ΣΤΕ/1820/1989
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Σε κάθε περίπτωση η νεά κρίση της Διοικήσεως πρέπει να μην αντίκειται σε όσα έχουν κριθεί από την ακυρωτική απόφαση και εκφέρεται ενόψει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που υπήρχε κατά το χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε η πράξη που ακυρώθηκε, δεν απαγορεύεται δε στη Διοίκηση να εκδώσει, μετά από διαδοχικές ακυρώσεις για πλημμέλειες της αιτιολογίας, διαδοχικές πράξεις που να καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα, με νέα αιτιολογία, αρκεί η εμμονή της Διοικήσεως να μην συνιστά, στις περιπτώσεις που η πράξη δεν εκδίδεται κατά δέσμια αρμοδιότητα, κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας κατά την κρίση του δικαστηρίου, το οποίο πρέπει να εκτιμά τις συντρέχουσες, κάθε φορά, περιστάσεις. Αν δε, ενόψει του αριθμού των ακυρωτικών αποφάσεων που προηγήθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και της αδυναμίας της Διοικήσεως να αιτιολογησει νομίμως και επαρκώς τη δυσμενή για τον υπάλληλο νέα διοικητική πράξη,η πράξη αυτή τελικώς ακυρωθεί για κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας, η Διοίκηση έχει την υποχρέωση να προέλθει στις νόμιμες ενέργειες και να εκδώσει θετική πράξη υπέρ του υπαλλήλου, σύμφωνα με όσα κρίθηκαν με την ακυρωτική απόφαση, χωρίς να μπορεί να επαναλάβει την πράξη με νέα πάλι αιτιολογία. Αν και κατά τη γνώμη τριών μελών του δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η αρχή της χρηστής και της εύρυθμης Διοικήσεως επιβάλλει την ταχύτερη δυνατή εκκαθάριση των αμφισβητήσεων που αναφέρονται στο κύρος δυσμενών διοικητικών πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων, η οποία και δεν πρέπει, προς το συμφέρον της ομαλής λειτουργίας της ίδιας της υπηρεσίας, να τελεί, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε εκκρεμότητα. Για το λόγο αυτό, όταν ακυρωθεί από τον ακυρωτικό δικαστή μια τέτοια δυσμενής διοικητική πράξη λόγω πλημμέλειας της αιτιολογίας της και η Διοίκηση, επανερχόμενη προς συμμόρφωση, εκδίδει, όπως έχει δικαίωμα, πράξη με το ίδιο περιεχόμενο, οφείλει τη φορά αυτή, να επικαλείται και να παραθέτει, για αιτιολόγηση της κρίσεώς της, όλα τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της και μπορούν να αιτιολογήσουν, κατά την κρίση της, νομίμως την πράξη αυτή και δεν είναι πλέον επιτρεπτή, για τρίτη φορά και ακόμη περαιτέρω, η διαδοχική έκδοση τέτοιων πράξεων που περιέχουν νέες αιτιολογίες, έστω και αν οι αιτιολογίες αυτές είναι εν τέλει νόμιμες και επαρκείς, αυτοτελώς εξεταζόμενες. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή της μειοψηφίας, η εμμονή της Διοικήσεως και η έκδοση πράξεως με το ίδιο περιεχόμενο με αυτήν που ακυρώθηκε για δεύτερη φορά, έστω και αν η νέα αυτή πράξη (τρίτη κατά σειρά) περιέχει νόμιμη αιτιολογία, δεν είναι νόμιμη και πρέπει να ακυρωθεί αν τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται ήταν γνωστά και στη διάθεση της Διοικήσεως κατά το χρόνο που εξέδωσε, μετά την αρχική ακύρωση, τη νέα (δεύτερη κατά σειρά) πράξη και έτσι μπορούσε να τα επικαλεσθεί για την αιτιολόγηση της κρίσεώς της.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ/3358/2003
