Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ4/0025/2008

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3528/2007

H ανάληψη της επιμόρφωσης των δημοσίων υπαλλήλων από ιδιωτικό οργανισμό επιτρέπεται μόνον όταν οι σχετικές υπηρεσιακές ανάγκες δεν είναι δυνατόν, για λόγους αντικειμενικούς (έλλειψη προγραμμάτων με το ζητούμενο αντικείμενο ή επείγων χαρακτήρας της επιμόρφωσης), να καλυφθούν στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων είτε του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης, είτε του οικείου Υπουργείου.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.4/94/2008

Εκπαίδευση υπαλλήλων(...) στο πλαίσιο της υποχρέωσης της Διοίκησης να μεριμνά για την επιμόρφωση των υπαλλήλων, δεν αποκλείεται η ανάθεση της εκτέλεσης του έργου αυτού και σε ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς φορείς, τούτο, όμως, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν από τα αντίστοιχα προγράμματα του Ινστιτούτου ή του αρμόδιου Υπουργείου είτε εξ αιτίας του γεγονότος ότι τέτοιο πρόγραμμα δεν υφίσταται είτε λόγω του τυχόν επείγοντος χαρακτήρα της επιμόρφωσης, προκειμένου με αυτή, στη συνέχεια, να εξυπηρετηθούν πιεστικές υπηρεσιακές ανάγκες (βλ. την 176/2006 Πράξη IV Τμ. Ελ. Συν.).(...)Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η εντελλόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Τούτο διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η ανάληψη της επιμόρφωσης των υπαλλήλων από ιδιωτικό οργανισμό επιτρέπεται μόνον όταν οι σχετικές υπηρεσιακές ανάγκες δεν είναι δυνατόν, για λόγους αντικειμενικούς (έλλειψη προγραμμάτων με το ζητούμενο αντικείμενο ή επείγων χαρακτήρας της επιμόρφωσης), να καλυφθούν στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων είτε του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης (ΙΝ.ΕΠ.), είτε του οικείου δημόσιου φορέα (εν προκειμένω του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης). Η συνδρομή τέτοιων εξαιρετικών περιστάσεων, αν και συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθ' όσον η εφαρμογή του π.δ/τος 118/2007, για το καθεστώς του οποίου ενημερώθηκαν οι υπάλληλοι του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στο σεμινάριο της ιδιωτικής σχολής, ξεκινούσε από την 1.1.2008 (άρθρο 42 αυτού), δεν ασκεί, όμως, επιρροή εν προκειμένω, διότι, όπως προκύπτει από το Φ075/478/14.5.2008 έγγραφο του Τμήματος Επιμόρφωσης του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., κατά το χρονικό διάστημα από 5.12.2007 έως 7.12.2007 διενεργήθηκε από το ΙΝ.ΕΠ. σεμινάριο με το ίδιο ακριβώς θέμα, το οποίο και θα έπρεπε να παρακολουθήσουν οι εν λόγω υπάλληλοι.


ΕλΣυν/Τμ.7/256/2010

Εκπαίδευση υπαλλήλων (...) Από τις ίδιες δε διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό και με τα αναφερόμενα στη δεύτερη σκέψη της παρούσας, καθώς και με την αρχή της αποτελεσματικότητας της διοίκησης, που επιβάλλει την ευελιξία προσαρμογής της στις εκάστοτε ανάγκες, δεν αποκλείουν την ανάθεση προγράμματος επιμόρφωσης σε ιδιωτικό φορέα, εφόσον οι απαιτήσεις της υπηρεσίας δεν μπορούν να καλυφθούν από τα εκπαιδευτικά σεμινάρια του ως άνω Ινστιτούτου, όπως αυτά προγραμματίζονται και ανακοινώνονται, είτε εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν υφίσταται κάποιο αντίστοιχο πρόγραμμα είτε λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της επιμόρφωσης, προκειμένου αυτή στη συνέχεια να καλύψει πιεστικές υπηρεσιακές ανάγκες (βλ. Πράξεις IV Τμ. Ελ.Συν. 94/2008, 176/2006, 48/2006).(....)Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το άνω χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύεται η συνδρομή υπηρεσιακών αναγκών επιμόρφωσης των υπαλλήλων του άνω Δήμου, που για λόγους αντικειμενικούς δεν μπορούσαν να καλυφθούν στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων είτε του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης, είτε του οικείου δημόσιου φορέα. Εξάλλου, η δαπάνη αυτή επιμόρφωσης υπαλλήλων δεν μπορεί να κριθεί ως προς την «λειτουργικότητά» της, αφού προβλέπεται από διάταξη νόμου, όπου τίθενται και οι προϋποθέσεις για τη νομιμότητά της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΕλΣυν/Τμ.4/176/2006

