Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Αξιολόγηση κινδύνου απάτης

Τύπος: Έγγραφα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Έγγραφο Καθοδήγησης ΕΕ για τα κράτη μέλη και τις αρχές των προγραμμάτων - Αξιολόγηση κινδύνου απάτης και αποτελεσματικά και αναλογικά μέτρα καταπολέμησης της απάτης Το παρόν έγγραφο καθοδήγησης παρέχει συνδρομή και συστάσεις στις διαχειριστικές αρχές για την εφαρμογή μέτρων καταπολέμησης της απάτης. Περιέχει εργαλείο αυτοαξιολόγησης του κινδύνου απάτης και αναλυτικές οδηγίες, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του αντίκτυπου και της πιθανότητας εμφάνισης συνήθων κινδύνων απάτης.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Εντοπισμός πλαστών εγγράφων

Εντοπισμός πλαστών εγγράφων στον τομέα των διαρθρωτικών ενεργειών Πρακτικός οδηγός για τις διαχειριστικές αρχές που εκπονήθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων των κρατών μελών υπό τον συντονισμό της Μονάδας Δ.2 – «Πρόληψη της απάτης» της OLAF


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/88/2018

Υπηρεσίες αρχειοθέτησης φακέλων ασθενών.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις που προηγήθηκαν, μη νομίμως ανατέθηκε στη φερόμενη ως δικαιούχο εταιρεία η εκτέλεση των προπεριγραφεισών στη σκέψη IV της παρούσας υπό στοιχ. α, β και γ εργασιών αρχειοθέτησης των ιατρικών φακέλων και επικαιροποίησης της ήδη υφιστάμενης βάσης δεδομένων (Άρθρο 1.1 της σύμβασης, Θέματα 1ο, 2ο και 3ο), διότι οι εργασίες αυτές δεν είναι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ειδικής φύσης, ώστε η διεκπεραίωσή τους να απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ή εμπειρία, αλλά ανάγονται στα πάγια και συνήθη καθήκοντα του προσωπικού της Διοικητικής - Οικονομικής Υπηρεσίας και δη του Τμήματος Κίνησης Ασθενών, καθώς και του Αυτοτελούς Τμήματος Οργάνωσης και Πληροφορικής, μη αποδεικνυομένης της αδυναμίας του Νοσοκομείου να εκτελέσει τις επίμαχες εργασίες με το υπάρχον προσωπικό του, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των συνολικά προβλεπομένων θέσεων στις συγκεκριμένες Υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 14 του Οργανισμού του..

