ΝΣΚ/271/1990
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/471/2004
Τελική επιμέτρηση.Στην τελική επιμέτρηση δεν επιτρέπεται να περιληφθούν, νέες μη τιμολογημένες εργασίες. (ομόφωνα) β) Δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν να συμπεριληφθούν στον ΑΠΕ για το κλείσιμο της εργολαβίας, νέες μη τιμολογημένες εργασίες που έχουν εκτελεσθεί, εκτός αν, συντρέχουν: αα) Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που τάσσονται από το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 8 του Ν 1418/84, σε συνδυασμό με τις περιπτ. δ, δ1 και δ2 της παρ.3 του άρθρου 8 του ΠΔ 23/1993 (και ήδη με την περίπτ. δ της παρ.3 του άρθρου 8 του ΠΔ 334/2000), ββ) Είχε προηγηθεί της εκτελέσεώς τους έγκριση της Προϊσταμένης Αρχής, ύστερα από τεχνική περιγραφή των εργασιών εκ μέρους της Δ/νουσας Υπηρεσίας, με αιτιολόγηση του επείγοντος και εκτίμηση της δαπάνης, με βάση τις συμβατικές τιμές μονάδας ή ενδεικτικές τιμές για τις νέες εργασίες και ο ΑΠΕ στον οποίο περιλαμβάνονται είναι ο επόμενος της εκτελέσεώς τους και, γγ) Ως προς τις νέες εργασίες που περιλαμβάνονται στον ΑΠΕ, εφ’ όσον συνοδεύεται ο τελευταίος από ΠΚΤΜΝΕ που κανονίζει τις τιμές για τις εργασίες αυτές και συντάσσεται υποχρεωτικά με την εφαρμογή των κατά περίπτωση οριζομένων στην παρ.3 του άρθρου 43 του ΠΔ 609/85. (ομόφωνα) γ) Δεν επιτρέπεται η υπογραφή συμπληρωματικής συμβάσεως για πρόσθετες εργασίες (νέες ή υπερσυμβατικές) μετά την εκτέλεσή τους, εκτός αν, συντρέχουν, οι ίδιες προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται και η σύνταξη και έγκριση ΑΠΕ, στον οποίο περιλαμβάνονται πρόσθετες εργασίες μετά την εκτέλεσή τους και εφ’ όσον προηγηθεί της καταρτίσεως της συμβάσεως, η σύνταξη και έγκριση ΑΠΕ και ΠΚΤΜΝΕ, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στο δεύτερο υποερώτημα.
ΣτΕ/1454/2013
ΕΓΓΡΑΦΗ ΕΝΤΟΛΗ (...) από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 και 6 και 8 παρ. 1 του ν. 1418/84 (Α’ 23) και 34 παρ. 1, 43 παρ. 1, 2, 3, 5 και 7 του π.δ. 609/1985 (Α’ 223) συνάγεται ότι ο ανάδοχος δεν δύναται, κατ’ αρχήν, να προβεί σε τροποποιήσεις ως προς την μορφή του έργου, την ποιότητα, το είδος ή την ποσότητα των εργασιών, όπως αυτά ορίζονται στη σύμβαση, χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή του κυρίου του έργου και προηγούμενη σύνταξη και έγκριση συγκριτικού πίνακα και, εφόσον απαιτείται, πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδος νέων εργασιών, καθώς και ότι ο ανάδοχος δεν δικαιούται αποζημιώσεως για μεταβολές στο έργο, οι οποίες έγιναν χωρίς προηγούμενη έγγραφη εντολή, έστω και αν αυτές βελτιώνουν το έργο. Από τις ίδιες διατάξεις, όμως, δεν αποκλείεται στον ανάδοχο να ζητήσει κι αυτός τροποποιήσεις, επικαλούμενος την ασφάλεια, την αρτιότητα ή τη λειτουργικότητα του έργου. Και εάν μεν οι τροποποιήσεις αυτές κριθούν αναγκαίες από τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου, ακολουθούν η σύνταξη και έγκριση συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου και η εκτέλεση των σχετικών εργασιών, στην περίπτωση δε κατά την οποία οι σχετικές εργασίες έχουν ήδη εκτελεσθεί, δια της εκ των υστέρων εγκρίσεώς των από τον κύριο του έργου και της συντάξεως συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου, αυτές νομιμοποιούνται (βλ. Σ.τ.