ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/134/2017
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ λόγω μη λήψης υπολοίπου της κανονικής αδείας :Στον δικαιοπάροχο των φερομένων ως δικαιούχων των χρηματικών ενταλμάτων δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών υπαλλήλων που επικαλείται ο αναπληρωτής Επίτροπος, ούτε εκείνες που επικαλείται η επιχείρηση στην προαναφερθείσα απόφαση 304/19.10.2016 του Διοικητικού της Συμβουλίου, καθώς αυτός ήταν υπάλληλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της …., που αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι οι διατάξεις που η …. αναφέρει ως εφαρμοστέες ρυθμίζουν το διαφορετικό ζήτημα του ποσού της αποζημίωσης των κληρονόμων λόγω θανάτου υπαλλήλου και όχι το ζήτημα της αποζημίωσης λόγω μη λήψης άδειας. Περαιτέρω, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα προαναφερθείσα ρύθμιση της Κλαδικής Σ.Σ.Ε., το δικαίωμα των κληρονόμων για αποζημίωση λόγω θανάτου του δικαιοπαρόχου τους υπαλλήλου ... περιορίζεται αποκλειστικά στην αποζημίωση την οποίαν αυτός θα δικαιούτο λόγω συνταξιοδότησης, εφαρμοζομένης αναλόγως της εργατικής νομοθεσίας, η εντελλόμενη με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα αποζημίωση των κληρονόμων λόγω μη λήψης άδειας ούτε άμεσο έρεισμα στην Κλαδική Σ.Σ.Ε. έχει, ούτε μπορεί εμμέσως να στηριχθεί στις ανωτέρω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, στις οποίες δεν προβλέπεται τέτοιο δικαίωμα των κληρονόμων.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.1/29/2014
Αποζημίωση συνταξιοδότησης.(...)Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το προσωπικό των Δήμων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που δεν υπάγεται για τη χορήγηση σύνταξης στην ασφάλιση του Δημοσίου, όταν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης από τον ασφαλιστικό φορέα στον οποίο υπάγεται, δικαιούται από την υπηρεσία του αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, η οποία υπολογίζεται όπως η αποζημίωση λόγω καταγγελίας, μειωμένη κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο. Η επικουρική ασφάλιση και η συμπλήρωση των προϋποθέσεων απόληψης επικουρικής σύνταξης δεν αποτελεί προϋπόθεση, αλλά συνιστά περίπτωση περαιτέρω περιορισμού της μειωμένης αποζημίωσης. Αντιθέτως, η υπαγωγή του αποχωρούντος υπαλλήλου σε φορέα που έχει ως σκοπό τη χορήγηση στους ασφαλισμένους του εφάπαξ βοηθήματος, δεν κωλύει ούτε περιορίζει την παράλληλη καταβολή σε αυτόν της ανωτέρω αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης (ΑΠ 1720/2012, ΝΣΚ 112/1997, Ε.Σ. Κλ. Τμ. VΙΙ Πρακτικά Συν. 7η/12.3.2013). (...)Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 103/1975 (Α΄167) τις οποίες επικαλείται μεταξύ άλλων η Επίτροπος και οι οποίες αποκλείουν την παράλληλη καταβολή στους αποχωρούντες υπαλλήλους άλλου εφ’ άπαξ χρηματικού βοηθήματος ή αποζημιώσεως, αφορούν αποκλειστικά στο βοήθημα που χορηγείται βάσει των διατάξεων του νόμου αυτού και δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος, ο λόγος περί αντίθεσης στην αρχή της ισότητας προβάλλεται αορίστως, επιπλέον δε, η κρίσιμη διάταξη, η οποία είναι γενική, εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δεν προκύπτει ότι εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται σε όμοιες συνθήκες.
