ΔΕΦΚΦΑ 1124874ΕΞ2018
Τύπος: Εγκύκλιοι
Κοινοποίηση των διατάξεων του άρθρου 124, του ν. 4514/2018 (ΦΕΚ Α΄14) καθώς και της αριθμ. ΔΕΦΚΦΑ 1026034 ΕΞ 2018/13-02-2018 Απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. με θέμα «Καθορισμός των οργάνων και της διαδικασίας βεβαίωσης και είσπραξης του Ε.Φ.Κ. που αναλογεί στα προϊόντα των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 73, του ν.2960/2001, που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ή διατίθενται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή κινητήρων.»(ΑΔΑ:Ω75Κ465Θ1Ω-ΦΩΡ)
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΦΚΦ Α 1026034/2018
Καθορισμός των οργάνων και της διαδικασίας βεβαίωσης και είσπραξης του Ε.Φ.Κ. που αναλογεί στα προϊόντα των παραγράφων 4, 5 και 6 του άρθρου 73, του ν. 2960/2001, που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ή διατίθενται προς πώληση ή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης ή κινητήρων.
Δ.ΣΦ.ΦΕΚ-777/Β/7.3.2018:Στην ΔΕΦΚΦΑ 1026063 ΕΞ2018/13-02-2018 απόφαση του Διοικητή Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 572/τ.Β΄/21.02.2018, στη σελίδα 7207 στην Β΄ στήλη, μετά τον 14ο στίχο εκ των άνω προστίθεται το στοιχείο κειμένου «Άρθρο 8» και πριν το στίχο 15 που αναγράφει «Λοιπές διατάξεις».
2/894/2020
α) Προσαρμογή στην Εκτελεστική Οδηγία (ΕΕ) υπ’ αρ. 2015/2392 της Επιτροπής της 17ns Δεκεμβρίου 2015 για τον Κανονισμό (ΕΕ) υπ’ αρ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την υποβολή αναφορών στις αρμόδιες αρχές σχετικά με πραγματικές ή πιθανές παραβάσεις του εν λόγω κανονισμού. β) Προσαρμογή στην παρ. 1 του άρθρου 73 της Οδηγίας υπό στοιχεία 2014/65/ΕΕ - MiFid II και το άρθρο 71 του ν. 4514/2018. γ) Προσαρμογή στο άρθρο 94Β του ν. 4099/2012, που προστέθηκε με το άρθρο 14 του ν. 4416/2016 (Α΄ 160) (παρ. 17 του άρθρου 1 της Οδηγίας υπό στοιχεία 2014/91/ΕΕ) - τροποποίηση UCITS V. δ) Προσαρμογή στην περ. (θ) της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 4557/2018, όπως τροποποιήθηκε από τον ν. 4734/2020. ε) Προσαρμογή στα άρθρα 76 και 78 του ν. 1969/ 1991.