Ε. 767/2011, 106/2011, 181/2010), εάν δε οι προταθείσες από τον ανάδοχο τροποποιήσεις κριθούν από το δικαστήριο αναγκαίες, τα αρμόδια όργανα του κυρίου του έργου οφείλουν να συντάξουν και να εγκρίνουν συγκριτικό πίνακα και πρωτόκολλο κανονισμού τιμών για τις απαιτούμενες εργασίες, η διαδικασία δε αυτή πρέπει να ακολουθηθεί και όταν οι εργασίες αυτές έχουν ήδη εκτελεσθεί από τον ανάδοχο, χωρίς έγγραφη εντολή του κυρίου του έργου, διότι και στην περίπτωση αυτή, για τον καθορισμό του ανταλλάγματος για τις εργασίες αυτές, απαιτείται η τήρηση της ως άνω διαδικασίας καταρτίσεως συγκριτικού πίνακα και πρωτοκόλλου κανονισμού τιμών μονάδας νέων εργασιών, ενώ για την πληρωμή απαιτείται η διενέργεια επιμετρήσεως και η έγκριση του σχετικού λογαριασμού, ο οποίος αποτελεί την προς τούτο απαιτούμενη πιστοποίηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 5 παρ. 7 επ. και 8 του ν. 1418/1984 και 38, 40, 43 και 44 του π.δ/τος 609/1985, δεν επιτρέπεται δε στο διοικητικό εφετείο να προβεί αυτό, για πρώτη φορά, σε κρίση περί του ποσού το οποίο οφείλεται στον προσφεύγοντα ανάδοχο για τις εκτελεσθείσες εργασίες (βλ. Σ.τ.Ε 767/2011, 106/2011, 142/2005, 4162/1977 7μ.).(...) Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το δικάσαν δικαστήριο έκανε δεκτό ότι στην προκειμένη περίπτωση μόνη η επίκληση της γεωτεχνικής μελέτης, προκειμένου να αιτιολογηθεί η αναγκαιότητα του προταθέντος από την ανάδοχο τρόπου θεμελίωσης του έργου και επιχώσεως του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, δεν αποδεικνύει ότι οι αρμόδιοι μελετητές του ... δεν γνώριζαν και, επομένως, δεν έλαβαν υπόψη τα πορίσματα της μελέτης αυτής σχετικά με την σύσταση του εδάφους θεμελίωσης και του προϊόντος εκσκαφής, ενόψει τούτου δε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε την αναγκαιότητα για την αρτιότητα και την ασφάλεια του έργου των προταθεισών απ’ αυτή πρόσθετων (πέραν των προκυπτουσών από τα συμβατικά στοιχεία της μελέτης) εργασιών και απέρριψε ως αναπόδεικτο το σχετικό λόγο της προσφυγής...Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
ΣΤΕ/351/2014
Δημόσια έργα- Ευθύνη αναδόχου:..Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό της προσφυγής του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο η ανάδοχος μη νόμιμα περιέλαβε στην 1η πιστοποίηση ποσό αποζημίωσης λόγω διάλυσης της σύμβασης, ενώ δεν εδικαιούτο την ως άνω αποζημίωση, διότι η διάλυση της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναιρεσείοντος Δήμου, αλλά στο γεγονός ότι η ανάδοχος είχε περιλάβει στον 1ο Α.Π.Ε. ποσότητες εργασιών που αύξησαν υπερβολικά το κόστος του έργου, με αποτέλεσμα το νομαρχιακό συμβούλιο να μην εγκρίνει τη σχετική δαπάνη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι ο παραπάνω ισχυρισμός της προσφυγής του αναιρεσείοντος δεν ήταν ουσιώδης, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 του ν. 1418/1984 και 50 του π.δ. 609/1985, καταβάλλεται στον ανάδοχο αποζημίωση για διάλυση της σύμβασης, εφόσον η διάλυση εχώρησε με πρωτοβουλία του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984, ως εν προκειμένω, ως μόνη δε προϋπόθεση αποζημίωσης του αναδόχου τάσσεται, στην περίπτωση αυτή, οι ήδη εκτελεσθείσες εργασίες να είναι αξίας μικρότερης από τα του αρχικού συνολικού συμβατικού ποσού, γεγονός που ο αναιρεσείων δεν αμφισβήτησε με την προσφυγή του και συνεπώς, δεν ασκεί, στην προκειμένη περίπτωση, επιρροή το ζήτημα της υπαιτιότητας ή μη του αναιρεσείοντος, (βλ. ΣτΕ 3752/2013).10. Επειδή, προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που είχε