Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Μον.Εφ.Πειρ/20/2022

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ιατροί-Αποδοχές:(....)Το ενάγον -εκκαλούν, το οποίο, όπως ανέφερε, στην ως άνω από 19-6-2018 με Ε.Α.Κ. …../2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, συστήθηκε με αντικείμενο την παροχή δημόσιας υγείας σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες μονάδες υγείας του δημόσιου τομέα, εξέθετε περαιτέρω σε αυτήν, ότι, οι εναγόμενοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους ως ιατροί, σε δευτεροβάθμιες μονάδες υγείας, που ανήκουν στην αρμοδιότητα της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή και παρακάτω διαστήματα ο καθένας,για τις οποίες,όμως, δεν έχουν αμειφθεί, αμφισβητείται δε από αυτούς το ποσό των αποδοχών τους και έχουν ασκήσει αγωγές σχετικά με την καταβολή του.(....)Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, την οποία το παρόν Δικαστήριο παραδεκτά αντικαθιστά (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε τον νόμο. Αποφαίνεται ότι επήλθε βίαια διακοπή της δίκης ως προς τον πέμπτο εφεσίβλητο, λόγω θανάτου του. Απορρίπτει την έφεση ως προς τους δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων, ως απαράδεκτη, λόγω της, προηγηθείσας της άσκησής της, κατάργησης της δίκης δυνάμει δικαστικού συμβιβασμού, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό. Δέχεται τυπικά την έφεση ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους (πρώτο και τέταρτο). Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/276/2010

Ιατροί Ε.Σ.Υ. – Δικαίωμα επισχέσεως εργασίας – Λήψη ή μη μισθού και εφημεριών – Συνυπολογισμός ή μη του χρόνου επισχέσεως για την βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη.α) Οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. δεν δικαιούνται, ως δημόσιοι υπάλληλοι, να προβαίνουν σε επίσχεση εργασίας, λόγω οφειλομένων αμοιβών από δεδουλευμένες εφημερίες. β) Οι ανωτέρω ιατροί δεν δικαιούνται μισθού και λοιπών αποδοχών κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο προβαίνουν σε επίσχεση της μελλοντικής τους εργασίας. γ) Ο ως άνω χρόνος δεν υπολογίζεται για την καταβολή σ’ αυτούς επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και δεν λαμβάνεται υπόψη για τη βαθμολογική τους εξέλιξη, καθώς και για τη μισθολογική εξέλιξη όσων εξ αυτών υπηρετούν σε Κέντρα Υγείας.


ΣΤΕ/70/2019

Λαθρεμπορία. Προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της λαθρεμπορίας. Το διοικητικό δικαστήριο, όταν κρίνει επί υποθέσεως επιβολής πολλαπλού τέλους, δεν δεσμεύεται από την αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αλλά υποχρεούται να τη συνεκτιμήσει, ενώ δεν οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη. Μαρτυρικές καταθέσεις που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο ποινικής δίκης δεν αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Πότε επιτρέπεται η επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ’ έφεση νέων αποδεικτικών μέσων. Ο ειδικότερος νομικός χαρακτηρισμός από τα δικαστήρια της ουσίας της πράξης ως απόπειρας τελέσεως λαθρεμπορίας, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της νομικής βάσης της. Αιτιολογημένη η επιβολή του πολλαπλού τέλους για λαθρεμπορία καυσίμων και απόπειρα λαθρεμπορίας. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 1878/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς).


Γ1α/Γ.Π.οικ.30525/2020

Σύσταση Περιφερειακού Ιατρείου (Π.Ι.) στη Δημοτική Ενότητα Αρκιών Δωδεκανήσου, ως αποκεντρωμένης μονάδας του Κέντρου Υγείας Πάτμου, αρμοδιότητας της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020

Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/82/2020

Υπηρεσίες συντήρησης και υποστήριξης των υποσυστημάτων και εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος ..Ως εκ τούτου, το εναγόμενο υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια, που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση, που συνίσταται στην χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών, που εδέχθη, και στη δαπάνη, που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση, το οποίο εξάλλου συνομολογείται. Οι παραπάνω όμοιες παραδοχές της εκκαλουμένης δικαιολογούν την εκτίμησή της ότι αντικείμενο της δίκης αποτελεί ιδιωτικού δικαίου διαφορά, υπαγόμενη εντεύθεν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τους σχετικούς λόγους έφεσης αιτιάσεις, περί του ότι, εφόσον η ένδικη σύμβαση προσβλέπει, κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, στην ικανοποίηση δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η απονομή συντάξεων στους ναυτικούς μέσω των υπηρεσιών συντήρησης και υποστήριξης από την ενάγουσα εταιρία, για την απρόσκοπτη λειτουργία των υποσυστημάτων και των εφαρμογών του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος του ... και του ..., η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως δέχθηκε ότι είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια για την επίλυση της επίδικης διαφοράς και ότι η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου, να αξιολογούνται ως αβάσιμες. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή την υπό κρίση αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη, κατά την επικουρική της βάση και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 140.790,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες. Συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι της υπό κρίση έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ανεπάρκεια δε αιτιολογίας δεν υπάρχει όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006, ΑΠ 786/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1250/2011 Δημ. Νόμος).Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 764/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στα διατακτικό της απόφασης.