Εκπαίδευση υπαλλήλων (...)Κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων, τα προγράμματα επιμόρφωσης των δημοσίων υπαλλήλων καταρτίζονται, οργανώνονται και εκτελούνται από το ΙΝ.ΕΠ., καθώς και από τα Υπουργεία ή τις αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες, στην περίπτωση προγραμμάτων ειδικού ενδιαφέροντος για τους υπαλλήλους τόσο των ιδίων, όσο και των ν.π.δ.δ. που τελούν υπό την εποπτεία τους. Από τις ίδιες διατάξεις, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό και με την προμνησθείσα γενική αρχή, συνάγεται, περαιτέρω, ότι ναι μεν, στο πλαίσιο της υποχρέωσης της Διοίκησης να μεριμνά για την επιμόρφωση των υπαλλήλων, δεν αποκλείεται η ανάθεση της εκτέλεσης του έργου αυτού και σε ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς φορείς, τούτο, όμως, μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν από τα αντίστοιχα προγράμματα του Ινστιτούτου ή του αρμόδιου Υπουργείου, είτε εξαιτίας του γεγονότος ότι τέτοιο πρόγραμμα δεν υφίσταται, είτε λόγω του τυχόν επείγοντος χαρακτήρα της επιμόρφωσης, προκειμένου με αυτή, στη συνέχεια, να εξυπηρετηθούν πιεστικές υπηρεσιακές ανάγκες (βλ. την 48/2006 Πράξη IV Τμ. Ελ. Συν.).


ΝΣΚ/214/2017

Αναγνώριση προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα γεωτεχνικών υπαλλήλων, στην περίπτωση που αυτοί δεν ήταν εγγεγραμμένοι στο Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΓΕΩΤ.Ε.Ε.). H παρασχεθείσα εργασία από γεωτεχνικούς υπαλλήλους στον ιδιωτικό τομέα, πριν από το έτος 2000, μπορεί να υπολογισθεί, νομίμως, βάσει του άρθρου 6 του π.δ. 69/2016, και να προσμετρηθεί στο χρόνο υπηρεσίας των υπαλλήλων, στην περίπτωση που αυτοί δεν ήταν εγγεγραμμένοι ως μέλη στο Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΓΕΩΤ.Ε.Ε.), τηρουμένων των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων (ομόφ.).Κατάσταση : Αποδεκτή