προβάλει ο αναιρεσείων με την προσφυγή του, κατά τον οποίο εσφαλμένα η ανάδοχος επικαλέσθηκε για να στηρίξει τις επίδικες αξιώσεις της τη διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο καταστάς πλουσιότερος άνευ νομίμου αιτία εκ της περιουσίας άλλου ή επί ζημία αυτού, υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αλυσιτελής, διότι το Διοικητικό Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του στην παραπάνω διάταξη του άρθρου 904 του Αστικού Κώδικα, η οποία, άλλωστε, δεν ευρίσκει πεδίο εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η μεταξύ των δύο συμβαλλομένων σχέση, από την οποία είναι δυνατό να προέλθει πλουτισμός του ενός σε βάρος του άλλου, προέρχεται από έγκυρη διοικητική σύμβαση, οπότε εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις που διέπουν την εκτέλεση της σύμβασης αυτής, (βλ. ΣτΕ 2370/2009).Επειδή, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΕΣ/ΤΜ.6/3571/2014
Εκτέλεση αντιπλημμυρικών εργασιών σε ρέμματα :επιδιώκεται η ανάκληση της 360/2014 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με δεδομένα τα ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από το Κλιμάκιο ότι η ελεγχόμενη σύμβαση, ως εκ του κυρίου αντικειμένου της, έχει το χαρακτήρα σύμβασης παροχής υπηρεσιών, καθόσον αφορά σε εκτέλεση εργασιών, δεδομένου ότι οι ανωτέρω παρατεθείσες εργασίες της Ομάδας Α, η προϋπολογιζόμενη δαπάνη των οποίων ανέρχεται, όπως ήδη εκτέθηκε, σε 524.550,00 ευρώ, δεν εμπίπτουν στην έννοια του δημοσίου έργου, για την εκτέλεση δε αυτών δεν απαιτείται τέτοιου βαθμού εξειδικευμένη τεχνική γνώση ή τέτοιου είδους τεχνική επέμβαση, ώστε να μην μπορούν να εκτελεστούν προσηκόντως, υπό την καθοδήγηση της αρμόδιας Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων, με τα κατάλληλα μηχανήματα, χειριζόμενα από επαγγελματίες χειριστές που διαθέτουν τη συνήθη εμπειρία χρήσης τους. Δεδομένου ωστόσο του μεικτού χαρακτήρα της σύμβασης, έστω και με προέχοντα χαρακτήρα αυτόν της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, καθώς και του γεγονότος ότι η ήδη αιτούσα αναθέτουσα αρχή τελούσε μέχρι τώρα σε πλήρη πεποίθηση ότι ενεργεί νομίμως δημοπρατώντας τις προς εκτέλεση εργασίες καθαρισμού και αποκατάστασης της κοίτης ποταμών και ρεμμάτων σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανάθεσης κατασκευής δημοσίων έργων (βλ. τις από 6.12.2012, 3.9.2013 και 23.9.2013 ήδη εκτελεσθείσες συμβάσεις και τους αντίστοιχους εγκεκριμένους λογαριασμούς αυτών) και ότι το πρώτον διά της παρούσας υποδεικνύεται και διευκρινίζεται στην αιτούσα η φύση των συγκεκριμένων εργασιών, διασφαλιζομένης ούτω της δημοπράτησης αυτών από τούδε και στο εξής κατ΄ εφαρμογή των ορθών διατάξεων, περαιτέρω δε λαμβανομένης υπόψη της εκδήλωσης μεγάλου ενδιαφέροντος και της ευρείας συμμετοχής εργοληπτικών επιχειρήσεων στην ελεγχόμενη διαγωνιστική διαδικασία (46 ενδιαφερόμενοι παρέλαβαν τα συμβατικά τεύχη, προσήλθαν 17 διαγωνιζόμενοι), του υψηλού ποσοστού (62,94%) της προσφερθείσας έκπτωσης και τέλος της ανάγκης αποτροπής κινδύνου πλημμυρών των όμορων των υπό καθαρισμό ποταμών και ρεμμάτων καλλιεργούμενων εκτάσεων, γεωργικών κτισμάτων και οδικών δικτύων (βλ. αναλυτικά στην από 17.9.2014 Τεχνική Έκθεση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφερειακής Ενότητας ........ της Περιφέρειας ….) ως εκ της ήδη επερχόμενης χειμερινής περιόδου, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης.
