ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/624/2021
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Δημοσιονομική διόρθωση δααπανών...Τέλος, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον οι δήθεν παρατυπίες που διαπιστώθηκαν δεν συνιστούν συστημικής φύσεως παρατυπίες αλλά μεμονωμένες παραβάσεις λαμβανομένου υπόψη ότι η εκκαλούσα υλοποίησε επιτυχώς την Πράξη, εφόσον ούτε ματαιώθηκε η εκτέλεσή της ούτε κατέστη μη λειτουργική, ενώ περαιτέρω ουδεμία ζημία προκλήθηκε από τις επισημανθείσες παρατυπίες. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δοθέντος ότι η παραβίαση των υποχρεώσεων της δικαιούχου, αναφορικά με τους όρους ένταξης της πράξης, συνεπάγεται, ενόψει της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, την διόρθωση των λογαριασμών, ενώ απλώς και μόνο το γεγονός ότι η πράξη έχει υλοποιηθεί δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την καταβολή της ενίσχυσης, εφόσον η δικαιούχος όφειλε να παραδώσει στο σύνολο και τα επιμέρους παραδοτέα, όπως είχε δεσμευτεί να πράξει με την υπογραφή της οικείας σύμβασης. Εξάλλου, το ύψος της επιβληθείσας δημοσιονομικής διόρθωσης δεν υπερβαίνει, και δη προδήλως ένα εύλογο όριο, εφόσον ευρίσκεται σε συνάφεια με τις επιμέρους διαπιστωθείσες πλημμέλειες και αντιστοιχεί είτε στην αξία των συγκεκριμένων δαπανών είτε σε μέρος μόνο της χρηματοδότησης που καταβλήθηκε στην εκκαλούσα για τα συγκεκριμένα παραδοτέα βάσει κατ’ αποκοπή συντελεστή 5%, ο οποίος είναι εκ των χαμηλοτέρων συντελεστών που δύνανται να επιβληθούν, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (βλ. Ι Τμ. 269/2020). Συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει ο προβαλλόμενος λόγος περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. Δ.Ε.Ε. διάταξη της 10.10.2012 «Ελλάδα κατά Επιτροπής», C- 497/11 σκ. 63-68, απόφαση της 15.9. 2005, «Ιρλανδία κατά Επιτροπής», C-199/03, σκ. 56-60, T-371/06, T-14/07, T 15/07 και T-332/07, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σκ. 77, Ε.Σ. Ολ. 1818/2014, Ι Τμ. 90/2012).Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος, η έφεση πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή κατά τα αναφερόμενα στην σκέψη 8, και να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη πράξη και να περιορισθεί το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης σε 3.762,16 ευρώ.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.1/1804/2011
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Με βάση τα παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Τμήμα κρίνει καταρχήν ότι νόμιμα η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης στηρίχθηκε στις διατάξεις της 907/052/2.7.2003 κοινή υπουργικής απόφασης, η οποία, όπως αναφέρθηκε, εφαρμόζεται και στην περίπτωση χρηματοδοτήσεων που έχουν ήδη καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της αλλά και στην περίπτωση που διαπιστωθεί αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή χρηματοδότησης κατά τη διενέργεια ελέγχου από την Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης ενός Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 2860/2000, όπως πράγματι συνέβη στην υπό κρίση υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία αυτή δε διαφέρει ουσιαστικά από την περιγραφόμενη στην 15954/(ππο)559/11.8.2006 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1266), που εκδόθηκε μεταγενέστερα και αφορά στην ανάκτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντων ποσών για την υλοποίηση προγραμμάτων συγχρηματοδοτούμενων στο πλαίσιο του Ε.Τ.Π.Α. του Γ΄ Κ.Π.Σ., μεταξύ άλλων, και του Ε.Π. «Ανταγωνιστικότητα». Εξάλλου, ούτε η εκκαλούσα επικαλείται ούτε από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει η επέλευση οποιασδήποτε βλάβης στα δικαιώματα της, που να οφείλεται ειδικά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος από την εκκαλούσα λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να ακυρωθεί ως ερειδόμενη σε ανίσχυρη κοινή υπουργική απόφαση είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, η εκκαλούσα, παρά το ότι στη συναφθείσα ως άνω από 25.11.2002 σύμβαση αλλά και στην από 23.8.2006 έκθεση ελέγχου φέρεται ως τελικός αποδέκτης, εντούτοις αποτελεί τον τελικό δικαιούχο της συγχρηματοδοτούμενης επένδυσης, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 9 (περίπτ. ιβ) του Κανονισμού (ΕΚ)1260/1999 και 1 (περίπτ. στ) του ν. 2860/2000, καθόσον αποτελεί το φορέα που είχε την ευθύνη υλοποίησης – με δική της οργάνωση και μέσα – της επένδυσης. Κατά συνέπεια, φέρει την ιδιότητα του δημοσίου υπολόγου, ευθυνόμενη για κάθε πταίσμα αναφορικά με τις παρατυπίες που διαπιστώνονται κατά την υλοποίηση της επένδυσης αυτής. (...)Ενόψει αυτών, κατά παραδοχή του αντίστοιχου λόγου με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη υπαιτιότητας ως προς τη διαπιστωθείσα παρατυπία, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτήν απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την έφεση λόγων. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης (άρθρα 56 παρ. 2 του π.δ/τος 774/1980 και 61 παρ. 5 του π.δ/τος 1225/1981), ενώ πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από την δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ., σε συνδυασμό προς το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006).