ΕλΣυν/ΣΤ Κλιμ/266/2017
ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΚΑΥΣΙΜΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σκέψη III, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο όρος της διακήρυξης, με βάση τον οποίο οι υποψήφιοι προμηθευτές υποχρεούνταν να καταθέσουν προσφορά για το σύνολο των ζητούμενων ειδών της Ομάδας Α, που περιελάμβανε υγρά καύσιμα και λιπαντικά, περιορίζει τον ανταγωνισμό, καθώς υποχρεώνει τους οικονομικούς φορείς, που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην πώληση του ενός από τα ζητούμενα είδη της Ομάδας, να συμπράξουν με άλλους που δραστηριοποιούνται στην πώληση του άλλου είδους της ίδιας Ομάδας, προκειμένου να συμμετέχουν στο διαγωνισμό, με συνέπεια να δημιουργεί δυσμενή διάκριση σε βάρος τους και αδικαιολόγητο πλεονέκτημα υπέρ ορισμένων προσφερόντων. Είχε δε διακριτική ευχέρεια ο Δήμος ....., ως αναθέτουσα αρχή, να καθορίσει με τη διακήρυξη τους όρους της διαγωνιστικής διαδικασίας, μεταξύ δε αυτών και την υποχρέωση των οικονομικών φορέων να υποβάλουν προσφορά για το σύνολο ή μέρος των ζητούμενων ειδών, ωστόσο, ο κατά τον τρόπο αυτό περιορισμός του κύκλου των προσφερόντων, ενόψει της σαφούς διαφοροποίησης των ειδών της Ομάδας Α μεταξύ τους, δεν δικαιολογείται από κάποιο λόγο γενικότερου συμφέροντος, δεν σχετίζεται με την ορθή και αποτελεσματική εκτέλεση της συγκεκριμένης σύμβασης ούτε με την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών της αναθέτουσας αρχής. Περαιτέρω, κατά παράβαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απορρέουσας από αυτήν αρχής της διαφάνειας, επιμέρους όροι της διακήρυξης στερούνταν της απαιτούμενης σαφήνειας, δημιουργώντας εύλογη αμφιβολία σχετικά με το ακριβές περιεχόμενό τους, γεγονός που μπορούσε να αποτρέψει του ενδιαφερόμενους να καταθέσουν προσφορά στο διαγωνισμό. Ειδικότερα, ο όρος περί της απαγόρευσης συνολικής ή τμηματικής εκχώρησης της σύμβασης, που επιβάλλεται με το άρθρο 4.4 της διακήρυξης, δημιουργεί εύλογη αμφιβολία για το εάν πράγματι αφορά στη δυνατότητα εκχώρησης του συμβατικού δεσμού – ο οποίος, πάντως μπορεί να μεταβιβασθεί μόνο με συνδυασμό εκχώρησης και αναδοχής χρέους (άρθρα 455 επ. και 471 επ. Α.Κ.) - ή εάν αναφέρεται στην απαγόρευση σύναψης υπεργολαβίας με τρίτον (στην οποία ο τίτλος του άρθρου παραπέμπει), δηλαδή της δυνατότητας ανάθεσης σε μη συμβαλλόμενο μέρος της εκτέλεσης μέρους του αντικειμένου της σύμβασης. Επιπλέον, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ν. 4412/2016, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να αποδέχεται και να μην αποκλείει τη συμμετοχή των φορέων, που δεν πληρούν οι ίδιοι τα κριτήρια σχετικά με την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα, καθώς και την οικονομική και χρηματοοικονομική επάρκεια, αλλά επικαλούνται και αποδεικνύουν ότι τα έχουν στη διάθεσή τους, εξαιτίας των δεσμών που τους συνδέουν με άλλους οικονομικούς φορείς ή μέλη τους, ο όρος στο σχετικό άρθρο 2.2.8 της διακήρυξης ότι «δεν απαιτείται», δημιουργεί εύλογη αμφιβολία περί της έννοιάς του, καθώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι αποκλείει το δικαίωμα του υποψήφιου προμηθευτεί να στηριχθεί, για την εκτέλεση του αντικειμένου της σύμβασης, στις ικανότητες τρίτου. Τέλος, η απαίτηση του άρθρου 2.2.5 της διακήρυξης οι οικονομικοί φορείς να δηλώσουν ότι διαθέτουν γενικό ετήσιο κύκλο εργασιών για τα έτη 2014-2015-2016, χωρίς όμως να προσδιορίζεται ο ελάχιστος απαιτούμενος γενικός κύκλος εργασιών ή έστω να διευκρινίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα αξιολογηθεί ο δηλούμενος κύκλος, καθιστά ομοίως ασαφή τον εν λόγω όρο της διακήρυξης.ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕλΣυν.Τμ.6/528/2018