ΕλΣυν/Κλ7/73/2015
Δημόσια Εργα.Σύστημα μειοδοσίας πάνω στο ποσοστό οφέλους για εκτέλεση απολογιστικών εργασιών.(....)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά η ελεγχόμενη σύμβαση, η οποία αφορά την ανάθεση της κατασκευής έργου με το απολογιστικό σύστημα, με την αιτιολογία ότι υπήρχε αδυναμία προσδιορισμού των ποσοτήτων των προς εκτέλεση εργασιών, δεν καθορίζει ούτε στο σώμα αυτής ούτε στα υπόλοιπα συμβατικά τεύχη (βλ. άρθρο 5 της διακήρυξης) τον τρόπο παρακολούθησης της δαπάνης του έργου, η οποία πραγματοποιείται από την ανάδοχο για λογαριασμό του εργοδότη και προσαυξάνεται κατά το αναφερθέν στην προηγούμενη σκέψη ποσοστό 16,20%, προκειμένου να καταβληθεί η αμοιβή της, η οποία αντιστοιχεί στις εκάστοτε εκτελεσθείσες εργασίες. Συνεπεία της έλλειψης συμβατικής ρύθμισης σχετικά με τον τρόπο παρακολούθησης του κόστους του έργου, η πληρωμή της αναδόχου δύναται να πραγματοποιηθεί με βάση τα παραστατικά στοιχεία (π.χ. τιμολόγια αγοράς πρώτης ύλης κλπ), από τα οποία θα αποδεικνύεται το ύψος της δαπάνης, στην οποία υποβλήθηκε η ανάδοχος για την εκτέλεση των εργασιών. Πλην όμως το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα για την εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου δε συνοδεύεται από κανένα στοιχείο (π.χ. ειδικό ημερολόγιο, παραστατικά κλπ), προκειμένου να δικαιολογείται η καταβολή 5.500 ευρώ για κάθε τεμάχιο «ηλεκτρονικού πίνακα αποτελεσμάτων κομπλέ» και συνολικά 11.000 ευρώ για τους δύο ηλεκτρονικούς πίνακες, επί του οποίου ποσού (11.000 ευρώ) υπολογίστηκε το ποσοστό οφέλους της αναδόχου (16,20%), που ανέρχεται στο ποσό των 1.782 ευρώ, με συνέπεια η αξίωσή της να μην προκύπτει με σαφήνεια κατά βάση και ποσό. Εξάλλου, η ανωτέρω έλλειψη των δικαιολογητικών, από τα οποία αποδεικνύεται το ύψος της εντελλόμενης δαπάνης, καθιστά αυτή μη κανονική, εντάσσεται στο πεδίο του προληπτικού ελέγχου αυτής και συνεπάγεται τη συνδρομή διακωλυτικού λόγου θεώρησης του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, δύναται δε να τύχει αυτεπάγγελτης εξέτασης από το Κλιμάκιο, ως αναγόμενη στη διασφάλιση της γενικής αρχής του δημοσιολογιστικού δικαίου, από την οποία υπαγορεύεται ότι για την αναγνώριση αξιώσεων κατά του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ. πρέπει οι απαιτήσεις των δικαιούχων ή πιστωτών και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων να αποδεικνύονται από πλήρη και νόμιμα δικαιολογητικά.
ΣΤΕ/2598/2014
Δημόσια έργα:..Η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι για την καταβολή αποζημιώσεως στον ανάδοχο λόγω διαλύσεως της εργολαβίας χωρίς δική του υπαιτιότητα πρέπει προηγουμένως να έχει χωρήσει η τήρηση της διαδικασίας παραλαβής του έργου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως με απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής, είναι ορθή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, ανεξαρτήτως αν στην προκειμένη περίπτωση, λόγω μη εκτελέσεως εργασιών και λόγω ελλείψεως υλικών και εγκαταστάσεων του αναδόχου, ήταν αναγκαία ή όχι η σύνταξη τελικής επιμετρήσεως. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται πριν αρχίσει η εκτέλεση των εργασιών κατασκευής του έργου, η διαδικασία παραλαβής παραλείπεται ως άνευ αντικειμένου και ο καθορισμός της αποζημιώσεως του αναδόχου διενεργείται απ’ ευθείας από την προϊσταμένη αρχή, η οποία είναι η μόνη που διαθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα επί του ζητήματος αυτού. Περαιτέρω, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το άρθρο 50 του π.δ/τος 609/1985 είναι εφαρμοστέο μόνον στην περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως οφείλεται σε υπαιτιότητα του κυρίου του έργου ή του φορέα κατασκευής του και όχι στην περίπτωση που η σύμβαση διαλύεται με πρωτοβουλία απλώς του φορέα κατασκευής του έργου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη είναι εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση που η διάλυση της συμβάσεως δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του αναδόχου. Τέλος, προβάλλεται ότι η διάταξη του ανωτέρω άρθρου 50 του π.δ/τος 609/1985, ερμηνευόμενη ως έχουσα την έννοια ότι προς καθορισμό της καταβλητέας στον ανάδοχο αποζημιώσεως απαιτείται η προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας παραλαβής και στην περίπτωση που η διάλυση συντελέσθηκε πριν καν ξεκινήσουν οι εργασίες εκτελέσεως του έργου, είναι ανίσχυρη ως εκδοθείσα καθ’ υπέρβαση της παρασχεθείσης με τον ν. 1418/1984 σχετικής εξουσιοδοτήσεως, δοθέντος ότι η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου προσδιορίζει αναλυτικώς το περιεχόμενο και τον τρόπο υπολογισμού της ως άνω αποζημιώσεως, ώστε δεν υπήρχε ανάγκη περαιτέρω εξειδικεύσεως της θεσπιζομένης με την λόγω διάταξη ρυθμίσεως με κανονιστική πράξη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 1418/1984 θεσπίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για τον καθορισμό της αποζημιώσεως του αναδόχου σε περίπτωση διαλύσεως της συμβάσεως χωρίς δική του υπαιτιότητα και δεν αποκλείει την θέσπιση της διαδικασίας για τον καθορισμό αυτής με προεδρικό διάταγμα κατ’ εξουσιοδότηση της διατάξεως του άρθρου 18 παρ. 2 του ίδιου νόμου.