ΕΣ/ΑΠΟΦΑΣΗ/ΤΜ.1/444/2016
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Αίτηση ακύρωσης της 2949/0052/17.10.2014 απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης (...)Κατ` ακολουθία αυτών που προηγουμένως έγιναν δεκτά, νομίμως επιβλήθηκε η ως άνω δημοσιονομική διόρθωση καθόσον η εκκαλούσα δεν τήρησε την απορρέουσα από την παράγραφο 5 του άρθρου 18 της 192249/ΕΥΣ4057/2002 κυα και από την απόφαση υπαγωγής της επένδυσης στο ανωτέρω καθεστώς ενισχύσεων, υποχρέωση περί μη μεταβίβασης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων για μία πενταετία και επομένως η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/403/2021
Δημοσιονομική διόρθωση.Ύδρευση Δήμου..ζητείται η ακύρωση της 54763/Α. Πλ. 5980/24.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης ..Με τα δεδομένα αυτά, λόγω της σοβαρότητας της διαπιστωθείσας παρατυπίας, νομίμως αιτιολογήθηκε από την άποψη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, η ανάκτηση του συνόλου της σχετικής χρηματοδότησης, κατ’ άρθρο 2 του Κανονισμού 448/2001 (πρβ. απόφ. Πρωτοδικείου της 9.9.2008, Τ-349/06, Τ-371/06, Τ-14/07, Τ-332/07, Γερμανία κατά Επιτροπής, σκ. 77, απόφ. του Γενικού Δικαστηρίου της 13.7.2011, Τ-81/09, «Ελληνική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής», σκ. 68, ΕΣ Ι Τμ. 1823/2017, 3719/2014). Εξάλλου, η ευθύνη της ΔΕΥΑ ...., σε βάρος της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη πράξη, προκύπτει από την ιδιότητά της ως οιονεί καθολικού οιονεί διαδόχου της ΔΕΥΑ .... δυνάμει του άρθρου 107 παρ. 1 του ν. 3852/2010, υπεισερχόμενη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της τελευταίας (πρβλ. ΕΣ Ι Τμ. 1416/2017), ενώ, δεν ασκεί ουδεμία επιρροή η ύπαρξη ή μη υπαιτιότητάς της στην υλοποίηση του έργου, εφόσον, στο πλαίσιο των καθεστώτων ενίσχυσης, η δημοσιονομική διόρθωση αποτελεί διοικητικό μέτρο με αμιγώς αποκαταστατικό και όχι κυρωτικό χαρακτήρα και είναι ανεξάρτητη από τη συνδρομή πταίσματος εκ μέρους του τελικού δικαιούχου (Ε.Σ. Ι Τμ. 820/2018, 1994/2017, 1711, 1721, 1904/2016, ΔΕΕ της 18.11.1987, C-137/85, Maizena κ.λπ., σκ. 19-20). Επίσης, δεν νοείται απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας που ανάγονται στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του αναζητούμενου ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον, σε διαφορετική περίπτωση, θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (αποφ. Ι Τμ. Ε.Σ. 3368, 4992/2015, 1212, 2322, 2672/2014, πρβλ. Δ.Ε.Ε. C-290/91, Peter, αποφ. της 27ης Μαΐου 1993, σκ. 8 και C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, απόφ. της 21ης Σεπτεμβρίου 1983,σκ. 17 και 19). Με τα δεδομένα αυτά, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα περί παραβάσεως της αρχής της αναλογικότητας, της επιείκειας καθώς και περί οικονομικής καταστροφής της ΔΕΥΑ .... από την υποχρέωση επιστροφής του υπέρογκου ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η έφεση να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4129/2013).