ΕλΣυν/Κλ.1/311/2015
Δικηγόροι-Αποζημίωση συνταξιοδότησης.(...) Καταβολή αποζημίωσης στη ...., λόγω θανάτου …δικηγόρου με πάγια αντιμισθία ,Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά το χρόνο θανάτου του ...., …, ο γάμος του με τη .... ήταν ακόμα εν ισχύι, καθόσον η 3150/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν είχε καταστεί αμετάκλητη, δεδομένου ότι απαιτείτο προς τούτο η παρέλευση χρονικού διαστήματος κατ’ ελάχιστον επτά (7) μηνών από την επίδοση της απόφασης αυτής. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η απόφαση αυτή επιδόθηκε στον μετέπειτα θανόντα άμα τη δημοσιεύσει της, ήτοι στις…., το ως άνω χρονικό διάστημα δεν μπορούσε να είχε παρέλθει κατά το χρόνο του θανάτου αυτού. Κατόπιν τούτου, εφ’ όσον στις ….ο γάμος του δεν είχε λυθεί, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 46 παράγραφος 6 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, σύμφωνα με την οποία η σύζυγός του ...., δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, δικαιούται την προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό αποζημίωση λόγω λύσης της έμμισθης εντολής αυτού με το νυν Υπουργείο Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι η εν λόγω αποζημίωση είναι παροχή από δικαίωμα που αναγνωρίζεται απ’ ευθείας υπέρ των μελών της οικογένειας του θανόντος που αναφέρονται αποκλειστικά στη διάταξη του άρθρου 46 παράγραφος 6 του Κώδικα Δικηγόρων (εν προκειμένω υπέρ της φερόμενης ως δικαιούχου συζύγου αυτού) "ιδίω δικαίω" και δεν περιλαμβάνεται στην κληρονομιά του αποβιώσαντος δικηγόρου, ως εκ τούτου αβασίμως προβάλλεται από τη διαφωνούσα Επίτροπο ότι η αποζημίωση αυτή έπρεπε να υποβληθεί σε φόρο κληρονομίας, η δε από 11.4.2014 δήλωση αυτής περί αποποίησης της κληρονομίας του ανωτέρω δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα καταβολής της εντελλόμενης δαπάνης, καθόσον η αποζημίωση αυτή δεν περιλαμβάνεται στην κληρονομιά του θανόντος συζύγου της.Νόμιμη
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/104/2018
ΕΦΑΠΑΞ:Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα ειδικότερα έγιναν ερμηνευτικά δεκτά στη νομική σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ ΙΙ.Α και Β), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η υπό κρίση δαπάνη παρίσταται, εν προκειμένω, νόμιμη. Και τούτο, διότι, λαμβάνοντας υπόψη ότι με το άρθρο 56 παρ. 1 του ν. 2084/1992 εισήχθη, καταρχήν, για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους σε οποιοδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης, όπως η ....– …., η οποία κατά το χρονικό αυτό σημείο ήταν ασφαλισμένη στο Τ.Α.Ε., ευνοϊκή ρύθμιση για τα τέκνα θανόντος ασφαλισμένου που κληρονομούν εξ αδιαθέτου, οι φερόμενοι ως δικαιούχοι του χρηματικού εντάλματος πληρωμής, τέκνα της προαναφερόμενης δημοτικής υπαλλήλου, δικαιούνται σε κάθε περίπτωση να λάβουν το εφάπαξ βοήθημα, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ελλείψει άλλων δικαιούχων προσώπων, ήτοι κατά το ένα τρίτο έκαστος, μολονότι η δικαιοπάροχός τους δεν είχε κατά το χρόνο του θανάτου της αποκτήσει δικαίωμα για τη λήψη αυτού και ανεξαρτήτως του ότι οι ίδιοι δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από το Δημόσιο ταμείο λόγω του θανάτου της μητέρας τους. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον εφαρμοστέες, εν προκειμένω, δεν είναι οι διατάξεις του ν. 103/1975 αλλά οι καταστατικές διατάξεις του Τ.Π.Δ.Υ., βάσει των οποίων ρυθμίζεται το ζήτημα της λήψης του εν λόγω βοηθήματος από τα μέλη της οικογένειας θανόντος ασφαλισμένου, τούτο δε κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 21 του ν. 3232/2004.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/79/2017
Αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει ότι εν προκειμένω δεν απαιτείται εγκριτική προγενέστερη της υπερωριακής απασχόλησης της υπαλλήλου στο γραφείο βουλευτή υπουργική απόφαση ούτε ειδικότερη αιτιολόγησή της ενόψει της φύσης των καθηκόντων της υπαλλήλου. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος διαφωνίας. Ωστόσο, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον πρώτο λόγο διαφωνίας, μη νομίμως την αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης ανέλαβε σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του ο Δήμος .... Τούτο διότι, η μισθοδοσία της υπαλλήλου, λόγω της απόσπασής της στο Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και από τη θέση αυτή διάθεσή της σε Γραφείο Βουλευτή, δε βαρύνει τον προϋπολογισμό του φορέα προέλευσής της Δήμο ..., αλλά, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τον κρατικό προϋπολογισμό, συνακόλουθα και η αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης έπρεπε να βαρύνει τις πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/62/2017
Αποζημίωση υπαλλήλου ΙΔΑΧ λόγω συνταξιοδότησής. (..) Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι Υπάλληλος Δήμου (ΟΤΑ) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), ο οποίος δεν έχει υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου για κύρια σύνταξη και έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης κύριας σύνταξης, έχει αξίωση κατά του Δήμου για αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 204 του ΚΚΔΚΥ, η οποία παραγράφεται μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την επομένη της ημερομηνίας γένεσής της, που είναι η ημερομηνία που συντελείται το πραγματικό γεγονός της αποχώρησης του υπαλλήλου από την υπηρεσία, εκτός αν η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης παρακωλύεται από σχετική άρνηση ή καθυστέρηση του Δήμου...(..)Με δεδομένα αυτά η αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου πρώην υπαλλήλου του Δήμου ... έχει παραγραφεί, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την αναπληρώτρια Επίτροπο, καθόσον από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του ανωτέρω υπαλλήλου από την υπηρεσία (7.1.2013), οπότε και γεννήθηκε η αξίωσή του για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης από τον προαναφερθέντα Δήμο, δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε άρνησης ή καθυστέρησης του Δήμου που να παρακώλυσε τη δικαστική της επιδίωξη, συμπληρώθηκε στις 8.1.2015 η παρέλευση άπρακτων δύο (2) ετών. Περαιτέρω, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η σχετική παραγραφή είναι πενταετής και όχι διετής κατ’ επίκληση της 1359/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου και του 2/66451/0026/20.7.2016 εγγράφου του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με τα οποία η κατά ν.π.δ.δ. αξίωση υπαλλήλου του με σχέση ΙΔΑΧ για λήψη της όμοιας με την επίμαχη αποζημίωσης του άρθρου 55 παρ. 1 του π.δ. 410/1988 (Α΄ 191) υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν.δ. 496/1974) και όχι στη διετή παραγραφή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Αυτό διότι, κατά το άρθρο 276 παρ. 2 του Kώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, για το χρόνο παραγραφής της επίμαχης αξίωσης του φερόμενου ως δικαιούχου του ελεγχόμενου Χ.Ε. πρώην υπαλλήλου κατά του Δήμου ... εφαρμοστέα είναι η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν.2362/1995), σύμφωνα με την οποία οι αξιώσεις των υπαλλήλων (του Δήμου εν προκειμένω) για αποζημιώσεις κάθε φύσης, συνεπώς και της επίμαχης, που δεν είναι μέρος των αποδοχών του υπαλλήλου, ούτε απολαβή, υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε και αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά φέρει χαρακτήρα έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης αυτού κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία (πρβλ. ΑΠ 1359/2015), υπόκεινται σε διετή παραγραφή.
ΕλΣυν/Τμ.1/177/2012
Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 269 παρ. 8 Κ.Δ.Κ., 25 παρ. 2 του ν. 3613/2007 και 17 παρ. 2 του ν. 3812/2009 συνάγεται ότι σε περίπτωση μετατροπής αμιγούς δημοτικής επιχείρησης σε δημοτική ανώνυμη εταιρεία είναι δυνατή η μεταφορά του προσωπικού της, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στις ίδιες διατάξεις διαδικασία και με βάση τις υφιστάμενες ανάγκες, σε υπηρεσίες του οικείου Δήμου. Στο κατά τα ανωτέρω μεταφερόμενο προσωπικό εφαρμόζονται, ως προς τους όρους και το ύψος της αμοιβής της εργασίας του, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ισχύουν εκάστοτε για το προσωπικό των Ο.Τ.Α., λαμβανομένης υπόψη της προϋπηρεσίας που είχε αυτό στη δημοτική επιχείρηση από την οποία προέρχεται. Ο συνυπολογισμός, όμως, της προϋπηρεσίας του μεταφερόμενου προσωπικού, σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του νόμου, αφορά μόνο στην μισθολογική, και όχι στην εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση και βαθμολογική εξέλιξή του, για την οποία ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (πρβλ. Πράξεις Ελ. Συν. Ι Τμ. 145/2011, 12/2009). Περαιτέρω, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. Α.Π. 166/1994, 1362/1990, 880/1982, Εφ. Αθ. 5423/2003), η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας δεν έχει μισθολογικό χαρακτήρα. Το ίδιο θα πρέπει να γίνει δεκτό και για την αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, βάσει της παρ. 3 του άρθρου 204 του ν. 3584/2007, αφού ούτε από το γράμμα των σχετικών διατάξεων ή την αιτιολογική έκθεση του νόμου, ούτε από το σκοπό του νόμου, που είναι η διευκόλυνση της ανανέωσης του προσωπικού των Δήμων (πρβλ. απόφ. Α.Π. 723/1996), προκύπτει ότι η εν λόγω αποζημίωση έχει το χαρακτήρα μισθού. Κατά συνέπεια, η προϋπηρεσία του μεταφερόμενου προσωπικού στη δημοτική επιχείρηση από την οποία προέρχεται δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της αποζημίωσης του άρθρου 204 παρ. 3 του ν. 3584/2007, καθόσον η αποζημίωση αυτή δεν συναρτάται με την μισθολογική κατάσταση και εξέλιξη του μεταφερόμενου προσωπικού.