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/139/2024
Αίτημα άρσης αμφιβολίας που ανέκυψε ενώπιον του Κλιμακίου κατά τον έλεγχο του σχεδίου σύμβασης με τίτλο «Προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος μέσω διμερών συμβάσεων αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας με χρηματικό διακανονισμό (Financial Virtual Corporate Power Purchase Agreement – PPA) και μεταβίβαση πιστοποιητικών» για τα κάτωθι ζητήματα: α) αν το υπό έλεγχο σχέδιο σύμβασης αφορά σε σύμβαση μεγάλης οικονομικής αξίας υπαγόμενη στον προσυμβατικό έλεγχο κατά την έννοια του άρθρου 324 παρ. 1 του ν. 4700/2020, β) αν μία σύμβαση με τα χαρακτηριστικά της επίμαχης σύμβασης εμπίπτει στην έννοια της σύμβασης παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για την απόκτηση χρηματοπιστωτικού μέσου του άρθρου 325 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 4700/2020 και εξαιρείται, για τον λόγο αυτό, του προσυμβατικού ελέγχου και γ) σε περίπτωση που κριθεί ότι η επίμαχη σύμβαση υπάγεται στον προσυμβατικό έλεγχο και δεν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσης, αν αρμόδιο για τη διενέργεια του ελέγχου είναι το Στ΄ ή το Ζ΄ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(...)Ενόψει των ανωτέρω, επί του πρώτου ερωτήματος του Κλιμακίου, η Ολομέλεια κρίνει τα ακόλουθα: το υποβληθέν για έλεγχο σχέδιο αφορά σε σύμβαση που εμπίπτει καταρχήν στην έννοια της σύμβασης κατά το άρθρο 324 παρ. 1 του ν. 4700/2020. Τούτο, διότι η σύμβαση αυτή, στην οποία αναθέτουσα Αρχή είναι δημόσια επιχείρηση, συνιστά δημόσια σύμβαση μεγάλης οικονομικής αξίας με χαρακτηριστικά τόσο σύμβασης προμήθειας (όσον αφορά την πρόβλεψη μεταβίβασης των Εγγυήσεων Προέλευσης) όσο και παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η οποία α) αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, ήτοι στον εξορθολογισμό του ενεργειακού κόστους της …. Α.Ε., β) συνεπάγεται την εκταμίευση δημοσίου χρήματος και ειδικότερα κεφαλαίων μίας δημόσιας επιχείρησης και γ) έχει οικονομικά αποτιμητό αντικείμενο. Περαιτέρω, από τη συμφωνία αυτή απορρέουν συμβατικής φύσης ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη ενώ δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμβαση προσχώρησης, δοθέντος ότι για τον καθορισμό των επιμέρους όρων της προηγήθηκε διαβούλευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.(...)Επομένως, κατόπιν γραμματικής, ιστορικής, συστηματικής και τελολογικής ερμηνείας των συναφών διατάξεων, η Ολομέλεια κρίνει κατά πλειοψηφία ότι, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 325 παρ. 1 περ. γ΄ του ν. 4700/2020, εξαιρούνται από τον προσυμβατικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι συμβάσεις που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, σε «χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σχετικές με την έκδοση, την αγορά, την πώληση ή τη μεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων», των οποίων (συμβάσεων) η έννοια οριοθετείται αντικειμενικά βάσει των διατάξεων των νόμων 3606/2007 και 4514/2018, ανεξαρτήτως του αν οι ως άνω συμβάσεις υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των ως άνω νόμων και ανεξαρτήτως της φύσης του προσώπου ή της οντότητας που παρέχει τις υπηρεσίες αυτές.(...)Αποφαινόμενη οριστικά επί του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης, η Ολομέλεια κρίνει ότι αυτό απαραδέκτως υποβλήθηκε για την άσκηση προσυμβατικού ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο
ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/544/2023
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Επιδιώκεται η αναίρεση της 1298/2018 απόφασης του V Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι προαναφερόμενες αιτιολογίες παρίστανται, παρά τα υποστηριζόμενα από τους αναιρεσείοντες, νόμιμες και πλήρεις. Οι δε προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες ειδικότερες αιτιάσεις α) ότι καθόλου ασυνήθης, ιδίως στην ελληνική επαρχία, δεν ήταν, κατά την επίμαχη περίοδο, η διατήρηση αποταμιεύσεων εκτός του τραπεζικού συστήματος και ότι, επομένως, έσφαλε το Τμήμα, δεχθέν ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων περί της από μέρους τους διαθεσιμότητας και άλλου, πέραν του κατατεθειμένου στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να αληθεύει, β) ότι εσφαλμένως το Τμήμα αξιολόγησε ως μειωμένης αποδεικτικής ισχύος τις υπεύθυνες δηλώσεις που οι αναιρεσείοντες είχαν επικαλεσθεί προς απόδειξη των μειωμένων δαπανών διαβίωσής τους και γ) ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων για την είσπραξη από αυτούς, το έτος 1998, τιμήματος από την πώληση βάμβακος έπρεπε να θεωρηθεί αποδεδειγμένος, τυγχάνουν όλες απορριπτέες. Η πρώτη, καθόσον, όταν, όπως εν προκειμένω, τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο της ουσίας για τη διαπίστωση της αλήθειας κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, η ενδεχόμενη παράβασή τους, ως αναγόμενη στην εκτίμηση των πραγμάτων, παραμένει αναιρετικώς ανέλεγκτη (πρβλ. Α.Π. 19/2022, 334/2019 κ.ά.). Η δεύτερη, διότι, εφόσον, σύμφωνα με τις τότε αναλόγως εφαρμοστέες στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεις των άρθρων 183 παρ. 1γ και 185 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το μεν αποκλείεται να εξετασθούν ως μάρτυρες συγγενείς του ιδιώτη διαδίκου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό, το δε, για την έγκυρη λήψη μαρτυρικής κατάθεσης, απαιτείται να έχει κληθεί από τον διάδικο που την επιδιώκει και ο αντίδικός του, οι επίμαχες υπεύθυνες δηλώσεις, αποτελούσες μαρτυρίες για τις οποίες δεν είχαν τηρηθεί οι απαγορεύσεις και οι διατυπώσεις του Κώδικα, δεν συνιστούσαν νόμιμα αποδεικτικά μέσα και δεν επιτρεπόταν να ληφθούν υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από το Τμήμα (βλ. ΕλΣυν Ολ. 501/2021). Και η τρίτη, επειδή, όπως και από το αναιρετήριο προκύπτει, το μόνο τιμολόγιο πώλησης βάμβακος που οι αναιρεσείοντες είχαν προσκομίσει ήταν εκείνο με στοιχεία 12683/14.10.1997, ποσού 1.051.344 δραχμών, το οποίο προσηκόντως συνεκτίμησε το Τμήμα, αντίστοιχο δε έγγραφο, για το έτος 1998, που το δικαστήριο της ουσίας να παρέβλεψε, οι αναιρεσείοντες δεν έθεσαν υπόψη του Τμήματος, κατά την, ενώπιον αυτού, εκδίκαση της υπόθεσής τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δοθέντος ότι τα, περαιτέρω, υποστηριζόμενα από τους αναιρεσείοντες περί ανοικείας από το Τμήμα σύγκρισης οικονομικών μεγεθών του έτους 1999 με ονομαστικές αξίες της περιόδου των ετών 1984 έως 1989 ερείδονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, στο μέτρο που, όπως επανειλημμένως στην παρούσα αναφέρθηκε, ο καταλογισμός τους περιορίστηκε αποκλειστικώς και μόνο στα σχετικά με την αγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων κονδύλια, τα οποία και αυτοτελώς, για τα κρίσιμα έτη 1997 και 1998, εξετάστηκαν, ο τέταρτος λόγος αναίρεσης πρέπει, και ως προς δεύτερο σκέλος του, να απορριφθεί.
Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.