Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

C-44/1996

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 60/2007, 336/2005

Περίληψη 4 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι ως αναθέτουσες αρχές νοούνται, μεταξύ άλλων, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και εξαρτάται άμεσα από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Πρέπει να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, μια μονάδα όπως η Φsterreichische Staatsdruckerei (Εθνικό Τυπογραφείο της Αυστρίας, στο εξής: ΦS), στο μέτρο που - τα έγγραφα, την παραγωγή των οποίων πρέπει να εξασφαλίζει η ΦS, συνδέονται στενά με τη δημόσια τάξη και τη λειτουργία των κρατικών θεσμών, οι οποίες πρϋποθέτουν την παροχή εγγυήσεως όσον αφορά τον εφοδιασμό και συνθήκες παραγωγής που διασφαλίζουν την τήρηση των προδιαγραφών απορρήτου και ασφαλείας, διευκρινιζομένου, συναφώς, ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο οργανισμός πρέπει να έχει δημιουργηθεί «ειδικά» για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι ο οργανισμός αυτός είναι αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, επιφορτισμένος με την ικανοποίηση των αναγκών αυτών• - η ΦS έχει νομική προσωπικότητα• - ο γενικός διευθυντής της ΦS διορίζεται από όργανο συγκείμενο κατά πλειοψηφία από μέλη διοριζόμενα από την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία ή διάφορα υπουργεία, η ΦS υπόκειται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, την πλειοψηφία των μετοχών της διατηρεί το Αυστριακό Δημόσιο και μία υπηρεσία κρατικού ελέγχου είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των εντύπων που υπόκεινται σε καθεστώς ασφαλείας. Όσον αφορά τις συμβάσεις έργων που συνάπτει η μονάδα αυτή, πρέπει να θεωρηθούν ως συμβάσεις δημοσίων έργων υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το σχετικό τμήμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, της δραστηριότητας που ασκείται προκειμένου να ικανοποιηθούν ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. 5 Μια επιχείρηση η οποία ασκεί εμπορικές δραστηριότητες και της οποίας την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών διατηρεί η αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της προπαρατεθείσας διατάξεως - κατά το οποίο πρέπει να πρόκειται για οργανισμό που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα - και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, για τον λόγο και μόνον ότι η επιχείρηση αυτή ιδρύθηκε από την αναθέτουσα αρχή ή η αναθέτουσα αρχή της μεταφέρει κονδύλια προερχόμενα από δραστηριότητες τις οποίες ασκεί προκειμένου να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Άλλωστε, μια σύμβαση δημοσίων έργων δεν υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας εφόσον αφορά σχέδιο το οποίο, εξ αρχής, εμπίπτει, στο σύνολό του, στο αντικείμενο της επιχειρήσεως η οποία δεν αποτελεί αναθέτουσα αρχή και οι συμβάσεις έργων σχετικά με το σχέδιο αυτό δεν συνήφθησαν από αναθέτουσα αρχή για λογαριασμό της επιχειρήσεως αυτής. 6 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/93, για την τροποποίηση του κανονισμού 2052/88, οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ή από την Ευρωπαϋκή Τράπεζα Επενδύσεων ή από άλλο υφιστάμενο χρηματοδοτικό όργανο πρέπει να συμφωνούν με τις διατάξεις των Συνθηκών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτών, καθώς και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την εφαρμογή της αρχής της ισότητας ευκαιριών ανδρών και γυναικών. Συναφώς, η προϋπόθεση της συμβατότητας των μελετωμένων ενεργειών προς το κοινοτικό δίκαιο υποδηλώνει ότι οι ενέργειες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής που ορίζει η σχετική κοινοτική νομοθεσία. Επομένως, η προπαρατεθείσα διάταξη έχει την έννοια ότι η κοινοτική χρηματοδότηση σχεδίου έργων δεν υπόκειται στην τήρηση από τους αποδέκτες της εν λόγω χρηματοδοτήσεως των διαδικασιών προσφυγής υπό την έννοια της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, αν δεν είναι οι ίδιοι αναθέτουσες αρχές υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-360/1996

Περίληψη 5 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, που ορίζει ότι «ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργείται για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα», έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης εισήγαγε διάκριση μεταξύ, αφενός, των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και, αφετέρου, των αναγκών γενικού συμφέροντος που έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Η έννοια των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα καλύπτει και τις ανάγκες που εξυπηρετούνται ή θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πράγματι, το γεγονός ότι υπάρχει ανταγωνισμός δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας οργανισμός ο οποίος χρηματοδοτείται ή ελέγχεται από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου να καθορίζει τη στάση του με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως. Η ύπαρξη ανταγωνισμού δεν στερείται, ωστόσο, παντελώς σημασίας προκειμένου να κριθεί κατά πόσον μια ανάγκη γενικού συμφέροντος έχει μη βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Οι τελευταίες αυτές ανάγκες εξυπηρετούνται κατά κανόνα κατά τρόπο διαφορετικό από την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στην αγορά. Πρόκειται κατά κανόνα για ανάγκες τις οποίες, για λόγους που άπτονται του γενικού συμφέροντος, επιλέγει να ικανοποιήσει το ίδιο το κράτος ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή. Η αποκομιδή και η επεξεργασία των οικιακών απορριμμάτων μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες ανάγκη γενικού συμφέροντος. Επειδή ενδέχεται η ανάγκη αυτή να μη μπορεί να ικανοποιηθεί στον βαθμό που κρίνεται απαραίτητος για λόγους δημόσιας υγείας και προστασίας του περιβάλλοντος μέσω υπηρεσιών αποκομιδής προσφερομένων εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στους ιδιώτες από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η δραστηριότητα αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων ως προς τις οποίες το κράτος μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει να ασκούνται από δημόσιες αρχές ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή. 6 Η εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο ορίζει ότι «[η οδηγία] δεν εφαρμόζεται για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών με φορέα που αποτελεί ο ίδιος αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο ββ», εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις από τις οποίες απορρέει το αποκλειστικό δικαίωμα του οργανισμού συμβιβάζονται με τη Συνθήκη. Η προστασία των ανταγωνιστών των οργανισμών δημοσίου δικαίου εξασφαλίζεται από τα άρθρα 85 επ. της Συνθήκης. 7 Η ιδιότητα ενός οργανισμού ως οργανισμού δημοσίου δικαίου, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εξαρτάται από το τμήμα που αντιπροσωπεύει η εξυπηρέτηση αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα σε σχέση προς την όλη δραστηριότητα του εν λόγω οργανισμού. Είναι επίσης αδιάφορο το γεγονός ότι ένα χωριστό νομικό πρόσωπο το οποίο μετέχει στον ίδιο ενιαίο οικονομικό όμιλο με τον οργανισμό αυτόν ασκεί εμπορικές δραστηριότητες. 8 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι η ύπαρξη ή η απουσία αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα εκτιμώνται αντικειμενικά, η δε νομική μορφή των διατάξεων στις οποίες διατυπώνονται οι ανάγκες αυτές δεν έχει, ως προς το ζήτημα αυτό, σημασία.


C-237/1999

Περίληψη $$Κατά το άρθρο 1, στοιχείο β, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 93/37 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται ένας οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και τελεί σε στενή σχέση εξαρτήσεως προς το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Όσον αφορά την τρίτη αυτή προϋπόθεση που χαρακτηρίζει έναν οργανισμό δημοσίου δικαίου και περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας, ο έλεγχος της διαχειρίσεως, ο οποίος αποτελεί ένα από τα εκεί μνημονευόμενα τρία κριτήρια, πρέπει να δημιουργεί εξάρτηση από τις δημόσιες αρχές ισοδύναμη προς εκείνη που υφίσταται όταν πληρούται ένα από τα δύο άλλα εναλλακτικά κριτήρια, ήτοι η κατά πλειοψηφία χρηματοδότηση από τις δημόσιες αρχές ή ο διορισμός από αυτές άνω του ημίσεος του αριθμού των μελών των διοικητικών οργάνων του εν λόγω οργανισμού. πληρούν επομένως τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν έναν οργανισμό δημοσίου δικαίου κατά την έννοια της οδηγίας 93/37 και συνιστούν αναθέτουσα αρχή οι ανώνυμες εταιρίες κατοικιών χαμηλού ενοικίου οι οποίες ικανοποιούν ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχουν νομική προσωπικότητα και η διαχείρισή τους υπόκειται σε έλεγχο των δημοσίων αρχών που επιτρέπει στις αρχές αυτές να επηρεάζουν τις αποφάσεις των εν λόγω εταιριών όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων. ( βλ. σκέψεις 39-40, 44, 49, 59-60 )


ΔΕΚ/C-247/2002

Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Ανάθεση των συμβάσεων – Κριτήρια αναθέσεως – Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα στις αναθέτουσες αρχές να εφαρμόζουν αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής – Δεν επιτρέπεται (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 30 § 1) Το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, κατά τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων κατόπιν ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας υποβολής προσφορών, υποχρεώνει κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο την αναθέτουσα αρχή να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής. Πράγματι, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση δεν επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να λάβει υπόψη της τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των συμβάσεων αυτών, εξετάζοντας την κάθε μία ξεχωριστά και επιλέγοντας για κάθε μία από αυτές το πλέον κατάλληλο κριτήριο, ώστε να διασφαλιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η επιλογή της καλύτερης προσφοράς. (βλ. σκέψεις 40, 42 και διατακτ.)


ΔΕΚ-C-107/1998

H oδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, έχει εφαρμογή όταν η αναθέτουσα αρχή, όπως ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως, σχεδιάζει να συνάψει εγγράφως, με τυπικώς διακεκριμένο από αυτήν οργανισμό και αυτόνομο σε σχέση με αυτήν όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων - πράγμα που δεν συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ασκεί επί του εν λόγω προσώπου, νομικώς διακεκριμένου, έλεγχο ανάλογο προς εκείνο που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και το πρόσωπο αυτό πραγματοποιεί το ουσιώδες της δραστηριότητάς του με τον ή τους οργανισμούς που το ελέγχουν -, σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που έχει ως αντικείμενο την προμήθεια προιόντων, ανεξαρτήτως του αν ο οργανισμός αυτός είναι ή όχι αναθέτουσα αρχή. Πράγματι, οι μόνες επιτρεπόμενες παρεκκλίσεις στην εφαρμογή της οδηγίας 93/36 είναι εκείνες οι οποίες μνημονεύονται ρητά και περιοριστικά στην οδηγία. Όμως, η οδηγία αυτή δεν περιέχει διάταξη ανάλογη προς το άρθρο 6 της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεις δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, αποκλείουσα από το πεδίο εφαρμογής της τις δημόσιες συμβάσεις που ανατίθενται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις αναθέτουσες αρχές.


ΔΕΚ/C-26/2003

1.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν διαδικασία προσφυγής – Αποφάσεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού – Εμπίπτουν – Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής – Προϋποθέσεις – Η διαδικασία πρέπει να έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο – Δεν επιτρέπεται (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 92/50) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Πεδίο εφαρμογής – Αναθέτουσα αρχή η οποία κατέχει, μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρίας νομικώς διακεκριμένης από την ίδια – Σύμβαση που συνήψε η αναθέτουσα αρχή με την εν λόγω εταιρία – Εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 1.Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, η οποία επίσης τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικών και ταχέων ενδίκων βοηθημάτων κατά των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές καλύπτει και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού, ιδίως δε την απόφαση που αφορά το αν μια ορισμένη δημόσια σύμβαση εμπίπτει στο προσωπικό ή στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, όπως τροποποιήθηκε. Αυτή η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής παρέχεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση, άπαξ εκδηλωθεί η βούληση της αναθέτουσας αρχής η οποία μπορεί να έχει έννομα αποτελέσματα. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να εξαρτούν τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από το αν η οικεία διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο. (βλ. σκέψη 41, διατακτ. 1) 2.Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να συνάψει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας αφορώσα την παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, με μια εταιρία νομικώς διακεκριμένη από την ίδια, στο κεφάλαιο της οποίας η εν λόγω αρχή συμμετέχει μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται οι διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή, ακόμη και αν η εν λόγω συμμετοχή είναι κατά πλειοψηφία. (βλ. σκέψη 52, διατακτ. 2)


ΝΣΚ/333/2005

Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (Ε.Β.Ε.Α). Εκτέλεση έργου. Αποφαινόμενα όργανα.Κατά την εκτέλεση έργων του Ε.Β.Ε.Α. Προϊσταμένη (Εποπτεύουσα) Αρχή του έργου είναι η Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών και Διευθύνουσα (Επιβλέπουσα) Υπηρεσία είναι οι προσλαμβανόμενοι μηχανικοί υπ’ αυτού, με τις ειδικότερες προϋποθέσεις των άρθρων 1 παρ.4 και 4 του Β. Δ/τος 30.6/6.7.1954 και η Διοίκησή του.


ΔΕΚ/C-19/2000

Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )


ΔΕΚ/C-315/2001

Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )


ΔΕΚ/C-213/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ


ΔΕΚ/C-340/2002

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)