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/388/2021
Εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων..Δημοσιονομική διόρθωση ...Με την έφεση αυτή, η εκκαλούσα επιδιώκει την ακύρωση της 2946/0052/17.10.2014 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. ...H προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, αφού στο σώμα αυτής δεν εξειδικεύεται η ακριβής αιτία του καταλογισμού, ήτοι σε τι έγκειται η παρανομία της ανάλωσης των απροβλέπτων, η δε παραπομπή στην έκθεση ελέγχου δεν αρκεί για την υποκατάσταση της ελλείπουσας αιτιολογίας, ενώ, περαιτέρω, δεν αναφέρεται ο επιμερισμός των πληρωμών κατά πηγή προέλευσης των εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ομοίως, ο ως άνω λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται ρητά ότι η δημοσιονομική διόρθωση ποσού 283.508,99 ευρώ, πλέον τόκων υπολογιζόμενων σύμφωνα με την Κανονισμό 794/2004 και την ΥΑ 448/0052/4.5.2011, επιβάλλεται λόγω μη ορθής ανάλωσης των απροβλέπτων, σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν.3669/2008, ενώ, όσον αφορά στον προσδιορισμό της παρανομίας της ανάλωσης του κονδυλίου απροβλέπτων, η προσβαλλόμενη ρητώς παραπέμπει στο σημείο Δ.2. της από 22-26/4/2013 οριστικής έκθεσης αποτελεσμάτων ελέγχου, η οποία είχε ήδη κοινοποιηθεί στην εκκαλούσα με το 1508/0051/15.11.20013 έγγραφο της 51ης Διεύθυνσης της ΕΔΕΛ, και λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, από την οποία προκύπτει και εξειδικεύεται η ιστορική και νομική αιτία της επίδικης δημοσιονομικής διόρθωσης (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2770/2009 πρβλ. 127/2019), ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία στην εκκαλούσα σχετικά με το λόγο που δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Τούτο άλλωστε αποδεικνύεται και από το περιεχόμενο του κρινόμενου δικογράφου, από το οποίο προκύπτει ότι η τελευταία έχει αντιληφθεί με σαφήνεια την αιτία του καταλογισμού, χωρίς η αοριστία την οποία επικαλείται να επηρεάσει τα δικαιώματα άμυνάς της (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 242/2019, 1859/2017). Εξάλλου, ο επιμερισμός του προς ανάκτηση ποσού αποσκοπεί προεχόντως στη λογιστική τακτοποίηση των ανακτώμενων ποσών, αντίστοιχα προς τα ποσοστά συμμετοχής των φορέων χρηματοδότησης στην επιχορήγηση, και δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντα της εκκαλούσας, η οποία οφείλει να επιστρέψει το σύνολο της αχρεωστήτως καταβληθείσας επιχορήγησης, ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού της. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η έλλειψη επιμερισμού του επιστρεπτέου από την εκκαλούσα ποσού καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλημμελή και ακυρωτέα (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1450/2018, 1813/2016, 6654/2015)..(..)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση του κατά νόμο οφειλόμενου, για την άσκηση αυτής, παραβόλου (βλ. άρθρο 73 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), το οποίο, όμως περιλαμβάνει και το κατατεθέν ως υπερβάλλον αυτού, ύψους 1.335,00 ευρώ, το οποίο για τον λόγο αυτό πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και να μην αποδοθεί στην εκκαλούσα ως αχρεωστήτως καταβληθέν.