Καταβολή αναδρομικών αποδοχών:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η υποχρέωση της Διοικήσεως να καταβάλει στον εφεσίβλητο αναδρομικές αποδοχές δεν απορρέει από ευθύνη της, θεμελιούμενη στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ, για ανόρθωση της ζημίας την οποία αυτός υπέστη, κατά τον χρόνο που παρέμεινε εκτός υπηρεσίας, λόγω παρανόμου παραλείψεως διορισμού του, οπότε, προκειμένου να αποτιμηθεί το μέγεθος της ζημίας, θα ήταν, κατ΄ αρχήν, νόμιμη η επίκληση των διατάξεων των άρθρων 914 και 298 Α.Κ., τις οποίες επικαλείται η Διοίκηση, με την υπό κρίση έφεση, για να στηρίξει τη νομιμότητα της προσβληθείσας πράξεως και σύμφωνα με τις οποίες, όταν από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας, αλλά απορρέει από τον αναδρομικό διορισμό του εφεσιβλήτου, δηλαδή, από την σύναψη και ενεργοποίηση της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως αναδρομικώς ως προς όλες τις συνέπειές της. Επομένως, η επίδικη ρήτρα, την οποία η Διοίκηση περιέλαβε στην πράξη χορηγήσεως στον εφεσίβλητο αναδρομικών αποδοχών, στηριζομένη στην εσφαλμένη εκδοχή ότι η υποχρέωση καταβολής αναδρομικών αποδοχών έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, δεν είναι νόμιμη και ορθώς ακυρώθηκε από το δικάσαν εφετείο, ανεξάρτητα από την ορθότητα της ειδικότερης αιτιολογίας του, η οποία αλυσιτελώς πλήττεται με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως.
ΣΤΕ/742/2023
Ζητείται η εξαφάνιση της 154/2018 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως του εκκαλούντος κατά: α) της …/27.10.2016 απόφασης του Δημάρχου … (…), με την οποία είχε ανακληθεί η …/8.2.2006 απόφασή του περί διορισμού του εκκαλούντος σε οργανική θέση κλάδου ΥΕ 16 Εργατών Πρασίνου του Δήμου (...) Επειδή, η ανάκληση του διορισμού του εκκαλούντος δημοτικού υπαλλήλου εχώρησε δυνάμει της παρατεθείσας διάταξης του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, χωρίς να υπόκειται, κατά τη διάταξη αυτή, στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π. Εξάλλου, της ανακλητικής πράξης του διορισμού του εκκαλούντος δεν προηγήθηκε απόφαση του Α.Σ.Ε.Π., με την οποία να κρίθηκε μη νόμιμος ο εν λόγω διορισμός. Ως εκ τούτου, η εκκαλούμενη απόφαση υπόκειται κατ’ εξαίρεση σε έφεση, κατά την έννοια της παρατεθείσας διάταξης του άρθρου 5Α (εδ. β΄ περ. α΄) του ν. 702/1977, ανεξαρτήτως του ότι ο εκκαλών είχε διοριστεί βάσει διαδικασίας υποκείμενης στον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π.(...) Τούτο, διότι, τόσο η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 εδ. β´ του ν. 1188/1981, καθώς και εκείνη του άρθρου μόνου του α.ν. 261/1968, όσο και αυτή του άρθρου 27 παρ. 2 εδ. β´ του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν. 3584/2007) επιτρέπουν χωρίς χρονικό περιορισμό την ανάκληση του παράνομου διορισμού όλων των υπαλλήλων, στην περίπτωση που ο υπάλληλος προκάλεσε ή υποβοήθησε την παρανομία. Συνεπώς, ο εκκαλών, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ουδόλως θα ωφελείτο, από την άποψη αυτή, από την εφαρμογή του ν. 1188/1981 αντί του ν. 3584/2007.(...) Επειδή, με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, στην περίπτωση που η πράξη διορισμού του δημοτικού υπαλλήλου ανακαλείται μετά τη διετία από τη δημοσίευσή της, απαιτείται η Διοίκηση να εκφέρει κατά νόμιμη διαδικασία και με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία κρίση, σύμφωνα με την οποία ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε δολίως την πλάνη της Διοίκησης σε σχέση με την επιλογή του έναντι των συνυποψηφίων του (...) Διά ταύτα Δέχεται την έφεση.
