Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΥΜΕ/56484/1451/2007

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 50268/2007
ΦΕΚ: 94/Β/25.01.2008

Διάθεση ποσού από το αποθεματικό της ΕΕΤΤ στον ειδικό λογαριασμό του ν.δ. 638/1970 (Α΄ 173), όπως ισχύει, για την κάλυψη των δαπανών του έτους 2008 σχετικά με τον έλεγχο του εξοπλισμού, που τίθεται ή πρόκειται να τεθεί στην αγορά, όσον αφορά στην ηλεκτρομαγνητική συμβατότητα.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

2/45783/0022/2008

Καθορισμός αμοιβής των μελών των Μικτών Συνεργείων Ελέγχου για τη διαπίστωση τήρησης των διατάξεων της υπ’ αριθμ. 50268/5137/07 (Β΄ 1853) κοινής υπουργικής απόφασης για την Ηλεκτρομαγνητική Συμβατότητα όσον αφορά τον έλεγχο του εξοπλισμού που τίθεται ή πρόκειται να τεθεί στην αγορά, σε όλες τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις της Χώρας


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/404/2022

ΑΓΟΡΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΑΠΟ ΔΗΜΟ:Συγκεκριμένα, η μεν έκθεση της εκτιμητικής εταιρείας … LTD, που προσκομίσθηκε στο Κλιμάκιο, είναι ανεπίκαιρη και δεν αντικατοπτρίζει τις παρούσες οικονομικές συνθήκες και την τρέχουσα αξία του ακινήτου ..., δοθέντος ότι προσδιορίζει την αγοραία αξία αυτού στις 30.12.2017, ήτοι σε χρονικό σημείο προ τριετίας από τον χρόνο έγκρισης από το Δημοτικό Συμβούλιο της περαιτέρω δρομολόγησης της διαδικασίας για τη σύναψη της σχετικής σύμβασης (14.12.2020), η δε έκθεση πιστοποιημένου εκτιμητή, που αναφέρεται ότι συντάχθηκε για λογαριασμό της …, δεν προσκομίζεται καν. Εκ τούτων παρέπεται ότι εν τοις πράγμασι δεν τηρήθηκε ο συγκεκριμένος ουσιώδης τύπος της διαδικασίας μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου που έχει τεθεί για τη μείζονα διασφάλιση των συμφερόντων του Δήμου. Η πλημμέλεια αυτή αξιολογείται ως ουσιώδης, καθόσον η τήρηση του εν λόγω τύπου, ήτοι η αγορά ακινήτου αντί τιμήματος που αντιστοιχεί στην τρέχουσα -κατά τον χρόνο λήψης της σχετικής απόφασης- κατάσταση της αγοράς, όπως αυτή έχει αξιολογηθεί από το πλέον ενδεδειγμένο για την εξαγωγή σχετικών εκτιμήσεων όργανο, συναρτάται άμεσα με την αρχή της οικονομικότητας, η οποία διέπει τη δράση και των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ(...)η πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου αποτελεί το κρίσιμο μέγεθος για την αξιολόγηση της προσφερόμενης τιμής αυτού ως συμφέρουσας και την ολοκλήρωση της συναλλαγής, όχι η αντικειμενική αξία του ακινήτου, η οποία θεσπίστηκε αποκλειστικά και μόνο για τον προσδιορισμό του σχετικού φόρου μεταβίβασης(...)Κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος για έλεγχο συμβολαίου αγοράς ακινήτου από τον Δήμο Αθηναίων αντί τιμήματος 1.565.000,00 ευρώ.


ΣΤΕ/2799/2013

Μεταφράσεις αλλοδαπών εγγράφων:..Επειδή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 π.δ/τος 169/2002, η οποία κάνει λόγο περί μεταφράσεων “για λογαριασμό οποιασδήποτε δημόσιας αρχής”, μεταφράσεις ξενογλώσσων κειμένων, προερχόμενες από πρόσωπα που έχουν αποδεδειγμένα την ιδιότητα του πτυχιούχου του ανωτέρω Τμήματος του ... Πανεπιστημίου (και, συνεπώς, έχουν τύχει εξειδικευμένης, από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα παρεχομένης εκπαιδεύσεως στο αντικείμενο αυτό), είναι υποχρεωτικώς ληπτέες υπ’ όψιν από τον ... κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, ελλείψει σχετικής, ειδικής ρυθμίσεως σ’ επίπεδο νόμου ή κανονιστικής διοικητικής πράξεως. Και τούτο, διότι δεν μπορεί ερμηνευτικώς να συναχθεί αντίθετο συμπέρασμα, υπέρ του αποκλειστικού δηλαδή χαρακτήρα των ρυθμίσεων του αρ. 53 ν.δ/τος 3026/1954 ή της νομοθεσίας για την Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ρυθμίσεων περιοριστικών κατά τούτο της επαγγελματικής ελευθερίας αυτής της κατηγορίας προσώπων. Συγκεκριμένα, ο νομοθέτης του Κώδικα δικηγόρων, αλλά και του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών (που επαναλαμβάνει ταυτόσημες ρυθμίσεις των προϊσχυσάντων σχετικών νομοθετημάτων) δεν είχε υπ’ όψιν του τις εν τω μεταξύ εξελίξεις και την παραγωγή σ’ επαρκή βαθμό εξειδικευμένων επιστημόνων οι οποίοι παρέχουν τα εχέγγυα για την αξιόπιστη άσκηση και αυτής της ειδικώτερης πτυχής της (αρρύθμιστης γενικώς) επαγγελματικής δραστηριότητας του μεταφραστή χωρίς το δημόσιο συμφέρον να διακυβεύεται. Αυτός δε ο ερμηνευτικός χειρισμός των εν λόγω διατάξεων σε σχέση με το άρ. 1 π.δ/τος 169/2002 συμπορεύεται και με την συνταγματικώς κατοχυρωμένη επαγγελματική ελευθερία (άρ. 5 παρ. 1), η οποία είναι δεκτική περιορισμών μόνον αν αυτοί είναι ρητώς εκπεφρασμένοι στον νόμο και – επί πλέον – έχουν τεθεί για την επιδίωξη σκοπού ενεστώτος δημοσίου συμφέροντος. (...)κατόπιν αυτών η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή, ν’ ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη, ν’ απορριφθούν οι λοιποί λόγοι ως αλυσιτελείς, η δε υπόθεση ν’ αναπεμφθεί στην Διοίκηση για νέα, νόμιμη κρίση.


