ΕλΣυν/Τμ.7/222/2010
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Δεν είναι νόμιμη η ταυτόχρονη πρόσκληση υποβολής επικαιροποιημένων δικαιολογητικών και υπογραφής της σύμβασης, αφού κατά το στάδιο πριν την εκ νέου υποβολή και έλεγχο των δικαιολογητικών του μειοδότη, δεν υφίσταται νόμιμη κοινοποίηση της κατακυρωτικής απόφασης και της πρόσκλησης για υπογραφή της οικείας σύμβασης. Εξάλλου, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης και να προσκομίσει τις απαιτούμενες εγγυήσεις καλής εκτέλεσης μέσα στην προθεσμία που τάσσεται στη σχετική πρόσκληση, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις δεκαπέντε ημέρες. Η προθεσμία δε αυτή είναι, σύμφωνα με το σαφές γράμμα του άρθρου 4.2 της διακήρυξης, αποκλειστική, αν δε παρέλθει άπρακτη ή αν εντός αυτής προσκομισθούν ελλιπή δικαιολογητικά, η κατακυρωτική απόφαση ανακαλείται και το αποτέλεσμα του διαγωνισμού κατακυρώνεται στον δεύτερο μειοδότη, (πρβλ Τμήμα VI 178/2007, Σ.τ.Ε. 677/2006.) Σε περίπτωση δε που ταχθείσα προς τούτο προθεσμία είναι μικρότερη των 15 ημερών, χωρίς τούτο να προβλέπεται από τη διακήρυξη, και ο μειοδότης δεν προσέλθει εντός αυτής να υπογράψει τη σχετική σύμβαση, δεν δύναται νομίμως να κηρυχθεί έκπτωτος (βλ. Σ.τ.Ε. 2009/2004).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/103/2012
(...)Πριν από την κοινοποίηση της κατακυρωτικής απόφασης στον μειοδότη ανάδοχο, προηγείται η τήρηση της νέας διαδικασίας ελέγχου της ισχύος των δικαιολογητικών συμμετοχής του. Για το λόγο αυτό η Προϊσταμένη Αρχή ζητεί από την αναδειχθείσα μειοδότρια εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία, τάσσοντας την κατά την κρίση της αναγκαία προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών, την προσκόμιση νέων επικαιροποιημένων δικαιολογητικών συμμετοχής. Αν η τεθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή αν τα προσκομισθέντα δικαιολογητικά είναι ελλιπή, εξετάζεται η ανάθεση της κατασκευής στην αμέσως επόμενη, κατά σειρά μειοδοσίας, εργοληπτική επιχείρηση, χωρίς να αποκλείεται η χορήγηση παράτασης της προθεσμίας αυτής, καθόσον από τις προαναφερόμενες διατάξεις δεν τίθεται ως αυτόθροη συνέπεια της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής ή της κατάθεσης ελλιπών δικαιολογητικών, ο αποκλεισμός του μειοδότη και η ανάθεση της κατασκευής στην αμέσως επόμενη, κατά σειρά μειοδοσίας, εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία (βλ. Σ.τ.Ε. 1893/2007), αλλά έγκειται στη διακριτική ευχέρεια της Προϊσταμένης Αρχής (βλ. πράξ. VIΙ Τμ. 222/2010). Μόνο μετά την τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν εξέλιπαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έγινε δεκτός στο διαγωνισμό ο μειοδότης η Προϊσταμένη Αρχή προβαίνει νομίμως στην κοινοποίηση της κατακυρωτικής απόφασης σ' αυτόν μαζί με την πρόσκληση προς υπογραφή της σύμβασης. Εξάλλου, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης και να προσκομίσει τις απαιτούμενες εγγυήσεις καλής εκτέλεσης μέσα στην προθεσμία που τάσσεται στη σχετική πρόσκληση, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις δεκαπέντε (15) ημέρες (πράξ. VIΙ Τμ. 222/2010). Αν η Προϊσταμένη Αρχή δεν θέσει όμως προθεσμία τόσο για την υποβολή των επικαιροποιημένων δικαιολογητικών όσο και, εν συνεχεία, για την προσέλευση του αναδόχου για την υπογραφή της σύμβασης και η εργολαβική σύμβαση υπογραφεί, η ως άνω παράλειψη δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της υπογραφείσας σύμβασης, καθόσον η υποχρέωση της Προϊστάμενης Αρχής να θέσει προθεσμία στον ανάδοχο δεν τίθεται από τις οικείες διατάξεις επί ποινή ακυρότητας της σύμβασης. 3) Για την ανάθεση της κατασκευής του έργου απαιτείται η εκ μέρους του αναδόχου παροχή εγγύησης καλής εκτέλεσης, η οποία κατατίθεται από αυτόν κατά την υπογραφή της σύμβασης, χωρίς όμως ν' απαιτείται εκ του νόμου η ημερομηνία έκδοσης αυτής (εγγύησης) να συμπίπτει με την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης.
