου, λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου, ρυθμίζεται ειδικά στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ν. 1418/1984. Συνεπώς, δεν υπάρχει περιθώριο εφαρμογής κανόνων ενοχικού δικαίου, που προβλέπονται στον ΑΚ για το ίδιο θέμα. Σύμφωνα λοιπόν με τη διάταξη της παραγράφου αυτής, δεν είναι παραδεκτή η αίτηση αποζημίωσης του αναδόχου που επικαλείται υπερημερία του κυρίου του έργου, αν ο ανάδοχος δεν έχει προηγουμένως υποβάλει σχετική όχληση στον τελευταίο. Και περαιτέρω, όταν, αργότερα ο εργολήπτης ασκήσει το αποζημιωτικό του δικαίωμα αυτό, στη σχετική αίτησή του μπορεί να περιλάβει παραδεκτώς μόνο τις θετικές ζημίες του, οι οποίες προκλήθηκαν μετά την υποβολή της όχλησης αυτής.
ΔΕΦ 2412/2000
Διοικητική σύμβαση - Δημόσια έργα -. Προθεσμία εκτέλεσης του έργου. Τμηματικές και συνολική προθεσμίες. Περιστατικά. Επειδή, η υπέρβαση της συμβατικής προθεσμίας περάτωσης του έργου έχει μεν ως συνέπεια την κατάπτωση σε βάρος του αναδόχου και υπέρ του κυρίου του έργου της προβλεπόμενης, από τις παραπάνω διατάξεις ποινικής ρήτρας, υπό την τασσόμενη όμως από τις διατάξεις αυτές αναγκαία προϋπόθεση της συνδρομής αποκλειστικής για την υπέρβαση υπαιτιότητας του αναδόχου του έργου. Επομένως, εφόσον με την προαναφερόμενη πράξη του εγκρίθηκε η παράταση της προθεσμίας περάτωσης του έργου .., για την έγκριση της οποίας απαιτείται από τις εφαρμοστέες στην κρινόμενη περίπτωση διατάξεις η έλλειψη αποκλειστικής υπαιτιότητας του αναδόχου, έπεται, ότι δεν θεμελιώνεται υπαιτιότητα αυτού (αναδόχου) για το ανεκτέλεστο κατά τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας τμήμα των συμβατικών υποχρεώσεών του σχετικά με το επίμαχο έργο, ..και, κατά συνέπεια, μη νόμιμα επιβλήθηκε σε βάρος του η αμφισβητούμενη ποινική ρήτρα. Για το λόγο δε αυτό, βάσιμα προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη προσφυγή..
ΣΤΕ/2598/2014
Δημόσια έργα:..Η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για την καταβολή αποζημιώσεως στον ανάδοχο λόγω διαλύσεως της εργολαβίας χωρίς δική του υπαιτιότητα πρέπει προηγουμένως να έχει χωρήσει η τήρηση της διαδικασίας παραλαβής του έργου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής, είναι ορθή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ανεξαρτήτως αν στην προκειμένη περίπτωση, λόγω μη εκτελέσεως εργασιών και λόγω ελλείψεως υλικών και εγκαταστάσεων του αναδόχου, ήταν αναγκαία ή όχι η σύνταξη τελικής επιμετρήσεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται πριν αρχίσει η εκτέλεση των εργασιών κατασκευής του έργου, η διαδικασία παραλαβής παραλείπεται ως άνευ αντικειμένου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως του αναδόχου διενεργείται απ’ ευθείας από την προϊσταμένη αρχή, η οποία είναι η μόνη που διαθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος αυτού. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 50 του π.δ/τος 609/1985 είναι εφαρμοστέο μόνον στην περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως οφείλεται σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής του και όχι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται με πρωτοβουλία απλώς του φορέα κατασκευής του έργου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Τέλος, προβάλλεται ότι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 50 του π.