ΕΣ/ΚΛ.Ε/195/2020
Συμπληρωματική σύμβαση έργου- Επισκευή και συντήρηση σχολικών κτιρίων...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 2 της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει τα ακόλουθα: Οι αποτελούσες αντικείμενο της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης εργασίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και νέες τιμές εργασιών, στα συμπεριληφθέντα στην αρχική σύμβαση κτίρια σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Δήμου ... (Γυμνάσια: 1ο, 2ο, 3ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 10ο, 12ο, 14ο, Εσπερινό και Ειδικό, Λύκεια: 5ο, 6ο & 8ο, 7ο & 10ο και 13ο) συνέχονται με το τεχνικό αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, που συνίσταται στη συντήρηση και επισκευή των εν λόγω κτιρίων, κατέστησαν δε αναγκαίες λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων κατά την εκτέλεση του αρχικώς ανατεθέντος έργου, συνιστάμενων στον σεισμό που έλαβε χώρα στην .... στις 19.7.2019, ήτοι μόλις κάποιες ημέρες μετά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης (4.7.2019) και, προφανώς, δεν ήταν εφικτό να προβλεφθούν κατά τη σύνταξη της μελέτης και των συμβατικών τευχών της αρχικής σύμβασης, ούτε να αντιμετωπιστούν επαρκώς με την αρχικώς εκτελούμενη σύμβαση. Είναι δε οι εργασίες αυτές αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αρχικής σύμβασης, αποσκοπώντας να καταστήσουν τα υπό συντήρηση και επισκευή σχολικά κτίρια ασφαλή και πλήρως λειτουργικά. Εξάλλου, οι εργασίες αυτές δεν μπορούν από τεχνική και οικονομική άποψη να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, καθώς συνέχονται με το υπό κατασκευή έργο και είναι απαραίτητες για τη λειτουργικότητα, καθώς και για την άρτια και έντεχνη ολοκλήρωση του αντικειμένου αυτής. Τέλος, η υπό κρίση συμπληρωματική σύμβαση νομίμως καταρτίζεται σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, διότι η αξία της εν λόγω σύμβασης ανέρχεται στο ποσό των 72.798,67 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.), το οποίο αντιστοιχεί σε ποσοστό 35,26% της αρχικής σύμβασης και, ως εκ τούτου, δεν υπερβαίνει το ποσοστό του 50% του ποσού αυτής (206.451,55 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α.). Ωστόσο, όσον αφορά στις εργασίες που αντιστοιχούν σε μη συμπεριληφθέντα στην αρχική σύμβαση σχολικά κτίρια και συγκεκριμένα στα κτίρια των σχολείων 3ο ΣΕΚ, 17ο Δημοτικό, 45ο Δημοτικό, 9ο & 50ο Νηπιαγωγείο, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 132 παρ. 1 περ. γ και 156 παρ. 1 του ν.4412/2016 για τη σύναψη της ελεγχόμενης συμπληρωματικής σύμβασης. Και τούτο, διότι η ένταξη των εργασιών αυτών στο αντικείμενο του αρχικού έργου συνιστά ανεπίτρεπτη εκ των υστέρων μεταβολή και επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου, δεδομένου ότι αυτό, όπως οριοθετήθηκε με τη Διακήρυξη, την Τεχνική Έκθεση και τα οικεία συμβατικά τεύχη και αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας δημοπράτησης, αφορούσε στην επισκευή και συντήρηση κτιρίων συγκεκριμένων κατονομαζόμενων σχολείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Δήμου .... Επομένως, κατά τούτο, με την ελεγχόμενη σύμβαση ανατίθεται αντικείμενο που εκουσίως είχε παραλειφθεί από τις εργασίες της αρχικής εργολαβίας, οι δε εργασίες της δεν ολοκληρώνουν αλλά επεκτείνουν το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης, κατά παράβαση των νόμιμων προϋποθέσεων σύναψης συμπληρωματικών συμβάσεων (βλ. Ε.