ΔΕφΠατρών/7/2018
Κατασκευή έργου..:Επειδή, προβάλλεται ότι η κατάπτωση της επίμαχης εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, είναι μη νόμιμη λόγω παράβασης ουσιώδους διαδικαστικού τύπου και συγκεκριμένα διότι αυτή εκδόθηκε δίχως την, κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.6 του ν.3669/2008, προηγούμενη γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο προεχόντως διότι, η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής σε περίπτωση μη έγκαιρης προσκόμισης των δικαιολογητικών, για λόγους που οφείλονται σε υπαιτιότητα του μειοδότη, δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής του άρθρου 24 του ν.3669/2008, η οποία, κατά τη σαφή γραμματική διατύπωσή της, τυγχάνει εφαρμογής επί κατάπτωσης της εγγύησης συμμετοχής στη δημοπρασία, όταν η προσφορά που υποβάλλεται δεν τηρεί τους βασικούς όρους της διακήρυξης και των τευχών δημοπράτησης από μέρους της εργοληπτικής επιχείρησης, αλλά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν.3669/2008 και του άρθρου 15.4 της διακήρυξης, που δεν απαιτούν την τήρηση του εν λόγω τύπου.Επειδή προβάλλεται ότι μη νόμιμα κατέπεσε η εγγυητική επιστολή της απούσας αφού αυτή παρέλειψε να προβεί στη δήλωση παράτασης της οικονομικής της προσφοράς μέχρι την 8.12.2016, εντός της ταχθείσας με το ΤΕ -669/ΦΘΕ/8.8.2016 έγγραφο του καθού προθεσμίας, ήτοι έως τις 29.8.2016 και ως εκ τούτου από τις 29.8.2016 είχε παύσει να έχει την ιδιότητα του προσωρινού μειοδότη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η οικονομική προσφορά της αιτούσας έληγε την 8.9.2016. Το γεγονός δε ότι δεν υπέβαλε παράτασης της οικονομικής της προσφοράς μέσα στην ταχθείσα με το έγγραφο προθεσμία (ήτοι έως τις 29.8.2016) ουδόλως συνεπάγεται την οικονομικής της προσφοράς σε χρόνο προγενέστερο της 8.9.2016.(..)Επειδή κατόπιν των ανωτέρω και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακύρωσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να υποχρεωθεί η αιτούσα να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη του καθού.
ΕλΣυν/Τμ.7/74/2010
Δημόσια έργα.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη, καθόσον ο Δήμος κάνοντας χρήση της δυνατότητας που του παρέχει η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3263/2004 νομίμως κάλεσε την επόμενη κατά σειρά μειοδότρια να αποδεχθούν την ανάθεση του έργου μετά την άρνηση του πρώτου μειοδότη να παρατείνει το χρόνο ισχύος της προσφοράς του με σκοπό την κατάρτιση της σύμβασης και νομίμως κατακύρωσε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού σ’ αυτήν, αφού ο πρώτος μειοδότης δεν είχε αποδεχθεί τη σχετική πρόσκληση, χωρίς να απαιτείται από τις προμνησθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις αιτιολογία για το οικονομικό συμφέρον της προσφοράς του ως τελευταίου μειοδότη.