Ωστόσο, οι ανωτέρω εκτεθείσες υπό στοιχ. δ εργασίες παραλαβής και εμπιστευτικής καταστροφής του χαρακτηρισθέντος από την οικεία επιτροπή ως αχρηστεύσιμου αρχείου ...είναι, κατά την κρίση του Κλιμακίου, ειδικής φύσης, μη δυνάμενες να εκτελεστούν από το τακτικό προσωπικό του Νοσοκομείου, δεδομένου ότι τα περιλαμβανόμενα στους ιατρικούς φακέλους έγγραφα, ακτινογραφικά φιλμ και λοιπά υλικά (ενδεχομένως CD/DVD, δισκέτες, ταινίες κ.ά.) συνιστούν απόβλητα του Νοσοκομείου (σχετ. ο Ευρωπαϊκός Κατάλογος Αποβλήτων, σύμφωνα με το Παράρτημα της Απόφασης 2000/532/ΕΚ, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καθώς και η οικ. 29960/3800/15.6.2012 εγκύκλιος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας & Κλιματικής Αλλαγής  ..., η διαχείριση (συλλογή, μεταφορά και επεξεργασία) των οποίων διέπεται από ορισμένες αρχές (αρχές της προφύλαξης και της πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων, της εγγύτητας, της επανόρθωσης των ζημιών στο περιβάλλον και αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει») και αυστηρούς όρους σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ώστε να εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας (βλ. το άρθρο 36 του ν. 4042/2012, Α΄ 24, περί της απαιτούμενης, μεταξύ άλλων, άδειας συλλογής και μεταφοράς αποβλήτων και απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για την επεξεργασία αυτών ...Περαιτέρω, το Κλιμάκιο, λαμβάνοντας υπόψη ότι α. παρότι τα κατά τα ανωτέρω αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου όφειλαν να είχαν μεριμνήσει για την έγκαιρη και ορθή αρχειοθέτηση των ιατρικών φακέλων ούτως, ώστε αυτοί να μην προσβληθούν από τις προπεριγραφείσες στο ως άνω έγγραφο της Επόπτριας Δημόσιας Υγείας πλημμύρες, εντούτοις, όπως προκύπτει από το έγγραφο αυτό, δημιουργήθηκαν εν τοις πράγμασι δυσμενείς συνθήκες στους χώρους όπου φυλασσόταν το εν λόγω αρχειακό υλικό, οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπιστούν προς αποσόβηση του επαπειλούμενου σοβαρού κινδύνου, αφενός για την υγεία των εργαζομένων και των ασθενών του Νοσοκομείου και αφετέρου για τη διατήρηση σημαντικών ιατρικών πληροφοριών των ασθενών εντός φακέλων που δεν κρίνονταν αχρηστεύσιμοι και β. πάντως ένα μέρος των ανατεθεισών εργασιών έχει, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, εξειδικευμένο χαρακτήρα, μη δυνάμενο να διεκπεραιωθεί από το προσωπικό του Νοσοκομείου, με συνέπεια η ελεγχόμενη δαπάνη να είναι εν μέρει νόμιμη,...(συγγνωστή πλάνη)


ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε.)69/2013

Μελέτη αναμόρφωσης πεζοδρομίων σχεδίου πόλεως (...)Ως κύρια διαδικασία ανάθεσης μελετών από τους Ο.Τ.Α. καθιερώνεται η διενέργεια διαγωνισμού, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση ικανού αριθμού συμμετεχόντων, η αποφυγή του κινδύνου μεθοδεύσεων, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η επιλογή της πλέον συμφέρουσας από τεχνικής και οικονομικής απόψεως προσφοράς. Η με απευθείας ανάθεση εκπόνηση μελέτης αποτελεί εξαιρετική διαδικασία, που επιτρέπεται μόνο στις ρητά καθοριζόμενες από το νόμο περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν η προεκτιμώμενη αμοιβή όλων των σταδίων της μελέτης δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το 30% του ανώτατου ορίου αμοιβής πτυχίου Α΄ τάξης της κατηγορίας μελετών στην οποία ανήκει η υπό ανάθεση μελέτη. Η προεκτιμώμενη αυτή αμοιβή προκύπτει με βάση τον Κανονισμό Προεκτιμώμενων Αμοιβών Μελετών και Υπηρεσιών, ο οποίος εφαρμόζεται υποχρεωτικά από τις αναθέτουσες αρχές, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στις περιπτώσεις της διαδικασίας με διαπραγμάτευση, κατά συνέπεια και της απευθείας ανάθεσης, που προβλέπεται στο άρθρο 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ. (βλ. πρακτικά της 5ης Γεν.Συν./4.3.2009 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πράξεις Κλιμ. VII Tμ. 15/2013, 157, 199/2012). Προκειμένου δε για κυκλοφοριακές μελέτες το ανώτατο αυτό όριο καθορίστηκε από 5.5.2011 στο ποσό των 40.807,00 ευρώ, ήτοι για την απευθείας ανάθεση τέτοιων κατηγοριών μελέτης το όριο είναι (40.807,00 Χ 30% =) 12.242,10  ευρώ.(…) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως ο Δήμος ...... ανέθεσε απευθείας την εν λόγω μελέτη, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 209 παρ. 3 του Δ.Κ.Κ., καθόσον με το από 17.1.2013 έγγραφο του φερόμενου ως δικαιούχου προσκομίστηκε ενώπιον του Κλιμακίου ο σχετικός φάκελος του έργου που είχε καταρτιστεί από την τεχνική υπηρεσία του Δήμου πριν από την εν λόγω ανάθεση (14.10.2011), από τον οποίο προκύπτει ότι η προεκτιμώμενη αμοιβή του αναδόχου καθορίστηκε εκ των προτέρων με σαφή τρόπο, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3326/2005 και την ισχύουσα, κατά τον χρόνο ανάθεσης, απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

