ΥΠΕΣ/6969/2010
Τύπος: Έγγραφα
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΑΕΔ/2/2012
Ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 91 παρ. 3 του Ν. Δ/τος 321/1969, η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντιθέτων αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.(...)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 954/2011 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και 1270/1983 του Αρείου Πάγου και εμμέσως και από τις υπ' αριθμ. 882/1980, 1294/1983, 941/1988, 535/1992 1010/1993 1110/1994 όμοιες του Αρείου Πάγου ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ/τος 321/1969.
Αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ/τος 321/1969, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.
ΙΚΑ/Α23/269/37/2011
ΕΓΚ/91/2011 ΘΕΜΑ : α) «Υπαγωγή στην ασφάλιση του Κλάδου Ασθένειας (σε είδος και σε χρήμα) του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. καθώς και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. κατά το χρόνο της Ειδικής Άδειας Προστασίας της Μητρότητας». β) «Αναγνώριση αναδρομικά στην ασφάλιση του Κλάδου Ασθένειας (σε είδος και σε χρήμα) του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ της Ειδικής Άδειας Προστασίας της Μητρότητας που χορηγήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 3-4-2008 έως 5-8-2011, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 36 του Ν. 3996/5-8-2011»
ΣΧΕΤ.: 1. Οι διατάξεις του άρθρου 142 του Ν.3655/2008 (ΦΕΚ 58 /3-4-08 τ.Α΄) 33/9-5-08 τ.Β’) 2. Η υπ’αριθμ. 33891/606/7-5-2008 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας(ΦΕΚ 833) 3. Οι υπ’ αριθμ. Φ.40021/οικ19458/2380/11-8-2011 και Φ.40021/23219/2780/24-10-2011 ερμηνευτικές εγκύκλιοι της ΓΓΚΑ. 4. Η υπ΄ αριθμ. 20/2009 εγκύκλιος της Δ/σης ΙΚΑ-ΕΤΑΜ
ΣτΕ/ΟΛΟΜ/953/2011
H διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, με συνέπεια οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαυές οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 90 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου πενταετή παραγραφή..7. Επειδή, ενόψει του ανακύπτοντος ζητήματος της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και της υπάρξεως αποφάσεων του Αρείου Πάγου (Α.Π. 588/2007, 145, 250, 363/2006), που δέχονται ως προς το ζήτημα αυτό, γνώμη αντίθετη προς εκείνη, η οποία έγινε δεκτή στην πέμπτη σκέψη, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της κρινομένης υποθέσεως και να παραπεμφθεί το ζήτημα τούτο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (ΦΕΚ Α΄ 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προς άρση της αμφισβητήσεως.
ΝΣΚ 18/2024
Ερωτάται: α) Πώς διαμορφώνεται η υπηρεσιακή κατάσταση των μελών Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.) και Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) των Α.Ε.Ι. ως προς το όριο των πρόσθετων αμοιβών από τη συμμετοχή τους σε έργα/προγράμματα των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε) των Α.Ε.Ι., τα οποία χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από διεθνείς ή ιδιωτικούς πόρους και, συγκεκριμένα, εάν οι εν λόγω αμοιβές υπάγονται στο όριο αμοιβών του άρθρου 104 παρ. 2 του Συντάγματος. β) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρόσθετες αυτές αμοιβές εξαιρούνται από το όριο αποδοχών της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του ν. 4354/2015, σύμφωνα με το άρθρο 246 παρ. 3 του ν. 4957/2022, αν αυτές υπόκεινται σε κάποιο άλλο όριο αμοιβών, όπως το ύψος αμοιβής του Προέδρου του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 14 του ν. 2703/1999, όπως αυτό ερμηνεύεται από το άρθρο 34 παρ. 4 του ν. 2768/1999 ή το όριο πρόσθετων αμοιβών κατά το άρθρο 15 του ν. 2703/1999.(..) α) Οι πρόσθετες αποδοχές - αμοιβές των μελών Ε.Ε.Π. και Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι. από τη συμμετοχή τους σε έργα/προγράμματα (ερευνητικά, αναπτυξιακά και εκπαιδευτικά) των Ε.Λ.Κ.Ε. του Α.Ε.Ι. στο οποίο υπηρετούν ή άλλου Α.Ε.Ι., που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από διεθνείς ή ιδιωτικούς πόρους, δεν υπόκεινται στο προβλεπόμενο από τη συνταγματική διάταξη του άρθρου 104 παρ.2 ανώτατο όριο αμοιβών (ομόφωνα). β) Οι πρόσθετες αυτές αποδοχές εξαιρούνται από το ανώτατο όριο του άρθρου 28 του ν. 4354/2015, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 246 του ν. 4957/2022, όπως η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 30 του ν.5029/2023, οι οποίες δεν επιτρέπουν την εφαρμογή προγενέστερων διατάξεων που όριζαν διαφορετικά ή έθεταν άλλο όριο αμοιβών (ομόφωνα).