ΕλΣυν.Κλ.Ε/81/2017
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Σχέδιο σύμβασης που αφορά στην εκτέλεση, μετά τη διάλυση της αρχικής εργολαβίας, (...) Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση διάλυσης της σύμβασης με υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, η προϊσταμένη αρχή, εφόσον αποφασίσει την ολοκλήρωση του έργου, προσκαλεί τον επόμενο κατά σειρά μειοδότη του διενεργηθέντος διαγωνισμού, στον οποίο αναδείχθηκε ο αρχικός ανάδοχος, και του προτείνει να αναλάβει αυτός το έργο ολοκλήρωσης της εργολαβίας που διαλύθηκε, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και με βάση την προσφορά που υπέβαλε στο διενεργηθέντα διαγωνισμό. Η διαδικασία αυτή αποτελεί συνέχεια της προηγηθείσας διαγωνιστικής διαδικασίας και εντάσσεται σ’ αυτήν, με πρόσκληση του επόμενου κατά σειρά μειοδότη (και, αν αυτός αρνηθεί με πρόσκληση του αμέσως επόμενου μειοδότη), καθίσταται δε αναγκαία για την ολοκλήρωση του έργου, για την εκτέλεση του οποίου έχει ήδη υπογραφεί η οικεία σύμβαση, πλην όμως αυτή διαλύθηκε κατόπιν αιτήσεως του αρχικού αναδόχου, λόγω υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. αποφ. 804/2012, 3137/2010).(...) Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από τον έλεγχο των υποβληθέντων σ’ αυτό στοιχείων δεν συντρέχει λόγος που να κωλύει την υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης.
ΕλΣυν/Τμ.6/119/2008
Με τις ανωτέρω διατάξεις, (άρθρο 23 του π.δ. 609/1985) τίθεται ως τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφοράς η κατάθεση εγγυητικής επιστολής συμμετοχής συγκεκριμένης εκ του νόμου ελάχιστης χρονικής διάρκειας ισχύος, η οποία τελεί σε συνάρτηση με το χρόνο ισχύος των προσφορών των διαγωνιζομένων και πρέπει να είναι τουλάχιστον κατά τριάντα (30) ημέρες μεγαλύτερη του χρόνου ισχύος αυτών. Σκοπός του νομοθέτη, με την καθιέρωση της εγγύησης συμμετοχής, ήταν η εξασφάλιση των συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής με την εκπλήρωση, εκ μέρους του μειοδότη, της υποχρέωσής του, όπως προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης. Ο σκοπός, όμως, αυτός ουδόλως παραβλάπτεται σε περίπτωση που, σε συμμόρφωση προς σχετικό όρο της διακήρυξης, η εγγύηση συμμετοχής είναι μικρότερης διάρκειας από την οριζόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον η εγγύηση αυτή παραμένει σε ισχύ κατά την ημερομηνία υπογραφής της οικείας σύμβασης και η αναθέτουσα αρχή δεν κωλύεται, εάν απαιτηθεί, να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της. Αντιθέτως, βέβαιη είναι η βλάβη που η τελευταία θα υποστεί, στην περίπτωση που, αποκλείοντας, εξαιτίας του μη ουσιώδους τυπικού αυτού ελαττώματος, το μειοδότη, υποχρεωθεί είτε στην ακύρωση της δημοπρασίας, είτε στην ανάθεση του έργου σε άλλο διαγωνιζόμενο, που προσέφερε μικρότερη έκπτωση. Έτσι, όμως, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 23 του π.δ. 609/1985, που έχει τεθεί υπέρ της αναθέτουσας αρχής, θα απέβαινε τελικά σε βάρος των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της, με συνέπεια ο αποκλεισμός του μειοδότη, να μην ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νομοθέτη. Πολύ δε περισσότερο όταν το ελάττωμα της εγγύησης συμμετοχής αποτελεί απόρροια όρου της διακήρυξης και, επομένως, ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων δεν δύναται εξ αντικειμένου να τεθεί. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως η αναθέτουσα αρχή προέβη στην κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού στην αιτούσα μειοδότρια κοινοπραξία, παρά το γεγονός ότι αυτή κατέθεσε εγγυητική επιστολή συμμετοχής ισχύος μέχρι 8.8.2008, ήτοι 210 ημερών από την ημερομηνία δημοπράτησης του έργου, συμμορφούμενη με σχετικό όρο της οικείας διακήρυξης. Τούτο δε διότι αφενός δεν παραβλάπτονται τα έννομα συμφέροντα της αναθέτουσας αρχής αφού η εγγύηση συμμετοχής παραμένει σε ισχύ, σε κάθε δε περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της και αφετέρου ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό δεν τίθεται.