ΕλΣυν/Τμ.6/2399/2010
Δεδομένης ωστόσο της ρητής διατύπωσης της διάταξης της παρ.1 του άρ.22 του ν.3669/2008, σύμφωνα με την οποία «…Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν διενεργηθεί η δημοπρασία κατά την αρχικά ορισθείσα ημέρα ή αν κατά την ημέρα αυτή δεν υποβληθεί καμιά προσφορά, διενεργείται σε οποιαδήποτε άλλη ημέρα, η οποία ορίζεται με πράξη της προϊσταμένης αρχής. Η πράξη αυτή γνωστοποιείται σε όσους ενδιαφερόμενους έλαβαν τεύχη του διαγωνισμού, πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν τη νέα ημερομηνία του διαγωνισμού με τον τρόπο που ορίζεται στη διακήρυξη. Εφόσον και στη νέα αυτή ημερομηνία δεν καταστεί δυνατή η διεξαγωγή του διαγωνισμού ή δεν υποβληθούν προσφορές, μπορεί να ορισθεί και νέα ημερομηνία διεξαγωγής, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των δυο προηγούμενων εδαφίων. Σε περίπτωση που και στη νέα αυτή ημερομηνία δεν διεξαχθεί ο διαγωνισμός ή δεν υποβληθεί καμία προσφορά, ο διαγωνισμός επαναλαμβάνεται.…», το Τμήμα κρίνει ότι αλυσιτελώς προβάλλονται οι ανωτέρω λόγοι και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, καθόσον ο νομοθέτης, αφενός δεν διακρίνει ως προς τους λόγους μη διενέργειας του διαγωνισμού, αφετέρου ρητά και με σαφήνεια προβλέπει την επανάληψη διαγωνισμού μη διενεργηθέντος σε τρεις διαδοχικές ημερομηνίες, όπως ορθώς απεφάνθη και το Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη πράξη του. Τέλος, δεδομένης της σαφούς διατύπωσης των εφαρμοζομένων εν προκειμένω διατάξεων, κατά την κρίση του Τμήματος δε συντρέχει περίπτωση συγγνωστής πλάνης.
ΣτΕ/3575/2013
ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.
ΕΑΔΗΣΥ/1142/2023
Με την προδικαστική προσφυγή, η προσφεύγουσα αιτείται να ακυρωθεί η υπ’ αρ. …/2023 απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής, κατά το μέρος που έκρινε απορριπτέα την προσφορά της και έκανε αποδεκτή την προσφορά της εταιρίας W… ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ, προκειμένου να επανέλθει στη συνέχιση της διαγωνιστικής διαδικασίας, με νέα ορθή βαθμολόγηση της τεχνικής προσφοράς της, καθώς και κάθε άλλη συναφής, με τις ανωτέρω, πράξη ή παράλειψη της Αναθέτουσας Αρχής, προγενέστερη ή μεταγενέστερη αυτής, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητώς.
ΣτΕ/3576/2013
ΤΕΛΟΣ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΑΣ - ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (...)Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ., το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη αναγραφής στο αποδεικτικό επιδόσεως της Τελωνειακής Αρχής που παρήγγειλε την επίδοση συνεπάγεται την ακυρότητα της επιδόσεως. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, η ανωτέρω παράλειψη δεν συνεπάγεται αναγκαίως την ακυρότητα της επιδόσεως, η οποία μπορεί να επέλθει μόνον αν, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δημιουργείται από αυτήν αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αρκέσθηκε στην προαναφερθείσα παράλειψη, χωρίς να ερευνήσει αν από αυτήν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του επιδοθέντος εγγράφου και αν από το όλο περιεχόμενο του αποδεικτικού ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επαρκώς η επιδοθείσα καταλογιστική πράξη, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και πρέπει να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την αίτηση.
