ΣτΕ/944/2007/ΕΑ
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΣτΕ/ ΕΑ 944/2007.Τέλος, το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), ορίζει ότι: «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης . 3…» 9. Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι για την επιλογή του γραφείου μελετών στο οποίο θα ανατεθεί η εκπόνηση μελέτης πρέπει να αξιολογούνται τα ουσιαστικά προσόντα των μελετητικών γραφείων ή σχημάτων που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον και να λαμβάνεται υπ’ όψη η δυνατότητά τους για την προσήκουσα εκτέλεση της υπό ανάθεση μελέτης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 7 παρ. 6 του ν. 3316/2005 κριτήρια, η αξιολόγηση δε αυτή του αρμοδίου οργάνου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς και να βασίζεται σε συγκριτική εκτίμηση των προσόντων των διαγωνιζομένων. Ειδικότερα, σε ότι αφορά την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, η σχετική κρίση της Επιτροπής Διαγωνισμού πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με την παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων εκ των αναφερομένων στην παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3316/2005, ανταποκρινομένων στα κριτήρια της παρ. 6 του άρθρου τούτου, σε περίπτωση δε υποβολής ενστάσεως κατά του πρακτικού βαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών, το αποφαινόμενο επ’ αυτής αρμόδιο όργανο οφείλει να αιτιολογήσει τη σχετική κρίση του, ενόψει και των προβαλλομένων από τον ενιστάμενο ουσιωδών και κρίσιμων ισχυρισμών .
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Κλ.Ζ/304/2010
Από τις ανωτέρω διατάξεις (3316/2005,2690/1999)διατάξεις , σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2690/1999, ΦΕΚ Α΄ 45), που ορίζει ότι: «Όπου ο νόμος, για την έκδοση διοικητικής πράξης, προβλέπει προηγούμενη γνώμη (απλή ή σύμφωνη) (…) άλλου οργάνου (…) η γνώμη (…) πρέπει να είναι έγγραφη, αιτιολογημένη και επίκαιρη κατά το περιεχόμενό της» αλλά και με τη γενική αρχή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η οποία απορρέει από τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στους δημόσιους διαγωνισμούς, συνάγεται, πλην άλλων, ότι η αξιολόγηση των προσφορών των υποψηφίων για την ανάληψη δημοσίας συμβάσεως μελετών πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, με την παράθεση, στο οικείο πρακτικό, των στοιχείων που ελήφθησαν υπ' όψιν για την επιλογή του αναδόχου (βλ. Πρ. VI Tμ. 168/2008, 253/2007). Η επιλογή αυτή λαμβάνει χώρα κατόπιν αξιολογήσεως, κατ' εκτίμηση των οριζομένων στο νόμο και τη διακήρυξη κριτηρίων, των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, η δε βαθμολόγηση, ερειδομένη επί συγκριτικής εκτιμήσεως των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, ανταποκρινόμενα στα προμνησθέντα νόμιμα κριτήρια (βλ. ΣτΕ 2321/2009, Ε.Α. ΣτΕ 541/2009 και πρβλ. ΕΑ ΣτΕ 1073/2008, 944/2007). Τέλος, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν. 3316/2005 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της οικείας διακηρύξεως, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (οδηγίες 2004/18 και 2004/17) και των εξ αυτού απορρεουσών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, συνάγεται ότι α) η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη, όλα τα κριτήρια για την ανάθεση του έργου τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει προς τον σκοπό όπως καταστήσει γνωστό στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους, τα κριτήρια αναθέσεως στα οποία πρέπει αυτές να ανταποκρίνονται, καθώς και τη σχετική τους σημασία (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Universale – Bau AG κ.λ.π. κατά Entsorgungsbetriebe Simmering Gmbh, C-470/99, σκ. 97 και 98), β) η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να εφαρμόζει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως που δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης κ.λ.π.. κατά Δήμου Αλεξανδρουπόλεως, C- 532/06, σκ. 34 έως 38 και πρβλ. ΣτΕ 798/2009, 4024, 1794/2008, ΣτΕ 3497/2006) και γ) τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα ερμηνεύουν κατά τον αυτό τρόπο, τα κριτήρια δε αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 Concordia Bus Finland Oy Ab και Ηelsingin Kaupunki,HKL –Bussiliikenne, C-513/99, σκ. 81 έως 83, της 18ης. 10.2001, SIAC Construction Ltd κατά County Council of the County of Mayo, C-19/00, σκ . 41 έως 44). Τεχνική αξιολόγηση.Μη νομίμως βαθμολογήθηκαν η γνώση των δεδομένων της περιοχής και η εμπειρία των συμπράξεων ως κριτήρια αξιολογήσεως, καθόσον αυτά δεν συγκαταλέγονται στα βαθμολογικά κριτήρια της διακηρύξεως, ενώ σε κάθε περίπτωση η εμπειρία δεν αποτελεί επιτρεπόμενο κριτήριο αναθέσεως