C-80/1986
Το ζήτημα αν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων, αυτών καθαυτών, της οδηγίας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν τίθεται παρά μόνο αν το οικείο κράτος μέλος δεν μετέφερε την οδηγία στο εθνικό δίκαιο εντός των προθεσμιών ή αν προέβη σε πλημμελή μεταφορά. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές απαντήσεις που δόθηκαν στα δύο πρώτα ερωτήματα, οι λύσεις που επισημαίνονται σ' αυτές δεν είναι, ωστόσο, διαφορετικές στην περίπτωση που η ταχθείσα στο κράτος μέλος προθεσμία προς προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας δεν έχει ακόμα παρέλθει στην κρίσιμη ημερομηνία. Ως προς το τρίτο ερώτημα, που αφορά τα όρια που μπορεί να θέσει το κοινοτικό δίκαιο στην υποχρέωση ή στην ευχέρεια του εθνικού δικαστή να ερμηνεύει τους κανόνες του εθνικού του δικαίου υπό το φως της οδηγίας, αυτό το πρόβλημα δεν τίθεται κατά διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν παρήλθε ή όχι η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο.
ΕΣ/Τμ4(ΚΠΕ)122/2015
ΕΡΓΑΣΙΕΣ – ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ:Μη νόμιμη η καταβολή συμβατικού τιμήματος από ν.π.δ.δ. σε ανώνυμη εταιρεία για την έκδοση του επετειακού τόμου, καθόσον η ανωτέρω σύμβαση ήταν άκυρη, διότι το κοινοποιηθέν στην ανάδοχο εταιρεία έγγραφο του ανωτέρω ν.π.δ.δ. δεν περιείχε όλα τα στοιχεία που ορίζει το άρθρο 23 του π.δ/τος 118/2007 (ΦΕΚ Α΄ 150/2007) (λ.χ. την ακριβή ποσότητα και την ταχθείσα προθεσμία για την υπογραφή της σύμβασης), με συνέπεια τη μη σύναψη - δια της κοινοποίησης του εν λόγω εγγράφου - της σύμβασης κατά το χρόνο αυτό. Συνεπώς, προκειμένου η σύμβαση αυτή να ήταν έγκυρη, απαιτείτο να συναφθεί εγγράφως, τύπος που εν προκειμένω δεν τηρήθηκε, με συνέπεια την ακυρότητά της
ΕλΣυν/Τμ.6/2065/2010
Δημόσια έργα.Επιτροπή διαγωνισμού.Ο ν. 3669/2008 ¨Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων¨ (ΦΕΚ Α΄ 116) ορίζει στην παράγραφο 11 του άρθρου 21, ότι: «Για τη συγκρότηση και λειτουργία των ανωτέρω επιτροπών διαγωνισμού εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του ν. 2690/1999.». Εξάλλου, ο ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 45) ορίζει, στο άρθρο 14, ότι: «1. Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν, ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία). (…) 2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων και καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Η πρόσκληση, η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, από το γραμματέα, στα μέλη του συλλογικού οργάνου τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, μπορεί δε να γίνει και με τηλεφώνημα, τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση. (…) Πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε ημερομηνίες τακτές, που ορίζονται με απόφασή του, η οποία και γνωστοποιείται στα μέλη του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, επίσης, όταν μέλος έχει δηλώσει, πριν από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν, ή όταν το κώλυμα τούτο είναι γνωστό στον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου. (…) 4. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος το οποίο δεν είχε προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι παράνομη. Το ίδιο ισχύει και αν, αντ’αυτού, είχε μετάσχει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για τη νόμιμη σύνθεση συλλογικού οργάνου δεν αρκεί η παρουσία των μελών που αποτελούν τη νόμιμη απαρτία αλλά απαιτείται να έχει προηγηθεί έγκαιρη πρόσκληση όλων των τακτικών μελών. Για την περίπτωση δε κωλύματος των τακτικών μελών πρέπει να καλούνται και τα αναπληρωματικά μέλη, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα συμμετοχής όλων των μελών του οργάνου στη συνεδρίασή του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές ημέρες ή ημερομηνίες, που έχουν ορισθεί εκ των προτέρων με ρητή πράξη του συλλογικού οργάνου, την οποία χωρίς αμφιβολία γνωρίζουν όλα τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη. Επίσης δεν απαιτείται πρόσκληση των μελών, όταν τα τελευταία έχουν δηλώσει εγγράφως κώλυμα συμμετοχής ή όταν δεν είναι δυνατό να μετάσχουν στη συνεδρίαση λόγω αντικειμενικού κωλύματος που είναι γνωστό και δημιουργεί απόλυτη αδυναμία προσέλευσης, εφόσον στην περίπτωση αυτή γίνεται ειδική μνεία του ειδικού κωλύματος στα πρακτικά. Η πρόσκληση, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφα προγενέστερα της ημερομηνίας της συνεδρίασης ενώ μπορεί να γίνει και με τηλεφώνημα εφόσον αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία φέρει χρονολογία και υπογραφή του προσώπου που έκανε το τηλεφώνημα. Συνακόλουθα, η σύνθεση συλλογικού οργάνου είναι μη νόμιμη σε περίπτωση κατά την οποία στη συνεδρίασή του μετέχει μεν αριθμός τακτικών μελών μεγαλύτερος του μισού των διορισμένων τακτικών μελών, πλην όμως δεν αποδεικνύεται με σχετικά στοιχεία προγενέστερα της συνεδρίασης ότι κλήθηκαν, αφενός τα τακτικά μέλη του οργάνου, αφετέρου δε τα προς αναπλήρωση των απόντων τακτικών μελών ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη να λάβουν μέρος σε αυτή (πρβλ. 287/2010 απόφ. VI Τμ., 144, 56/2008, κ.λ.π. Πράξεις VI Τμ. Ελ.Συν., Αποφ. ΣτΕ 1383/2000, 175/2002, 1363/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, η επιτροπή του διαγωνισμού διατύπωσε την από 10.12.2009 γνώμη της επί ένστασης που υποβλήθηκε από τη διαγωνιζόμενη εταιρεία «……..», πλην όμως κατά την οικεία συνεδρίαση απουσίασαν δύο τακτικά μέλη της επιτροπής (….., εκπρόσωποι της ΚΕΔΚΕ και του ΠΕΔΜΕΔΕ, αντίστοιχα), καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη αυτών (…., αντίστοιχα), χωρίς να αναγράφεται στην ως άνω γνώμη, ούτε προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου ότι οι ανωτέρω είχαν κληθεί νομοτύπως να παραστούν ή ότι συνέτρεχαν οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις υπό τις οποίες και μόνον θα ήταν δυνατόν να παραλειφθεί η κλήτευσή τους.