ΕλΣυν/Τμ.1(ΚΠΕ)/10/2017
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ(...)Με δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι: Α) Ο πρώτος λόγος διαφωνίας είναι βάσιμος, καθόσον από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του ανωτέρω πρώην υπαλλήλου από την υπηρεσία (22.10.2012), οπότε και γεννήθηκε η αξίωσή του για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης από τον ανωτέρω Δήμο, δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε άρνησης ή καθυστέρησης του Δήμου που να παρακώλυσε τη δικαστική της επιδίωξη, έχουν παρέλθει άπρακτα δύο (2) έτη (στις 23.10.2014), με συνέπεια η αξίωση αυτή να έχει παραγραφεί, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας (πρβλ. ΕΣ Ι Τμ. πράξη 51/2015). Είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η σχετική παραγραφή είναι πενταετής και όχι διετής, κατ΄ επίκληση της 1359/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου και του 2/66451/0026/20.7.2016 εγγράφου του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, που περιήλθε στον Δήμο στις 13.10.2016 (αριθμ. πρωτ. 11357), με το 13023/12.10.2016 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Διοίκησης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης, σύμφωνα με τα οποία η κατά ν.π.δ.δ. αξίωση υπαλλήλου του με σχέση ΙΔΑΧ για λήψη της όμοιας με την επίμαχη αποζημίωσης του άρθρου 55 παρ. 1 του π.δ. 410/1988 υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή της παρ. 1 του άρθρου 48 του Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν.δ. 496/1974) και όχι στη διετή παραγραφή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Και τούτο, διότι ο χρόνος παραγραφής της κατά του ανωτέρω Δήμου επίμαχης αξίωσης του φερόμενου ως δικαιούχου του ελεγχόμενου Χ.Ε. υπαλλήλου δεν ορίζεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ν.δ. 496/1974 αλλά, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω στη σκέψη ΙΙ, από την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν.2362/1995), που ορίζει ότι υπόκεινται σε διετή παραγραφή οι κατά των Δήμων αξιώσεις υπαλλήλων τους για αποζημιώσεις κάθε φύσης (ΑΠ 787/2007). Αβάσιμος είναι, επίσης, και ο ισχυρισμός του Δήμου ότι, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η παραγραφή είναι διετής, η επίμαχη αξίωση δεν έχει παραγραφεί, δεδομένου ότι γεννήθηκε στις 18.7.2016, οπότε εκδόθηκε η οριστική απόφαση απονομής κύριας σύνταξης στον ανωτέρω υπάλληλο (1677/18.7.2007 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος …kτου ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), με την οποία και διαπιστώθηκε ότι πράγματι ο υπάλληλος αυτός είχε συμπληρώσει τις προϋποθέσεις λήψης κύριας σύνταξης, καθώς, όπως έχει γίνει δεκτό με την 60/2014 πράξη του Κλιμακίου, μόνο η προμνησθείσα απόφαση και όχι η απόφαση απονομής προσωρινής σύνταξης σ΄ αυτόν από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό καταβολής της επίμαχης αποζημίωσης.