Σ. VI Tμ. 122/2020, 847/2017, πρβλ. Ε΄ Κλ. 145/2020, 906, 337/2019). Ως εκ τούτου, εφόσον δεν προκύπτει οποιαδήποτε λειτουργική διασύνδεση των εν λόγω εργασιών της συμπληρωματικής σύμβασης με το αντικείμενο του έργου, ούτε είναι αναγκαίες οι εργασίες αυτές για την έντεχνη ολοκλήρωση και τελειοποίησή του, μπορούν δε ευχερώς να διαχωριστούν τεχνικά και οικονομικά από αυτό, συντρέχει περίπτωση ανεπίτρεπτης επέκτασης του τεχνικού και φυσικού αντικειμένου του αρχικού έργου και μη νόμιμης ανάθεσης των συγκεκριμένων εργασιών με συμπληρωματική σύμβαση. Το δε κατεπείγον της αναγκαιότητας εκτέλεσης των εν λόγω εργασιών δεν αποτελεί νόμιμη προϋπόθεση για τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης και δεν δύναται να δικαιολογήσει την ανάθεση των εργασιών με τις διατάξεις περί συμπληρωματικών συμβάσεων (Ε.Σ. Ε΄ Κλ. 922, 379/2019, 30/2018).
ΕΣ/ΤΜ.6/2256/2011
Συμπληρωματική σύμβαση έργου...ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 305/2011 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις, που θέτει το άρθρο 28 παρ. 3 περ. ε΄ του ν. 3669/2008 για τη νόμιμη σύναψη σύμβασης συμπληρωματικών εργασιών, όπως ορθά έκρινε και το Κλιμάκιο με την υπό ανάκληση πράξη του. Ειδικότερα, αναφορικά με τις εργασίες για τη μετατόπιση υπόγειων δικτύων (υπόγειων τηλεφωνικών καλωδίων) ζωτικής σημασίας, που βρέθηκαν μετά τη διενέργεια των ερευνητικών τομών, όπως προβλέπεται στα συμβατικά τεύχη, ανεξαρτήτως του εάν η ύπαρξή τους ήταν γνωστή ή όχι εκ των προτέρων βάσει αποτυπώσεων, σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, δοθέντος ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 12 της Γενικής Συγγραφής Υποχρεώσεων καθώς και με το άρθρο 12 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων, οι ως άνω μετατοπίσεις έπρεπε να βαρύνουν το κονδύλι των απροβλέπτων (βλ. και. το έγγραφο Φ. ΑΡ-218 Ε/6926/781327/Σ1327/7.7.2009, στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι η σχετική πρόσθετη δαπάνη θα βαρύνει το κονδύλι των απροβλέπτων). Εξάλλου και υπό την εκδοχή ακόμη ότι η συγκεκριμένη εργασία δεν θα βάρυνε το κονδύλι των απροβλέπτων, η αναγκαιότητα εκτέλεσης των οικείων εργασιών μπορούσε να προβλεφθεί με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου κατά τη σύνταξη των τευχών δημοπράτησης, ενόψει του ότι η ύπαρξη υπόγειων τηλεφωνικών καλωδίων ήταν ήδη γνωστή στην αναθέτουσα αρχή (βλ. Γενική και Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων καθώς και άρθρο 9.2.3. της Τεχνικής Περιγραφής). Συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζει η αιτούσα και η παρεμβαίνουσα εταιρεία, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, οι εργασίες που αφορούν στην προσαρμογή της εγκατάστασης τηλεφώνων και data προέκυψαν, σύμφωνα με όσα αναφέρει η αιτούσα Υπηρεσία στην αίτηση ανάκλησης, κατόπιν απαιτήσεως της οδηγίας της Συμμαχίας (ΝΑΤΟ) να δημιουργηθεί δίκτυο διακριβωμένων επικοινωνιών, το οποίο θα συνδέει όλες τις μονάδες της 116 Π.Μ. μεταξύ τους, αλλά και με άλλες μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας και θα εξασφαλίζει ασφαλέστερη και με υψηλές ταχύτητες επικοινωνία. Συνεπώς, οι εργασίες αυτές δεν μπορούν ν' αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, καθόσον δεν κατέστησαν αναγκαίες κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, αλλά αποσκοπούν στην προσαρμογή αυτού στις νέες τεχνολογίες, και, ως εκ τούτου, κρίνονται αναγκαίες για την βελτίωση της ποιότητας και της λειτουργικότητάς του, όπως τούτο άλλωστε δεν