ΕΣ/Κλ.Τμ.7/138/2017

Καταβολή αμοιβής ποσού  για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε εκτέλεση συναφθείσας προγραμματικής σύμβασης με σκοπό την επιμόρφωση υπαλλήλων του Δήμου.(...)Με τα δεδομένα αυτά, από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της ελεγχόμενης σύμβασης προκύπτει ότι αυτή δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της προγραμματικής συμφωνίας του άρθρου 100 του ν. 3852/2010, αλλά συνιστά κατ’ ουσία απευθείας ανάθεση δημόσιας σύμβασης υπηρεσιών από το Δήμο ... στο Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου Πειραιώς. Και τούτο διότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συμπράττουν ισόρροπα, εκκινώντας από κοινή αφετηρία, με σκοπό την εκτέλεση κοινά εξυπηρετούμενου δημόσιου σκοπού, αλλά επιδιώκουν την ικανοποίηση όλως διακριτών και αντιθέτων συμφερόντων, καθόσον ο Δήμος ..., λειτουργώντας ως Αναθέτουσα Αρχή η οποία ασκεί εποπτεία κατά την εκτέλεση των υπηρεσιών, αποσκοπεί στην επιμόρφωση των υπαλλήλων του, το δε Κέντρο Ερευνών Πανεπιστημίου Πειραιώς επέχει θέση κοινού αντισυμβαλλομένου, που ελέγχεται ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης και αποβλέπει στη λήψη του καθορισμένου συμβατικού ανταλλάγματος (πρβλ. Ε.Σ. Πράξ. Κ.Π.Ε.Δ στο VII Τμ. 12/2016).(...)Σημειώνεται δε ότι η ως άνω απευθείας ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης αντιβαίνει στο άρθρο 118 του ν. 4412/2016, αφού η δαπάνη της υπερβαίνει το ανώτατο όριο των 20.000 ευρώ, μέχρι του οποίου είναι επιτρεπτή, βάσει του άρθρου αυτού, η απευθείας ανάθεση από τους δήμους των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, περαιτέρω, δεν αποδεικνύεται, από τον έχοντα το σχετικό βάρος απόδειξης Δήμο, ότι συντρέχουν, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 32 του ν. 4412/2016 για την προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της ανάθεσης με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης.(...)Τέλος, βάσιμος καθίσταται και ο τρίτος λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου, καθόσον από τα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύεται η συνδρομή υπηρεσιακών αναγκών επιμόρφωσης των υπαλλήλων του ανωτέρω Δήμου, που για λόγους αντικειμενικούς δεν μπορούσαν να καλυφθούν στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων είτε του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, είτε του οικείου δημόσιου φορέα (βλ. Πρ. VII Τμ. 256/2010).


ΣτΕ/89/2003

ΠΕΡΙΛΗΨΗ.Αναστολή διοικητικών πράξεων - Ασφαλιστικά μέτρα Η αίτηση προσωρινής δικαστικής προστασίας βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 του ν.2522/1997 δεν μπορεί να ματαιωθεί ή να καταστεί αλυσιτελής από ενέργειες της αναθέτουσας αρχής που λαμβάνουν χώρα είτε κατά τη διάρκεια της προθεσμίας προσφυγής και της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων είτε και πριν από την έναρξη των σχετικών προμηθειών, ο δε δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων έχει δικαιοδοσία να λάβει τα κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα για την προσωρινή προστασία του ενδιαφερομένου, εφόσον συντρέχει νόμιμη περίπτωση. Το γεγονός ότι εν, προκειμένω, η σχετική σύμβαση μεταξύ του καθ’ ου δήμου και της παρεμβαίνουσας εταιρείας υπεγράφη πριν παρέλθει η πενθήμερη προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής κατά της αποφάσεως του Δ.Σ. του καθ’ ου δήμου, με την οποία ματαιώθηκε κατ’ ουσίαν ο διεξαγόμενος διαγωνισμός και αποφασίσθηκε η εκτέλεση της επίδικης προμήθειας με απ' ευθείας ανάθεση, δεν κωλύει την εξέταση των αιτήσεων, όπως αβασίμως ισχυρίζονται ο καθ' ου δήμος και η παρεμβαίνουσα. Η σύναψη συμβάσεων που καταλαμβάνονται από το π.δ. 57/2000 γίνεται κατά κανόνα κατόπιν διαγωνισμού, κατ' εξαίρεση δε χωρίς διαγωνισμό, όταν συντρέχουν οι αναγραφόμενες περιοριστικά στον νόμο προϋποθέσεις. H απόφαση για ματαίωση του εν εξελίξει διαγωνισμού και απ' ευθείας ανάθεση της προμήθειας δεν μπορεί να στεγαστεί στην ανωτέρω περίπτ. α της παρ. 2 του άρθρου 9 του π.δ. 57/2000, λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων της διατάξεως αυτής, προεχόντως διότι στον διαγωνισμό υπεβλήθησαν προσφορές, οι οποίες αξιολογήθηκαν ως κατάλληλες. Δεν μπορεί ομοίως να στεγαστεί στην περίπτ. δ της ίδιας παρ. 2, ιδίως διότι δεν αιτιολογείται για ποιο λόγο, ενόψει του ήδη διαπιστωμένου προβλήματος ύδρευσης και της καταθέσεως του πορίσματος της επιτροπής αξιολόγησης, οι προθεσμίες της εν εξελίξει ανοικτής αυτής διαδικασίας δεν ήταν δυνατόν να τηρηθούν. Ενόψει αυτών, πιθανολογείται σοβαρώς ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων του π.δ. 57/2000, οι σχετικοί δε λόγοι των κρινομένων αιτήσεων φαίνονται βάσιμοι.


ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)106/2013

Εξόφληση του 3ου και 4ου λογαριασμού της μελέτης με τίτλο «Σχέδιο Χωρικής Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ)/Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Δήμου ......».(...)Ειδικότερα, για τη νόμιμη σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης μελέτης με τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης πρέπει να υπάρχουν επιπρόσθετες εργασίες που κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση της σύμβασης και είτε δεν ήταν δυνατόν να διαχωριστούν από τεχνική και οικονομική άποψη από την κύρια σύμβαση είτε ήταν αναγκαίες για την ολοκλήρωση και την τελειοποίησή της, ενώ περαιτέρω οι εργασίες αυτές πρέπει να οφείλονται σε περιστάσεις, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά την σύναψη της αρχικής σύμβασης. Κατά την πάγια νομολογία δε του Δικαστηρίου τούτου (βλ. αποφάσεις Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3210, 2489/2011, πράξεις VII Τμ. Ελ.Συν. 412, 296/2010, 279, 277/2008) ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Η αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του αρχικού συμβατικού αντικειμένου ή η διαφορά στην αμοιβή της αναδόχου που προκαλείται συνεπεία αυτού, δεν αφορά σε μελέτες πρόσθετες ή νέες που δύνανται να περιληφθούν σε συμπληρωματική σύμβαση.  Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται απλώς η αύξηση του προϋπολογισμού του αρχικού αντικειμένου ώστε να καλυφθούν οι διαφορές στην κοστολόγηση, οι οποίες προέκυψαν κατά την εκτέλεσή του και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ενταχθούν σε συμπληρωματική σύμβαση (απόφαση VI Τμήματος 2503/2009). Εξάλλου, η συνολική αμοιβή των συμπληρωματικών εργασιών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50% της αρχικής συμβατικής αμοιβής, σε κάθε περίπτωση δε οι συμπληρωματικές αυτές εργασίες εκτελούνται μόνο μετά την σύνταξη συγκριτικού πίνακα που τις περιλαμβάνει, ο οποίος εγκρίνεται πριν εξαντληθεί η συνολική προθεσμία για την περαίωση του μελετητικού έργου (βλ. πράξεις VII Τμήματος 182/2009, 279/2008). (Κρίθηκε μη ανακλητέα (Πράξη Ελ. Συν. 58/2013 Τμ. 7)