ΝΣΚ/159/2015
Δημόσιοι υπάλληλοι – Καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας – Συμμόρφωση της Διοικήσεως προς ακυρωτική δικαστική απόφαση – Καταβολή παρακρατηθεισών αποδοχών – Βαθμολογική και μισθολογική επανακατάταξη. Α) Η Διοίκηση υποχρεούται, σε συμμόρφωση προς την υπ’ αριθμ. 1940/2013 απόφαση του ΣτΕ, με την οποία ακυρώθηκε η διαπιστωτική πράξη της θέσεως της υπαλλήλου αυτής σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας, να αποδώσει στην υπάλληλο τις παρακρατηθείσες κατά το χρόνο της αργίας αποδοχές. (πλειοψ.) Β) Η Διοίκηση υποχρεούται, για τον ίδιο δικαιολογητικό λόγο, να εκδώσει νέα πράξη αναδρομικής βαθμολογικής και μισθολογικής κατάταξης της υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 28 και 29 του ν. 4024/2011, με συνυπολογισμό, ως χρόνου πραγματικής υπηρεσίας, του χρονικού διαστήματος που αφετηριάζεται από την ημέρα που είχε τεθεί σε αυτοδίκαιη αργία μέχρι την ημερομηνία που ελήφθη υπόψη για την βαθμολογική και μισθολογική κατάταξη των υπηρετούντων υπαλλήλων στους βαθμούς και τα μισθολογικά κλιμάκια του ν. 4024/2011 (31.10.2011). (ομοφ.)
ΣΤΕ/4270/2012
Επειδή, από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία ακυρώθηκε, κατόπιν διοικητικής προσφυγής, η επαγγελματική άδεια πωλητή Λαϊκών Αγορών, που είχε χορηγηθεί στον αιτούντα, γεννάται ήδη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 περ. η΄ του ν. 1406/1983 (51 παρ. 1 ν. 3659/2008), 1 παρ. 1 περ. ιβ΄ εδαφ. τελευταίο του ν. 702/1977 (47 παρ. 1 ν. 3900/2010) και 50 του ν. 3900/2010, διοικητική διαφορά ουσίας αρμοδιότητος του διοικητικού πρωτοδικείου. Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα και με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα να αναπεμφθεί στο κατά τόπο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο … (άρθρο 7 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2717/1999, Α΄ 97, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο, Α΄ 11 του π.δ/τος 404/1978, Α΄ 83) για να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας.
ΣΤΕ/744/2016
Αστική ευθύνη δημοσίου- αποζημίωση για αναδρομικό διορισμό:..Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, και τούτο διότι i) το δικάσαν εφετείο στήριξε τη σχετική κρίση του στο «μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα», στον οποίο υποχρεώθηκε ο αναιρεσίβλητος, χωρίς ο τελευταίος να έχει στηρίξει το αγωγικό του αίτημα περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης στο ως άνω γεγονός, και ii) οι κρίσεις του εκλεκτορικού σώματος δεν ήταν ικανές να θίξουν την προσωπικότητα και την υπόληψη του αναιρεσίβλητου στο εργασιακό και κοινωνικό του περιβάλλον, με αποτέλεσμα την πρόκληση σε βάρος του τελευταίου ηθικής βλάβης. Όμως, ενόψει των ήδη εκτεθέντων, ο ανωτέρω λόγος, με τον οποίο αμφισβητείται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι επήλθε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ηθική βλάβη, χωρίς να προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο, κατά τον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, έλαβε υπόψη γεγονότα που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσεως αυτής ή ότι, αντιθέτως, παρέλειψε να συνεκτιμήσει γεγονότα που είχαν τεθεί υπόψη του και τα οποία επιδρούσαν στον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.
