Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

C-181/2020

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2012/19/ΕΕ – Απόβλητα – Απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού – Δαπάνες για τη συλλογή, την επεξεργασία, την ανάκτηση και την περιβαλλοντικώς ορθή διάθεση φωτοβολταϊκών πλαισίων – Ευθύνη του παραγωγού – Εσφαλμένη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Ευθύνη κράτους μέλους – Αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει” – Αρχή της μη αναδρομικότητα

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

C-181/2020

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2012/19/ΕΕ – Aπόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού – Υποχρέωση χρηματοδότησης του κόστους διαχείρισης των αποβλήτων που προέρχονται από φωτοβολταϊκά πλαίσια – Αναδρομική ισχύς – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Εσφαλμένη μεταφορά οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο – Ευθύνη του κράτους μέλους»


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/88/2018

Υπηρεσίες αρχειοθέτησης φακέλων ασθενών.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις που προηγήθηκαν, μη νομίμως ανατέθηκε στη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρεία η εκτέλεση των προπεριγραφεισών στη σκέψη IV της παρούσας υπό στοιχ. α, β και γ εργασιών αρχειοθέτησης των ιατρικών φακέλων και επικαιροποίησης της ήδη υφιστάμενης βάσης δεδομένων (Άρθρο 1.1 της σύμβασης, Θέματα 1ο, 2ο και 3ο), διότι οι εργασίες αυτές δεν είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ειδικής φύσης, ώστε η διεκπεραίωσή τους να απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ή εμπειρία, αλλά ανάγονται στα πάγια και συνήθη καθήκοντα του προσωπικού της Διοικητικής - Οικονομικής Υπηρεσίας και δη του Τμήματος Κίνησης Ασθενών, καθώς και του Αυτοτελούς Τμήματος Οργάνωσης και Πληροφορικής, μη αποδεικνυομένης της αδυναμίας του Νοσοκομείου να εκτελέσει τις επίμαχες εργασίες με το υπάρχον προσωπικό του, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των συνολικά προβλεπομένων θέσεων στις συγκεκριμένες Υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 14 του Οργανισμού του..

Ωστόσο, οι ανωτέρω εκτεθείσες υπό στοιχ. δ εργασίες παραλαβής και εμπιστευτικής καταστροφής του χαρακτηρισθέντος από την οικεία επιτροπή ως αχρηστεύσιμου αρχείου ...είναι, κατά την κρίση του Κλιμακίου, ειδικής φύσης, μη δυνάμενες να εκτελεστούν από το τακτικό προσωπικό του Νοσοκομείου, δεδομένου ότι τα περιλαμβανόμενα στους ιατρικούς φακέλους έγγραφα, ακτινογραφικά φιλμ και λοιπά υλικά (ενδεχομένως CD/DVD, δισκέτες, ταινίες κ.ά.) συνιστούν απόβλητα του Νοσοκομείου (σχετ. ο Ευρωπαϊκός Κατάλογος Αποβλήτων, σύμφωνα με το Παράρτημα της Απόφασης 2000/532/ΕΚ, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καθώς και η οικ. 29960/3800/15.6.2012 εγκύκλιος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής  ..., η διαχείριση (συλλογή, μεταφορά και επεξεργασία) των οποίων διέπεται από ορισμένες αρχές (αρχές της προφύλαξης και της πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων, της εγγύτητας, της επανόρθωσης των ζημιών στο περιβάλλον και αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει») και αυστηρούς όρους σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας (βλ. το άρθρο 36 του ν. 4042/2012, Α΄ 24, περί της απαιτούμενης, μεταξύ άλλων, άδειας συλλογής και μεταφοράς αποβλήτων και απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για την επεξεργασία αυτών ...Περαιτέρω, το Κλιμάκιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι α. παρότι τα κατά τα ανωτέρω αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου όφειλαν να είχαν μεριμνήσει για την έγκαιρη και ορθή αρχειοθέτηση των ιατρικών φακέλων ούτως, ώστε αυτοί να μην προσβληθούν από τις προπεριγραφείσες στο ως άνω έγγραφο της Επόπτριας Δημόσιας Υγείας πλημμύρες, εντούτοις, όπως προκύπτει από το έγγραφο αυτό, δημιουργήθηκαν εν τοις πράγμασι δυσμενείς συνθήκες στους χώρους όπου φυλασσόταν το εν λόγω αρχειακό υλικό, οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπιστούν προς αποσόβηση του επαπειλούμενου σοβαρού κινδύνου, αφενός για την υγεία των εργαζομένων και των ασθενών του Νοσοκομείου και αφετέρου για τη διατήρηση σημαντικών ιατρικών πληροφοριών των ασθενών εντός φακέλων που δεν κρίνονταν αχρηστεύσιμοι και β. πάντως ένα μέρος των ανατεθεισών εργασιών έχει, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, εξειδικευμένο χαρακτήρα, μη δυνάμενο να διεκπεραιωθεί από το προσωπικό του Νοσοκομείου, με συνέπεια η ελεγχόμενη δαπάνη να είναι εν μέρει νόμιμη,...(συγγνωστή πλάνη)


