ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/184/2020
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Διαδοχικές συμβάσεις ανάθεσης έργου - καταβολή αποδοχών...Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε έστω και με ελλιπή αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα δεν έσφαλε και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς τους, ότι ο εναρκτήριος χρόνος της διετούς παραγραφής είναι το τέλος του χρόνου που οι αξιώσεις τους κατέστησαν απαιτητές και όχι ο χρόνος της γέννησή τους, ότι η διετής παραγραφή αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και ότι λόγο της δόλιας συμπεριφοράς του εναγόμενου παρεμποδίστηκαν να ασκήσουν νωρίτερα την αγωγή, είναι αβάσιμος. Κατόπιν τούτου ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες – ενάγοντες παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν όσα ισχυρίστηκαν στον πρώτο λόγο της έφεσης και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο παραπονούνται για ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το θέμα της παραγραφής των αξιώσεών τους, είναι ομοίως αβάσιμοι.Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕφΑθ/234/2021
ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ:Εν προκειμένω το εκκαλούν με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) ισχυρίζεται ότι λόγω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, ήτοι λόγω της οικονομικής κρίσης που μείωσε τα κονδύλια προς τους δημόσιους φορείς και τα ΝΠΔΔ, η παροχή του (καταβολή μισθωμάτων), ενόψει και της αντιπαροχής της εφεσιβλήτου (χρήση μηχανημάτων) είναι υπέρμετρα επαχθής για το ίδιο (άρθρο 388 ΑΚ) και ζητεί την αναγωγή της στο προσήκον μέτρο και β) επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί παραγραφής της αξίωσης της εφεσιβλήτου. Ο υπό στοιχείο (α) ισχυρισμός, το πρώτο προτεινόμενος στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο από το εκκαλούν με τις προτάσεις του είναι απαράδεκτος κατ' άρθρο 527 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου ασκήσεως της εφέσεως, διότι τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται, είχαν γεννηθεί πριν από τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλ. δεν είναι οψιγενή, δεν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και δεν μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ενώ το εκκαλούν δεν ισχυρίζεται ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως (στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) από δικαιολογημένη αιτία, περαιτέρω δε, εφόσον δεν προτάθηκαν πρωτόδικα, δεν μπορεί να αποτελέσουν λόγο έφεσης. Ο υπό στοιχείο (β) ισχυρισμός, ο οποίος είχε προταθεί πρωτοδίκως και είχε απορριφθεί κατ’ ουσία, μόνο με το δικόγραφο της έφεσης μπορεί να προταθεί και όχι με τις προτάσεις ή με αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, η δε προβολή του εν προκειμένω με επαναφορά των πρωτόδικων προτάσεων είναι απαράδεκτη.Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα και ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλλε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από το εκκαλούν κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα καθώς και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΣτΕ/3428/2006
Παραγραφή των αξιώσεών τους για καθυστερούμενες αποδοχές και άλλες απολαβές ή αποζημίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα της Συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 του ΝΔ 496/1974, που καθιερώνει τη βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή των αξιώσεων αυτών, περιορίζοντας τα περιουσιακά τους δικαιώματα. Έναρξη διακοπής της παραγραφής. Η υποβολή σχετικής αίτησης στη Διοίκηση, ως λόγος διακοπής της παραγραφής. Παραπέμπεται στην Ολομέλεια το ζήτημα αν οι λόγοι που διακόπτουν την παραγραφή παρεμποδίζουν και την έναρξή της.
ΑΕΔ/1/2012
Διετής ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των δημοσίων υπαλλήλων από διαφορές αποδοχών, επιδομάτων κλπ.