ΕΣ/Τμ.7(ΚΠΕ)219/2013
Εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου «Αντιπλημμυρικά έργα .....(...). Στο άρθρο 48 του ν. 3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων» (ΦΕΚ Α΄ 116) ορίζεται ότι: «1. Κάθε σύμβαση, εκτός από την προθεσμία για την περάτωση του συνόλου του έργου (συνολική προθεσμία), περιλαμβάνει και προθεσμίες για την ολοκλήρωση συγκεκριμένων τμημάτων αυτού (τμηματικές προθεσμίες). ... 2. Όλες οι προθεσμίες (συνολική και τμηματικές) αρχίζουν από την υπογραφή της σύμβασης, εκτός αν στα συμβατικά τεύχη ορίζεται διαφορετικά. 3. Μέσα στη συνολική προθεσμία πρέπει να έχουν τελειώσει όλες οι επί μέρους εργασίες του έργου και να έχουν ολοκληρωθεί οι τυχόν προβλεπόμενες από τη σύμβαση δοκιμές. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για τις τμηματικές προθεσμίες (…) 7. Ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να συνεχίσει την κατασκευή του έργου για επιπλέον της συνολικής προθεσμίας χρονικό διάστημα, ίσο προς το ένα τρίτο (1/3) αυτής και πάντως όχι μικρότερο των τριών (3) μηνών (οριακή προθεσμία). Η συνολική προθεσμία υπολογίζεται με βάση την αρχική συμβατική προθεσμία και τις τυχόν παρατάσεις που εγκρίθηκαν ύστερα από σχετικό αίτημα του αναδόχου μέσα στην αρχική συμβατική προθεσμία και δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του. 8. Παράταση της συνολικής ή των τμηματικών προθεσμιών εγκρίνεται: α) Είτε "με αναθεώρηση", όταν η καθυστέρηση του συνόλου των εργασιών του έργου ή του αντίστοιχου τμήματος δεν οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου ή προκύπτει από αύξηση του αρχικού συμβατικού αντικειμένου. β) Είτε "χωρίς αναθεώρηση", για το σύνολο ή μέρος των υπολειπόμενων εργασιών, όταν η παράταση κρίνεται σκόπιμη για το συμφέρον του έργου, έστω και αν η καθυστέρηση του συνόλου ή μέρους των υπολειπόμενων εργασιών οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου (…). …. 10. Η έγκριση των παρατάσεων προθεσμιών γίνεται από την προϊσταμένη αρχή, ύστερα από αίτηση του αναδόχου. Παράταση μπορεί να εγκριθεί και χωρίς αίτηση του αναδόχου, αν αυτή δεν υπερβαίνει την οριακή προθεσμία. Η αίτηση, αν υπάρχει, κατατίθεται στη διευθύνουσα υπηρεσία που διατυπώνει πάντοτε τη γνώμη της προς την προϊσταμένη αρχή (…)». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η εκτέλεση των εργασιών, που περιλαμβάνονται σε σύμβαση δημοσίου έργου, πρέπει να ολοκληρώνεται πριν από τη λήξη της συμβατικής προθεσμίας περαίωσης του έργου ή της νόμιμης παράτασης αυτής. Είναι δε νόμιμη η παράταση της προθεσμίας περαίωσης του έργου όταν χορηγείται, με απόφαση της προϊσταμένης αρχής, είτε με αίτηση του αναδόχου είτε και χωρίς αυτή, κατόπιν γνωμοδότησης της διευθύνουσας υπηρεσίας, αλλά εντός της ανωτέρω συμβατικής προθεσμίας. Παράταση της προθεσμίας χορηγηθείσα μετά τη λήξη της αρχικής προθεσμίας διάρκειας της σύμβασης δεν αποτελεί όντως παράταση αυτής εφ’ όσον αυτή λαμβάνει χώρα μετά την εκπνοή της, αλλά χορήγηση νέας προθεσμίας, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση των σχετικών περί προθεσμιών διατάξεων, η τήρηση των οποίων υπαγορεύεται από λόγους δημόσιας τάξης, εφόσον συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον ολοκλήρωσης και παράδοσης ενός δημόσιου έργου.(βλ. Πρ.VII Τμ. 244/2010, 5,31/2012,94/2013, πρβλ. Αποφ. Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3463/2012).
ΕΣ/ΚΛ.Ε/440/2018
1η συμπληρωματική σύμβαση του έργου «Ανακατασκευή ασφαλτοτάπητα στην Ε.Ο. 32, στο τμήμα Μαραθώνας – Άνω Σούλι – Γραμματικό και λοιπές εργασίες», συνολικού τιμήματος 119.000,00 ευρώ με Φ.Π.Α.(....)πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη σύναψη της ελεγχόμενης 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης του έργου, διότι οι ως άνω αναφερόμενες εργασίες ανέκυψαν μετά το χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, είναι δε απαραίτητες για την άρτια εκτέλεση του έργου και δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργηθούν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, ενώ δεν συνιστούν επέκταση του φυσικού αντικείμενου του έργου. Επομένως, οι εν λόγω εργασίες είναι συμπληρωματικές και μπορούν να περιληφθούν στην ελεγχόμενη συμπληρωματική σύμβαση και να ανατεθούν στον ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου.Δεν κωλύεται η υπογραφή της 1ης Συμπληρωματικής Σύμβασης ...