ΕΣ/ΤΜ.4/610/2018

Αχρεωστήτως καταβληθέντα μερίσματα. Με το υπό κρίση ένδικο βοήθημα χαρακτηριζόμενο στο δικόγραφο ως «έφεση», ζητείται η ακύρωση: α) της 1287/2.3.2015 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ..., με την οποία αναθεωρήθηκε η 7237/2002 απόφασή του και επανακανονίστηκε από 1.8.1997, το ποσό του καταβλητέου μερίσματος στον «εκκαλούντα» και β) του 32964/4.5.2015 εγγράφου του Τμήματος Μεταβολών Μερίσματος, με το οποίο, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο, κοινοποιήθηκε σε αυτόν η προαναφερόμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και ενημερώθηκε ότι η συνολική οφειλή του από αχρεωστήτως καταβληθέντα μερίσματα χρονικού διαστήματος από 1.8.1997 έως 1.1.2008 ανέρχεται σε 125.733,44 ευρώ, την οποία και κλήθηκε να εξοφλήσει.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙ και ΙΙΙ της παρούσας, το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της ως άνω διαφοράς που αναφύεται από την αμφισβήτηση της προαναφερόμενης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του .... καθώς και του εγγράφου του Τμήματος Μεταβολών Μερίσματος, διότι αυτή ανέκυψε, κατά την εφαρμογή της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αναγόμενη στην αμφισβήτηση του ύψους παροχών κοινωνικής ασφάλισης και ως εκ τούτου αποτελεί διοικητική διαφορά ουσίας.


ΕλΣυν.Κλ.1/95/2016

ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 3 του ν. 4238/2014, οι ανωτέρω ιατροί υπηρετούντες στις προαναφερόμενες δομές παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας υγείας, οι οποίες μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 4238/2014 αποτελούσαν αποκεντρωμένες μονάδες του Γενικού Νοσοκομείου ..., συμπεριλήφθηκαν στα προγράμματα εφημεριών του ίδιου Νοσοκομείου, κατά τους μήνες Ιανουάριο έως και Μάιο 2015, λαμβανομένου υπόψη ότι η κοινή υπουργική απόφαση της παραγράφου 8 του άρθρου 3 του ν. 4238/2014 δεν είχε εκδοθεί κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, κατά συνέπεια κατά τα λοιπά και ως προς την πραγματοποίηση εφημεριών εξακολουθούσε να εφαρμόζεται το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς. Ως εκ τούτων, ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, εφόσον δε δεν συντρέχουν περαιτέρω πλημμέλειες, οι εντελλόμενες δαπάνες είναι νόμιμες, και τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα θα μπορούσαν να θεωρηθούν εάν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2015, τις πιστώσεις του οποίου βάρυναν..


ΕΣ/ΤΜ.6/627/2020

Καταλογισμοί...Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και να ανασταλεί, ως προς τους αιτούντες, η εκτέλεση της 12/2017 Πράξης του Β’ Κλιμακίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την έφεση που έχουν ασκήσει κατά της Πράξης αυτής ή μέχρι την κατάργηση της ανοιγείσας με την έφεση αυτή δίκης.  Μετά την παραδοχή της αίτησης, πρέπει να επιστραφεί στους αιτούντες το παράβολο που κατέθεσαν για την άσκησή της (βλ. άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012, Α΄ 51, καθώς και άρθρο 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο). Περαιτέρω, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα για επιδίκαση σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση της δικαστικής δαπάνης των αιτούντων, δεδομένου ότι η παροχή έννομης προστασίας στο πλαίσιο της παρούσας δίκης έχει προσωρινό χαρακτήρα και γίνεται αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον των αιτούντων, χωρίς να δικαιολογείται, ως εκ τούτου, η καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική τους δαπάνη (βλ. απόφ. Ελ. Συν. Ελάσσονος Ολομ. 708/2019, 2261/2014, Ολομ. 2480/2012, 3061, 2604/2009).


ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ/Β1/625/2022

Κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα προεκτεθέντα, η υπ' αριθ. 442/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, που του είχε επιδικάσει το επίδομα θέσης ευθύνης. Ήδη το αίτημα αυτό κρίθηκε μη νόμιμο. Εφόσον δε η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση, πρέπει, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης 442/2018 απόφασης, να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση του αναιρεσείοντος, να εξαφανισθεί η υπ' αριθ. 229/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, κατά το μέρος, που αφορά το επίδομα θέσης ευθύνης ως μη νόμιμη. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις, θα επιβληθούν στον αναιρεσίβλητο, λόγω της ήττας του [άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ], αφού υποβάλλεται σχετικό αίτημα, όμως δεν θα επιβληθούν μειωμένα, καθότι η νομική υποστήριξη του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. στο παρόν Δικαστήριο, δεν διεξήχθη από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους [άρθρ. 22 παρ. 1, 3 Ν. 3693/1957, ΑΠ 920/2019, 1382/2017].


ΕΣ/ΤΜ.6/628/2020

Καταλογισμοί...Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και να ανασταλεί, ως προς τους αιτούντες, η εκτέλεση της 12/2017 Πράξης του Β’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την έφεση που έχουν ασκήσει κατά της Πράξης αυτής ή μέχρι την κατάργηση της ανοιγείσας με την έφεση αυτή δίκης. Μετά την παραδοχή της αίτησης, πρέπει να επιστραφεί στους αιτούντες το παράβολο που κατέθεσαν για την άσκησή της (βλ. άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012, Α΄ 51, καθώς και άρθρο 73 παρ. 4 του ν. 4129/2013). Περαιτέρω, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα για επιδίκαση σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση της δικαστικής δαπάνης των αιτούντων, δεδομένου ότι η παροχή έννομης προστασίας στο πλαίσιο της παρούσας δίκης έχει προσωρινό χαρακτήρα και γίνεται αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον των αιτούντων, χωρίς να δικαιολογείται, ως εκ τούτου, η καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική τους δαπάνη (βλ. απόφ. Ελ. Συν. Ελάσσονος Ολομ. 708/2019, 2261/2014, Ολομ. 2480/2012, 3061, 2604/2009).