ΕΣ/ΤΜ.1/5185/2015

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Ζητείται η ακύρωση: α)  της 2228/0052/22.11.2012 απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης του αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, μη νομίμως επιβλήθηκε στη Δ.Ε.Υ.Α. ..... δημοσιονομική διόρθωση ποσού 92.305,80 ευρώ, με την αιτιολογία ότι παραβιάζονται οι αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ./τος 334/2000 και 3 παρ. 2 του π.δ./τος 60/2007, αφού στην από 26.2.2008 υπογραφείσα  κατόπιν υποκατάστασης μέλους της αναδόχου κοινοπραξία, σύμβαση η αναγραφόμενη προθεσμία περαίωσης του έργου ήταν διαφορετική αυτής που καθορίσθηκε στη διακήρυξη του διαγωνισμού. Τούτο διότι ούτε στη διακήρυξη της δημοπρασίας ούτε στην Ειδική Συγγραφή Υποχρεώσεων του ως άνω έργου η συνολική προθεσμία περαίωσης χαρακτηρίσθηκε ως αποκλειστική. Εφόσον δε στην κείμενη νομοθεσία και ειδικά στο άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 1418/1984, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, προβλέπεται παράταση της προθεσμίας περαίωσης του έργου κατά το σύνολο, η αναγραφόμενη στη διακήρυξη προθεσμία εκτέλεσης ήταν δυνατόν να επιμηκυνθεί κατά επτά μήνες, ήτοι από 31.12.2007 της αρχικής  σε 31.7.2008 της υπογραφείσας σύμβασης κατόπιν υποκατάστασης, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου (γεγονός που δεν αποτέλεσε αντικείμενο εκτίμησης από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές),  χωρίς στην περίπτωση αυτή να παραβιάζονται οι αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων. Σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές δεν παραθέτουν στην έκθεση οριστικών αποτελεσμάτων ελέγχου, που συμπληρώνει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, τα δεδομένα εκείνα (βαρύτητα, έκταση και δημοσιονομικές επιπτώσεις της παράβασης), τα οποία χρησιμοποίησαν προκειμένου να επιλέξουν την επιβολή κατ’ αποκοπή δημοσιονομικής διόρθωσης σε ποσοστό 10% επί της τελικώς διαμορφωθείσας επιλέξιμης δαπάνης του έργου αν και στις προαναφερόμενες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COCOF 07/0037/03/29.1.2007, που μεταξύ άλλων,  διέπουν και τις μη υποκείμενες στα όρια εφαρμογής των ενωσιακών οδηγιών συμβάσεις, για την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων προβλέπεται η διακύμανση ποσοστού δημοσιονομικής διόρθωσης από 5% έως 10%  του ποσού της σύμβασης ανάλογα με τη βαρύτητα της παρατυπίας. Αντιθέτως, νομίμως επιβλήθηκε στην εκκαλούσα με την προσβαλλόμενη πράξη δημοσιονομική διόρθωση ποσού 37.160,87 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους,  με την αιτιολογία ότι η δαπάνη κατασκευής της διακλάδωσης των ακινήτων  ιδιοκτητών, προκειμένου να συνδέσουν αυτά από τη ρυμοτομική γραμμή μέχρι τη θέση του αγωγού υδρεύσεως ή της υπονόμου βαρύνει τους ιδιοκτήτες των ακινήτων και συνεπώς δεν είναι επιλέξιμη. Τούτο διότι, ως προεκτέθηκε αφενός στο άρθρο 15 του ν. 1069/1980 ρητώς αναφέρεται ότι οι ιδιοκτήτες των συνδεόμενων ή μελλόντων να συνδεθούν ακινήτων προκαταβάλλουν στη Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης τη δαπάνη κατασκευής της διακλάδωσης από τη ρυμοτομική γραμμή μέχρι τη θέση του αγωγού υδρεύσεως ή του υπονόμου, αφετέρου η ίδια δαπάνη σύμφωνα με το άρθρο 10 του ανωτέρω νόμου περιλαμβάνεται στους πόρους της επιχείρησης. Όπως εξάλλου προεκτέθηκε η ίδια δαπάνη είναι μη επιλέξιμη και σύμφωνα με τους κανονισμούς 1083 και 1084/2006 του Συμβουλίου.  Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η διοίκηση με συγκεκριμένες ενέργειές της, της δημιούργησε τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η δαπάνη κατασκευή της διακλαδώσεως είναι επιλέξιμη πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως διότι  δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες για τη θεμελίωση της αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέσεις. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ούτε από τη διακήρυξη της δημοπρασίας, που εγκρίθηκε με την 13496/24.11.2006 απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής Παρακολούθησης του 3ου Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Δυτικής Μακεδονίας, ούτε από το τεχνικό δελτίο του έργου, στο φυσικό αντικείμενο του οποίου εντάχθηκε η κατασκευή ιδιωτικών παροχών αλλά ούτε και από τον 1ο Α.Π.Ε., αντικείμενο, μεταξύ άλλων, του οποίου αποτέλεσε και η ως άνω δαπάνη, και ο οποίος εγκρίθηκε με το 12222/22.10.2008 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας ότι αυτή ήταν επιλέξιμη, αφού τα ανωτέρω έγγραφα δεν διαχωρίζουν τις δαπάνες σε επιλέξιμες και μη. Ούτε περαιτέρω προκύπτει από κάποιο άλλο στοιχείο του φακέλου ότι η διοίκηση με συγκεκριμένα έγγραφα της δημιούργησε την πεποίθηση ότι η ως άνω δαπάνη διακλαδώσεως των ιδιοκτητών ακινήτων ήταν επιλέξιμη ως αβασίμως ισχυρίζεται. Περαιτέρω, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι, εφόσον η ιδιωτική παροχή αποτελεί τμήμα δημοσίου δρόμου, συγγνωστώς υπέλαβε ότι αποτελεί επιλέξιμη δαπάνη. Ομοίως, ισχυρίζεται ότι ένεκα του δυσερμήνευτου του νομικού πλαισίου που διέπει την επιλεξιμότητα των δαπανών συγγνωστώς της δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι αφού οι δαπάνες αυτές έχουν πραγματοποιηθεί και εγκριθεί από τις διαχειριστικές αρχές είναι επιλέξιμες. Ωστόσο ενόψει του ότι στην κρινόμενη υπόθεση η επιβολή της δημοσιονομικής διόρθωσης ερείδεται σε αντικειμενικά δεδομένα, εφόσον η αιτία αυτής ερείδεται στην παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 15 του ν. 1069/1980 ο ως άνω ισχυρισμός της εκκαλούσας προβάλλεται απαραδέκτως (πρβλ. Ε. Σ. 3031/2014). Τέλος απορριπτέος ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης προϋπόθεσης είναι και οι ισχυρισμοί ότι η εκτέλεση του ως άνω έργου οφείλεται σε λόγους δημόσιας ωφέλειας  καθώς και ότι η κατασκευή της διακλάδωσης συντελεί στην αποτελεσματικότητα και λειτουργικότητα του έργου, καθόσον δεν υφίσταται διάταξη της κείμενης νομοθεσίας που να καθιστά για τους λόγους αυτούς τη συγκεκριμένη δαπάνη επιλέξιμη.(...)