δ/τος 609/1985, ερμηνευόμενη ως έχουσα την έννοια ότι προς καθορισμό της καταβλητέας στον ανάδοχο αποζημιώσεως απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας παραλαβής και στην περίπτωση που η διάλυση συντελέσθηκε πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες εκτελέσεως του έργου, είναι ανίσχυρη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσης με τον ν. 1418/1984 σχετικής εξουσιοδοτήσεως, δοθέντος ότι η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου προσδιορίζει αναλυτικώς το περιεχόμενο και τον τρόπο υπολογισμού της ως άνω αποζημιώσεως, ώστε δεν υπήρχε ανάγκη περαιτέρω εξειδικεύσεως της θεσπιζομένης με την λόγω διάταξη ρυθμίσεως με κανονιστική πράξη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984 θεσπίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τον καθορισμό της αποζημιώσεως του αναδόχου σε περίπτωση διαλύσεως της συμβάσεως χωρίς δική του υπαιτιότητα και δεν αποκλείει την θέσπιση της διαδικασίας για τον καθορισμό αυτής με προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
ΣΤΕ/4179/2011
Εκτέλεση έργου.:Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, το ζήτημα της υπάρξεως ή μη υποχρεώσεως της αναδόχου περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως ετέθη το πρώτον κατά τη σύνταξη του προμνησθέντος συγκριτικού πίνακος, στον οποίο δεν περιελήφθη ειδική πρόβλεψη περί αποδόσεως στην ανάδοχο της ήδη καταβληθείσης υπ’ αυτής κρατήσεως. Η τελευταία αυτή κράτηση, επιβληθείσα επί του εργολαβικού ανταλλάγματος, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, επέφερε, κατ’ ανάγκην, εκ των υστέρων μεταβολή του ύψους του, μεταβολή, δηλαδή, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αποτελεί περιεχόμενο του συγκριτικού πίνακος. Με την παράλειψη δε αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε διά της εκδόσεως της απορριπτικής της ενστάσεως της αναδόχου αποφάσεως, με την οποία ενεκρίθη ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το συνοδεύον αυτόν πρωτόκολλο, εξεδηλώθη για πρώτη φορά η βούληση της Διοικήσεως περί επιβολής της κρατήσεως του άρθρου 27 παρ. 34 του ν. 2166/1993. Αντιθέτως, με τους προγενεστέρους του συγκριτικού πίνακος λογαριασμούς, στους οποίους δεν περιελήφθη πρόβλεψη περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως, ουδόλως εξεδηλώθη ρητή βούληση της Διοικήσεως περί επιβαρύνσεως της αναδόχου με την ως άνω κράτηση και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν ηδύνατο να στραφεί κατά των εγκριτικών των λογαριασμών της πράξεων, οι οποίοι, κατά το μέρος αυτό, ουδεμία πλημμέλεια είχαν. Εξάλλου, η ανάδοχος ούτε επ’ ευκαιρία της εξοφλήσεως των λογαριασμών αυτών ηδύνατο να θέσει ζήτημα αποδόσεως των ποσών, τα οποία αντιστοιχούσαν στην εν λόγω κράτηση, δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεώς τους, δεν εξεδόθη πράξη, της αρμοδίας υπηρεσίας περί επιβολής της επιδίκου κρατήσεως εις βάρος της, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι εκ μέρους του αναιρεσείοντος Δημοσίου λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι πλήσσουν την αναιρετικώς ανέλεγκτο περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δεδομένου ότι ερείδονται επί πραγματικού, το οποίο δεν εδέχθη το δικάσαν δικαστήριο. Εκ μόνης δε της καταβολής της κρατήσεως αυτής εκ μέρους της αναιρεσιβλήτου δεν δύναται να συναχθεί ότι η τελευταία απεδέχθη ότι εβαρύνετο, τελικώς, με την εν λόγω κράτηση. Επομένως, ορθώς η αναιρεσίβλητος εστράφη κατά του συγκριτικού πίνακος, ο οποίος, κατά το μέρος, το οποίο δεν προέβλεψε την απόδοση σε αυτήν της ήδη καταβληθείσης κρατήσεως, απετέλεσε την μόνη βλαπτική των εννόμων συμφερόντων της αναδόχου πράξη, παραδεκτώς δε, εν συνεχεία, προσέφυγε η τελευταία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μετά την τήρηση της προβλεπομένης εκ του νόμου διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως της συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν ετελεσφόρησε.(..)η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα εν τω συνόλω της.
ΣτΕ/4676/2012
Αποζημίωση ζημιών από ανωτέρα βία(..) ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 85/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία, έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας, αναδόχου του έργου «Αξιοποίηση Κάμπου Ρίζιανης-Κορύτιανης Ν. ...», επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση του έργου αυτού, και ειδικότερα, από την απόρριψη ενστάσεως κι αιτήσεως θεραπείας κατά του πρωτοκόλλου διαπίστωσης ζημιών από ανωτέρα βία(..) Το Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, έκανε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 11 του ν. 1418/1984, ανεξαρτήτως του αν καταλαμβάνει και την περίπτωση της ασφάλειας του έργου λόγω βλαβών αυτού από ανωτέρα βία, πάντως, δεν έχει καταστεί ακόμα ενεργή, εξ αυτού δε συνάγεται ότι, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 1418/1984 και του π.δ. 609/1985, σε περίπτωση κατά την οποία προκληθούν στο έργο ή τις εγκαταστάσεις αυτού βλάβες από ανωτέρα βία, υπόχρεος για την αποζημίωση είναι ο κύριος του έργου και συνεπώς, όρος της εργολαβικής συμβάσεως σύμφωνα με τον οποίο, ο ανάδοχος υποχρεούται να προβεί σε κατάρτιση συμβάσεως με ασφαλιστική εταιρία για την κάλυψη του ως άνω κινδύνου καθώς και η κατάρτιση τέτοιας συμβάσεως, κατ’ αποδοχή του όρου αυτού, δεν μπορούν ν΄αντιταχθούν και να κατισχύσουν έναντι της ως άνω θεσπιζόμενης από τις διατάξεις του νόμου υποχρεώσεως του κυρίου του έργου προς αποζημίωση του αναδόχου σε περίπτωση επελεύσεως ζημιών στο έργο ή τις εγκαταστάσεις αυτού από την ως άνω αιτία. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, έκανε δεκτή την προσφυγή της αναιρεσίβλητης εταιρείας.
5. Επειδή, κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ορθή, διότι ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 11 του Ν. 1418/89 δεν έχει εισέτι ενεργοποιηθεί λόγω της μη εκδόσεως του προβλεπομένου προεδρικού διατάγματος, η συμβατικώς αναληφθείσα υποχρέωση του αναδόχου να καταρτίσει ασφαλιστική σύμβαση για να καλυφθεί η περίπτωση ζημιών του έργου λόγω ανωτέρας βίας, είναι ισχυρή με αποτέλεσμα να δύναται να του αντιταχθεί σε περίπτωση ζημίας του έργου που προήλθε από γεγονός συνιστών ανωτέρα βία (ΣτΕ 3287/2003, 1368/2007), δεδομένου ότι δεν είναι πάντως επιτρεπτή η, εκ μέρους του, αμφισβήτηση της νομιμότητας όρου της συναφθείσης συμβάσεως (ΣτΕ 1667/2011 Ολομ.). Συνεπώς, πρέπει, για το λόγο αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο εκδόν αυτήν δικαστήριο προς περαιτέρω κρίση.(..)Διά ταύτα..(..) Δέχεται την υπό κρίση αίτηση..(..)Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 85/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων στο οποίο και αναπέμπει την υπόθεση, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό
ΣΤΕ/161/2017
Επιβολή τελών καθαριότητας και φωτισμού:..Επειδή, καθ' ερμηνεία του σκέλους της 218/2014 κανονιστικής αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου του αιτούντος Δήμου, που αφορούσε στην επιβολή τελών καθαριότητας και φωτισμού στην εκτός σχεδίου περιοχή του Δήμου, επιβλήθηκαν τέλη καθαριότητας και φωτισμού και για τους χώρους του νέου διεθνούς αερολιμένα ...., όπως δέχθηκε και ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοικήσεως ..., με την 21253/11429/16.3.2015 απόφασή του, αλλά δέχεται ήδη και ο αιτών Δήμος, ζητώντας, κατά τα προεκτεθέντα, τη συνέχιση της δίκης, προκειμένου να μπορεί να επιβάλει τα τέλη αυτά στις παρεμβαίνουσες εταιρείες εντός του χρόνου παραγραφής των σχετικών αξιώσεών του (βλ. σελ. 2 του από 6.12.2016 υπομνήματός του). Επιβλήθηκαν, δηλαδή, με την ανωτέρω απόφαση του Δήμου τα επίμαχα τέλη και για χώρους, ως προς τους οποίους, κατά τα προεκτεθέντα, δεν επιτρέπεται, εν πάση περιπτώσει, κατά νόμο η επιβολή τέτοιων τελών. Επομένως, εφ’ όσον μη νομίμως επιβλήθηκαν, κατά το μέρος αυτό, τα επίδικα τέλη με την ως άνω κανονιστική απόφαση, νομίμως αυτή ακυρώθηκε, κατά το αντίστοιχο μέρος, από τον Γενικό Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοικήσεως και, συνακολούθως, αλυσιτελώς προσβάλλει ο αιτών Δήμος την απόρριψη, ως εκπρόθεσμης, της προσφυγής του νομιμότητας ενώπιον της κατ’ άρθρο 152 του ν. 3463/2006 Ειδικής Επιτροπής (πρβλ. ΣτΕ 530/2003 Ολομ., 3813, 846, 425/2010, 715/2011, 842/2014), η οποία, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να επιληφθεί πλέον της υποθέσεως, λόγω ελλείψεως κατά χρόνο αρμοδιότητας. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, πρέπει η κρινομένη αίτηση να απορριφθεί ως αλυσιτελής και να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις, ενόψει δε των ειδικοτέρων περιστάσεων πρέπει ο αιτών Δήμος να απαλλαγεί της δικαστικής δαπάνης του Δημοσίου και των παρεμβαινουσών.
IKA/Σ40/99/2012
ΘΕΜΑ: «Ο πλασματικός χρόνος του άρθ. 141 του ν. 3655/2008, για παιδιά που γεννήθηκαν μετά την 1/1/2000 δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για προσαύξηση μειωμένης σύνταξης για τις περιπτώσεις που το δικαίωμα θεμελιώνεται μέχρι την 31/12/2010.» Σχετ: α) Το με αρ. πρωτ. Σ40/34/20.4.2010 και β) Το με αρ. πρωτ. Σ40/56/8.4.2011 Γενικά Έγγραφα.
ΑΠ/1127/2006
Δημόσια έργα. Η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 10 του ν. 3212/2003, η οποία καταργεί το ενοχικό δικαίωμα των αναδόχων δημοσίων έργων, που βρίσκονταν σε στάδιο εκτέλεσης κατά την ισχύ του ν. 2940/2001 (6-8-2001), να ζητήσουν ως τρόπο αναθεώρησης και πληρωμής της συμβατικής τιμής των ασφαλιστικών εργασιών (από το Γ’ τρίμηνο του 1999 και εφεξής), εκείνον της παρ. 11 του άρθρου 10 του ν. 1418/1984, όπως προστέθηκε αυτή με το άρθρο 2 παρ. 3 ν. 2940/2001, γιατί ήταν ευνοϊκότερος γι’ αυτούς, από τον ισχύοντα κατά τη δημοπρασία σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 1418/1984 (όπως ίσχυε πριν το ν. 2940/2001) και αν ακόμη για το δικαίωμα αυτό εκκρεμεί δίκη, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, δεν αντιβαίνει στα άρθρα 17 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αφού η αναδρομική κατάργηση ή απόσβεση αυτή επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 1418/1984 και στην παρ. 7 του άρθρου 40 του πδ 609/1985 για την μηνιαία προθεσμία ελέγχου, διορθώσεως και εγκρίσεως των λογαριασμών από την Δ/σα Υπηρεσία, για δικαίωμα του αναδόχου προς απαίτηση τόκων για καθυστέρηση πληρωμής πέραν του μηνός από την μηνιαία προθεσμία εγκρίσεώς του, η άπρακτη πάροδος της οποίας συνεπάγεται τη σιωπηρή έκκριση του οικείου λογαριασμού (ΑΕΔ 8/2004), και για δικαίωμα διακοπής των εργασιών, τυγχάνουν εφαρμογής μόνον επί λογαριασμών που, άσχετα από την ουσιαστική βασιμότητα των καθέκαστα στοιχείων τους, πληρούν τους όρους νομιμότητάς τους, ενώ δεν εφαρμόζονται για λογαριασμούς που δεν έχουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομιμότητά τους (ΑΠ 1107/1997). (Σχετική και η 2079/1999 ΣτΕ)]