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.1/271/2017
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, όπως βάσιμα, αν και με διάφορη αιτιολογία, προβάλλει η Επίτροπος, η προαναφερόμενη υπάλληλος, μη νομίμως μετατάχθηκε σε κενή οργανική θέση του κλάδου ΔΕ Οδηγών, χωρίς να κατέχει τον ομώνυμο ή αντίστοιχο ή συναφή απολυτήριο τίτλο ενιαίου πολυκλαδικού λυκείου ή τεχνικού – επαγγελματικού λυκείου ή τεχνικής – επαγγελματικής σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή σχολής μαθητείας του ΟΑΕΔ, ή άλλου ισότιμου τίτλου σχολικής μονάδας της ημεδαπής ή αλλοδαπής, αλλά ούτε και απολυτήριο τίτλο αντίστοιχης ειδικότητας αναγνωρισμένης κατώτερης τεχνικής σχολής ή το ουσιαστικό προσόν της αντίστοιχης εμπειρίας, σύμφωνα με τις ειδικές ρυθμίσεις των άρθρων 13 του π.δ. 22/1990 σε συνδυασμό με το άρθρο 83 ν. 1943/1991, οι οποίες είναι εφαρμοστέες εν προκειμένω, αλλά μετατάχθηκε κατόπιν προσκόμισης πτυχίου του Τμήματος Βοηθών Ιατρικών και Βιολογικών Εργαστηρίων του Τομέα Κοινωνικών Υπηρεσιών Τεχνικού – Επαγγελματικού Λυκείου, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στους ανωτέρω αναφερόμενους τίτλους. Αβασίμως δε, με το 16586/24.10.2017 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Διοικητικού – Προσωπικού του Δημοτικού Βρεφοκομείου ,.., προβάλλεται ότι η ανωτέρω υπάλληλος νομίμως μετατάχθηκε στον κλάδο ΔΕ Οδηγών καθώς κατείχε το προβλεπόμενο στο π.δ. 50/2001 μειωμένο τυπικό προσόν της κατοχής οποιουδήποτε απολυτηρίου τίτλου σχολικής μονάδας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και είχε προηγηθεί έλεγχος από τον οποίο διαπιστώθηκε ότι κανένας άλλος υπάλληλος δεν διέθετε τα κύρια προσόντα του εν λόγω κλάδου, διότι, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη ΙΙ, εν προκειμένω δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του π.δ. 50/2001, αλλά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 30 παρ. 2 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, οι ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 13 του π.δ. 22/1990 σε συνδυασμό με το άρθρο 83 του ν. 1943/1991. (..)Κατ’ ακολουθίαν, η εν λόγω δαπάνη παρίσταται μη νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρηθεί.
Α.Π.1359/2015
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποζημίωση του άρθρου 19 του ν. 993/1979 δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων ούτε "απολαβή", υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής ενίσχυσης του. Επομένως, η αξίωση καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως δεν υπόκειται στη διετή παραγραφή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ ΑΠ 4/2001, ΑΠ 1726/05, 556/11, 1065/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι η αξίωση της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, την οποία εδικαιούτο να λάβει κατά την αποχώρησή της από το εναγόμενο - αναιρεσείον ΝΠΔΔ, στο οποίο υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, υπάγεται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή και συνεπώς, δεν παραγράφηκε η αξίωσή της. Και τούτο γιατί δέχθηκε ότι από την ημερομηνία αποχώρησής της από την υπηρεσία (30-4-2010) έως την άσκηση της αγωγής της (41-2013) δεν παρήλθε πενταετία.