ΣΤΕ/434/2012

Επειδή, όπως εκτέθηκε στην έβδομη σκέψη, η κατ’ άρθρο 30 παρ.1 του ν. 2040/1992 εισφορά προβλέφθηκε για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων του Οργανισμού ... για μια σειρά υπηρεσιών, τις οποίες ο Οργανισμός αυτός προσέφερε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν.δ. 3853/1958, στους τομείς της γεωργικής παραγωγής, της μεταποίησης και της εμπορίας του βάμβακος, δηλαδή όχι μόνο προς τους παραγωγούς βάμβακος αλλά και προς τις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις, όπως η αναιρεσείουσα. Όπως προκύπτει από την απόφαση της 20.7.1999 της Επιτροπής, ορισμένες από τις υπηρεσίες αυτές δεν ενέπιπταν στην έννοια της κατ’ άρθρο 92 της Συνθήκης κρατικής ενίσχυσης, από δε τις λοιπές η διαδικασία του άρθρου 93 παρ. 3 της Συνθήκης κινήθηκε από την Επιτροπή μόνο για τις υπηρεσίες πιστοποίησης και ελέγχου της ποιότητας του βάμβακος καθώς και για τις χρηματοδοτικές επιδοτήσεις στις μονάδες εκκόκκισης μέσω διαρθρωτικών προγραμμάτων..οι οποίες και τελικώς κρίθηκαν, αυτές καθαυτές, καθώς και ο τρόπος χρηματοδότησής τους με την ένδικη εισφορά, συμβατές με την κοινή αγορά. Εν όψει τούτων, η διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της διάταξης του άρθρου 93 παρ. 3 της Συνθήκης δεν θα μπορούσε να αποτελέσει, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, τη νομική βάση για την επιστροφή στην αναιρεσείουσα εκκοκκιστική επιχείρηση του συνόλου της εισφοράς που είχε καταβάλει κατά το ένδικο χρονικό διάστημα για τις παρεχόμενες από τον Οργανισμό ... υπηρεσίες, παρά μόνο εκείνου του μέρους της εισφοράς που αναλογούσε στις υπηρεσίες για τις οποίες η Επιτροπή κίνησε την διαδικασία του άρθρου 93 της Συνθήκης, εφόσον το μέρος αυτό μπορούσε επαρκώς να προσδιορισθεί από την αναιρεσείουσα και να τεθεί υπό το δικαστικό έλεγχο. (...)Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι το εφετείο όφειλε να ελέγξει τη νομιμότητα της ένδικης εισφοράς από την άποψη του άρθρου 92 της Συνθήκης, παρά την απόφαση της 20.7.1999 της Επιτροπής με την οποία η εισφορά αυτή, ως τρόπος χρηματοδότησης κρατικών ενισχύσεων, κρίθηκε νόμιμη. 


ΣΤΕ 1210/2010

ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Αίτηση ακύρωσης της  Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως έχει προεκτεθεί, η Διοίκηση επιτρεπτώς κατέστησε περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης μόνο το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, χωρίς να θεσπίσει η ίδια περαιτέρω ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης των προμηθευτών προς τη ρύθμιση αυτή. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Φ. Αρναούτογλου, Ε. Νίκα και Ι. Γράβαρη η πιο πάνω κανονιστική ρύθμιση, στην οποία δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα κριτήρια εφαρμογής της, είναι αόριστη και, κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός.ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού (περ. 3 α). Η ανωτέρω διάταξη τέθηκε σύμφωνα με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου (και όχι με την 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προβάλλουν οι αιτούσες), με την οποία κρίθηκε ως καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών που ορίζει ότι η τράπεζα «μπορεί κατά την κρίση της να επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού». Ο Άρειος Πάγος έκρινε τον όρο καταχρηστικό ως αντικείμενο στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και ια΄ του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, λόγω της ανάγκης προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη από τις απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή τις ρήτρες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, στοιχεία που είναι συνήθως τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο πελάτης κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και λόγω της αδιαφάνειάς του. Ο Άρειος Πάγος έκρινε περαιτέρω ότι, όταν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ένας τέτοιος αδιαφανής όρος για τη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του υποψήφιου καταναλωτή οδηγεί στην κήρυξη ως άκυρου του σχετικού όρου, ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του όρου στην πράξη από τον προμηθευτή θα αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Προβάλλεται ότι, εφόσον ο όρος χαρακτηρίστηκε καταχρηστικός μόνο για λόγους αδιαφάνειας, η απαγόρευση συλλήβδην της χρήσης του χωρίς να αναφέρεται η προϋπόθεση της διαφάνειας δεν αποτυπώνει ορθώς το δεδικασμένο και τίθεται καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Σύμφωνα όμως με τα ανωτέρω, το περιεχόμενο του γενικού όρου συναλλαγών που απαγορεύεται με την κανονιστική ρύθμιση συμπίπτει με τον όρο που κρίθηκε καταχρηστικός με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου, στην απόφαση αυτή δεν τίθενται όροι και προϋποθέσεις, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Tελική διάταξη. Προβάλλεται ότι η τελική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία ορίζεται ότι «Η απαγόρευση χρήσης των παραπάνω όρων περιλαμβάνει και τροποποιημένες διατυπώσεις ή συναφείς χαρακτηρισμούς που δεν αναιρούν ωστόσο το στίγμα της καταχρηστικότητας» έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης και διευρύνει υπέρμετρα τον περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων θέτοντας απαγορεύσεις και σε άλλες περιπτώσεις, τις οποίες δεν εξειδικεύει, κατά παράβαση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) που επιβάλλει βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου στους επιτρεπόμενους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει στην αποφυγή καταστρατήγησης των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης και έχει την έννοια ότι απαγορεύεται η αναγραφή όρων στις ρυθμιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση συμβάσεις, οι οποίοι, παρά τη διαφορετική ονομασία ή διατύπωση τους, αποτελούν, κατ’ ουσίαν, όρους ταυτόσημους με τους απαγορευθέντες με την απόφαση αυτή ως καταχρηστικούς. Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτή δεν διευρύνεται η κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Δεν θα ήταν, εξ άλλου, εφικτό να προβλέπονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι διαφορετικοί όροι που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να δηλώσει τους όρους, την αναγραφή των οποίων αυτή απαγορεύει. Κατά τη συγκλίνουσα, εξ άλλου, γνώμη του Συμβούλου Δ. Γρατσία η πιο πάνω διάταξη της προσβαλλλόμενης υπουργικής απόφασης στηρίζεται επαρκώς στη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και, κατά συνέπεια, περιέχει επιτρεπτώς πρωτότυπη κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΣΤΕ/1890/2019

Συντάξεις- αντισυνταγματικότητα:..Επειδή, στο άρθρο 95 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (παρ. 1 εδ. α΄) και ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει (παρ. 4). Ειδικώς δε ως προς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως, η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, ακολουθώντας προηγούμενες όμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις [βλ. ταυτάριθμα άρθρα του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (Α΄ 273)και του ν.δ. 170/1973 (Α΄ 229)], ορίζει στην παρ. 1 ότι: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την ανωτέρω διάταξη, την οποία (όπως και τις προγενέστερες) το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφάρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης...». Με τη νέα διάταξη δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. (ΣτΕ 851/2018 Ολομ., 481/2018 Ολομ., 2287-2288/2015 Ολομ. κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τους λόγους για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως και τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων επικουρικών συντάξεων, των οποίων ο επανυπολογισμός θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατʼ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως (άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989), τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως. Τούτο δε, κατʼ εξάντληση του απώτατου χρονικού ορίου περιορισμού του ακυρωτικού αποτελέσματος που επιτρέπει ο νόμος (χρόνος προγενέστερος εκείνου της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως), πέραν του οποίου τίθεται ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι, ορίζοντας το εν λόγω άρθρο ότι: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», απαγορεύει την - σε συμμόρφωση μάλιστα με δικαστική απόφαση - εφαρμογή νόμου μετά την κρίση αυτού ως αντίθετου προς το Σύνταγμα..Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλη, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή και Αγ. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 4003/2014, σκέψη 14), oι ρυθμίσεις των διατάξεων των παρ. 3 α, β και γ του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989 αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατʼ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει, αφενός, τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον, να καθορίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως μεταγενέστερο και από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, κατʼ απόκλιση των οριζομένων στην περίπτωση 3 β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989. Στην προκειμένη περίπτωση, εν όψει του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος να υφίσταται νόμιμο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4387/2016 πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη, αφού λάβει γνώση του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασης, να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος που αφορούν οι κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις.