ΝΣΚ/774/1999
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Επιμελητήρια. Έμποροι. Εμπορικές πράξεις. Προϋποθέσεις εγγραφής ή μη φυσικών και νομικών προσώπων στα Επιμελητήρια του ν.2081/1992. Η ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "… ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ" και το διακριτικό τίτλο "….", που έχει ως καταστατικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών στον τομέα των εργαστηριακών χημικών αναλύσεων και την ανάπτυξη της έρευνας, καθώς και γενικά οι ασκούντες ελευθέριο επάγγελμα, όπως και οι πτυχιούχοι των ΤΕΙ, π.χ.Τεχνολόγοι Μηχανικοί, δεν υποχρεούνται κατ αρχήν να εγγραφούν στο οικείο Επιμελητήριο του τόπου της περιφέρειάς τους διότι οι δραστηριότητές τους αυτές δεν είναι πράξεις εξ αντικειμένου εμπορικές του χερσαίου εμπορίου, όπως περιοριστικώς ορίζονται στο άρθρο 2 του Β.Δ/τος "περί αρμοδιότητος των Εμποροδικείων". Εάν όμως προέχον στοιχείο της δραστηριότητάς τους, είτε υπό την μορφή ατομικής επιχείρησης, είτε υπό την μορφή προσωπικής εταιρίας, δεν είναι η προαγωγή της επιστήμης, της τέχνης και της έρευνας, αλλά η ριψοκίνδυνη διαμεσολάβηση και η εμπορική κερδοσκοπία, με ταυτόχρονη απεύθυνση των υπηρεσιών τους, όχι σε ιδιωτική βάση, αλλά στην αγορά, τότε έχουν υποχρέωση να εγγραφούν στο οικείο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της περιφέρειάς τους, σύμφωνα με το νόμο 2081/1992. Στην περίπτωση αυτή, οι πτυχιούχοι των ΤΕΙ δεν εγγράφονται στο Τεχνικό Επιμελητήριο, γιατί δεν είναι μέλη αυτού, όπως οι πτυχιούχοι του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και των ισοτίμων προς αυτό Σχολών, αλλά εγγράφονται στο οικείο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της περιφέρειάς τους.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
οικ.67203/23601/2018
Σύσταση και συγκρότηση Κοινού Υπηρεσιακού Συμβουλίου των ΝΠΔΔ Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά, Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών, Επαγγελματικό Επιμελητήριο Πειραιά, Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών, Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιά και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων.
ΝΣΚ/333/2005
Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (Ε.Β.Ε.Α). Εκτέλεση έργου. Αποφαινόμενα όργανα.Κατά την εκτέλεση έργων του Ε.Β.Ε.Α. Προϊσταμένη (Εποπτεύουσα) Αρχή του έργου είναι η Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών και Διευθύνουσα (Επιβλέπουσα) Υπηρεσία είναι οι προσλαμβανόμενοι μηχανικοί υπ’ αυτού, με τις ειδικότερες προϋποθέσεις των άρθρων 1 παρ.4 και 4 του Β. Δ/τος 30.6/6.7.1954 και η Διοίκησή του.
2/50911/0022/2010
Καθορισμός μηνιαίας αποζημίωσης των Προέδρων και των μελών των Επιτροπών και Ομάδων Εργασίας στα Επιμελητήρια και την Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων, που διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2081/1992 (ΦΕΚ 154 Α΄) όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 3419/2005 (ΦΕΚ 297 Α΄) (ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΙΘΜ.2/4515/ΔΕΠ/2016,ΦΕΚ-118/ΥΟΔΔ/4.3.2016)
33317/2014
Ανάθεση διδασκαλίας μαθημάτων ειδικότητας στις Πειραματικές Σ.Ε.Κ. Καλαμακίου και Ηρακλείου Κρήτης, σε εκπαιδευτικούς επιλεγμένους από το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, δυνάμει του άρθρου 7 της υπ’ αριθμ. 1320/Δ5.1/15-01-2014 ΚΥΑ»(ΑΔΑ: ΒΙ044691Ω2-772)
ΝΣΚ/90/2008/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Προϋποθέσεις εγγραφής ιδιοκτητών ταξί στα Επιμελητήρια. α) Οι ιδιοκτήτες ταξί (φυσικά πρόσωπα), οι οποίοι ασκούν μεμονωμένα το επάγγελμά τους δεν έχουν υποχρέωση εγγραφής στα οικεία (Επαγγελματικά ή Μικτά) Επιμελητήρια, καθόσον η εργασία τους δεν αποτελεί άσκηση επιχείρησης υπό την εκτεθείσα έννοια, το δε αντάλλαγμα αυτής έχει την έννοια της αμοιβής της σωματικής τους καταπόνησης και όχι της ριψοκίνδυνης κερδοσκοπικής διαμεσολάβησης και δεν τους προσδίδει την εμπορική ιδιότητα. β) Οι ιδιοκτήτες ταξί (νομικά πρόσωπα) Ανώνυμες Εταιρείες και Συνεταιρισμοί, επειδή έχουν την εμπορική ιδιότητα εκ του νόμου, έχουν υποχρέωση εγγραφής στα οικεία (Εμπορικά ή Μικτά) Επιμελητήρια.
Α.Υ.Ο. Πολ. 1100/2012
Απόδοση του φόρου που παρακρατείται για εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και για αμοιβές από ελευθέρια επαγγέλματα με γραμμάτια συμψηφισμού καθώς και απόδοση του φόρου που παρακρατείται για ορισμένα εισοδήματα από εμπορικές επιχειρήσεις με δηλώσεις, από τους υπολόγους χρηματικών ενταλμάτων του δημοσίου, τους διαχειριστές πάγιας προκαταβολής και τους διαχειριστές χρηματικού, στην Δ.Ο.Υ. της περιφέρειάς τους
ΔΕΚ/C-360/1996
Περίληψη 5 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, που ορίζει ότι «ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργείται για την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα», έχει την έννοια ότι ο νομοθέτης εισήγαγε διάκριση μεταξύ, αφενός, των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα και, αφετέρου, των αναγκών γενικού συμφέροντος που έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Η έννοια των αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα καλύπτει και τις ανάγκες που εξυπηρετούνται ή θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν και από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πράγματι, το γεγονός ότι υπάρχει ανταγωνισμός δεν αρκεί για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας οργανισμός ο οποίος χρηματοδοτείται ή ελέγχεται από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου να καθορίζει τη στάση του με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως. Η ύπαρξη ανταγωνισμού δεν στερείται, ωστόσο, παντελώς σημασίας προκειμένου να κριθεί κατά πόσον μια ανάγκη γενικού συμφέροντος έχει μη βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Οι τελευταίες αυτές ανάγκες εξυπηρετούνται κατά κανόνα κατά τρόπο διαφορετικό από την προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στην αγορά. Πρόκειται κατά κανόνα για ανάγκες τις οποίες, για λόγους που άπτονται του γενικού συμφέροντος, επιλέγει να ικανοποιήσει το ίδιο το κράτος ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή. Η αποκομιδή και η επεξεργασία των οικιακών απορριμμάτων μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες ανάγκη γενικού συμφέροντος. Επειδή ενδέχεται η ανάγκη αυτή να μη μπορεί να ικανοποιηθεί στον βαθμό που κρίνεται απαραίτητος για λόγους δημόσιας υγείας και προστασίας του περιβάλλοντος μέσω υπηρεσιών αποκομιδής προσφερομένων εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στους ιδιώτες από ιδιωτικές επιχειρήσεις, η δραστηριότητα αυτή συγκαταλέγεται μεταξύ εκείνων ως προς τις οποίες το κράτος μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει να ασκούνται από δημόσιες αρχές ή επί των οποίων επιθυμεί να διατηρήσει καθοριστική επιρροή. 6 Η εφαρμογή του άρθρου 6 της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο ορίζει ότι «[η οδηγία] δεν εφαρμόζεται για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών με φορέα που αποτελεί ο ίδιος αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο ββ», εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις από τις οποίες απορρέει το αποκλειστικό δικαίωμα του οργανισμού συμβιβάζονται με τη Συνθήκη. Η προστασία των ανταγωνιστών των οργανισμών δημοσίου δικαίου εξασφαλίζεται από τα άρθρα 85 επ. της Συνθήκης. 7 Η ιδιότητα ενός οργανισμού ως οργανισμού δημοσίου δικαίου, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εξαρτάται από το τμήμα που αντιπροσωπεύει η εξυπηρέτηση αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα σε σχέση προς την όλη δραστηριότητα του εν λόγω οργανισμού. Είναι επίσης αδιάφορο το γεγονός ότι ένα χωριστό νομικό πρόσωπο το οποίο μετέχει στον ίδιο ενιαίο οικονομικό όμιλο με τον οργανισμό αυτόν ασκεί εμπορικές δραστηριότητες. 8 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι η ύπαρξη ή η απουσία αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα εκτιμώνται αντικειμενικά, η δε νομική μορφή των διατάξεων στις οποίες διατυπώνονται οι ανάγκες αυτές δεν έχει, ως προς το ζήτημα αυτό, σημασία.
C-44/1996
Περίληψη 4 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι ως αναθέτουσες αρχές νοούνται, μεταξύ άλλων, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και εξαρτάται άμεσα από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Πρέπει να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, μια μονάδα όπως η Φsterreichische Staatsdruckerei (Εθνικό Τυπογραφείο της Αυστρίας, στο εξής: ΦS), στο μέτρο που - τα έγγραφα, την παραγωγή των οποίων πρέπει να εξασφαλίζει η ΦS, συνδέονται στενά με τη δημόσια τάξη και τη λειτουργία των κρατικών θεσμών, οι οποίες πρϋποθέτουν την παροχή εγγυήσεως όσον αφορά τον εφοδιασμό και συνθήκες παραγωγής που διασφαλίζουν την τήρηση των προδιαγραφών απορρήτου και ασφαλείας, διευκρινιζομένου, συναφώς, ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο οργανισμός πρέπει να έχει δημιουργηθεί «ειδικά» για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι ο οργανισμός αυτός είναι αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, επιφορτισμένος με την ικανοποίηση των αναγκών αυτών• - η ΦS έχει νομική προσωπικότητα• - ο γενικός διευθυντής της ΦS διορίζεται από όργανο συγκείμενο κατά πλειοψηφία από μέλη διοριζόμενα από την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία ή διάφορα υπουργεία, η ΦS υπόκειται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, την πλειοψηφία των μετοχών της διατηρεί το Αυστριακό Δημόσιο και μία υπηρεσία κρατικού ελέγχου είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των εντύπων που υπόκεινται σε καθεστώς ασφαλείας. Όσον αφορά τις συμβάσεις έργων που συνάπτει η μονάδα αυτή, πρέπει να θεωρηθούν ως συμβάσεις δημοσίων έργων υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το σχετικό τμήμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, της δραστηριότητας που ασκείται προκειμένου να ικανοποιηθούν ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. 5 Μια επιχείρηση η οποία ασκεί εμπορικές δραστηριότητες και της οποίας την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών διατηρεί η αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της προπαρατεθείσας διατάξεως - κατά το οποίο πρέπει να πρόκειται για οργανισμό που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα - και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, για τον λόγο και μόνον ότι η επιχείρηση αυτή ιδρύθηκε από την αναθέτουσα αρχή ή η αναθέτουσα αρχή της μεταφέρει κονδύλια προερχόμενα από δραστηριότητες τις οποίες ασκεί προκειμένου να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Άλλωστε, μια σύμβαση δημοσίων έργων δεν υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας εφόσον αφορά σχέδιο το οποίο, εξ αρχής, εμπίπτει, στο σύνολό του, στο αντικείμενο της επιχειρήσεως η οποία δεν αποτελεί αναθέτουσα αρχή και οι συμβάσεις έργων σχετικά με το σχέδιο αυτό δεν συνήφθησαν από αναθέτουσα αρχή για λογαριασμό της επιχειρήσεως αυτής. 6 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/93, για την τροποποίηση του κανονισμού 2052/88, οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ή από την Ευρωπαϋκή Τράπεζα Επενδύσεων ή από άλλο υφιστάμενο χρηματοδοτικό όργανο πρέπει να συμφωνούν με τις διατάξεις των Συνθηκών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτών, καθώς και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την εφαρμογή της αρχής της ισότητας ευκαιριών ανδρών και γυναικών. Συναφώς, η προϋπόθεση της συμβατότητας των μελετωμένων ενεργειών προς το κοινοτικό δίκαιο υποδηλώνει ότι οι ενέργειες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής που ορίζει η σχετική κοινοτική νομοθεσία. Επομένως, η προπαρατεθείσα διάταξη έχει την έννοια ότι η κοινοτική χρηματοδότηση σχεδίου έργων δεν υπόκειται στην τήρηση από τους αποδέκτες της εν λόγω χρηματοδοτήσεως των διαδικασιών προσφυγής υπό την έννοια της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, αν δεν είναι οι ίδιοι αναθέτουσες αρχές υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.