ΕλΣυν/τμ.6/274/2011

Από τις ως άνω διατάξεις (3669/2008) συνάγεται ότι η απευθείας ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία απευθείας αναθέσεως και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνον στις περιοριστικά αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές δε εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις : α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικώς συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση και τα οικεία συμβατικά τεύχη (μελέτες, γενική συγγραφή υποχρεώσεων κ.λπ.), λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα στην αναθέτουσα αρχή είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Τέτοιες εργασίες θεωρούνται εκείνες, οι οποίες προβλέπονται κατά είδος από το συμβατικό τιμολόγιο και τον προϋπολογισμό, αλλά εκτελούνται σε ποσότητες μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες (πρόσθετες ή υπερσυμβατικές εργασίες) είτε δεν προβλέπονται καθόλου ή προβλέπονται μεν, αλλά εκτελούνται με διαφορετικό τρόπο (νέες εργασίες). Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του. Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων το φέρει όποιος τις επικαλείται. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Ε.Σ. 1780/2009, 2506/2009, 2726/2010, κ.α.). Περαιτέρω με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν εργασίες οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σε σφάλματα των προμετρήσεων.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/99/2018

Παράταση συμβάσεων μίσθωσης έργου, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου ένατου του ν. 4506/2017.Β. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει τα ακόλουθα:1. Οι αρχικώς συναφθείσες, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 49 του ν. 4325/2015, συμβάσεις, διάρκειας από 7.7.2015 και από 1.10.2015  έως 31.12.2015, αν και συνήφθησαν ως συμβάσεις «μίσθωσης έργου», στην πραγματικότητα συνιστούσαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες αποσκοπούσαν στην κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Τ.Ε.Ι. ... στον τομέα της καθαριότητας. (..) Εξάλλου, οι υπηρεσιακές ανάγκες, που επρόκειτο να καλυφθούν με τις προαναφερθείσες συμβάσεις, δεν είναι ποσοτικά και χρονικά περιορισμένες, αλλά ανάγονται στη συνήθη λειτουργική δραστηριότητα του Ιδρύματος, συνδέονται άρρηκτα με την εκπλήρωση των σκοπών του και ανακύπτουν σε μόνιμη βάση, ως εκ τούτου δε, επρόκειτο για πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εν λόγω νομικού προσώπου (πρβλ. Ε.Σ. Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο IV Τμ. 25/2017).2. Περαιτέρω, έρεισμα της εντελλόμενης δαπάνης αποτελούν συμβάσεις εργασίας προσωπικού ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί διαδοχικά, μετά από παράταση προηγούμενων όμοιων, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 του π.δ/τος 164/2004, χωρίς η διαδοχή αυτή να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Συνυπολογιζομένης δε της διάρκειας των εν λόγω συμβάσεων, το συνολικό χρονικό διάστημα απασχόλησης (από 7.7.2015  και από 1.10.2015 έως 15.5.2018) των φερόμενων ως δικαιούχων υπαλλήλων με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ίδιο φορέα και με την ίδια ειδικότητα, υπερβαίνει την 24μηνη μέγιστη επιτρεπόμενη συνολική διάρκεια απασχόλησης, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 του ίδιου ως άνω π.δ/τος. Επομένως, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, διότι στηρίζεται σε μη νόμιμη, αυτοδικαίως άκυρη σύμβαση3. Το Κλιμάκιο, ωστόσο, κατά πλειοψηφία, κρίνει ότι το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί, κατ’ εφαρμογή όσων ορίζονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του π.δ/τος 164/2004, το οποίο επιτάσσει, μεταξύ άλλων, την άμεση καταβολή στον εργαζόμενο των οφειλόμενων βάσει άκυρης σύμβασης χρηματικών ποσών. Ωσαύτως, με την ίδια νομική βάση πρέπει να θεωρηθούν και όσα χρηματικά εντάλματα εκδοθούν για την καταβολή στους δικαιούχους του χρηματικού εντάλματος των δεδουλευμένων αποδοχών τους, μέχρι την κοινοποίηση της παρούσας πράξης.


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/126/2019

Καταβολή εξόδων μετακίνησης...Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι μη νομίμως η φερόμενη ως δικαιούχος παρείχε τις υπηρεσίες της στο Γ.Ν. … μετά τις 28.6.2018, οπότε και έπρεπε να επανέλθει υποχρεωτικά στην οργανική της θέση στο Γ.Ν. … Το νοσοκομείο επικαλείται για τη συνέχιση της απασχόλησής της το 2313/4.6.2018 έγγραφο του Υπουργού Υγείας, σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου να καλυφθούν επείγουσες υπηρεσιακές ανάγκες, εν όψει και επικείμενης νομοθετικής ρύθμισης, παρατάθηκαν/ανανεώθηκαν αυτοδίκαια μέχρι το τέλος του έτους 2018 οι μετακινήσεις του υπηρετούντος  στις υπηρεσίες και τους φορείς των Υγειονομικών Περιφερειών προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων και των ιατρών, οι οποίες έληγαν από 30.6.2018 και μετά. Αβασίμως όμως προβάλλεται ο ισχυρισμός αυτός καθώς τέτοια δυνατότητα «αυτοδίκαιης» παράτασης δεν προβλέπεται από το ισχύν νομοθετικό πλαίσιο, ενώ το επικαλούμενο έγγραφο στερείται κανονιστικής ισχύος και δεν είναι δυνατόν να μεταβάλει τη μέγιστη (εξάμηνη) διάρκεια των συγκεκριμένων μετακινήσεων. Συνακόλουθα, η έλλειψη νόμιμης βάσης της πέραν του εξαμήνου ανανέωσης των μετακινήσεων αυτών δεν δύναται να αναπληρωθεί με τις ρυθμίσεις των μεταγενέστερων διατάξεων του άρθρου 24 του ν. 4585/2018, καθώς, χωρίς να γίνεται επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος, δεν είναι δυνατόν να αναβιώσουν και στη συνέχεια να παραταθούν μετακινήσεις, για τις οποίες, ως εν προκειμένω, είχε ήδη λήξει η διάρκειά τους πριν από την ισχύ του νόμου αυτού (στις 24.12.2018). Πλην όμως, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι τα αρμόδια όργανα του Γ.Ν. … ενήργησαν χωρίς πρόθεση καταστρατήγησης των οικείων διατάξεων, εφόσον συγγνωστώς υπέλαβαν, σύμφωνα με το 2313/4.6.2018 έγγραφο του Υπουργού Υγείας, ότι εδύναντο ατύπως να παρατείνουν τη μετακίνηση της συγκεκριμένης ιατρού μέχρι τη νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Κωνσταντίνος Δήμου, ο οποίος διατύπωσε τη γνώμη ότι δεν συντρέχει, εν προκειμένω, συγγνωστή πλάνη των οργάνων του νοσοκομείου, καθώς αφενός οι εφαρμοστέες διατάξεις είναι σαφείς, αφετέρου αντίστοιχη επιλογή του Υπουργείου Υγείας να παρατείνει πέραν του προεκτεθέντος χρονικού διαστήματος μετακινήσεις του πάσης φύσεως προσωπικού του, που διενεργήθηκαν με βάση τις ίδιες διατάξεις, κατά το έτος 2015, είχε κριθεί από το Δικαστήριο τούτο μη νόμιμη (ενδεικτ. Πράξη Ι Τμ. Ελ. Συν. 10/2016 και Πράξη Κλ.Προλ.Ελ Δαπ. Στο Ι Τμήμα 20/2016), με αφορμή δε το επικαλούμενο έγγραφο του Υπουργείου Υγείας επιβλήθηκε κατ’ ουσίαν στην Ιατρό, παρά τη ρητώς εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή της, η συνέχιση της απασχόλησής της στο νοσοκομείο αυτό. Η γνώμη όμως αυτή δεν εκράτησε.Κατ’ ακολουθίαν τούτων, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν είναι νόμιμη, όμως το χρηματικό αυτό ένταλμα θα μπορούσε να θεωρηθεί λόγω συγγνωστής πλάνης, αν δεν είχε λήξει το οικονομικό έτος 2018, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.