ΕΣ/ΤΜ.6/28/2017
Προμήθεια με χρηματοδοτική μίσθωση. ζητείται η ανάκληση της 206/2016 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο σχεδίου σύμβασης, μεταξύ του Δήμου ..... και της εταιρείας «. ...» για την προμήθεια με χρηματοδοτική μίσθωση μηχανολογικού εξοπλισμού καθαριότητας (οχημάτων) με παράλληλη συντήρηση των ειδών διάρκειας πέντε(5) ετών.(..)Με την προσβαλλόμενη πράξη κρίθηκε ότι τα αρχικώς συμβαλλόμενα μέρη ..... μη νομίμως προέβησαν στην ανωτέρω τροποποίηση, καθόσον οι διαφοροποιήσεις που αυτή επιφέρει στο αρχικό συμβατικό κείμενο συνιστούν οψιγενείς μεταβολές της προσφοράς της αναδόχου και διαφοροποιούν εκ των υστέρων ουσιωδώς τόσο το πρόσωπο του προσφέροντος, παρεμβάλλοντας ως τρίτο μέρος της συμβατικής σχέσης την «... ...», χωρίς αυτό να δηλώνεται στην αρχική προσφορά της διαγωνιζόμενης και τελικής αναδόχου «.....», όσο και τους όρους της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, με συνέπεια να μεταβάλλεται πλήρως το τελικό συμβατικό κείμενο και να προστίθενται όροι που παραπέμπουν σε μια εντελώς νέα συμβατική σχέση (..)Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει ότι για την υλοποίηση της αρχικής 48417/16.7.2014 σύμβασης μεταξύ του Δήμου ...... και της εταιρείας «…...», η οποία δεν μπορούσε κατά νόμο να γίνει με άλλο τρόπο (βλ. σκέψη II Α.), συνήφθη η ...σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ της εταιρείας «... ...» και της «.... », με την οποία η πρώτη ως κατά νόμο αρμόδια να συνάπτει συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, εκμίσθωσε τα προαναφερθέντα πέντε οχήματα στην παρεμβαίνουσα παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τα υπομισθώνει σε Δήμους, όπως εν προκειμένω ο Δήμος...Συνακόλουθα, νομίμως στο τροποποιητικό συμβατικό κείμενο εμφανίζεται ως μέρος της συμβατικής σχέσης η εταιρεία «... ...» (με διακριτικό τίτλο «... ...»), που δηλώνεται ως εκμισθώτρια και αποκλειστική κύριος των οχημάτων και παρέχει έγγραφη συναίνεση στην υπεκμισθώτρια («... .») για τη μίσθωση των οχημάτων στον Δήμο. Όμως, για πρώτη φορά με το σχέδιο της τροποποιητικής σύμβασης, επέρχονται αλλαγές, οι οποίες μεταβάλλουν πλήρως την αρχική συμβατική σχέση..Ο παραπάνω αλλαγές προβλέπονται για πρώτη φορά και επομένως ο λόγος ανάκλησης ότι έχουν προβλεφθεί και κριθεί νόμιμες με την 117/2014 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου προβάλλεται αβασίμως. Εξάλλου αβάσιμος είναι και ο λόγος ανάκλησης ότι η δημόσια διοίκηση μπορεί να επεμβαίνει μονομερώς στους όρους της σύμβασης που αναφέρονται στο αντικείμενο, τη διάρκεια ή τον τρόπο εκτέλεσης της σύμβασης για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, γιατί εν προκειμένω μεταβάλλεται ανεπιτρέπτως η οικονομική ισορροπία της σύμβασης υπέρ του αναδόχου, ο Δήμος καθίσταται υπεύθυνος για κάθε ζημιά ή φθορά των μισθίων ακόμη και για αυτές που οφείλονται στη συνηθισμένη χρήση και μεταβάλλεται πλήρως το τελικό συμβατικό κείμενο με την προσθήκη όρων που παραπέμπουν σε μια εντελώς νέα συμβατική σχέση, η οποία εξέρχεται της αρχικής διαγωνιστικής διαδικασίας, της σχετικής διακήρυξης και της προσφοράς που αξιολογήθηκε στο πλαίσιο αυτής στην οποία περιλαμβάνονταν η συντήρηση των ειδών για πέντε έτη και η ασφάλισή τους χωρίς επιπλέον κόστος.(Δεν ανακαλεί την 206/2016 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου)