C-360/1989
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Περίληψη1. Το άρθρο 59 της Συνθήκης απαγορεύει όχι μόνον την πρόδηλη διάκριση λόγω ιθαγενείας, αλλά ακόμη οποιαδήποτε συγκεκαλυμμένη μορφή διακρίσεως η οποία, κατ' εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πραγματικότητα στο ίδιο αποτέλεσμα. 2. Η επιβολή αναθέσεως μέρους των έργων στις εταιρίες που έχουν την έδρα τους εντός της περιοχής όπου εκτελούνται τα έργα και η προτιμησιακή μεταχείριση προσωρινών ενώσεων επιχειρήσεων στις οποίες συμμετέχουν επιχειρήσεις που ασκούν την κύρια δραστηριότητά τους στην ίδια αυτή περιοχή, συνιστά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 59 της Συνθήκης, καθώς και από την οδηγία 71/305 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
υπόθεση C-115/2014
«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 56 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Οδηγία 96/71/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 26 – Δημόσιες συμβάσεις – Ταχυδρομικές υπηρεσίες – Νομοθετική ρύθμιση περιφερειακής αρχής κράτους μέλους η οποία υποχρεώνει τους προσφέροντες και τους υπεργολάβους τους να δεσμευθούν ότι θα καταβάλλουν έναν κατώτατο μισθό στο προσωπικό που απασχολείται στην εκτέλεση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της δημόσιας συμβάσεως» Διατακτικό 1)Το άρθρο 26 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων, έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1251/2011 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2011, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση περιφερειακής αρχής κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία υποχρεώνει τους προσφέροντες και τους υπεργολάβους τους να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας δημόσιας συμβάσεως κατώτατο μισθό που καθορίζεται από την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση. 2)Το άρθρο 26 της οδηγίας 2004/18, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1251/2011, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση περιφερειακής αρχής κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει τον υποχρεωτικό αποκλεισμό από τη συμμετοχή στη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως των προσφερόντων και των υπεργολάβων τους οι οποίοι αρνούνται να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας δημόσιας συμβάσεως κατώτατο μισθό που καθορίζεται από την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση.
ΔΕΚ/C-382/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1. Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Έννοια – Εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος (Άρθρα 12 ΕΚ, 49 ΕΚ, 51 § 1, ΕΚ και 80 § 2, ΕΚ) 2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 3. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται (Άρθρο 12 ΕΚ) 1. Η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στον τομέα των μεταφορών και, ειδικότερα, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τον οποίο αφορά το άρθρο 80, παράγραφος 2, ΕΚ. Καίτοι βάσει του εν λόγω άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, εφόσον ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει αποφασίσει άλλως, οι θαλάσσιες και οι αεροπορικές μεταφορές εξαιρούνται από τους κανόνες του κεφαλαίου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης που αφορούν την κοινή πολιτική μεταφορών, εντούτοις οι μεταφορές αυτές, όπως οι λοιποί τρόποι μεταφοράς, εξακολουθούν να υπόκεινται στους γενικούς κανόνες της Συνθήκης. Παρά ταύτα, όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 51, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 49 ΕΚ δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό εφαρμογή στον τομέα της αεροπλοΐας. Αντιθέτως, η εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης και επομένως υπόκειται σε γενικό κανόνα της τελευταίας όπως το άρθρο 12 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης έχει θεσπίσει διάφορα μέτρα βάσει του άρθρου 80, παράγραφος 2, ΕΚ, τα οποία δύνανται να αφορούν μια τέτοια αεροπορική μεταφορά. Όσον αφορά τον κανονισμό 2407/92 περί της εκδόσεως αδειών των αερομεταφορέων, από τις δύο πρώτες αιτιολογικές σκέψεις του προκύπτει ότι ο σκοπός που το Συμβούλιο επεδίωκε με την έκδοση του εν λόγω κανονισμού ήταν να εφαρμοστεί, από τις 31 Δεκεμβρίου 1992, μια πολιτική αεροπορικών μεταφορών ώστε να πραγματωθεί σταδιακώς η εσωτερική αγορά, η οποία συνεπάγεται έναν χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Πάντως, ο ευρύς αυτός σκοπός a priori καταλαμβάνει και μια εμπορική αεροπορική μεταφορά επιβατών με αερόστατο θερμού αέρος. (βλ. σκέψεις 19, 21-23, 26-27, 29) 2. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, απαιτεί από πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, να έχει κατοικία ή έδρα στο πρώτο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, αφενός, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στην κατοικία καταλήγει, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τις διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, εφόσον δημιουργεί τον κίνδυνο να αποβεί εις βάρος κυρίως των υπηκόων άλλων κρατών μελών, στο μέτρο που οι μη κάτοικοι ημεδαπής είναι το συνηθέστερο αλλοδαποί. Αφετέρου, το κριτήριο διαφοροποιήσεως που στηρίζεται στον τόπο της έδρας, κατ’ αρχήν, δημιουργεί διακρίσεις λόγω ιθαγενείας. (βλ. σκέψεις 34, 37, 44 και διατακτ.) 3. Το άρθρο 12 ΕΚ αποκλείει ρύθμιση κράτους μέλους η οποία, για την οργάνωση πτήσεων με αερόστατο εντός αυτού του κράτους μέλους και με την απειλή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της ρυθμίσεως αυτής, επιβάλλει σε πρόσωπο, το οποίο κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και διαθέτει σε αυτό το δεύτερο κράτος μέλος άδεια οργανώσεως εμπορικών πτήσεων με αερόστατο, υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια στο δεύτερο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, μια τέτοια ρύθμιση εισάγει κριτήριο διαφοροποιήσεως το οποίο στην πράξη καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα με κριτήριο στηριζόμενο στην ιθαγένεια, επειδή στην πράξη η υποχρέωση που επιβάλλεται από την ρύθμιση αυτή αφορά κυρίως υπηκόους άλλων κρατών μελών ή εταιρίες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Ασφαλώς, το συμφέρον προστασίας της ζωής και της υγείας των μεταφερομένων προσώπων και το συμφέρον ασφάλειας της αεροπλοΐας συνιστούν αναντίρρητα θεμιτούς σκοπούς. Παρά ταύτα, το γεγονός ότι κράτος μέλος επιβάλλει σε ένα πρόσωπο υποχρέωση αποκτήσεως νέας άδειας, χωρίς να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αδειοδοτήσεως είναι στην ουσία ίδιες με εκείνες βάσει των οποίων του έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος, δεν είναι αναλογικό με τους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκονται. Συγκεκριμένα, εφόσον στην ουσία είναι ίδιες οι προϋποθέσεις χορηγήσεως, εντός των δύο κρατών μελών, των αδειών μεταφοράς, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα προαναφερθέντα έννομα συμφέροντα έχουν ήδη ληφθεί υπόψη κατά τη χορήγηση της πρώτης άδειας εντός του άλλου κράτους μέλους. (βλ. σκέψεις 38-39, 42, 44 και διατακτ.)
c-285/1999
ΠερίληψηΤο άρθρο 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει τη ρύθμιση και τη διοικητική πρακτική ενός κράτους μέλους οι οποίες, αφενός, παρέχουν τη δυνατότητα στην αναθέτουσα αρχή να απορρίψει ως ασυνήθιστα χαμηλές τις προσφορές που περιλαμβάνουν ποσοστό εκπτώσεως μεγαλύτερο του κατωφλίου ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς, λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη τις δικαιολογήσεις των προτεινομένων τιμών οι οποίες αφορούν τουλάχιστον το 75 % της τιμής βάσεως του διαγωνισμού η οποία αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού και τις οποίες οι υποψήφιοι υποχρεούνται να επισυνάψουν στην προσφορά τους, χωρίς να παρέχεται σε αυτούς η δυνατότητα να προβάλουν την άποψή τους, μετά από το άνοιγμα των φακέλων, ως προς τα στοιχεία των προτεινομένων τιμών τα οποία έδωσαν λαβή σε υπόνοιες και, αφετέρου, υποχρεώνουν την αναθέτουσα αρχή να λαμβάνει υπόψη της, για τις ανάγκες του ελέγχου των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών, μόνο τις δικαιολογήσεις που αφορούν την οικονομία η οποία επιτυγχάνεται χάρη στη μέθοδο κατασκευής ή τις τεχνικές λύσεις που έχουν επιλεγεί ή τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που ισχύουν για τον υποψήφιο, αποκλειομένων των δικαιολογήσεων που αφορούν οποιοδήποτε στοιχείο η κατώτατη τιμή του οποίου καθορίζεται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις ή η κατώτατη τιμή του οποίου μπορεί να προσδιοριστεί βάσει επίσημων στοιχείων.