αντικρούει και η αιτούσα. Συνεπώς, όπως ορθά έκρινε και η υπό ανάκληση πράξη, έπρεπε να βαρύνουν αποκλειστικά το κονδύλι των απροβλέπτων της αρχικής σύμβασης. Ομοίως, και οι εργασίες για την προσαρμογή των χώρων των συνεργείων στις νέες επιχειρησιακές ανάγκες της 116 ΠΜ καθώς και αυτές που προέκυψαν από εκκρεμότητες του υφιστάμενου κτηρίου από προηγούμενη εργολαβία, είναι απαραίτητες για την έντεχνη αποπεράτωση του έργου και τη λειτουργία του με ασφάλεια για τις εγκαταστάσεις και το προσωπικό, όπως τούτο σαφώς προκύπτει, τόσο από την αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τον 1ο Α.Π.Ε., όσο και από την 147/17.11.2010 γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Έργων/ Γ.Ε.Α.. Συνεπώς, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, όπως ορθά απεφάνθη και το Κλιμάκιο, αφού αποσκοπούν στην λειτουργικότητα και αρτιότητα του έργου και έπρεπε, ως εκ τούτου, να βαρύνουν και αυτές το κονδύλι των απροβλέπτων του αρχικού προϋπολογισμού. Οι δε νέες επιχειρησιακές ανάγκες (αλλαγή σχεδίου οργάνωσης του τμήματος συντήρησης αεροσκαφών), μίας μάχιμης μονάδας, που επικαλείται η αιτούσα, αποτελούν μία πάγια κατάσταση, η οποία ανάγεται στη σφαίρα δράσης της αναθέτουσας αρχής και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να στοιχειοθετήσει απρόβλεπτο γεγονός, υπό την έννοια που προαναφέρθηκε, το οποίο να δικαιολογεί τη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης. Ειδικότερα δε, αναφορικά με τις εργασίες που προέκυψαν από εκκρεμότητες προηγούμενης εργολαβίας, δεν αιτιολογείται γιατί δεν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του υφιστάμενου κτηρίου από την άλλη εργολαβία, ούτε αποδεικνύεται ότι η εκκρεμότητα αυτή δεν ήταν ήδη γνωστή ή ότι δεν μπορούσε να προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, με αποτέλεσμα να καταστεί απαραίτητη η εκτέλεση των ως άνω εργασιών για την ολοκλήρωσή του. Σε κάθε δε περίπτωση οι εργασίες αυτές ήταν αντικείμενο άλλης εργολαβίας (το οποίο ουδόλως αναφέρεται) και όχι της παρούσας, όπως δέχεται και η αιτούσα, και ως εκ τούτου, πέραν του ότι δεν συντρέχουν οι επικαλούμενες από την ίδια απρόβλεπτες περιστάσεις, οι εργασίες αυτές αποτελούν επέκταση του συμβατικού αντικειμένου του αρχικού έργου, ενώ τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η προηγούμενη εργολαβία χωροταξικά βρισκόταν στον ίδιο χώρο με την εργολαβία της κρινόμενης σύμβασης, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ανάκλησης. ..Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/261/2024
ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ-ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ-ΡΗΤΡΑ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ (...)Ειδικότερα με την 1286/2023 απόφαση του Έβδομου Τμήματος ανακλήθηκε εν μέρει η 300/2023 Πράξη του Στ΄ Κλιμακίου και κρίθηκε ότι η ένδικη αίτηση ανάκλησης: Α) πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος που αφορά α) στην εφαρμογή της ρήτρας αναπροσαρμογής και του σχετικού μαθηματικού τύπου για τον προσδιορισμό της αυξημένης τιμής των 1692 φωτιστικών σωμάτων, που παραδόθηκαν εντός του Μαΐου 2023 και πληρώθηκαν με την 6η/23.5.2023 Πιστοποίηση και β) στην ενσωμάτωση της ρήτρας αναπροσαρμογής της τιμής στο συμβατικό κείμενο, προκειμένου να εφαρμοστεί για τις μελλοντικές παραδόσεις που αφορούν στις υπολειπόμενες ποσότητες φωτιστικών σωμάτων καθώς και στο σύστημα διαχείρισης ΙΟΤ και Β) ν’ απορριφθεί κατά το μέρος αυτής που αφορά α) στις εκτελεσθείσες παραδόσεις φωτιστικών, που εξοφλήθηκαν με τις 2η ως 5η πιστοποιήσεις και β) στην παροχή των υπηρεσιών του Σταδίου 1 αυτής, καθόσον οι υπηρεσίες αυτές που αφορούν υπηρεσίες συλλογής δεδομένων, καταγραφής και αποτύπωσης υφιστάμενων στοιχείων οδοφωτισμού, εργασίες σχεδιασμού και προδιαγραφών νέου συστήματος οδοφωτισμού, σύνταξη φωτοτεχνικής μελέτης, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4965/2022.