ΣτΕ/2321/2009
Διοικητικές συμβάσεις. Ανάθεση μελετών για την επιλογή του διαγωνιζομένου στον οποίον θα ανατεθεί η εκπόνηση της επίμαχης μελέτης χωρεί αιτιολογημένη αξιολόγηση, κατ` εκτίμηση των οριζομένων στο νόμο και τη Διακήρυξη κριτηρίων, των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων. Η βαθμολόγηση της τεχνικής προσφοράς της αιτούσης συμπράξεως στο κριτήριο αυτό αξιολογήσεως αιτιολογείται πλημμελώς, διότι η εκτίμηση των προσόντων του προτεινομένου από την αιτούσα σύμπραξη συντονιστή εχώρησε βάσει στοιχείων αναγομένων στην άσκηση αντιστοίχων καθηκόντων συντονιστή κατά την εκπόνηση μελετών προς σύνταξη ΣΧΟΟΑΠ και ΓΠΣ κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 2508/1997, χωρίς καμία ειδική αναφορά στις λοιπές χωροταξικές και πολεοδομικές μελέτες, κατά την εκπόνηση των οποίων ο συντονιστής που προτείνει η αιτούσα σύμπραξη είχε ασκήσει παρόμοια καθήκοντα συντονιστή. Η αποσφράγιση και ο έλεγχος των οικονομικών προσφορών πρέπει να διενεργηθεί αφού προηγουμένως καταστεί οριστική η βαθμολογία των τεχνικών προσφορών. Μετά το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών δεν είναι επιτρεπτή, για οποιοδήποτε λόγο, η εκ νέου αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών ή η το πρώτον αιτιολόγηση της βαθμολογίας αυτών. Μη νόμιμα η αναθέτουσα αρχή προχώρησε σε αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών των διαγωνιζομένων. Ματαίωση του επίδικου διαγωνισμού, εφ` όσον η νέα αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών είναι ανεπίτρεπτη. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘΕΣΗΣ/854/2017
ΜΕΛΕΤΗ.αίτηση ζητείται η αναθεώρηση της 261/2017 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ανάκλησης της παρεμβαίνουσας κατά της 27/2016 πράξης της Επιτρόπου της 1ης Υπηρεσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό ..., με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ της αιτούσας και της παρεμβαίνουσας για την ανάθεση της μελέτης...Με την αίτηση αναθεώρησης η αιτούσα Περιφέρεια και με την παρέμβασή της η παρεμβαίνουσα επιδιώκουν την ακύρωση της πληττόμενης απόφασης, προβάλλοντας, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, εσφαλμένη ερμηνεία των άρθρων 7 και 14 του ν. 3316/2005 και 4.4 και 22 της διακήρυξης, με την αιτίαση ότι κατά την τεχνική αξιολόγηση των προσφορών για την ανάθεση μελέτης αποτελεί επαρκή αιτιολογία η χρήση απλώς και μόνο λεκτικών χαρακτηρισμών που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένο εύρος βαθμολογίας και η αριθμητική βαθμολόγησή τους εντός του εύρους αυτού, αν και σε κάθε περίπτωση κατά την αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών αναφέρθηκαν τα συγκεκριμένα στοιχεία κάθε προσφοράς τα οποία λήφθηκαν υπόψη κατά τη βαθμολόγησή της.(,..)Mε τα δεδομένα αυτά, εφόσον η ποιοτική αξιολόγηση των προσφορών δεν περιέχει αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία και κατ’ ιδίαν χαρακτηριστικά τους τα οποία λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν, οι δε τεχνικές προσφορές που έλαβαν όμοιους λεκτικούς χαρακτηρισμούς και ταυτόσημη λεκτική αιτιολόγηση επί των επιμέρους στοιχείων των κριτηρίων και υποκριτηρίων της διακήρυξης παρουσιάζουν διαφοροποίηση ως προς την αριθμητική βαθμολογία τους, ορθά με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η βαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων σε όλα τα κριτήρια και υποκριτήρια παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη και στερείται της προσήκουσας ειδικότητας. Όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται με την αίτηση και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση είναι αβάσιμα και απορριπτέα...Κατ’ ακολουθία, η υπό κρίση αίτηση αναθεώρησης και υπέρ αυτής παρέμβαση πρέπει να απορριφθούν.
ΣτΕ/3399/2005
Δημόσια έργα. Πότε ακυρώνεται το αποτέλεσμα των δημοπρασιών. Ο σχετικά μικρός και περιορισμένος αριθμός των διαγωνιζομένων δεν ισοδυναμεί άνευ ετέρου με ανεπαρκή συναγωνισμό. Ποσοστό έκπτωσης που κρίνεται ως μικρό δεν αρκεί από μόνο του για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι υπάρχουν ενδείξεις προσυνεννόησης των συναγωνιζομένων. Ανεπαρκώς αιτιολογείται η κρίση της Διοίκησης ότι το ποσοστό έκπτωσης κρίνεται οικονομικά μή ικανοποιητικό για τα συμφέροντα του Δημοσίου. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.
ΕλΣυν.Τμ.6/3067/2013
Kατασκευή έργων ύδρευσης:..επιδιώκεται η ανάκληση της 78/2013 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη (ΙΙ) σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι, ενόψει του προσκομισθέντος από το αιτούν Υπουργείο πίνακα ειδικής αιτιολόγησης, που αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα του Πρακτικού ΙΙ, το εν λόγω Πρακτικό βαθμολόγησης είναι επαρκώς αιτιολογημένο, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τις κρινόμενες αιτήσεις. Τούτο, διότι σε αυτό καταχωρίζεται όχι μόνο η βαθμολόγηση των διαγωνιζομένων συνοδευόμενη από αξιολογικούς χαρακτηρισμούς, κατ’ εφαρμογή ενός εκάστου των οριζόμενων από τη διακήρυξη δύο κριτηρίων και των αντίστοιχων, για κάθε κριτήριο, συντελεστών βαρύτητας, αλλά περιέχεται και επαρκής αιτιολογία για την αξιολόγηση των ποιοτικών στοιχείων έκαστης προσφοράς. Από το γεγονός αυτό προκύπτει ότι η πραγματοποιηθείσα από την Επιτροπή Διαγωνισμού αξιολόγηση των τεχνικών προσφορών στηρίχθηκε σε συγκριτική βαθμολόγηση του περιεχομένου τους, κατά τα προβλεπόμενα στη διακήρυξη κριτήρια, και σε κατάταξή τους με βάση την εξαχθείσα συνολική βαθμολογία εκάστης.Περαιτέρω, από την ως άνω λεκτική διατύπωση της αιτιολογίας της βαθμολόγησης, η οποία διαφοροποιείται επαρκώς λεκτικά ανά κριτήριο και προσφορά, προκύπτουν τα ειδικά στοιχεία, βάσει των οποίων αξιολογήθηκαν οι τεχνικές προσφορές και, εν τέλει, οι λόγοι, για τους οποίους κάθε προσφορά έλαβε την οικεία βαθμολογία. Εξάλλου, με τις κρινόμενες αιτήσεις βασίμως προβάλλεται ότι η επιλογή της Επιτροπής Διαγωνισμού να αντιστοιχίσει τη βαθμολογία για κάθε κριτήριο με ποιοτικούς χαρακτηρισμούς δεν μεταβάλλει τα κριτήρια αυτά, ούτε τη στάθμιση της βαρύτητάς τους, αλλά απλώς λειτουργεί διευκρινιστικά ως προς την τεθείσα βαθμολογία, δεν πρόκειται δηλαδή για τροποποίηση, η οποία, αν ήταν γνωστή, θα μπορούσε να είχε επηρεάσει την προετοιμασία των προσφορών ή για τροποποίηση που θα μπορούσε να επιφέρει δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός των προσφερόντων.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να γίνουν δεκτές, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ανακληθεί..Ανακαλεί την 78/2013 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΣτΕ/751/2008
Διαγωνισμός εκπόνησης μελέτης. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως με την οποία βαθμολογήθηκαν οι τεχνικές προσφορές των διαγωνιζομένων. 7. Επειδή, ανεξαρτήτως της παρανομίας της προσβαλλομένης αποφάσεως που διαπιστώνεται στην προηγούμενη σκέψη, παρατηρούνται, περαιτέρω, τα εξής: Στις παρατεθείσες ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 9 του ν. 3316/2005 δεν προβλέπεται, ρητώς, αρμοδιότητα της Προϊσταμένης Αρχής να προχωρήσει η ίδια, μετά από αναπομπή του πρακτικού βαθμολόγησης στην Επιτροπή Διαγωνισμού και σε περίπτωση νέας διαφωνίας, στην αναβαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων. Και υπό την υποστηριζόμενη όμως από τη Διοίκηση ερμηνευτική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση αυτή, η Προϊσταμένη Αρχή είναι αρμόδια να αναβαθμολογήσει, η ίδια, τις τεχνικές προσφορές, κατ' ανάλογη εφαρμογή του, μη εφαρμοζομένου ευθέως, άρθρου 6 παρ. 10 του ίδιου νόμου, πάντως η απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής περί αναβαθμολογήσεως πρέπει, κατά ρητή πρόβλεψη της τελευταίας αυτής διατάξεως, να είναι «ειδικά αιτιολογημένη». Εν προκειμένω, και όπως εκτίθεται στη δεύτερη σκέψη, η Προϊσταμένη Αρχή προέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, μετά την από 29.9.2006 αναπομπή του πρακτικού ΙΙ στην Επιτροπή Διαγωνισμού και την αναβαθμολόγηση, από την επιτροπή, των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, σε νέα αναβαθμολόγηση των προσφορών αυτών, χωρίς να παραθέτει ειδική αιτιολογία για την αναβαθμολόγηση αυτή. Τέτοια ειδική αιτιολογία, άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί η παρατιθέμενη στην ανωτέρω, από 29.9.2006, απόφαση περί αναπομπής του Πρακτικού ΙΙ στην Επιτροπή Διαγωνισμού. Με τα δεδομένα όμως αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη είναι, προδήλως, μη νόμιμη, ως αναιτιολόγητη, όπως βασίμως προβάλλεται με την οικεία αίτηση ακυρώσεως. 8. Επειδή, η προσβαλλόμενη πράξη είναι, για τους λόγους που εκτίθενται στις δύο προηγούμενες σκέψεις, προδήλως παράνομη και συνεπώς η εκτέλεσή της πρέπει να ανασταλεί, κατά παραδοχή των σχετικών λόγων της κρινόμενης αιτήσεως. Εξυπακούεται ότι η Διοίκηση μπορεί, μέχρι τη συζήτηση της οικείας αιτήσεως ακυρώσεως, να εκδώσει εκ νέου πράξη αναβαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, η οποία πρέπει να υπογράφεται αρμοδίως και να φέρει ειδική αιτιολογία, κατά τα προεκτεθέντα.”
ΕΣ/ΤΜ.6/2452/2012
Εκπόνηση μελετών:..Με τα δεδομένα αυτά, ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι η τεχνική αξιολόγηση των υποψηφίων διενεργήθηκε κατά παράβαση των οριζόμενων στο άρθρο 23 της διακήρυξης και στη ΔΜΕΟ/α/οικ/1161/15.7.2005 υπουργική απόφαση, καθόσον η βαθμολόγηση όλων των υποψηφίων με τον ίδιο βαθμό στα δύο από τα τέσσερα κριτήρια επιφέρει αλλοίωση των προκαθορισθέντων συντελεστών βαρύτητας των κριτηρίων και ειδικότερα επαύξηση της βαρύτητας των δύο πρώτων κριτηρίων και συνιστά, ως εκ τούτου, τροποποίηση του ορισθέντος από τη διακήρυξη τρόπου αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών, κατά παράβαση των αρχών της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού. Πλην όμως, με την υπό κρίση αίτηση η αναθέτουσα αρχή αναγνωρίζει την πλημμελή βαθμολόγηση και αιτιολόγηση του σχετικού πρακτικού και δεσμεύεται για τη διόρθωση της εν λόγω πλημμέλειας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 12 ν. 3316/2005 και την επανυποβολή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου των νέων στοιχείων που θα προκύψουν.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον υφίσταται έστω και ένας βάσιμος λόγος μη νομιμότητας της ελεγχόμενης φάσης της διαγωνιστικής διαδικασίας ανάθεσης της επίμαχης μελέτης, η προσβαλλόμενη πράξη δεν πρέπει να ανακληθεί, δεδομένου μάλιστα ότι τα αρμόδια όργανα του αιτούντος δεσμεύονται με την υπό κρίση αίτηση ότι θα προβούν σε επανεξέταση της τεχνικής αξιολόγησης, προς άρση της ανωτέρω ουσιώδους νομικής πλημμέλειας, που εμφιλοχώρησε στο στάδιο αυτό. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι κατά την ως άνω επανεξέταση η αναθέτουσα αρχή οφείλει να συμπεριλάβει και την προσφορά της σύμπραξης «...», η οποία παρανόμως αποκλείστηκε κατά τη φάση ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, προκειμένου να διενεργηθεί η τεχνική αξιολόγηση της προσφοράς της δεδομένου ότι ουδεμία ασκεί επιρροή η οικονομική προσφορά των συμμετεχόντων, αφού το ύψος της είναι προκαθορισμένο.
ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011
Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ
ΕΣ/Τ6/13/2008
Ελ.Συν./Τμ.VΙ/13/2008.Δημόσιες συμβάσεις εκπόνησης μελετών και παροχής συναφών υπηρεσιών. Το πρακτικό αξιολόγησης της ελεγχθείσας διαδικασίας διαγωνισμού διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 6 και 8 του νόμου 3316/2005 και η αιτιολογία του είναι τυποποιημένη. Η αιτιολογία αρκεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. «Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι μη νομίμως το Κλιμάκιο έκρινε ως ελλιπή την αιτιολογία του ανωτέρω Πρακτικού αξιολόγησης των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων. Και τούτο διότι η σύνταξη του πρακτικού αξιολόγησης της ελεγχθείσας διαδικασίας διαγωνισμού διέπεται από τις ειδικές διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 6 και 8 του νόμου 3316/2005, καθώς και του άρθρου 4.4 της διακήρυξης, οι οποίες τυποποιούν την αιτιολογία του πρακτικού αυτού, με βάση τα κριτήρια που θέτουν και καθορίζουν τη βαρύτητα καθενός από αυτά. Επομένως τη λεκτική διατύπωση της αιτιολογίας την παρέχει ο ίδιος ο νόμος και η διακήρυξη, με συνέπεια η βαθμολόγηση κατά κριτήριο να είναι αυτή καθαυτή η ουσιαστική αιτιολόγηση του διαγωνισμού. Η ανωτέρω επιλογή του νομοθέτη επιβάλλεται από την ίδια τη φύση του μελετητικού αντικειμένου, καθόσον ο υπό κρίση διαγωνισμός αφορά τεχνολογία αιχμής, με εξαιρετικά σύνθετη μεθοδολογία, που οδηγεί σε πολυσέλιδες προσφορές, με αποτέλεσμα ακόμα και μία συνοπτική επιγραμματική αιτιολόγηση της συγκριτικής (μεταξύ των διαγωνιζομένων ) αξιολόγησης της Επιτροπής θα ελάμβανε αναπόφευκτα τον χαρακτήρα μιας εκτενούς επιστημονικής πραγματείας, η οποία μάλιστα εξ αυτού του άκρως τεχνικού περιεχομένου της θα ήταν απροσπέλαστη και κατ` αποτέλεσμα ανέλεγκτη κατά τη διαδικασία του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας του σχεδίου σύμβασης. Η απομάκρυνση από την οριοθέτηση της αιτιολογίας με τα τυποποιημένα κριτήρια που θέτει ο νόμος και η ίδια η διακήρυξη (άρ.4.4), θα είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο επί τεχνικών κρίσεων και επιστημονικών θεμάτων με συνέπεια ο έλεγχος νομιμότητας να μετατρέπεται σε ουσιαστικό επιστημονικό-τεχνικό έλεγχο, ο οποίος ευρίσκεται εκτός των ορίων του θεσμοθετημένου από το νομοθέτη ελέγχου και θα είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται σε κίνδυνο οι κρίσιμες αξίες της διαφάνειας, της ισότητας και της αντικειμενικότητας. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο μη νομίμως έλεγξε την πληρότητα και το ορισμένο της αιτιολογίας με βάση μόνον τα διαλαμβανόμενα στο ίδιο το σώμα του πρακτικού ΙΙ/24.9.2007 και τούτο διότι στην περίπτωση κατά την οποία οι διέπουσες την έκδοση της πράξης διατάξεις δεν προβλέπουν ρητά ότι η αιτιολογία πρέπει να προκύπτει από το σώμα της πράξης, τότε αρκεί να προκύπτει αυτή από τα στοιχεία του φακέλου (ΣτΕ 276/1983, 4165/1984 κ.α.). Τέλος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός των αιτούντων ότι ακόμη και αν υφίστατο η ανωτέρω πλημμέλεια της αιτιολογίας, αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί από το Κλιμάκιο μόνο στην περίπτωση που είχαν ασκηθεί σχετικές ενστάσεις εκ μέρους των διαγωνιζομένων, δοθέντος ότι η αιτιολογία της βαθμολόγησης των προσφορών ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το Κλιμάκιο, κατά τη διαδικασία του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας της σύμβασης, ως ζήτημα αναγόμενο στην νομιμότητα έκδοσης των εκτελεστών διοικητικών πράξεων την οποία όπως ήδη σημειώθηκε ελέγχει αυτεπάγγελτα ο Δικαστικός σχηματισμός του Κλιμακίου. VΙ. Κατ΄ακολουθίαν, δοθέντος ότι το Κλιμάκιο που έκρινε αντιθέτως, θεωρώντας πλημμελή την αιτιολόγηση της βαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, το Τμήμα, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη (V) της παρούσας, άγεται στην κρίση ότι οι κρινόμενες αιτήσεις ανακλήσεως πρέπει να γίνουν δεκτές και να ανακληθεί η προσβαλλόμενη με αυτές 401/2007 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.»
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/42/2019
Με τα δεδομένα αυτά, η βαθμολόγηση των διαγωνιζομένων σε όλα τα κριτήρια και υποκριτήρια παρίσταται πλημμελώς αιτιολογημένη, στερούμενη της προσήκουσας ειδικότητας, κατά παράβαση της αρχής της διαφάνειας (άρθρο 14 παρ. 1 του ν.3316/2005), του προεκτεθέντος άρθρου 4.4 της διακήρυξης που προβλέπει συνοπτική λεκτική αιτιολόγηση, καθώς και των λοιπών παρατεθεισών στη σκέψη 3 γενικών και ειδικών διατάξεων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τεχνικές προσφορές που έλαβαν ίδιους λεκτικούς χαρακτηρισμούς παρουσιάζουν διαφοροποίηση ως προς την αριθμητική βαθμολογία που έλαβαν, παρά το γεγονός ότι η διατυπωθείσα λεκτική αιτιολόγηση «διαπιστώσεις» της Επιτροπής Διαγωνισμού επί των επιμέρους στοιχείων των κριτηρίων και υποκριτηρίων ταυτίζεται πλήρως, χωρίς περαιτέρω να εξειδικεύονται τα συγκεκριμένα εκείνα ποιοτικά στοιχεία των προσφορών που αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή και δικαιολογούν τη διαφορετική βαθμολόγηση. Ως εκ της διαπιστωθείσας ως άνω ουσιώδους πλημμέλειας κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης.
ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤ-ΣΥΝΘ/1031/2019