Αντιθέτως, το ανωτέρω άρθρο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, εφόσον τηρούνται κατά τα λοιπά όλα όσα επιτάσσει του και εφόσον δεν θίγονται οι επιδιωκόμενοι σκοποί της οδηγίας 93/37, τη ρύθμιση και τη διοικητική πρακτική ενός κράτους μέλους οι οποίες, όσον αφορά τον προσδιορισμό των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών και τον έλεγχο των προσφορών αυτών, αφενός, υποχρεώνουν όλους τους υποψηφίους, επί ποινή αποκλεισμού τους από τον διαγωνισμό, να συνοδεύουν την προσφορά τους από δικαιολογήσεις για τις προτεινόμενες τιμές, που αφορούν τουλάχιστον το 75 % της τιμής βάσεως του εν λόγω διαγωνισμού, και, αφετέρου, εφαρμόζουν μια μέθοδο υπολογισμού του κατωφλίου ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς η οποία στηρίζεται στον μέσο όρο του συνόλου των προσφορών οι οποίες έγιναν δεκτές στο πλαίσιο του εν λόγω διαγωνισμού, με αποτέλεσμα οι υποψήφιοι να μην είναι σε θέση να γνωρίζουν το εν λόγω κατώφλιο κατά τον χρόνο της υποβολής του φακέλου τους δεδομένου ότι η αναθέτουσα αρχή πρέπει να έχει ωστόσο τη δυνατότητα να αναθεωρεί το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η εφαρμογή αυτής της μεθόδου υπολογισμού.
Ν.3316/2005
Συλλογή διατάξεων,εγκυκλίων,νομολογίας για μελέτες Δημοσίων έργων (ν.3316/2005)
Ν.4412/2016,ΦΕΚ-147/Α/8.8.2016 άρθρο 377 παρ.1 περ.40 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57, παρ.3 του Ν.4568/2018, ΦΕΚ-178/Α/11.10.2018.:Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις (…)«(40) του ν. 3316/2005 (Α΄ 42), πλην των άρθρων 2Α, της παραγράφου 2 του άρθρου 11, της παραγράφου 1 του άρθρου 42 και των άρθρων 39 και 40, τα οποία παραμένουν σε ισχύ μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος του άρθρου 83. Ειδικά η υποχρέωση δημοσίευσης περίληψης της προκήρυξης σε μία ημερήσια εφημερίδα της πρωτευούσης με πανελλήνια κυκλοφορία, που προβλέπεται στο άρθρο 12 του ως άνω νόμου, καταργείται με την επιφύλαξη της παραγράφου 10 του άρθρου 379. Ειδικά η υποχρέωση δημοσίευσης περίληψης της προκήρυξης σε μία ημερήσια εφημερίδα της πρωτεύουσας του νομού, στον οποίο πρόκειται να κατασκευαστεί το έργο, το οποίο αφορά η μελέτη ή η υπηρεσία ή της έδρας της Περιφέρειας, αν στην έδρα του νόμου δεν εκδίδεται ημερήσια εφημερίδα ή αν το έργο θα εκτελεστεί σε περισσότερους νομούς, που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο, καταργείται με την επιφύλαξη της παραγράφου 12 του άρθρου 379
Ν.4412/2016,ΦΕΚ-147/Α/8.8.2016 άρθρο 379 παρ.12 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τους Ν 4782/2021- ΦΕΚ: 36/Α/9.3.2021N.4764/2020- ΦΕΚ: 256/A/23.12.2020 και Ν.4469/2017, ΦΕΚ 62/Α/3.5.2017 :«12. Η ισχύς της περ. 35, του δευτέρου εδαφίου της περ. 68, καθώς και του τρίτου εδαφίου των περ. 31,40, 59 και 82 της παρ. 1 του άρθρου 377 αρχίζει την 1η.1.2024
Ν.4412/2016,ΦΕΚ-147/Α/8.8.2016 άρθρο 379 παρ.10: 10.Η ισχύς του δεύτερου εδαφίου των περιπτώσεων 31, 40, 59 και 82 της παρ. 1 και της παρ. 3 του άρθρου 377 αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2018.
