ΣτΕ/1581,1582/2010/ΟΛΟΜ
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Ατομικές διοικητικές πράξεις.Ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 21 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, κάθε ατομική διοικητική πράξη, είτε αρμοδίως είτε αναρμοδίως εκδοθείσα, μπορεί να ανακαλείται, για οποιονδήποτε λόγο εξωτερικής ή εσωτερικής νομιμότητας, είτε από το όργανο που την εξέδωσε είτε από το όργανο, το οποίο είναι, κατά τον χρόνο της ανάκλησης, αρμόδιο για την έκδοσή της.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Δ.Εφ.Θεσ/271/2011
Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων ( Ν.2690/1999 )προκύπτει ότι η κανονιστική πράξη, όπως η διακήρυξη του δημόσιου διαγωνισμού, αποκτά νόμιμη υπόσταση από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνεπώς η έλλειψη χρονολογίας έκδοσης δεν επιφέρει ακυρότητά της, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την ατομική διοικητική πράξη η οποία αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη χρονολογία και υπογραφή της, οπότε έλλειψη των στοιχείων αυτών επιφέρει ακυρότητα της πράξης.Από τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 συνάγεται ότι προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοσή κανονιστικής πράξεως που συνεπάγεται δαπάνη, αν δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, ο νομοθέτης απαίτησε την αναφορά σ' αυτήν των στοιχείων που αναγράφονται ειδικότερα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Ανήγαγε μάλιστα με την παράγραφο 4, τη σχετική αναφορά σε ουσιώδη τύπο για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, η παράλειψη του οποίου οδηγεί στη ακυρότητα της πράξης. Από αυτά συνάγεται ότι, κατά το ρητό γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 90 π.δ. 63/2005, κάθε κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των στοιχείων που απαιτούνται, κατά περίπτωση, στις παραγράφους 2 και 3, σε περίπτωση δε που τα στοιχεία αυτά έχουν παραληφθεί, η τυχόν δημοσιευθείσα χωρίς την παράθεσή τους κανονιστική πράξη είναι ανίσχυρη και ακυρωτέα. Υπό την αντίθετη εκδοχή ότι, δηλαδή, μόνη κύρωση της μη αναγραφής των επίμαχων στοιχείων είναι η μη δημοσίευση της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αν η εν λόγω πράξη ήθελε, παρά ταύτα, σκοπίμως ή εκ λάθους, δημοσιευθεί, τούτο να μην έχει καμία συνέπεια στο κύρος της, είναι πρόδηλο ότι θα ήταν δυνατή η περιγραφή του προαναφερθέντος σκοπού του κοινού και, σε τελική ανάλυση, του συντακτικού νομοθέτη ( Ολ. Σ.τ.Ε. 3217-8/2003 ).
ΣΤΕ/29/2010
Επειδή, κατά το άρθρο 18 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α. 45), «η ατομική διοικητική πράξη τελειούται με την υπογραφή και τη χρονολόγησή της, ή τη δημοσίευσή της αν είναι δημοσιευτέα κατά νόμο …». Κατά τα παγίως δε κριθέντα (πρβλ. ΣτΕ 4/2000, 3378/1995, 2109/1991, 2999/1988 Ολομ., 4082, 3811/1987 κ.ά.), η δημοσίευση ατομικής διοικητικής πράξης, όταν επιβάλλεται κατά νόμον, αποτελεί τύπο της βουλήσεως του διοικητικού οργάνου και στοιχείο της υποστάσεως της πράξης. Το διοικητικό δε όργανο, που εκδίδει την δημοσιευτέα πράξη, πρέπει να είναι αρμόδιο για την έκδοσή της όχι μόνον κατά τον χρόνο της υπογραφής, αλλά και κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεώς της (βλ. ΣτΕ 735/1970). Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η –ακυρωθείσα με την προσβαλλόμενη πράξη- νομαρχιακή απόφαση, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια συστάσεως και λειτουργίας της παρεμβαίνουσας ανωνύμου εταιρείας, υπεγράφη κατά τα προεκτεθέντα την 7.8.2007, ήτοι μία μέρα πριν από την έναρξη ισχύος των ρυθμίσεων του ν. 3604/2007, και καταχωρίσθηκε αυθημερόν στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, σχετική δε ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθ. 9971 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) την 29.8.2007. Επομένως, εν όψει των όσων έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η επίμαχη ανακλητική πράξη απέκτησε νόμιμη υπόσταση ήδη από την 7.8.2007, συγκεκριμένα δε από την καταχώρισή της στο ως άνω μητρώο, σε χρόνο δηλαδή προγενέστερο κατά μία ημέρα από τη θέση σε ισχύ των ρυθμίσεων του ν. 3604/2007, οι οποίες δεν παρέχουν στον νομάρχη αρμοδιότητα ανακλήσεως της αδείας συστάσεως ανωνύμου εταιρείας. Το γεγονός δε ότι ο δεύτερος τύπος δημοσιότητας της νομαρχιακής πράξεως, ήτοι η δημοσίευση σχετικής ανακοινώσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του νέου νόμου δεν επηρεάζει, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, την υπόσταση της πράξης αυτής. Κατ’ ακολουθίαν, όταν η εν λόγω πράξη απέκτησε νόμιμη υπόσταση δια της τηρήσεως του τύπου δημοσιότητας του συνισταμένου στην καταχώρισή της στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, ήτοι την 7.8.2007, ο Νομάρχης Αθηνών διατηρούσε ακόμη την σχετική αρμοδιότητα και, ως εκ τούτου, νομίμως από της απόψεως αυτής την εξέδωσε. Είναι, συνεπώς, μη νόμιμη η αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας ..., σύμφωνα με την οποία η επίμαχη νομαρχιακή απόφαση είναι ακυρωτέα, διότι δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σε χρόνο, κατά τον οποίο ο Νομάρχης Αθηνών δεν ήταν, πλέον, αρμόδιος για την έκδοσή της. Για τον λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η πράξη αυτή πρέπει να ακυρωθεί και να απορριφθεί η ασκηθείσα παρέμβαση.