ΕΣ/ΤΜ.1/540/2017

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Εξάλλου, ο συναγόμενος, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλημμελής διότι ο έλεγχος για την υλοποίηση της πράξης διενεργήθηκε και, ακολούθως, η σχετική 375/20.12.2010 έκθεση ελέγχου συντάχθηκε από την εν λόγω ΕΥΔ, δηλαδή από την αναθέτουσα αρχή, υπό την παράλληλη ιδιότητά της ως Διαχειριστικής Αρχής του Ε.Π. «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού», είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι: α) σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, η ευθύνη, εν προκειμένω, της εκκαλούσας, ως τελικού αποδέκτη της χρηματοδότησης, βασίζεται στο πραγματικό γεγονός της μη ολοκλήρωσης του φυσικού αντικειμένου της πράξης, η δε προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση για την ανάκτηση της αχρεωστήτως καταβληθείσας χρηματοδότησης εκδόθηκε από την αρμόδια ελεγκτική αρχή κατά δεσμία αρμοδιότητα ως απλή συνέπεια της διαπίστωσης ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι καταβολής της χρηματοδότησης, χωρίς να συναρτάται με αξιολογικές κρίσεις και δεν ελέγχεται, ως εκ τούτου, ως προς τις εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης των οργάνων της, β) με τις διατάξεις του άρθρου 7 (παρ. 1 εδ. β΄) του ν. 2860/2000 ρητώς προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις πράξεων τεχνικής βοήθειας η άσκηση των αρμοδιοτήτων της διαχειριστικής αρχής είναι συμβατή με την ιδιότητα τελικού δικαιούχου, η δε εκτέλεσή τους, σύμφωνα με τον Οδηγό Διαδικασιών και Επιλέξιμων Ενεργειών Τεχνικής Βοήθειας Στήριξης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης 2000 – 2006, γίνεται σύμφωνα με το π.δ. 4/2002, ήτοι με ανάθεση σε τρίτο οικονομικό φορέα και γ) με τις διατάξεις της 118267/20000 (ΦΕΚ Β’ 1595) ΚΥΑ, για τη σύσταση και λειτουργία της υπηρεσίας αυτής, όπου προβλέπεται ότι για το Ε.Π. «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» της προγραμματικής περιόδου 2000-2006, αρμόδια για την πραγματοποίηση των ελέγχων σε ενταγμένες πράξεις και τη σύνταξη των σχετικών εκθέσεων ελέγχου είναι η Μονάδα Γ Προεγκρίσεων και Επιτόπιων Επαλη­θεύσεων, ενώ αρμόδια για την εκτέλεση των έργων τεχνικής βοήθειας με τελικό δικαιούχο τη διαχειριστική αυτή αρχή, ήτοι και για την ανάθεση των σχετικών συμβάσεων σε τρίτους, είναι η Μονάδα Δ Οργάνωσης – Υποστήριξης, διασφαλίζεται επαρκώς η διάκριση αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό της και ο αναγκαίος βαθμός αυτονομίας στην άσκηση των καθηκόντων τους. Ανεξαρτήτως δε των ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και για τον λόγο ότι με αυτόν, κατ’ ουσίαν, δεν αμφισβητείται η νόμιμη άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ανωτέρω ΕΥΔ ειδικώς κατά τη διενέργεια του ελέγχου, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης δημοσιονομικής διόρθωσης, αλλά η πάγια και δομική αμεροληψία της εν λόγω υπηρεσίας, εκ του γεγονότος ότι ως διαχειριστική αρχή του οικείου προγράμματος είναι ταυτόχρονα και φορέας εκτέλεσης των ενταγμένων σε αυτό πράξεων τεχνικής βοήθειας.(...)Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα προηγουμένως κρίθηκαν και έγιναν δεκτά, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, περαιτέρω δε να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος για την έφεση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ.4 του ν. 4129/2013, ΦΕΚ Α 52) και, εκτιμωμένων των περιστάσεων, να απαλλαγεί η εκκαλούσα από τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 123 π.δ.1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, ΦΕΚ Α΄ 1354, και 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.).


ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν


ΕλΣυνΤμ.1/1244/2016

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.Αίτηση ακύρωσης της 27240 Α.Πλ.3460/20.6.2011 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του Υφυπουργού Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, με την οποία αποφασίστηκε η ανάκτηση από την εκκαλούσα του ποσού των 110.769,27 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως χρηματοδότηση στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 2 της Πράξηςμε κωδ. MIS 76820, που έχει ενταχθεί στο Μέτρο 1.6. του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Κεντρικής Μακεδονίας, και συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και από εθνικούς πόρους. «….», Ακολούθως, η εκκαλούσα προβάλλει ότι, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης εκδόθηκε μονομερώς από τα εθνικά όργανα, χωρίς να προηγηθεί «διαβούλευση» με τα όργανα της Επιτροπής,  σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 8 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999 του Συμβουλίου και του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 448/2001 της Επιτροπής της 2ας Μαρτίου 2001 που αναφέρει ότι σε περίπτωση που πρέπει να ανακτηθούν ποσά ως συνέπεια κατάργησης, η αρμόδια υπηρεσία ή φορέας κινούν διαδικασίες ανάκτησης, ενημερώνοντας σχετικά τις αρχές πληρωμών και διαχείρισης.  Πλην όμως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε (σκέψη ΙΙΙΔ), στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας, τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών και την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων, ενώ η εταιρική σχέση ουδόλως υποχρεώνει τα τελευταία (κράτη – μέλη) να διαβουλεύονται με την Επιτροπή προτού αποφασίσουν την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Εξάλλου, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας αναφορικά με την ανάκτηση δαπάνης για το ως άνω υποέργο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Και τούτο διότι, στην προκειμένη υπόθεση, με την επίμαχη απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης η οποία γενικώς κρίνεται ως το αναγκαίο και συνάμα κατάλληλο μέσο επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, που είναι η άρση της παραβίασης διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους δημοσίων έργων, δεν αναζητείται το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής, οπότε και θα ετίθετο ζήτημα παραβίασης αυτής της αρχής αλλά μόνον τα ποσά εκείνα που αντιστοιχούν σε μη νόμιμες δαπάνες. Επίσης, είναι αβάσιμος  ο λόγος έφεσης  ότι η Διοίκηση προέβη σε κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειάς της κατά παράβαση του άρθρου 39 του Κανονισμού 1260/1999 (το οποίο αναφέρεται στην πραγματοποίηση εκ μέρους των κρατών μελών δημοσιονομικής διόρθωσης, σε περίπτωση διαπίστωσης παρατυπιών κατά την εκτέλεση μιας παρέμβασης). Και τούτο διότι, με βάση το προεκτεθέν νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά γεγονότα, όπως εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναζήτηση των ποσών που καταβλήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 1418/1984, π.δ. 609/1985 και των όρων της απόφασης ένταξης της πράξης ήταν υποχρεωτική και επιβεβλημένη και δεν εναπόκειτο στη διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης (πρβλ. Ε.Σ. Ολ. 1818/2014). Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει ότι παραβιάσθηκε ουσιώδης τύπος της διαδικασίας έκδοσης της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης, διότι μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα δεν παρέδωσε τη σχετική έκθεση στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2860/2000. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, διότι, στην προκειμένη περίπτωση, ο έλεγχος δεν διενεργήθηκε από την Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου (Ε.Δ.ΕΛ.), ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2860/2000, αλλά από τη διαχειριστική αρχή του επιχειρησιακού προγράμματος. Τέλος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν τίθεται ζήτημα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ενώπιον του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 8, 38 και 39 του Καν (ΕΚ) 1260/1999. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη


ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/359/2022

Προμήθεια, εγκατάσταση και λειτουργία δύο φωτοβολταϊκών σταθμών:Τούτων δοθέντων και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 2 και 3 της παρούσας, το Κλιμάκιο κρίνει, στο πλαίσιο ελέγχου της αιτιολογίας της αναθέτουσας Αρχής αναφορικά με την εκ μέρους της κρίση περί ήσσονος σημασίας τεχνικών αποκλίσεων της προσφοράς του αναδόχου (βλ. προηγούμενη σκ.10), ότι η τελευταία παρίσταται επαρκής ως προς τις επιμέρους αποκλίσεις, πλην αυτών οι οποίες διαπιστώθηκαν αναφορικά με τις επί ποινή αποκλεισμού προβλεπόμενες στις παρ. 1.16, 1.26, 1.28 και 19.7 της διακήρυξης τεχνικές προδιαγραφές. Συγκεκριμένα, αναφορικά με την τεχνική προδιαγραφή 1.16 (αντοχή των φ/β πλαισίων σε θετικό φορτίο > 8000 Pa) δεν αιτιολογείται, ενόψει του μεγάλου εύρους απόκλισης της προσφοράς του αναδόχου (2400 Pa) συγκριτικά με την ζητηθείσα τιμή (8000 Pa) πώς κρίνεται ως ήσσονος σημασίας η ικανή αυτή απόκλιση (τρεις και πλέον φορές μικρότερη της επί ποινή αποκλεισμού ζητούμενης από την οικεία διακήρυξη). Η κρίση της αναθέτουσας ότι οι δυσμενέστερες συνθήκες ανέμου και χιονιού οι οποίες αναμένονται στην περιοχή της Καλαμάτας δεν υπερβαίνουν αθροιστικά την τιμή των 1700 Pa, το μεν δεν παρίσταται πλήρως τεκμηριωμένη, ερειδόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία, αλλά υποθετική, το δε δεν αιτιολογεί γιατί, αφού οι ανάγκες της προμήθειας καλύπτονταν και από τις κατά τόσο μικρότερες σε σχέση με τις προβλεπόμενες για την τεχνική αυτή προδιαγραφή απαιτήσεις της διακήρυξης, δεν προσδιορίστηκε σχετικά η οικεία προδιαγραφή της διακήρυξης προς ενίσχυση του ανταγωνισμού. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά στην τεχνική προδιαγραφή 1.26 (πιστοποίηση μη εμφάνισης φαινομένου snail trail), η αναθέτουσα Αρχή αφενός μεν δεν τεκμηριώνει επιστημονικά ότι το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται αποκλειστικά σε Φ/Β τύπου glass/glass, αφετέρου δε δεν αποδεικνύει ότι το προσφερόμενο Φ/Β δεν είναι τέτοιου τύπου. Επιπροσθέτως, αναφορικά με την τεχνική προδιαγραφή 1.28 (εγγύηση 25 ετών για το προϊόν), η αιτιολογία της αναθέτουσας παρίσταται πλημμελής, δεδομένου ότι, από το υποβληθέν εκ μέρους της αναδόχου εταιρείας τεχνικό φυλλάδιο Π1.1, προκύπτει ότι η 25ετής εγγύηση αφορά στην απόδοση της γραμμικής ισχύος εξόδου του Φ/Β και όχι στο ίδιο το προϊόν, το οποίο καλύπτεται από εγγύηση δώδεκα (12) ετών. Τέλος, σε σχέση με την τεχνική προδιαγραφή 19.7 (προστασία φωτιστικού σώματος από σκόνη και υγρασία κατά >IP66 και κρούσεις κατά >IK08), η αιτιολογία της αναθέτουσας παρίσταται, επίσης, πλημμελής, δοθέντος ότι, από το υποβληθέν εκ μέρους της αναδόχου εταιρείας τεχνικό φυλλάδιο Π19.1, προκύπτει ότι το προσφερόμενο φωτιστικό σώμα το μεν δεν διαθέτει προστασία από κρούσεις κατά >IK08, το δε διαθέτει μεν προστασία από σκόνη και υγρασία αλλά κατά IP65, ήτοι σε τιμή κατώτερη από την ζητηθείσα με την οικεία διακήρυξη (IP66). Επομένως, ενόψει του ότι η τεχνική προσφορά της αναδόχου δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο των επί ποινή αποκλεισμού τεθεισών στην οικεία διακήρυξη τεχνικών προδιαγραφών και του ότι, σε κάθε περίπτωση, η κρίση της αναθέτουσας Αρχής, περί του ότι η απόκλιση της τεχνικής προσφοράς της αναδόχου από τις εν λόγω προδιαγραφές κρίνεται επουσιώδης, δεν παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη, κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών στην σκέψη 3 της παρούσας προβλέψεων του ν. 4412/2016 αλλά και της διακήρυξης, η τεχνική προσφορά της μοναδικής προσφέρουσας έπρεπε να απορριφθεί από την Επιτροπή Διαγωνισμού, ως τεχνικώς απαράδεκτη. 


ΕΣ/ΤΜ.6/527/2012

Επεξεργασία των σύμμεικτων αστικών απορριμμάτων :επιδιώκει την ανάκληση της 422/2011 Πράξεως του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού ΣυνεδρίουA) Η διάταξη του άρθρου 46 παρ.3 και 4 του Π.Δ/τος 60/2007 δεν καταλείπει στην αναθέτουσα αρχή στάδιο διακριτικής ευχέρειας, αλλ’ αντιθέτως την υποχρεώνει να αποδεχθεί τη συμμετοχή στη διαδικασία του διαγωνισμού, των φορέων που δεν διαθέτουν οι ίδιοι την απαιτούμενη εμπειρία, αλλά χρησιμοποιούν δάνεια εμπειρία τρίτων είτε αυτοί είναι αυτοτελείς φορείς είτε μέλη της ίδιας συμπράξεως, υπό την προϋπόθεση ότι δύνανται να αποδείξουν ότι η απαιτούμενη εμπειρία τίθεται στη διάθεσή τους για την εκτέλεση της συμβάσεως.  Η τοιαύτη ερμηνεία ουδόλως προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 42 παρ.1 και 2 του Π.Δ/τος 60/2007, οι οποίες ορίζουν ότι η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητά με τη διακήρυξη, ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών και επαγγελματικών ικανοτήτων προκειμένου να θεωρήσει έναν υποψήφιο «κατάλληλο» για την περαιτέρω συμμετοχή του στη διαγωνιστική διαδικασία, καθόσον δεν ποιούν μνεία περί των προσώπων στα οποία δύναται να πιστοποιείται η σχετική επάρκεια όταν πρόκειται για ενώσεις προσώπων, συμπράξεις ή κοινοπραξίες, αλλά αναφέρονται γενικά στη δυνατότητα της αναθέτουσας αρχής να θέτει κριτήρια καταλληλότητας.  Η τοιαύτη αναφορά γίνεται στο προαναφερόμενο άρθρο 46 παρ.4, όπου ρητώς θεσπίζεται η ευχέρεια χρησιμοποιήσεως της δάνειας εμπειρίας των μελών μιας ενώσεως από την τελευταία.  Τούτο άλλωστε συνάδει, κατά τελεολογική ερμηνεία, προς τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου των συμβάσεων, στους οποίους συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη του ευρύτερου δυνατού ανταγωνισμού με τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσοτέρων υποψηφίων στην οικεία διαγωνιστική διαδικασία, δηλαδή ακόμη και φορέων που δεν πληρούν αφεαυτού τις απαιτήσεις της διακηρύξεως σχετικά με την υλικοτεχνική υποδομή, την επαγγελματική ικανότητα ή την εμπειρία, αλλά έχουν στη διάθεσή τους αυτές τις προϋποθέσεις λόγω της συμμετοχής τους σε ένωση προσώπων ή της συνεργασίας τους με άλλες επιχειρήσεις ή φορείς.   Β)  Ο όρος περί σωρευτικής εμπειρίας (στα πρόσωπα όλων των μελών της συμπράξεως) προδήλως παραβιάζει τις αρχές του ανταγωνισμού και της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον εμποδίζει στο στάδιο υποβολής προσφορών, τη συμμετοχή σε όσους δεν πληρούν το κριτήριο της εμπειρίας ή στερούνται κάποιου άλλου κριτηρίου (π.χ. της υλικοτεχνικής υποδομής) διότι, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη δάνεια εμπειρία της επιχειρήσεως με την οποία προτίθενται να συμπράξουν ή τις άλλες προϋποθέσεις που αυτή διαθέτει ενώ στερείται της αναγκαίας εμπειρίας.  Ο περιορισμός του ανταγωνισμού καταδεικνύεται ωσαύτως από το λογικό συμπέρασμα ότι, συνήθως, οι οικονομικοί φορείς δημιουργούν ενώσεις, συμπράξεις ή κοινοπραξίες όταν δεν δύνανται αυτοδυνάμως (λόγω ανεπάρκειας αυτών σε κάποιο εκ των τιθεμένων κριτηρίων) να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό, σε αντίθετη δε περίπτωση, αρκεί η προσωπική τους  συμμετοχή και μόνον.  Πέραν δε του θεωρητικού υπόβαθρου του περιορισμού που συνεπάγεται η θέση ενός τέτοιου όρου στη διακήρυξη δημόσιου διεθνούς διαγωνισμού, στη συγκεκριμένη περίπτωση, επηρέασε ουσιωδώς την έκβαση του κρινόμενου, καθόσον αποτέλεσε αντικείμενο ενστάσεως από δύο ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες επικαλέσθηκαν ρητώς την εξ αυτού αδυναμία τους να συμπράξουν με έτερο έμπειρο φορέα και να συμμετάσχουν στο διαγωνισμό.  Γ)   Η άρτια, προσήκουσα και εμπρόθεσμη εκτέλεση της συμβάσεως, η οποία τίθεται ως αιτιολογία της θεσπίσεως του συγκεκριμένου όρου, δεν δύναται να δικαιολογήσει το υπέρμετρο του προβλεπόμενου περιορισμού, καθόσον αύτη μπορεί να επιτευχθεί τόσο από την προβλεπόμενη στη διακήρυξη αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη των μελών της συμπράξεως για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση περί της οποίας ένα έκαστο εξ αυτών υποχρεούται να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση, καθώς και από την υποχρέωση, σε περίπτωση που αναδειχθεί η σύμπραξη ανάδοχος να καταρτίσει συμβολαιογραφικό έγγραφο στο οποίο θα συμπεριλάβει την δέσμευση όλων των μελών για την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη τους (άρθρο 6 παρ.12 περ. ii δ΄και ε΄).  Σε κάθε δε περίπτωση ο ισχυρισμός του αιτούντος σχετικά με  την ανάγκη διασφαλίσεως αυτούσιας της εκπληρώσεως του φυσικού αντικειμένου της συμβάσεως από κάθε έμπειρο μέλος της συμπράξεως προκειμένου, αφενός να αποφευχθεί η έμμεση εκχώρηση του έργου, αφετέρου δε η πραγματική εκτέλεση αυτού εάν κάποιο από τα μέλη της δεν μπορεί να ανταποκριθεί  στις υποχρεώσεις του, δεν διασφαλίζεται με τη θέσπιση του συγκεκριμένου όρου διότι εάν ανάδοχος του έργου είναι σύμπραξη προσώπων, αυτή υποχρεούται να λάβει τη μορφή της κοινοπραξίας, η οποία και μόνον δικαιούται να εκτελέσει τη σύμβαση, η  επιλογή δε  ενός μέλους αυτής σε περίπτωση αδυναμίας της, να εκτελέσει το ανατεθέν σ’ αυτή έργο συνιστά υποκατάσταση, η οποία δεν μπορεί κατ’ αρχάς  να γίνει αποδεκτή, ενώ περαιτέρω η κοινοπραξία αναγνωρίζεται ως αυτοτελής οικονομικός φορέας ικανός να αναλάβει το έργο, το οποίο στην περίπτωση αυτή δεν εκχωρείται σε κάποιο από τα μέλη της καθόσον όλα ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την εκτέλεση της συμβάσεως(...)ΔΕΝ ΑΝΑΚΑΛΕΙ ΤΗΝ 422/2011