(...)Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από την γραμματική και τελολογική ερμηνεία της ρύθμισης του άρθρου 53 παρ. 9α του ν. 4412/2016, όπως η παρ. 9α προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4965/2022, συνάγεται ότι στην περίπτωση εκτέλεσης σύμβασης, στην οποία προβλέπονται τμηματικές παραδόσεις των συμβατικών ειδών, ως εκτελούμενη νοείται η σύμβαση μόνο ως προς τα συμβατικά είδη που δεν έχουν παραδοθεί και δεν έχουν εξοφληθεί ή που έχουν παραδοθεί αλλά δεν έχουν εξοφληθεί, καθώς τότε και μόνο συντρέχει ο δικαιολογητικός λόγος εφαρμογής της ανωτέρω ρύθμισης του άρθρου 7 του ν. 4965/2022, ήτοι η αντιμετώπιση της επισφάλειας και η αποφυγή της διακινδύνευσης της ομαλής εξέλιξης και επιτυχούς εκτέλεσης της σύμβασης, εξαιτίας των αυξημένων ανατιμήσεων των αγαθών και των προκαλούμενων εξ αυτών αυξημένων πληθωριστικών πιέσεων.(...)Τούτο διότι με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4965/2022 ρυθμίζονται ζητήματα διαχρονικού δικαίου ως προς την εφαρμογή των τροποποιήσεων του άρθρου 53 του ν. 4412/2016 χωρίς τούτο να συνεπάγεται την κάμψη της γενικής αρχής του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβάσεις δεν αναπτύσσουν αναδρομική ισχύ, ήτοι τα έννομα αποτελέσματά τους δεν δύνανται, καταρχήν, να ανατρέξουν σε χρόνο προγενέστερο της υπογραφής τους, υπό την επιφύλαξη αντίθετης περί τούτου ειδικής ρύθμισης, καθόσον η συμβατική δράση της δημόσιας διοίκησης διέπεται από την αρχή της νομιμότητας και όχι από τον κανόνα της συμβατικής ελευθερίας του άρθρου 361 ΑΚ ... Εν προκειμένω δε, όπως ορθώς δέχτηκε και το δικάσαν Τμήμα στη σκέψη 18.2, με τη ρύθμιση της παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 4965/2022 δεν εισάγεται εξαίρεση στην αρχή περί μη αναδρομικής ισχύος των συμβάσεων, αλλά ρυθμίζεται το διάφορο ζήτημα διαχρονικού δικαίου της ρύθμισης, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εφαρμογής του οικείου μαθηματικού τύπου για τον προσδιορισμό της αύξησης της τιμής σε ήδη εκτελούμενες συμβάσεις, χωρίς, όμως, να θίγονται οι γενικές αρχές του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, όπως η εν λόγω αρχή της μη αναδρομικότητας.(...)Η τροποποίηση της βάσης υπολογισμού του συμβατικού τιμήματος, ήτοι της τιμής μονάδας των υπό προμήθεια ειδών συνιστά αλλοίωση βασικής παραμέτρου της σύμβασης, που δύναται να αλλάξει την οικονομική ισορροπία της σύμβασης υπέρ του αναδόχου κατά τρόπο που δεν προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 132 του ν. 4412/2016. Εξάλλου η εν λόγω τροποποίηση εισάγει όρο, ο οποίος εάν είχε αποτελέσει μέρος της αρχικής διαδικασίας σύναψης σύμβασης ενδεχομένως να είχε επιτρέψει τη συμμετοχή διαφορετικών υποψηφίων από αυτούς που επιλέχθηκαν αρχικώς ή στην αποδοχή άλλης προσφοράς από εκείνη που επελέγη ή στη συμμετοχή και άλλων προμηθευτών. Άλλωστε σκοπός της διάταξης αυτής δεν είναι η αθέμιτη και αντίθετη στο δημόσιο συμφέρον μετακύλιση του επιχειρηματικού ρίσκου στην αναθέτουσα αρχή, κατά στρέβλωση του ανταγωνισμού. Απορρίπτει την προσφυγή αναθεώρησης.