ΕΣ/ΤΜ.1/83/2009
Καταβολή δικηγορικής αμοιβής:..Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη αμοιβή των 600 ευρώ είναι μη νόμιμη, διότι αυτός παρείχε εξωδικαστικές νομικές υπηρεσίες προς τον Δήμο ..., χωρίς προηγουμένως να έχει εγκριθεί με απόφαση της αρμόδιας Δημαρχιακής Επιτροπής, το ακριβές αντικείμενο της ανατεθείσας σε αυτόν εντολής. Περαιτέρω, η επικαλούμενη από τον Δήμο ..., από 15.4.2008 σχετική επιστολή του Δημάρχου προς τον ανωτέρω δικηγόρο, δεν προσκομίζεται, ούτε άλλωστε προκύπτει ότι τηρήθηκε η προβλεπόμενη στην διάταξη του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 3463/2006 διαδικασία, ότι δηλαδή η επιστολή αυτή υποβλήθηκε προς έγκριση στην Δημαρχιακή Επιτροπή, ε) Για την υπόθεση 10 του άνω πίνακα αμοιβών και παραστάσεων χρεώθηκε σε βάρος του Δήμου ... από τον φερόμενο ως δικαιούχο αμοιβή 300 ευρώ, η οποία αντιστοιχεί σε απασχόλησή του επί 5 ώρες σε ποινική υπόθεση δύο (2) μελών του Δημοτικού Συμβουλίου ..., και ενός εργαζομένου σ’αυτόν, κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος τους για αδικήματα σχετικά με την ενάσκηση των καθηκόντων τους, στην αμοιβή δε αυτή περιλαμβάνεται και παράστασή του ενώπιον του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την δικάσιμο της 11.6.2008. Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η εν λόγω δαπάνη δεν μπορεί να βαρύνει τον προϋπολογισμό του Δήμου ..., αφού οι επίμαχες ποινικές υποθέσεις αφορούν στην προσωπική συμπεριφορά μελών του Δημοτικού Συμβουλίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ούτε δε η δαπάνη αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως λειτουργική. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το κρινόμενο χρηματικό ένταλμα περιέχει μη νόμιμη δαπάνη και για το λόγο αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΤΜ.1/27/2008
Καταβολή αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης κανονικής άδειας...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη σκέψη που προηγήθηκε, αυτός δεν δικαιούται αποζημίωσης λόγω μη χορήγησης κανονικής άδειας κατά το έτος 2005, αφού η καταβολή της δεν προβλέπεται από τις ειδικές διατάξεις που, κατά τρόπο αποκλειστικό, ρυθμίζουν τις αποδοχές των Γενικών Γραμματέων των Δήμων. Άλλωστε η καταβολή τέτοιας αποζημίωσης δεν προβλέπεται ούτε για τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους (αρ.49 του ν.2683/1999, Α΄19 και ν.3528/2007, Α΄26). Η επικαλούμενη στις αποφάσεις της δημαρχιακής Επιτροπής διάταξη του άρθρου 20 του π.δ.410/1988, σύμφωνα με την οποία ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση, αν δεν του χορηγηθεί για οποιοδήποτε λόγο η κανονική άδεια, αφορά στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. και δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναλογικά σε μια ειδική κατηγορία, όπως είναι οι γενικοί γραμματείς των δήμων οι οποίοι απασχολούνται με διαφορετικό εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς. Ομοίως σε άλλη κατηγορία υπαλλήλων (γενικών διευθυντών και προϊσταμένων υπηρετούντων σε πολιτικά γραφεία) αναφέρεται και η 782/1992 γνωμοδότηση του Ν.Σ.Κ, την οποία επίσης επικαλείται ο Δήμος. Ενόψει των ανωτέρω, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του Δημάρχου … ότι τα αρμόδια όργανά του υπέλαβαν πεπλανημένως ότι ο ανωτέρω υπάλληλος δικαιούται την επίμαχη αποζημίωση αφού η πλάνη τους αυτή και αληθής υποτιθέμενη δεν είναι συγγνωστή. Εξάλλου, με το 2/31341/0022/18.6.2005 έγγραφό της η Διευθύντρια της 22ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του εν λόγω Δήμου είχε ενημερώσει ότι «δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να αποζημιώνει δημόσιους υπαλλήλους (στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται και οι μετακλητοί Γενικοί Γραμματείς Δήμων) στους οποίους δεν χορηγήθηκε η κανονική άδεια εντός του έτους που τη δικαιούνται». Τέλος, όπως ορθώς προβάλλεται από την Επίτροπο, το επίμαχο χρηματικό ένταλμα και τα δικαιολογητικά αυτού δεν υπογράφονται από τον Προϊστάμενο της Λογιστικής Υπηρεσίας του Δήμου, κατά παράβαση των οικείων διατάξεων του Λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων. Κατά συνέπεια η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα πληρωμής δαπάνη, δεν είναι νόμιμη και το ένταλμα αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.