ΔΕΚ/C-225/1998
Περίληψη 1. Σκοπός των κανόνων δημοσιότητας που προβλέπονται στην οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στους οποίους περιλαμβάνεται η δημοσίευση της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως, είναι να ενημερωθούν εγκαίρως όλοι οι δυνάμει προσφέροντες σε κοινοτικό επίπεδο ως προς τα κύρια σημεία μιας συμβάσεως, προκειμένου να μπορέσουν να υποβάλουν την προσφορά τους εμπροθέσμως. Ο σκοπός αυτός υποδηλώνει ότι ο υποχρεωτικός ή όχι χαρακτήρας της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών που υπέβαλαν οι προσφέροντες. Συναφώς, τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, που καθορίζουν, γενικώς, σε 52 ημέρες για τις ανοικτές διαδικασίες και 40 ημέρες για τις κλειστές, αντιστοίχως, τις συνήθεις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών, ουδόλως αναφέρονται στην προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Αντιθέτως, τα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, που παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να μειώσουν τις προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, συνδέουν ρητώς τη δυνατότητα αυτή με την προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Επομένως, η δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως είναι υποχρεωτική μόνον εφόσον οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της ευχέρειας που τους παρέχεται να μειώσουν τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών. ( βλ. σκέψεις 35-38 ) 2. Σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα είναι είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβάλλοντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, διάφορα κριτήρια ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως, όπως η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να αναφέρουν τα κριτήρια αυτά, είτε στην προκήρυξη είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων. όντως, η διάταξη αυτή δεν στερεί εντελώς από τις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ως κριτήριο έναν όρο που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όρος αυτός τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, κυρίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, ακόμη και αν το κριτήριο αυτό δεν είναι αφεαυτού ασυμβίβαστο προς την οδηγία 93/37, πρέπει κατά την εφαρμογή του να τηρούνται όλοι οι διαδικαστικοί κανόνες της οδηγίας αυτής και ιδίως οι κανόνες δημοσιότητας που περιέχονται σ' αυτήν. Επομένως, ένα κριτήριο αναθέσεως που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας πρέπει να μνημονεύεται ρητώς στην προκήρυξη του διαγωνισμού, ώστε να είναι οι εργολήπτες σε θέση να πληροφορηθούν την ύπαρξη της προϋποθέσεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 49-51, 73 ) 3. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος το οποίο, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, περιορίζει σε πέντε τον αριθμό των υποψηφίων που μπορούν να υποβάλουν προσφορές για τις επίμαχες συμβάσεις. Καίτοι είναι αληθές ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 δεν ορίζει ελάχιστο αριθμό υποψηφίων τους οποίους οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να προσκαλέσουν όταν δεν επιλέγουν τον καθορισμό ορίου που προβλέπει η διάταξη αυτή, πάντως, ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ότι, στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας και όταν οι αναθέτουσες αρχές προβλέπουν ένα όριο, αριθμός υποψηφίων μικρότερος του πέντε δεν αρκεί για την εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού. Τούτο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αναθέτουσες αρχές επιλέγουν να προσκαλέσουν τον ανώτατο αριθμό υποψηφίων. Επομένως, ο αριθμός των επιχειρήσεων που μία αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να προσκαλέσει για να υποβάλουν προσφορές στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι μικρότερος του πέντε. ( βλ. σκέψεις 59-63 ) 4. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) καθώς και από την οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος που, στις προκηρύξεις διαγωνισμών, χρησιμοποιεί, όσον αφορά τη μέθοδο προσδιορισμού των τμημάτων του έργου, παραπομπές στις κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργανώσεων και, άλλωστε, απαιτεί από τον καταρτίζοντα κατασκευαστικά σχέδια, ως ελάχιστη προϋπόθεση συμμετοχής, δικαιολογητικό εγγραφής στον σύλλογο αρχιτεκτόνων. πράγματι, στο μέτρο που ο καθορισμός των τμημάτων του έργου με παραπομπή σε κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργ
ΕλΣυν/ΚλΖ/48/2014
Διαδικασία ανάθεσης σε δικηγόρους.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 20, 53 και 29 παρ. 4 του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ "περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών", όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2005/51/ΕΚ της Επιτροπής και την Οδηγία 2005/75/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005» (Α΄ 64), συνάγεται ότι οι συμβάσεις για την ανάθεση νομικών υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες εκπροσώπησης ενώπιον δικαστηρίων, ακόμη και όταν υπερβαίνουν τα όρια εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ εμπίπτουν στην κατηγορία υπηρεσιών (21) του Παραρτήματος ΙΙ Β του ανωτέρω π.δ/τος, και, ως εκ τούτου, δεν επιβάλλεται από τον κοινοτικό νομοθέτη η σύναψή τους κατόπιν διαγωνιστικής διαδικασίας. Κατ’ εξαίρεση οι συμβάσεις αυτές, εφόσον παρουσιάζουν βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον, υπόκεινται στις γενικές αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης που απορρέουν από τα άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε., οι οποίες είναι δυνατόν να δικαιολογήσουν τη σύναψή τους κατόπιν διαδικασίας διαγωνισμού (Δ.Ε.Ε. απόφαση της 17.3.2011 Strong Seguranca SA C-95/10, σκ. 34 – 44, απόφαση της 18.11.2010 Επιτροπή κατά Ιρλανδίας C-226/09 σκ. 27 – 31). (....)Β. Οι ανωτέρω διατάξεις που επιτρέπουν – από πλευράς δικαίου της Ένωσης– στις αναθέτουσες αρχές να αναθέτουν τις κρίσιμες υπηρεσίες ακόμη και χωρίς διαγωνισμό, δεν εμποδίζουν τον εθνικό νομοθέτη να καθιερώσει ως υποχρεωτική τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση των συμβάσεων αυτών. Στο άρθρο δε 209 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 20 παρ.13 του ν. 3731/2008 (Α΄263), ορίζεται ότι «1. (…) 9. Οι Δήμοι (…) δύνανται να αναθέτουν απευθείας ή με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρο διαγωνισμό) παροχή υπηρεσιών, (…), σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α), ως προς τα επιτρεπτά χρηματικά όρια, όπως αυτά καθορίζονται με τις εκάστοτε εκδιδόμενες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών (…) 10. Η σύναψη σύμβασης παροχής υπηρεσιών με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκήρυξης ρυθμίζεται με ανάλογη εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του άρθρου 25 των προεδρικών διαταγμάτων 59/2007 (ΦΕΚ 59 Α) και 60/2007 (ΦΕΚ 64 Α), όπως ισχύουν». Το χρηματικό όριο μέχρι το οποίο επιτρέπεται η απευθείας ανάθεση υπηρεσιών, κατ’ άρθρο 83 του ν. 2362/1995, αναπροσαρμόστηκε με την 35130/739/9.8.2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Αύξηση των χρηματικών ποσών του άρθρου 83 παρ. 1 του Ν. 2362/95 για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων που αφορούν προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων»(ΦΕΚ Β΄ 1291) σε 20.000 ευρώ, χωρίς ΦΠΑ. (,,,)Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι δήμοι δύνανται να συνάπτουν συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αξίας μεγαλύτερης των 20.000 ευρώ προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση της σχετικής διακήρυξης μόνο στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται περιοριστικά στις διατάξεις του άρθρου 25 του π.δ. 60/2007, στις οποίες ρητά παραπέμπουν οι διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 209 του Κ.Δ.Κ. (Ε.Σ. Τμ. VII 66/2013, 148/2012) και η απόφαση του αρμοδίου οργάνου του δήμου για την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη (πρβλ. Ε.Σ. Τμ. VII πρ. 105/2012, 227/2011, 386/2010, Τμ. VI 3634/2013, 2066, 285, 136/2010). Δεδομένου δε ότι δεν προβλέπεται ειδική εξαίρεση για την ανάθεση των νομικών υπηρεσιών, οι υπηρεσίες αυτές επιτρέπεται ομοίως να ανατίθενται χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού μόνο στις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται ανωτέρω. Και ναι μεν στη σχέση εντολής προέχει η ειδική ικανότητα του δικηγόρου για το χειρισμό της υπό ανάθεση υπόθεσης, η ικανότητα αυτή όμως είναι δυνατό με ασφάλεια να διερευνηθεί και μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας με τον καθορισμό συγκεκριμένων κριτηρίων ως προς την εμπειρία του αναζητούμενου δικηγόρου και τον επιτυχημένο χειρισμό από μέρους του συγκεκριμένου αριθμού σχετικών με την υπό ανάθεση υποθέσεων. Περαιτέρω στην ως άνω σχέση μεταξύ εντολέα και δικηγόρου ασκεί επιρροή και το στοιχείο της εμπιστοσύνης του εντολέα προς τον δικηγόρο (άρθρο 3 Κώδικα Δικηγόρων), η εν λόγω σχέση όμως εμπιστοσύνης γεννάται κατά την εκτέλεση της σύμβασης και δεν επιδρά στο στάδιο κατάρτισης αυτής.
ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕλΣυν/Τμ.6/2307/2014, Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΙΣ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.-ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ/3410/2014 ΚΑΙ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ.-ΕΠΤΑΜΕΛΟΥΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ/3411/2014.