ΣΤΕ 1210/2010
ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Αίτηση ακύρωσης της Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως έχει προεκτεθεί, η Διοίκηση επιτρεπτώς κατέστησε περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης μόνο το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, χωρίς να θεσπίσει η ίδια περαιτέρω ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης των προμηθευτών προς τη ρύθμιση αυτή. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Φ. Αρναούτογλου, Ε. Νίκα και Ι. Γράβαρη η πιο πάνω κανονιστική ρύθμιση, στην οποία δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα κριτήρια εφαρμογής της, είναι αόριστη και, κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός.ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού (περ. 3 α). Η ανωτέρω διάταξη τέθηκε σύμφωνα με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου (και όχι με την 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προβάλλουν οι αιτούσες), με την οποία κρίθηκε ως καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών που ορίζει ότι η τράπεζα «μπορεί κατά την κρίση της να επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού». Ο Άρειος Πάγος έκρινε τον όρο καταχρηστικό ως αντικείμενο στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και ια΄ του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, λόγω της ανάγκης προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη από τις απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή τις ρήτρες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, στοιχεία που είναι συνήθως τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο πελάτης κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και λόγω της αδιαφάνειάς του. Ο Άρειος Πάγος έκρινε περαιτέρω ότι, όταν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ένας τέτοιος αδιαφανής όρος για τη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του υποψήφιου καταναλωτή οδηγεί στην κήρυξη ως άκυρου του σχετικού όρου, ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του όρου στην πράξη από τον προμηθευτή θα αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Προβάλλεται ότι, εφόσον ο όρος χαρακτηρίστηκε καταχρηστικός μόνο για λόγους αδιαφάνειας, η απαγόρευση συλλήβδην της χρήσης του χωρίς να αναφέρεται η προϋπόθεση της διαφάνειας δεν αποτυπώνει ορθώς το δεδικασμένο και τίθεται καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Σύμφωνα όμως με τα ανωτέρω, το περιεχόμενο του γενικού όρου συναλλαγών που απαγορεύεται με την κανονιστική ρύθμιση συμπίπτει με τον όρο που κρίθηκε καταχρηστικός με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου, στην απόφαση αυτή δεν τίθενται όροι και προϋποθέσεις, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Tελική διάταξη. Προβάλλεται ότι η τελική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία ορίζεται ότι «Η απαγόρευση χρήσης των παραπάνω όρων περιλαμβάνει και τροποποιημένες διατυπώσεις ή συναφείς χαρακτηρισμούς που δεν αναιρούν ωστόσο το στίγμα της καταχρηστικότητας» έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης και διευρύνει υπέρμετρα τον περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων θέτοντας απαγορεύσεις και σε άλλες περιπτώσεις, τις οποίες δεν εξειδικεύει, κατά παράβαση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) που επιβάλλει βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου στους επιτρεπόμενους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει στην αποφυγή καταστρατήγησης των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης και έχει την έννοια ότι απαγορεύεται η αναγραφή όρων στις ρυθμιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση συμβάσεις, οι οποίοι, παρά τη διαφορετική ονομασία ή διατύπωση τους, αποτελούν, κατ’ ουσίαν, όρους ταυτόσημους με τους απαγορευθέντες με την απόφαση αυτή ως καταχρηστικούς. Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτή δεν διευρύνεται η κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Δεν θα ήταν, εξ άλλου, εφικτό να προβλέπονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι διαφορετικοί όροι που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να δηλώσει τους όρους, την αναγραφή των οποίων αυτή απαγορεύει. Κατά τη συγκλίνουσα, εξ άλλου, γνώμη του Συμβούλου Δ. Γρατσία η πιο πάνω διάταξη της προσβαλλλόμενης υπουργικής απόφασης στηρίζεται επαρκώς στη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και, κατά συνέπεια, περιέχει επιτρεπτώς πρωτότυπη κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/62/2017
Αποζημίωση υπαλλήλου ΙΔΑΧ λόγω συνταξιοδότησής. (..) Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι Υπάλληλος Δήμου (ΟΤΑ) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), ο οποίος δεν έχει υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου για κύρια σύνταξη και έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης κύριας σύνταξης, έχει αξίωση κατά του Δήμου για αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 204 του ΚΚΔΚΥ, η οποία παραγράφεται μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την επομένη της ημερομηνίας γένεσής της, που είναι η ημερομηνία που συντελείται το πραγματικό γεγονός της αποχώρησης του υπαλλήλου από την υπηρεσία, εκτός αν η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης παρακωλύεται από σχετική άρνηση ή καθυστέρηση του Δήμου...(..)Με δεδομένα αυτά η αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου πρώην υπαλλήλου του Δήμου ... έχει παραγραφεί, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την αναπληρώτρια Επίτροπο, καθόσον από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του ανωτέρω υπαλλήλου από την υπηρεσία (7.1.2013), οπότε και γεννήθηκε η αξίωσή του για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης από τον προαναφερθέντα Δήμο, δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε άρνησης ή καθυστέρησης του Δήμου που να παρακώλυσε τη δικαστική της επιδίωξη, συμπληρώθηκε στις 8.1.2015 η παρέλευση άπρακτων δύο (2) ετών. Περαιτέρω, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η σχετική παραγραφή είναι πενταετής και όχι διετής κατ’ επίκληση της 1359/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου και του 2/66451/0026/20.7.2016 εγγράφου του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με τα οποία η κατά ν.π.δ.δ. αξίωση υπαλλήλου του με σχέση ΙΔΑΧ για λήψη της όμοιας με την επίμαχη αποζημίωσης του άρθρου 55 παρ. 1 του π.δ. 410/1988 (Α΄ 191) υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν.δ. 496/1974) και όχι στη διετή παραγραφή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Αυτό διότι, κατά το άρθρο 276 παρ. 2 του Kώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, για το χρόνο παραγραφής της επίμαχης αξίωσης του φερόμενου ως δικαιούχου του ελεγχόμενου Χ.Ε. πρώην υπαλλήλου κατά του Δήμου ... εφαρμοστέα είναι η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν.2362/1995), σύμφωνα με την οποία οι αξιώσεις των υπαλλήλων (του Δήμου εν προκειμένω) για αποζημιώσεις κάθε φύσης, συνεπώς και της επίμαχης, που δεν είναι μέρος των αποδοχών του υπαλλήλου, ούτε απολαβή, υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε και αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά φέρει χαρακτήρα έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης αυτού κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία (πρβλ. ΑΠ 1359/2015), υπόκεινται σε διετή παραγραφή.
ΑΠ/203/2008
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ-έμμισθη εντολή-τόκοι υπερημερίας:Κατά το άρθρο 579 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, διατάσσεται με την αναιρετική απόφαση ύστερα από αίτηση του αναιρεσείοντος, που υποβάλλεται με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, η επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως κατάσταση παραδεκτώς υποβάλλεται και με τις προτάσεις του αναιρεσείοντος που έχουν κατατεθεί μέχρι την προηγουμένη της συζητήσεως, η δε ρύθμιση του άρθρου 570 παρ. 1 του ΚΠολΔ, περί του χρόνου της κατ' εξαίρεση στην αναιρετική διαδικασία κατάθεσης προτάσεων (20 ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο), δεν καταλαμβάνει το αίτημα αυτό, αλλά ισχύει μόνο όταν σε αυτές περιέχονται ενστάσεις κατά του παραδεκτού και του εμπροθέσμου της αιτήσεως αναιρέσεως και των πρόσθετων λόγων, όπως ρητώς ορίζεται. Επομένως, και στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση της αναιρεσείουσας "......", που περιέχεται στις από 23-11-2007 προτάσεις της, τις οποίες κατέθεσε την αυτή χρονολογία, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέως, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν την εκούσια εκτέλεση από αυτόν της πρωτόδικης απόφασης, που επικυρώθηκε από την πιο πάνω αναιρούμενη απόφαση του Εφετείου, παραδεκτώς υποβλήθηκε και πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν, διότι από την προσκομιζόμενη με επίκληση εξοφλητική απόδειξη (ένταλμα με αριθμό .........) προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα σε εκτέλεση της αναιρούμενης απόφασης κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο: α) 1) ποσό 802,29 ευρώ, για τόκους από 7-11-2002 επί του ποσού των 6.450,12 ευρώ, 2) ποσό 261,61 ευρώ για τόκους τόκων επί του ως άνω ποσού των τόκων που αφορούν διάστημα από 3-9-2003 έως 15-11-2006 και έκτοτε νομιμότοκα μέχρις εξοφλήσεως. Την ίδια ημέρα με το υπ' αριθμ. .... Γραμμάτιο Είσπραξης ο αναιρεσίβλητος κατέβαλε στην αναιρεσείουσα το ποσό των 225,55 ευρώ για φόρο και χαρτόσημο του πιο πάνω ποσού. Επίσης από το υπ' αριθμ. ....... ένταλμα πληρωμής προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα κατέβαλε επιπλέον και το ποσό των 658,53 ευρώ, που αντιστοιχεί στα τέλη λήψεως απογράφου, δαπάνη για επίδοση επιταγής; επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη και δαπάνη για σύνταξη επιταγής. Επομένως σε εκτέλεση της αναιρούμενης απόφασης ο αναιρεσίβλητος εισέπραξε το συνολικό ποσό των 1496,88 ευρώ (1.063,90+658,53=1.722,43-225,55=1.496,88) ευρώ, γεγονός εξάλλου που δεν αμφισβητεί, το οποίο και πρέπει να επιστρέψει αυτός στην αναιρεσείουσα, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει να υποχρεωθεί προς τούτο κατά παραδοχή του άνω αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση, ως κατ' ουσίαν βάσιμης.