Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C‑131/2016

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/17/ΕΚ – Αρχές που διέπουν τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων – Άρθρο 10 – Αρχή της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων – Υποχρέωση των αναθετόντων φορέων να ζητούν από τους προσφέροντες να τροποποιούν ή να συμπληρώνουν την προσφορά τους – Δικαίωμα του αναθέτοντος φορέα να κρατεί την τραπεζική εγγύηση σε περίπτωση άρνησης – Οδηγία 92/13/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Διαδικασίες προσφυγής – Απόφαση ανάθεσης δημόσιας σύμβασης – Αποκλεισμός προσφέροντος – Προσφυγή ακύρωσης – Έννομο συμφέρον»(....)1) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, απαγορεύει στην αναθέτουσα αρχή να καλεί τους προσφέροντες να προσκομίζουν τις απαιτούμενες δηλώσεις ή έγγραφα των οποίων η κοινοποίηση ήταν απαραίτητη βάσει της συγγραφής υποχρεώσεων και η οποία δεν πραγματοποιήθηκε εντός της ταχθείσας προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών. Αντιθέτως, το άρθρο αυτό δεν απαγορεύει στην εν λόγω αναθέτουσα αρχή να καλεί τους προσφέροντες να διευκρινίζουν μια προσφορά ή να διορθώνουν πρόδηλα εκ παραδρομής σφάλματα που εμπεριέχει η τελευταία, υπό τον όρο ωστόσο ότι η πρόσκληση αυτή απευθύνεται σε όλους τους προσφέροντες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ότι όλοι οι προσφέροντες αντιμετωπίζονται κατά ισότιμο και ειλικρινή τρόπο και ότι η διευκρίνιση αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με υποβολή νέας προσφοράς, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. 2) Η οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2007, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία μια διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης κατέληξε στην υποβολή δύο προσφορών και στην ταυτόχρονη έκδοση δύο αποφάσεων από την αναθέτουσα αρχή εκ των οποίων η πρώτη απορρίπτει την προσφορά ενός εκ των προσφερόντων και η δεύτερη αναθέτει τη δημόσια σύμβαση στον άλλον, ο αποκλεισθείς προσφέρων ο οποίος ασκεί προσφυγή κατά των ανωτέρω δύο αποφάσεων πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την απόρριψη της προσφοράς του αναδόχου, πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι η έννοια της «συγκεκριμένης σύμβασης» του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/13, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2007/66, μπορεί, κατά περίπτωση, να αφορά την ενδεχόμενη κίνηση νέας διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-19/2000

Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )


ΣτΕ/738/2009

Εφ` όσον ο συμμετέχων σε διαγωνισμό δεν περιλάβει στην προσφορά του ρητή δήλωση, με την οποία θέτει χρονικό περιορισμό στην ισχύ της προσφοράς αυτής, τεκμαίρεται ότι δεσμεύεται από αυτήν καθ` όλη την διάρκεια του διαγωνισμού, μέχρι την ολοκλήρωσή του. Η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να καλεί τους προμηθευτές να συμπληρώσουν τα νομίμως, καταρχήν, υποβληθέντα δικαιολογητικά ή να παρέχουν σχετικές διευκρινίσεις και όχι να αναπληρώσουν μη υποβληθέντα ή μη νομίμως υποβληθέντα δικαιολογητικά. Προφανώς εκ παραδρομής η αναγραφή στην τεχνική προσφορά του χρόνου λήξεως της ισχύος της, η σχετική δε αναφορά πρέπει να θεωρηθεί μη γεγραμμένη, με συνέπεια η προσφορά της αιτούσης να τεκμαίρεται ότι ισχύει καθ` όλη τη διάρκεια του διαγωνισμού.


ΔΕΚ/C-450/2006

Περίληψη της αποφάσεως.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Συγκερασμός με την αρχή της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων – Αρμόδια για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 93/36, άρθρο 15 § 2) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αρμόδια για τις προσφυγές του εν λόγω άρθρου αρχή οφείλει να εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και το δικαίωμα για σεβασμό των επιχειρηματικών απορρήτων όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους τους οποίους της διαβιβάζουν οι διάδικοι και, ιδίως, η αναθέτουσα αρχή, χωρίς η ίδια να εμποδίζεται να λαμβάνει γνώση αυτών των πληροφοριών και να τις συνεκτιμά. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται κατά αποφάσεως ληφθείσας από αναθέτουσα αρχή σχετικά με διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν σημαίνει ότι οι διάδικοι έχουν απόλυτο και απεριόριστο δικαίωμα πρόσβασης στο σύνολο των σχετικών με την εν λόγω διαδικασία συνάψεως στοιχείων που κατατέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας για την προσφυγή αρχής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα άλλων επιχειρηματιών για προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων τους. Εναπόκειται στην εν λόγω αρχή να αποφασίσει κατά πόσον και με ποιο τρόπο πρέπει να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας και το απόρρητο των στοιχείων αυτών, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων και, σε περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, έτσι ώστε η όλη διαδικασία να μη θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. (βλ. σκέψεις 51, 55 και διατακτ.)


ΔΕΚ/C-503/2004

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση — Μη τήρηση της υποχρεώσεως εκτελέσεως αποφάσεως — Χρηματοοικονομικές κυρώσεις (Άρθρο 228 § 2 EΚ) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 3) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6, εδ. 2) 4. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων — Οδηγία 92/50 (Άρθρο 226 EΚ• οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 5. Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Παράβαση — Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από την εσωτερική έννομη τάξη — Δεν επιτρέπεται (Άρθρο 226 EΚ) 1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, η προσφυγή δεν είναι απαράδεκτη διότι η Επιτροπή δεν ζητεί πλέον την επιβολή χρηματικής ποινής. Πράγματι, εφόσον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίζει την επιβολή χρηματοοικονομικής κυρώσεως, μη προταθείσας από την Επιτροπή, η προσφυγή δεν καθίσταται απαράδεκτη για το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεωρεί, σε κάποιο στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ότι δεν τίθεται πλέον ζήτημα επιβολής χρηματικής ποινής. (βλ. σκέψεις 21-22) 2. Η ιδιαίτερη διαδικασία του άρθρου 3 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή μπορεί να παρεμβαίνει σε κράτος μέλος εφόσον θεωρήσει ότι έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του δημοσίου, αποτελεί προληπτικό μέτρο το οποίο δεν μπορεί ούτε να παρεκκλίνει από τις εκ του άρθρου 226 ΕΚ και 228 ΕΚ αρμοδιότητες της Επιτροπής ούτε να τις υποκαταστήσει. (βλ. σκέψη 23) 3. Μολονότι η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν τα αποτελέσματα συμβάσεων συναφθεισών κατά παράβαση οδηγιών στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων και προστατεύει, με τον τρόπο αυτό, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αντισυμβαλλομένων, δεν μπορεί όμως να έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η έναντι τρίτων συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ύστερα από τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων. Ωστόσο, μολονότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ, δεν επηρεάζει ούτε την εφαρμογή του άρθρου 228 ΕΚ, ειδάλλως συρρικνώνεται το περιεχόμενο των διατάξεων της Συνθήκης περί δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή αφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, την αποκατάσταση την οποία ο θιγείς από παράβαση διαπραχθείσα εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής μπορεί να επιτύχει από την αρχή αυτή. Ωστόσο, λόγω της εξειδίκευσής της, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπει και τη σχέση μεταξύ ενός κράτους μέλους και της Κοινότητας, σχέση η οποία εμπίπτει στο πλαίσιο των άρθρων 226 ΕΚ και 228 ΕΚ. (βλ. σκέψεις 33-35) 4. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, σε περίπτωση λύσης της συναφθείσας κατά παράβαση της οδηγίας 92/50 σύμβασης, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αρχή pacta sunt servanda καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μπορούν να αντιταχθούν στην αναθέτουσα αρχή από τον αντισυμβαλλόμενό της, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να τα επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση βάσει του άρθρου 226 ΕΚ και, ως εκ τούτου, να απεκδύεται της ευθύνης που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 36) 5. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 38)


Υπόθεση C-131/2016

Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 11ης Μαΐου 2017.
Archus sp. z o.o. και Gama Jacek Lipik κατά Polskie Górnictwo Naftowe i Gazownictwo S.A.
Αίτηση του Krajowa Izba Odwoławcza για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/17/ΕΚ – Αρχές που διέπουν τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων – Άρθρο 10 – Αρχή της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων – Υποχρέωση των αναθετόντων φορέων να ζητούν από τους προσφέροντες να τροποποιούν ή να συμπληρώνουν την προσφορά τους – Δικαίωμα του αναθέτοντος φορέα να κρατεί την τραπεζική εγγύηση σε περίπτωση άρνησης – Οδηγία 92/13/ΕΟΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Διαδικασίες προσφυγής – Απόφαση ανάθεσης δημόσιας σύμβασης – Αποκλεισμός προσφέροντος – Προσφυγή ακύρωσης – Έννομο συμφέρον.


Δ.Ε.Ε. C-523/2016 και 536/2016

«Προδικαστική παραπομπή - Δημόσιες συμβάσεις - Οδηγία 2004/18/ΕΚ - Άρθρο 51 -Τακτοποίηση των προσφορών - Οδηγία 2004/17/ΕΚ - Διευκρίνιση των προσφορών -Εθνική νομοθεσία που εξαρτά από την καταβολή χρηματικής κυρώσεως την τακτοποίηση, εκ μέρους των προσφερόντων, των εγγράφων που πρέπει να προσκομισθούν - Αρχές που διέπουν τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων - Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως - Αρχή της αναλογικότητας»


C-523/2016

Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 51 –  Τακτοποίηση των προσφορών – Οδηγία 2004/17/ΕΚ – Διευκρίνιση των προσφορών –  Εθνική νομοθεσία που εξαρτά από την καταβολή χρηματικής κυρώσεως την τακτοποίηση, εκ μέρους  των προσφερόντων, των εγγράφων που πρέπει να προσκομισθούν – Αρχές που διέπουν τη σύναψη  των δημόσιων συμβάσεων – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Αρχή της αναλογικότητας


ΔΕΚ/C‑210/2020

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:«Προδικαστική παραπομπή – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, έργων και υπηρεσιών – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Διεξαγωγή της διαδικασίας – Επιλογή των συμμετεχόντων και ανάθεση των συμβάσεων – Άρθρο 63 – Προσφέρων στηριζόμενος στις δυνατότητες άλλου φορέα για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της αναθέτουσας αρχής – Άρθρο 57, παράγραφοι 4, 6 και 7 – Ψευδείς δηλώσεις υποβληθείσες από τον φορέα αυτόν – Αποκλεισμός του εν λόγω προσφέροντος χωρίς να του επιβάλλεται ή να του επιτρέπεται να προβεί σε αντικατάσταση του φορέα αυτού – Αρχή της αναλογικότητας»:(....)Το άρθρο 63 της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 57, παράγραφος 4, στοιχείο ηʹ, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η αναθέτουσα αρχή οφείλει άνευ ετέρου να αποκλείσει έναν προσφέροντα από διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης στην περίπτωση που η βοηθητική επιχείρηση στης οποίας τις δυνατότητες σκόπευε να στηριχθεί ο προσφέρων έχει υποβάλει ψευδή δήλωση ως προς την ύπαρξη ποινικών καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, χωρίς η αρχή αυτή να δύναται, σε μια τέτοια περίπτωση, να επιβάλει ή τουλάχιστον να επιτρέψει στον προσφέροντα να προβεί στην αντικατάσταση της εν λόγω επιχείρησης.


ΔΕΚ/C-555/2007

«Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Εθνική νομοθεσία για τις απολύσεις η οποία δεν λαμβάνει υπόψη για τον υπολογισμό της διάρκειας της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως χρονικά διαστήματα εργασίας που διανύθηκαν πριν ο μισθωτός συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του – Δικαιολόγηση του μέτρου – Εθνική νομοθετική ρύθμιση αντίθετη προς την οδηγία – Αποστολή του εθνικού δικαστή»(...) 1) Το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας όπως η αρχή αυτή συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι τα χρονικά διαστήματα απασχόλησης που διανύθηκαν πριν τη συμπλήρωση του 25ου έτους ηλικίας του εργαζομένου δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. 2) Απόκειται στον εθνικό δικαστή, οσάκις επιλαμβάνεται διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, όπως η αρχή αυτή συγκεκριμενοποιείται με την οδηγία 2000/78, μην εφαρμόζοντας, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, ανεξαρτήτως της αποφάσεώς του να κάνει χρήση της δυνατότητας που έχει, στις περιπτώσεις του άρθρου 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προδικαστικό ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία της αρχής αυτής. 


ΔΕΚ/C‑416/2021

«Προδικαστική παραπομπή – Διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 57, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δʹ – Προαιρετικοί λόγοι αποκλεισμού – Συμφωνίες με άλλους οικονομικούς φορείς με στόχο τη στρέβλωση του ανταγωνισμού – Οδηγία 2014/25/ΕΕ – Άρθρο 36, παράγραφος 1 – Αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης των προσφερόντων – Άρθρο 80, παράγραφος 1 – Χρήση των λόγων αποκλεισμού και των κριτηρίων επιλογής που προβλέπονται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ – Προσφέροντες που αποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα και έχουν υποβάλει χωριστές προσφορές που δεν είναι ούτε αυτοτελείς ούτε ανεξάρτητες – Αναγκαιότητα να υφίστανται επαρκώς εύλογες ενδείξεις προς διαπίστωση παράβασης του άρθρου 101 ΣΛΕΕ»