C-237/1999
Περίληψη $$Κατά το άρθρο 1, στοιχείο β, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 93/37 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται ένας οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και τελεί σε στενή σχέση εξαρτήσεως προς το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Όσον αφορά την τρίτη αυτή προϋπόθεση που χαρακτηρίζει έναν οργανισμό δημοσίου δικαίου και περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, στοιχείο β_, δεύτερο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας, ο έλεγχος της διαχειρίσεως, ο οποίος αποτελεί ένα από τα εκεί μνημονευόμενα τρία κριτήρια, πρέπει να δημιουργεί εξάρτηση από τις δημόσιες αρχές ισοδύναμη προς εκείνη που υφίσταται όταν πληρούται ένα από τα δύο άλλα εναλλακτικά κριτήρια, ήτοι η κατά πλειοψηφία χρηματοδότηση από τις δημόσιες αρχές ή ο διορισμός από αυτές άνω του ημίσεος του αριθμού των μελών των διοικητικών οργάνων του εν λόγω οργανισμού. πληρούν επομένως τις τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις που χαρακτηρίζουν έναν οργανισμό δημοσίου δικαίου κατά την έννοια της οδηγίας 93/37 και συνιστούν αναθέτουσα αρχή οι ανώνυμες εταιρίες κατοικιών χαμηλού ενοικίου οι οποίες ικανοποιούν ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχουν νομική προσωπικότητα και η διαχείρισή τους υπόκειται σε έλεγχο των δημοσίων αρχών που επιτρέπει στις αρχές αυτές να επηρεάζουν τις αποφάσεις των εν λόγω εταιριών όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων. ( βλ. σκέψεις 39-40, 44, 49, 59-60 )
ΕΑΑΔΗΣΥ/1382/2022
Επειδή, όλως επικουρικώς, με τον έβδομο λόγο προσφυγής προβάλλεται, ότι κατά το άρθρο 16.1.6. της διακήρυξης ορίζεται, ότι «Για την απόδειξη της απαίτησης του άρθρου 9.1. (απόδειξη καταλληλότητας για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας) προσκομίζουν πιστοποιητικό/ βεβαίωση του οικείου επαγγελματικού ή εμπορικού μητρώου του κράτους εγκατάστασης. Οι οικονομικοί φορείς που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσκομίζουν πιστοποιητικό/βεβαίωση του αντίστοιχου επαγγελματικού ή εμπορικού μητρώου του Παραρτήματος XI του Προσαρτήματος Α' του ν. 4412/2016, με το οποίο πιστοποιείται αφενός η εγγραφή τους σε αυτό και αφετέρου το ειδικό επάγγελμά τους. Στην περίπτωση που χώρα δεν τηρεί τέτοιο μητρώο, το έγγραφο ή το πιστοποιητικό μπορεί να αντικαθίσταται από ένορκη βεβαίωση ή, στα κράτη - μέλη ή στις χώρες όπου δεν προβλέπεται ένορκη βεβαίωση, από υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής, συμβολαιογράφου ή αρμόδιου επαγγελματικού ή εμπορικού οργανισμού της χώρας καταγωγής ή της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ο οικονομικός φορέας ότι δεν τηρείται τέτοιο μητρώο και ότι ασκεί τη δραστηριότητα που απαιτείται για την εκτέλεση του αντικειμένου της υπό ανάθεση σύμβασης. Οι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα οικονομικοί φορείς προσκομίζουν βεβαίωση εγγραφής στο Βιοτεχνικό ή Εμπορικό ή Βιομηχανικό Επιμελητήριο ή στο Μητρώο Κατασκευαστών Αμυντικού Υλικού ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από την οικεία υπηρεσία του Γ.Ε.Μ.Η. των ως άνω Επιμελητηρίων. Επισημαίνεται ότι, τα δικαιολογητικά που αφορούν στην απόδειξη της απαίτησης του άρθρου 9.1 (απόδειξη καταλληλότητας για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας) γίνονται Αριθμός Απόφασης : 1382 /2022 26 αποδεκτά, εφόσον έχουν εκδοθεί έως τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες πριν από την υποβολή τους». (...)