ΣΤΕ 1077/2014
ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ..Παράλειψη διορισμού σε μόνιμη θέση δημοσίου υπαλλήλου:Με την κρινομένη αίτηση προβάλλεται ότι το «δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε, σε κάθε περίπτωση, να δεχθεί το σχετικό λόγο έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου, ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και να απορρίψει ως παραγεγραμμένες τις αξιώσεις του χρονικού διαστήματος από 1.1.1997 έως και 31.12.1999, δοθέντος ότι η αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στις 28.12.2001 και από τότε επήλθε, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 του ν. 2717/1999, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, η διακοπή της». Ο λόγος, όμως, αυτός, καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων του έτους 1999, πρέπει να απορριφθεί, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, το Διοικητικό Εφετείο δεν έκρινε επί του ζητήματος της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων ούτε, άλλωστε, όφειλε να διαλάβει σχετική κρίση, εφόσον επί του ζητήματος της εν γένει παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων είχε επιληφθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο δε σχετικός λόγος εφέσεως αναφερόταν μόνον στα έτη 1997 και 1998 (ΣτΕ 2758/2012, 2152/2010, 1514/2007, 3064/2005). Κατά τα λοιπά, ήτοι καθ’ ο μέρος αφορά στην παραγραφή των αξιώσεων των ετών 1997 και 1998, ο ως άνω λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, διότι η προπαρατεθείσα κρίση του Διοικητικού Εφετείου περί πενταετούς παραγραφής των ως άνω αξιώσεων δεν παρίσταται νόμιμη, διότι, κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, οι εν λόγω μισθολογικές αξιώσεις δημοσίων υπαλλήλων υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, η οποία αρχίζει από της γενέσεως αυτών (ενδεικτικώς, ΣτΕ 2504/2013).
Μ.Π.ΑΘΗΝ/ΑΠΟΦΑΣΗ/359/2019
ΠΡΟΜΗΘΕΙΕΣ:Παρά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της προμηθεύτριας εταιρίας και την παράδοση του εμπορεύματος, το πρώτο καθ’ ου η παρέμβαση δεν προέβη σε κάποια καταβολή ως προς τα επίδικα παραστατικά. Έτσι, η κυρίως παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρία, ως εκδοχέας, που ανήγγειλε νόμιμα τις εκχωρήσεις των απαιτήσεων των ανωτέρω τιμολογίων στο πρώτο καθ’ ου η παρέμβαση νοσοκομείο, συνολικού ύψους 14.970,63 ευρώ, κατέστη αποκλειστικός δικαιούχος των εκχωρηθεισών αυτών απαιτήσεων. Ο λόγος έφεσης, με το οποίο το εκκαλούν νοσοκομείο προβάλλει την ένσταση της ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, ισχυριζόμενο ότι η κυρίως παρεμβαίνουσα τραπεζική εταιρία δεν τήρησε τα όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 95 Ν 2362/1995 για την αναγγελία της εκχώρησης, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η προηγούμενη διάταξη εφαρμόζεται μόνο για εκχωρήσεις απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και όχι κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως είναι το εκκαλούν, όπου εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 53 ΝΔ 496/1974. Συνεπώς, πρέπει, η κύρια παρέμβαση να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί το πρώτο καθ’ ου η παρέμβαση νοσοκομείο και ήδη εκκαλούν να καταβάλει στην κυρίως παρεμβαίνουσα και ήδη εφεσίβλητη το ποσό των 14.970,63 ευρώ, με το νόμιμο τόκο
ΝΣΚ/42/2020
Εάν η κοινοποίηση ή και επανακοινοποίηση Πράξεων Επιβολής Εισφορών και συναφών Πράξεων συνιστούν λόγο διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του ΙΚΑ και ήδη ΕΦΚΑ, έναντι των οφειλετών του, λαμβανομένου υπόψη ότι η θέση αυτή έχει διατυπωθεί σε εγκυκλίους πρώην κεντρικών Υπηρεσιών του ΙΚΑ(...)Δεν είναι δυνατόν να προστίθεται λόγος διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του ΙΚΑ, με εγκυκλίους που το Ίδρυμα εκδίδει προς τις Υπηρεσίες του ή τους πολίτες προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων και κατά συνέπεια, η σε τέτοιου είδους έγγραφα διατυπωμένη θέση, ότι η κοινοποίηση των καταλογιστικών Πράξεων διακόπτει την παραγραφή των αξιώσεων, είναι μη νόμιμη και δεν παράγει αποτελέσματα για τους διοικούμενους (ομόφωνα).
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/87/2020
Συμβάσεις πώλησης ιατρικών – φαρμακευτικών προϊόντων..Με δεδομένο, όμως, ότι όλες οι επίδικες συμβάσεις καταρτίστηκαν εντός των ετών 2006 και 2007, η παραγραφή των αντίστοιχων αγωγικών αξιώσεων άρχιζε από 1.1.2007 και 1.1.2008 και συμπληρωνόταν την 31.12.2011 και την 31.12.2012 αντίστοιχα. Με την ασκηθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από 16.6.2015 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο την 29.6.2015, η ενάγουσα ζήτησε, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας των επίδικων συμβάσεων εξαιτίας της μη τήρησης του απαιτούμενου από το νόμο για τη σύναψή τους έγγραφου τύπου, το ποσό των 56.039,84 ευρώ ως ισόποση δαπάνη που το εναγόμενο ΝΠΔΔ εξοικονόμησε και στην οποία θα υποβαλλόταν, εάν προμηθευόταν το ιατροφαρμακευτικό υλικό με έγκυρες συμβάσεις από άλλο πρόσωπο. Από το χρόνο, όμως, που γεννήθηκε η επίδικη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (29.6.2015), παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών, με αποτέλεσμα να έχει παραγραφεί η αξίωση αυτή της ενάγουσας έναντι του εναγομένου ΝΠΔΔ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας (άρθρα 48 παρ. 1 και 49 ν.δ. 496/1974), κατά την βάσιμη σχετική ένσταση του τελευταίου, ζήτημα άλλωστε, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 52 εδ. γ΄ του ν.δ. 496/1974). Και ναι μεν η ενάγουσα επικαλείται διακοπή της παραγραφής με την επίδοση της προγενέστερης από 18.4.2011 (με αριθμό κατάθεσης …./2011) αγωγής της στο εναγόμενο πριν την πάροδο της πενταετίας, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα, με την ως άνω προγενέστερη αγωγή της η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, ως οφειλόμενο τίμημα από τις συμβάσεις πώλησης (σε συνδυασμό με τις συμβάσεις εκχώρησης), την αξία των πωληθέντων ιατροφαρμακευτικών υλικών εντόκως από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την επίδοση εκάστου τιμολογίου. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3437/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δέχθηκε εν μέρει αυτήν, ως βάσιμη κατ’ ουσία, ως προς τα αναφερόμενα τιμολόγια πώλησης που δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο και απέρριψε αυτήν, ως αόριστη, ως προς τα λοιπά τιμολόγια, που υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο. Η αγωγή, όμως, αυτή είχε ιστορική και νομική αιτία διάφορη της μεταγενέστερης από 16.6.2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για τα ίδια αυτά τιμολόγια, δεδομένου ότι η ευθύνη του εναγομένου στην πρώτη αγωγή στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση πώλησης, ενώ στην μεταγενέστερη αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, δηλαδή σε εντελώς διαφορετική ιστορική και νομική βάση. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας για να επέλθει διακοπή της παραγραφής λόγω της ασκηθείσης πρώτης χρονικά αγωγής και της επανέγερσής της κατ’ άρθρο 263 ΑΚ (το οποίο έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά των ΝΠΔΔ χρηματικών απαιτήσεων, ενόψει του ότι δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση με το ν.δ. 496/1974), πρέπει η μεταγενέστερη αγωγή να έχει την ίδια ιστορική και νομική βάση με την αρχική αγωγή, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση ως προς τις αγωγές αυτές (ήτοι την αρχική που ασκήθηκε με βάση τη σύμβαση πώλησης και την μεταγενέστερη που ασκήθηκε με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό), οι οποίες εισάγουν διαφορετικά αντικείμενα δίκης, δεδομένου ότι το πραγματικό των εφαρμοζομένων διατάξεων είναι διαφορετικό στις δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ και οι έννομες συνέπειες (νομική θεμελίωση) είναι, επίσης, διαφορετικές κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως παραγεγραμμένη την αξίωση της ενάγουσας και, συνακόλουθα, ως ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή, κατά παραδοχή του περί παραγραφής ισχυρισμού του εναγόμενου ΝΠΔΔ, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρθηκαν στη ίδια ως άνω νομική σκέψη της και, ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος της υπό κρίση έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/20/2019
Καταβολή αποδοχών - νόμιμος τόκος υπερημερίας...:Όπως προκύπτει από το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της, αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες, των οποίων έγινε δεκτή η αγωγή, τα αναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοσή της. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του ν. 496/1974, που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10.7.1944), ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων, συμφέρον το οποίο, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 §2 του ν.δ. 496/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, που δε βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις διατάξεις των άρθρων 20 §1 του Συντάγματος και 6 §1 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 §1 του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου (Α.Π. 992/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί η πιο πάνω ουσιαστική διάταξη και επιδίκασε τα χρηματικά ποσά, που δέχθηκε ως οφειλόμενα, με το νόμιμο τόκο, αορίστως, ήτοι με το συνήθη τόκο υπερημερίας και όχι προς 6%, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο λόγος αυτός της έφεσης. Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναγνωρισθεί ότι το εκκαλούν – εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους εφεσίβλητους – ενάγοντες τα χρηματικά ποσά, που τους επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.