ΣτΕ/944/2007/ΕΑ
ΣτΕ/ ΕΑ 944/2007.Τέλος, το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), ορίζει ότι: «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης . 3…» 9. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι για την επιλογή του γραφείου μελετών στο οποίο θα ανατεθεί η εκπόνηση μελέτης πρέπει να αξιολογούνται τα ουσιαστικά προσόντα των μελετητικών γραφείων ή σχημάτων που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον και να λαμβάνεται υπ’ όψη η δυνατότητά τους για την προσήκουσα εκτέλεση της υπό ανάθεση μελέτης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 3316/2005 κριτήρια, η αξιολόγηση δε αυτή του αρμοδίου οργάνου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς και να βασίζεται σε συγκριτική εκτίμηση των προσόντων των διαγωνιζομένων. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, η σχετική κρίση της Επιτροπής Διαγωνισμού πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων εκ των αναφερομένων στην παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3316/2005, ανταποκρινομένων στα κριτήρια της παρ. 6 του άρθρου τούτου, σε περίπτωση δε υποβολής ενστάσεως κατά του πρακτικού βαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών, το αποφαινόμενο επ’ αυτής αρμόδιο όργανο οφείλει να αιτιολογήσει τη σχετική κρίση του, ενόψει και των προβαλλομένων από τον ενιστάμενο ουσιωδών και κρίσιμων ισχυρισμών .
ΔΕΚ/Τ-4/2001
Περίληψη 1. Για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, απαιτείται η συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση. Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην προστασία των ιδιωτών. Οσάκις το όργανο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, το αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση του αν συγκεκριμένη παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη αποτελεί η πρόδηλη και σοβαρή εκ μέρους του υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. ( βλ. σκέψεις 60, 63 ) 2. Το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αφήνει στην αναθέτουσα αρχή την επιλογή των κριτηρίων αναθέσεως της συμβάσεως στην οποία προτίθεται να προβεί υπό τον όρο ότι τα επιλεγέντα κριτήρια σκοπούν στην εξατομίκευση της συμφερότερης οικονομικά προσφοράς. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να λάβει απόφαση κατά το δοκούν με βάση ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια μεταβαλλόμενα ανάλογα με τη σύμβαση, προκειμένου να καθορίσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Εντούτοις, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/37 δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι έκαστο των κριτηρίων αναθέσεως που επέλεξε η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να ταυτοποιήσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά πρέπει κατ' ανάγκη να είναι ποσοτικής φύσεως ή αποκλειστικά προσανατολισμένο προς τις τιμές ή τα τιμολόγια του συγκεντρωτικού καταλόγου. Πράγματι, διάφοροι παράγοντες, μη αμιγώς ποσοτικοί, μπορούν να επηρεάζουν την εκτέλεση των έργων και, κατά συνέπεια, την οικονομική αξία μιας προσφοράς. ( βλ. σκέψεις 66, 68 ) 3. Καίτοι η αναθέτουσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, να επαληθεύει κάθε παρατιθέμενη σε ατομική προσφορά τιμή, οφείλει, εντούτοις, να εξετάζει τη φερεγγυότητα και τη σοβαρότητα των προσφορών που την εμβάλλουν σε υποψίες εν γένει, πράγμα που συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι ζητεί, ενδεχομένως, διευκρινίσεις επί των ατομικών τιμών που θεωρεί ύποπτες, κατά μείζονα δε λόγο αν είναι πολυάριθμες. Το γεγονός ότι τυχόν προσφορά κρίθηκε σύννομη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαλλάσσει την αναθέτουσα αρχή από την υποχρέωσή της να επαληθεύσει τις τιμές συγκεκριμένης προσφοράς αν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς τη φερεγγυότητά τους κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των προσφορών και μετά την αρχική εκτίμηση του συννόμου αυτών. Έτσι, η αναθέτουσα αρχή τήρησε ορθά την προβλεπόμενη στο άρθρο 30, παράγραφος 4, της ανωτέρω οδηγίας 93/37 διαδικασία, προσφέροντας επανειλημμένα σε υποβαλούσα προσφορά επιχείρηση τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της. ( βλ. σκέψεις 76-77 ) 4. Όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το οποίο εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 56 του δημοσιονομικού κανονισμού, επί των συμβάσεων που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα οσάκις η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το προβλεπόμενο από την οδηγία κατώτατο όριο, ένα κοινοτικό όργανο πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως έναντι των αποκλεισθέντων υποβαλόντων προσφορά εφόσον αρκείται, κατ' αρχάς, στην άμεση ενημέρωσή τους σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς τους με απλή και μη αιτιολογημένη κοινοποίηση, ακολούθως δε παρέχει στους υποψηφίους που διατύπωσαν ρητώς σχετικό αίτημα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του υπέρ ου η ανάθεση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτού αιτήματος. Ο τρόπος αυτός ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ, ότι δηλαδή από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπον ώστε, αφενός, να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του. Ο επαρκής βαθμός αιτιολογήσεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο δίδει στη συνέχεια λεπτομερέστερη εξήγηση. ( βλ. σκέψεις 92-93, 96 ) 5. Η κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει η ενάγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως αγωγής. Αν ο αποκλεισθείς υποβαλών προσφορά ζητεί, όπως εν προκειμένω, από το εναγόμενο όργανο συμπληρωματικές εξηγήσεις σε σχέση με απόφαση πριν από την άσκηση αγωγής αλλά μετά την προβλεπόμενη με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας ημερομηνία και το