ΕλΣυνΤμ.1/1244/2016
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Αίτηση ακύρωσης της 27240 Α.Πλ.3460/20.6.2011 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με την οποία αποφασίστηκε η ανάκτηση από την εκκαλούσα του ποσού των 110.769,27 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως χρηματοδότηση στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 2 της Πράξηςμε κωδ. MIS 76820, που έχει ενταχθεί στο Μέτρο 1.6. του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Κεντρικής Μακεδονίας, και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους. «….», Ακολούθως, η εκκαλούσα προβάλλει ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης εκδόθηκε μονομερώς από τα εθνικά όργανα, χωρίς να προηγηθεί «διαβούλευση» με τα όργανα της Επιτροπής, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου και του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 που αναφέρει ότι σε περίπτωση που πρέπει να ανακτηθούν ποσά ως συνέπεια κατάργησης, η αρμόδια υπηρεσία ή φορέας κινούν διαδικασίες ανάκτησης, ενημερώνοντας σχετικά τις αρχές πληρωμών και διαχείρισης. Πλην όμως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε (σκέψη ΙΙΙΔ), στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών και την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων, ενώ η εταιρική σχέση ουδόλως υποχρεώνει τα τελευταία (κράτη – μέλη) να διαβουλεύονται με την Επιτροπή προτού αποφασίσουν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με την ανάκτηση δαπάνης για το ως άνω υποέργο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι, στην προκειμένη υπόθεση, με την επίμαχη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης η οποία γενικώς κρίνεται ως το αναγκαίο και συνάμα κατάλληλο μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, που είναι η άρση της παραβίασης διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους δημοσίων έργων, δεν αναζητείται το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής, οπότε και θα ετίθετο ζήτημα παραβίασης αυτής της αρχής αλλά μόνον τα ποσά εκείνα που αντιστοιχούν σε μη νόμιμες δαπάνες. Επίσης, είναι αβάσιμος ο λόγος έφεσης ότι η Διοίκηση προέβη σε κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειάς της κατά παράβαση του άρθρου 39 του Κανονισμού 1260/1999 (το οποίο αναφέρεται στην πραγματοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών κατά την εκτέλεση μιας παρέμβασης). Και τούτο διότι, με βάση το προεκτεθέν νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά γεγονότα, όπως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 1418/1984, π.δ. 609/1985 και των όρων της απόφασης ένταξης της πράξης ήταν υποχρεωτική και επιβεβλημένη και δεν εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει ότι παραβιάσθηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, διότι μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα δεν παρέδωσε τη σχετική έκθεση στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2860/2000. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος δεν διενεργήθηκε από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (Ε.Δ.ΕΛ.), ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2860/2000, αλλά από τη διαχειριστική αρχή του επιχειρησιακού προγράμματος. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 8, 38 και 39 του Καν (ΕΚ) 1260/1999. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη
ΕΣ/ΑΠΟΦΑΣΗ/ΤΜ.1/645/2018
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Αίτηση ακύρωσης της 2949/0052/17.10.2014 απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης - ανάκτησης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (...)Με το δεύτερο λόγο έφεσης κατά ορθή εκτίμησή του, η εκκαλούσα προβάλλει παράβαση ουσιώδους διάταξης νόμου κατά την ερμηνεία και εφαρμογή της. Ειδικότερα προβάλλει ότι οι κρίσιμες αντηρίδες δεν αποτελούν υλικά που εντοπίστηκαν κατά τον έλεγχο εισκομισμένα προκειμένου να εκτελεστούν προγραμματισμένες εργασίες, αντίθετα, είχαν ενσωματωθεί, ως εκ τούτου νομίμως η εκτέλεση της οικείας εργασίας τιμολογήθηκε ενιαία με προσαύξηση κατά ποσοστό 18% για γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος, εσφαλμένως δε και κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 53 της κωδικοποίησης της νομοθεσίας για την κατασκευή των δημοσίων έργων (ν. 3669/2008) επιβλήθηκε η προσβαλλόμενη δημοσιονομική διόρθωση - ανάκτηση. Ο λόγος αυτός, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη 4 της παρούσας, πρέπει να γίνει δεκτός ως νόμω και ουσία βάσιμοςΑκυρώνει την 2949/0052/17.10.2014 απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης - ανάκτησης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.
ΕλΣυν/Τμ.4/1079/2016
Δημοσιονομικές διορθώσεις (...) Μετά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης και πριν από τη συζήτησή της στο ακροατήριο, κοινοποιήθηκε στο Δικαστήριο το 614/2.3.2015 έγγραφο της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης του Γραφείου Απασχόλησης του … του ... (..), με το οποίο αποστέλλονται συνημμμένα τα στοιχεία, που ελήφθησαν υπόψη για την έκδοσης της ως άνω προσβαλλόμενης 2990/22.10.2013 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης καθώς και τα αποδεικτικά επίδοσης στην εκκαλούσα. Με το ίδιο έγγραφο καθίσταται επιπλέον γνωστό στο Δικαστήριο ότι η ως άνω Υπηρεσία έχει προβεί σε ανάκληση της παραπάνω 2990/22.10.2013 απόφασης στις 27.1.2014 και ότι εκδόθηκε στις 6.2.2014 νέα απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης (..), η οποία και επισυνάπτεται. Κατά συνέπεια και δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση έχει ανακληθεί από το εκδόν αυτήν όργανο, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η δίκη αυτή, .., έχει καταργηθεί.
ΕΣ/ΤΜ.1/2672/2014
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 9244/8.7.2009 καταλογιστικής πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, που υπογράφεται κατ΄ εντολή του από τον Γενικό Γραμματέα του ιδίου Υπουργείου. Με την πράξη αυτή καταλογίσθηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 11.200 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε ως νέος γεωργός στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη - Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000 - 2006».(.....)Άλλωστε δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, όπως αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι η διαπλασθείσα από τη νομολογία του Δικαστηρίου αυτού αρχή της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης κατά τον καταλογισμό σε βάρος δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων με μισθολογικές παροχές ή συντάξεις που τους καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, δεν είναι συμβατή με το καθεστώς των κοινοτικών ενισχύσεων που προβλέπει την ανάληψη εκ μέρους του δικαιούχου συγκεκριμένων υποχρεώσεων και δεσμεύσεων, οι οποίες έχουν αποτυπωθεί στην απόφαση ένταξης και στη σύμβαση, καθώς και την ανάκτηση της χρηματοδότησης σε περίπτωση αθέτησης αυτών, συνακόλουθα, δεν έχει εφαρμογή στην αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 2451/2007 σκ. 7), του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται από τον εθνικό δικαστή η εφαρμογή και η αποτελεσματικότητα (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2005, C.443/03 Leffler, Συλλογή 2005, σ.Ι-9611, σκ. 51). Εξάλλου, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που περιλαμβάνεται στην κοινοτική έννομη τάξη, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται η καλή πίστη του δικαιούχου, καθόσον η εκκαλούσα με τη μη υποβολή αίτησης για χορήγηση δεύτερης δόσης, σύμφωνα με την ΚΥΑ 448/2001, κατέστη υπαίτια πρόδηλης παραβίασης των όρων της οικονομικής ενίσχυσης, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στην 319018/10160/63/31.12.2002 απόφαση ένταξης και στην 241017/2.5.2003 πράξη αποδοχής (βλ. κατ’ αναλογία απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Νοεμβρίου 2002, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-141/99, T-142/99, T-150/99 και T-151/99, Vela Srl, Tecnagrind SL, σκέψη 388 επ.). Τέλος, αυτοτελώς η οικονομική αδυναμία της εκκαλούσας προς καταβολή του ποσού της δημοσιονομικής διόρθωσης, πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται εν προκειμένω με την προσκόμιση επίκαιρων στοιχείων, δεν συνιστά λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτοτελώς την απαλλαγή της, για λόγους προσωπικής επιείκειας, από την υποχρέωση επιστροφής της επίμαχης οικονομικής ενίσχυσης. Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.1/1722/2016
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Επιδιώκει την ακύρωση α) της 59768/Α.Πλ.6240/28.12.2010 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης (...)Τέλος, προβάλλεται ότι η ελεγκτική ομάδα εσφαλμένα έκρινε ότι η εκκαλούσα παραβίασε τη συμβατική της υποχρέωση περί συμβολής στην απασχόληση, αφού η επιχείρηση κατά το χρονικό διάστημα από 5/6/2009 έως 5/6/2010 απασχόλησε τρεις υπαλλήλους (300 ημερομίσθια). Προς επίρρωση δε του λόγου αυτού προσκομίζει α) βεβαίωση του λογιστή ….σε φωτοαντίγραφο, σύμφωνα με την οποία η εκκαλούσα απασχόλησε κατά το ίδιο ως άνω διάστημα τον Ν.Κ. (25 ημερομίσθια), τον Ι.Ζ. (147 ημερομίσθια), τον Κ.Π. (107 ημερομίσθια) και τον Σ.Π. (21 ημερομίσθια), β) Αντίγραφο Αποδεικτικού Παραλαβής ΑΠΔ (αρ. δήλωσης 9942205), ημερομηνία υποβολής 7/1/2010, με το οποίο η εκκαλούσα δήλωσε για τη χρονική περίοδο 10/2009 -12/2009 δύο ασφαλισμένους και σύνολο ημερών ασφάλισης 44, γ) 4 πίνακες προσωπικού (άρθρο 16 ν. 2874/2000), θεωρημένων από την Επιθεώρηση Εργασίας στις 10.11.2008, 26.11.2009, 18.1.2010 και στις 16.4.2010, σύμφωνα με τους οποίους η εκκαλούσα προσέλαβε τον Ν.