ΝΣΚ/39/2017
Χρόνος παραγραφής αξίωσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά τραπεζικού ιδρύματος, από εγγυητική επιστολή αορίστου χρόνου.Η αξίωση του Δημοσίου από τραπεζική εγγυητική επιστολή αόριστης διάρκειας που εξέδωσε η Τράπεζα Κ. υπέρ του πράκτορα κρατικών λαχείων Μ.Κ., παραγράφεται μετά εικοσαετία από το τέλος του έτους κατά το οποίο λαμβάνει χώρα η ταμειακή βεβαίωση της αξίωσης το Δημοσίου (ομοφ.)
ΕΣ/ΑΠΟΦΑΣΗ/ΤΜ.1/264/2018
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Αίτηση ακύρωσης της της 49/20.1.2014 απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (...)Τέλος, απορριπτέοι είναι και οι ισχυρισμοί του περί αδυναμίας εκμίσθωσης των κατοικιών λόγω της μείωσης του τουρισμού συνεπεία της οικονομικής κρίσης, ενόψει και του γεγονότος ότι από το προσκομισθέν αντίγραφο βιβλίου κίνησης πελατών προκύπτει ότι κατά τα έτη 2011 – 2014, που ακολούθησαν μετά τον έλεγχο, η επιχείρηση παρουσιάζει έσοδα από εκμισθώσεις κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Επικουρικά δε ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα υπολογίστηκε ως χρόνος μη λειτουργίας της επιχείρησης το σύνολο του χρονικού διαστήματος που προαναφέρθηκε (18.6.2009 έως 6.12.2010), αφού έπρεπε να ληφθεί υπόψη μόνο ο χρόνος από το τέλος της τουριστικής περιόδου. Ο λόγος αυτός είναι επίσης απορριπτέος, διότι, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, αφού δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια ο χρόνος κατά τον οποίο θεωρεί ο εκκαλών ότι μη νόμιμα καταλογίζεται, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι αυτός ανέλαβε την υποχρέωση να λειτουργεί η επιχείρησή του ορισμένη μόνο χρονική περίοδο κατά τη διάρκεια του έτους. Μειοψήφησε η εισηγήτρια της υπόθεσης, Προεδρεύουσα Σύμβουλος του Τμήματος, Μαρία Αθανασοπούλου, που διατύπωσε τη γνώμη ότι δεν συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση διακοπής της λειτουργίας της επιχείρησης και παραβίασης των μακροχρόνιων υποχρεώσεων του εκκαλούντος, δοθέντος ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε ολοκληρωθεί η επένδυση και είχε αρμοδίως πιστοποιηθεί η ολοκλήρωσή της, βρισκόταν δε σε πλήρη ετοιμότητα και λειτουργία, προκειμένου να δεχτεί πελάτες. Οι επικαλούμενες από τη Διοίκηση παρατυπίες, στις οποίες και ερείδεται το πόρισμά της περί μη παραγωγικής λειτουργίας της επιχείρησης είναι μη ουσιώδεις και δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμιμη αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, ως μη συνιστώσες βαρύνουσα δημοσιονομική παράβαση, ενόψει δε του ότι η επιχείρηση αυτή λειτουργεί έκτοτε αδιαλείπτως, δεν δικαιολογούν, κατ’ εφαρμογήν και της αρχής της αναλογικότητας, το ύψος του προς ανάκτηση ποσού. Πλην όμως, η γνώμη αυτή δεν εκράτησε.Απορρίπτει την έφεση.