Κ. στις 26.6.2007, τον Ι.Ζ. στις 9.11.2009, τον Κ.Π. αρχικώς στις 13.1.2010 και ακολούθως την 1.4.2010, και τον Σ.Π. στις 12.4.2010. Όμως, και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος. Ειδικότερα, πέραν του ότι η επιχειρηματολογία της εκκαλούσης επεκτείνεται σε χρονικό διάστημα μετά τη διενέργεια του ελέγχου (9.4.2010), από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν αναιρείται η διαπίστωση της ελεγκτικής ομάδας, αφού, αφενός η ως άνω βεβαίωση του λογιστή Β.Κ. δεν συνοδεύεται από τις αντίστοιχες Α.Π.Δ., αφετέρου διότι από τους προσκομισθέντες πίνακες προσωπικού δεν προκύπτει ο χρόνος απασχόλησης αλλά η ενημέρωση του Σ.ΕΠ.Ε.-Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης ως προς την πρόσληψη των ως άνω εργαζομένων. Περαιτέρω, αλυσιτελώς η εκκαλούσα ζητεί τον περιορισμό της ανάκτησης στο ποσό των 9.668, 20 ευρώ για την συγκεκριμένη παρατυπία, αφού για την ανάκτηση της καταβληθείσης στην εκκαλούσα δημόσιας επιχορήγησης στο σύνολό της αρκεί αυτοτελώς η κρίση ότι η εκκαλούσα υπέπεσε στις αναφερόμενες στις παραγράφους Β και Γ παρατυπίες.Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/397/2020
Δημοσιονομική διόρθωση.Έργο-Διαρθρωτική Προσαρμογή Εργαζομένων και Επιχειρήσεων εντός της οικονομικής κρίσης.....ζητείται η ακύρωση της 95065/2.12.2016 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Επαγγελματικής Κατάρτισης Ενηλίκων (Α3).Με δεδομένα αυτά δεν προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία του φακέλου η έλλειψη αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εφαρμογής του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής και του αποτελέσματος της εξαγωγικής δραστηριότητας της εκκαλούσας, δοθέντος ότι αφενός μεν κατά τη διάρκεια της κατάρτισης δόθηκε έμφαση στην εξοικείωση των εργαζομένων αυτής με τις μεθόδους και τις τεχνικές του διεθνούς εμπορίου και αφετέρου η πορεία των εξαγωγών της εκκαλούσας κατά τα έτη υλοποίησης του προγράμματος εμφάνισε ρυθμό αύξησης. Περαιτέρω, από τη διαλαμβανόμενη στο 80971/29.9.2014 έγγραφο της Αν. Προϊσταμένης της Γ.Δ.Α3 αιτιολογία περικοπής της αμοιβής του Συμβούλου, που κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα, δεν προκύπτουν ειδικότερα τα ελλείποντα παραδοτέα που δεν επέτρεψαν στον έλεγχο τη διαπίστωση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εφαρμογής του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής και του αυξητικού ρυθμού μεταβολής των εξαγωγών της εκκαλούσας κατά τα κρίσιμα για την εφαρμογή του προγράμματος έτη. Ως εκ της αντιφατικής, ασαφούς και ανεπαρκούς ως άνω αιτιολογίας, εκ της οποίας δεν δύνανται να ελεγχθούν ως βάσιμα τα συμπεράσματα του ελέγχου αναφορικά με την υλοποίηση του Σχεδίου Διαρθρωτικής Προσαρμογής σε ποσοστό 70%, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν παρίσταται νόμιμη η αναλογική μείωση της αμοιβής του Συμβούλου κατά ποσοστό 30%, ήτοι κατά το ποσό των 3.690,00 ευρώ, και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει ακυρωτέα κατά το μέρος αυτό ως μη νομίμως αιτιολογημένη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης κατά το ποσό των 3.690,00 ευρώ. Περαιτέρω, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 παρ. 4 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο - ν. 4129/2013 (Α΄ 52) πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλούσα το παράβολο της έφεσης κατά το ποσό των 37,00 ευρώ λόγω μερικής νίκης, το δε Δημόσιο να απαλλαγεί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από τα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με την αναλόγως εφαρμοστέα εν προκειμένω (βλ. το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 3472/2006, Α΄ 135) διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.