ΕλΣυν/Τμ.6/255/2012

Aνάδειξη αναδόχου με αντικείμενο «Υπηρεσίες Τεχνικού Συμβούλου Έργων" (...) Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα κρίνει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συντάκτης του ανωτέρω όρου της διακήρυξης έχει υπόψη του κοινοπραξίες και συμπράξεις με τη μορφή που εμφανίζονται αποκλειστικά και μόνο στο ημεδαπό δίκαιο για τη συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς. Συγκεκριμένα, τόσο η σύμπραξη όσο και η κοινοπραξία αποτελούν προσωρινές ενώσεις φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίες, αν και θεωρούνται φορείς δικαιούμενοι να συμμετάσχουν αυτοτελώς σε δημόσιο διαγωνισμό, εντούτοις δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα και εντεύθεν αυτονομία στη λήψη αποφάσεων για τον τρόπο κατάρτισης των τεχνικών και οικονομικών προσφορών, ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η μυστικότητα αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό ο σχετικός όρος της διακήρυξης, που απαγορεύει την συμμετοχή στο διαγωνισμό του ίδιου προσώπου με δύο ιδιότητες, ήτοι ως μεμονωμένου υποψηφίου και ταυτόχρονα ως μέλους σύμπραξης ή κοινοπραξίας, αποσκοπεί στην αποφυγή οποιουδήποτε ενδεχόμενου συμπαιγνίας μεταξύ των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό και κατά συνέπεια στη διασφάλιση των αρχών της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων και της διαφάνειας στην κατάρτιση των οικονομικών προσφορών. Ο περιορισμός δε που εισάγει ο όρος αυτός ως προς την υποβολή των προσφορών εμπίπτει στην αναγνωρισθείσα και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευχέρεια εκτίμησης των εθνικών αρχών ως προς τους όρους αποκλεισμού των υποψηφίων και πληροί τις προυποθέσεις που τίθενται από αυτό για τη θέσπιση τέτοιων περιορισμών, αφού, ενόψει της νομικής φύσης της κοινοπραξίας κατά το ημεδαπό δίκαιο δεν υφίσταται διαφοροποίηση του προσώπου όταν αυτό μετέχει στην ίδια διαγωνιστική διαδικασία αυτοτελώς και ταυτόχρονα ως μέλος κοινοπραξίας (βλ. VI Tμ. 2752/2011, ΣτΕ Επ429/2008) και με βάση εν γένει τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα που επικρατούν στη χώρα, αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο και ως τούτου αναλογικό μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της διασφάλισης των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Περαιτέρω, ουδόλως συνάγεται εκ του ως άνω όρου απαγόρευση υποβολής προσφοράς από αλλοδαπή κοινοπραξία και ταυτόχρονα αυτοτελώς από μέλος αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει αλληλεξάρτηση των προσφορών τους. Τέλος, στην κρινόμενη περίπτωση, το Τμήμα κρίνει ότι σε κάθε περίπτωση, καίτοι ο όρος αυτός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έπληξε τη δυνατότητα ανάπτυξης ανταγωνισμού σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς προσήλθαν υποψήφιοι προερχόμενοι από άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., περαιτέρω δε καμία αλλοδαπή εταιρεία ή κοινοπραξία δεν αποκλείστηκε κατ’ εφαρμογή του όρου αυτού, ούτε εξάλλου άσκησε σχετική ένσταση κατά της οικείας διακήρυξης (βλ. και VI Τμ. Ελ. Συν. 2779/2011).(...)Επιπροσθέτως, το Τμήμα κρίνει ότι η χρήση από την Επιτροπή Διαγωνισμού επιθετικών προσδιορισμών προς το σκοπό ποιοτικής αξιολόγησης των αναφορών των επί μέρους στοιχείων των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων βάσει των κριτηρίων και υποκριτηρίων του άρθρου 22 της προκήρυξης και ειδικότερα των χαρακτηρισμών «μέτρια», «στοιχειώδης», «καλή», «ανεπαρκής», «πολύ καλή» (ενν. αναφορά), καθώς και της εκφράσεως «δεν υπεβλήθη», δεν παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζόμενων και της υποχρέωσης διαφάνειας της διαγωνιστικής διαδικασίας, καθόσον οι ως άνω αξιολογικοί προσδιορισμοί αποτέλεσαν την μέθοδο (εργαλείο) αιτιολόγησης από την Επιτροπή της αριθμητικής βαθμολογίας κάθε κριτηρίου και υποκριτηρίου κάθε τεχνικής προσφοράς. Εξάλλου, η κρίση της Επιτροπής κατά την αξιολόγηση των επιμέρους κριτηρίων ανάθεσης με την εφαρμογή των πιο πάνω ποιοτικών προσδιορισμών δεν πάσχει, κατά την κρίση του Τμήματος, κατά την αιτιολογία αυτής, αφού έλαβε χώρα συγκριτική εκτίμηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων και βαθμολόγηση αυτών με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία ανταποκρινόμενα στα προμνησθέντα νόμιμα κριτήρια και υποκριτήρια, σύμφωνα και προς όσα εκτέθηκαν στη σκέψη ΙV Α.


ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011

Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1722/2023

Παροχή υπηρεσιών προσωπικού(...) Όπως παγίως γίνεται δεκτό από το Δικαστήριο, η ανάθεση από Ο.Τ.Α. α΄ βαθμού και τα νομικά τους πρόσωπα σε ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, υπηρεσιών, για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών τους ή την εκπλήρωση του σκοπού τους, είναι δυνατή μόνο κατ΄ εξαίρεση, όταν οι υπό ανάθεση υπηρεσίες δεν εμπίπτουν στα συνήθη καθήκοντα του προσωπικού τους, όπως αυτά προσδιορίζονται στον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, ή, εάν εμπίπτουν, είτε απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία που δεν διαθέτει το ήδη υπηρετούν στους ως άνω φορείς προσωπικό, είτε υφίσταται αποδεδειγμένα έλλειψη προσωπικού στους φορείς αυτούς σε τέτοιο βαθμό, που καθίσταται αδύνατη η εξυπηρέτηση της συγκεκριμένης λειτουργικής δραστηριότητας αυτών, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι τα αρμόδια όργανά τους είχαν προβεί, πριν από την ανάθεση, σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για την κάλυψη των κενών οργανικών τους θέσεων (βλ. Ελ.Συν. Έβδ. Τμ. 2443/2020, σκ. 6, πρβλ. Ελ.Συν. Τμ. Μείζ.-Επτ. Σύνθ. 3010/2012, VI Tμ. 1892, 1972/2016, 794, 3060/2012 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).  Εξάλλου, όταν η διακήρυξη ή/και το περιεχόμενο υποβληθείσας από διαγωνιζόμενο προσφοράς παρουσιάζει ελλείψεις, κατά παράβαση όρου που περιλαμβάνεται στον νόμο και που έχει τεθεί επί ποινή αποκλεισμού, δεν παρέχεται ούτε στον διαγωνιζόμενο ούτε στον αναθέτοντα φορέα η δυνατότητα άρσης της οικείας παράβασης, μέσω της υποβολής συμπληρωματικών στοιχείων. Εν προκειμένω, η, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης Πράξης, υποβολή, με το από 7.12.2023 έγγραφο της αναδόχου εταιρείας, συμπληρωματικών στοιχείων, στα οποία περιλαμβάνονται τα αρχικώς ελλείποντα στοιχεία του άρθρου 68 παρ. 1 του ν. 3863/2010, ισοδυναμεί με συμπλήρωση της προσφοράς της, η οποία αντίκειται στις ανωτέρω διατάξεις (βλ. και άρθρο 2.4.6 της διακήρυξης, σκ. 16 της παρούσας, βλ. Ελ.Συν. Έβδ. Τμ. 2646/2020, σκ. 28). Συνακόλουθα, οι σχετικώς προβαλλόμενοι από την προσφεύγουσα ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.Αναφορικά με τη φύση της ως άνω πλημμέλειας ως ουσιώδους ή μη, το Δικαστήριο παρατηρεί τα εξής: (i) στον διαγωνισμό συμμετείχε μία μόνον εταιρεία, ενώ δεν ασκήθηκε ένσταση κατά της νομιμότητας της διακήρυξης από κάποιον οικονομικό φορέα, (ii) η μη απαίτηση των στοιχείων του άρθρου 68 παρ. 1 του ν. 3863/2010 αφορούσε σε όλους τους δυνητικούς υποψήφιους, και (iii) μετά την υποβολή και αξιολόγηση των συμπληρωματικών στοιχείων που υπέβαλε η ανάδοχος εταιρεία, κρίθηκε αιτιολογημένα ότι εξυπηρετείται ο σκοπός του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 (έλεγχος του ύψους της οικονομικής προσφοράς σε σχέση με το αντικείμενο της υπηρεσίας, διασφάλιση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων). Τούτων δοθέντων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω πλημμέλεια δεν είναι ουσιώδης, καθόσον δεν παραβιάστηκαν, εν όψει κυρίως της μοναδικής υποψηφιότητας στον επίμαχο διαγωνισμό, οι αρχές της διαφάνειας, της ισότητας των μερών και του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. Ελ.Συν. Έβδ. Τμ. 2646/2020, σκ. 29).Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή, να ανακληθεί η προσβαλλόμενη 44/2023 Πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου 




ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/150/2014

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (II – ΙΙΙ) της παρούσης, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά τον βασίμως προβαλλόμενο από την Επίτροπο πρώτο λόγο διαφωνίας, η συγκρότηση της Επιτροπής διενέργειας του εν λόγω διαγωνισμού είναι μη νόμιμη, καθόσον η σχετική απόφαση συγκρότησης αντί να έχει εκδοθεί με ετήσια διάρκεια για τη διενέργεια όλων των σχετικών διαγωνισμών του φορέα, εκδόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τον επίμαχο διαγωνισμό, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του π.δ. 118/2007, μη ασκούντος καμμία επιρροή του -πάντως αορίστως - προβαλλόμενου από τον φορέα ισχυρισμού ότι η Υπηρεσία δεν διενεργεί άλλους δημόσιους ανοικτούς διαγωνισμούς. Επιπλέον, δεν είναι νόμιμη η συγκρότηση της εν λόγω Επιτροπής και για τον πρόσθετο λόγο ότι για την επιλογή των μελών της δεν προηγήθηκε διενέργεια κλήρωσης μεταξύ των αρμοδίων υπαλλήλων του φορέα, κατά παράβαση της σχετικής διάταξης του άρθρου 26 του ν.4024/2011, πολλώ μάλλον διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, σχετική υπόδειξη για διεξαγωγή κλήρωσης για τη συγκρότηση των επιτροπών διενέργειας διαγωνισμών είχε γίνει προς όλα τα Τοπικά Υποκαταστήματα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (σχετ. το ΥΟΟ/ΠΥ/15/5040/30.9.2013 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Διαγωνισμών Παροχής Υπηρεσιών & Εξοπλισμού του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ). Οι ισχυρισμοί δε του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ......., που περιέχονται στο έγγραφο επανυποβολής, ότι η συγκρότηση της Επιτροπής έγινε από μέλη που υπηρετούν σε τρεις διαφορετικές υπηρεσίες, γεγονός, το οποίο εξασφαλίζει, κατά την άποψή του, την αμεροληψία και αντικειμενικότητα αυτής, προβάλλονται αλυσιτελώς καθώς η διαδικασία ανάδειξης των μελών τοιούτων Επιτροπών ρυθμίζεται εκ του νόμου με τρόπο συγκεκριμένο, ο οποίος προκρίθηκε από το νομοθέτη ως βέλτιστος για την εξασφάλιση της τήρησης των ανωτέρω αρχών. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι δύο εκ των πέντε μελών της Επιτροπής επελέγησαν κατόπιν υποδείξεως από τις υπηρεσίες τους, καθώς κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης προκειμένου να είναι δυνατή παρέκκλιση από τα οριζόμενα από αυτήν περί διεξαγωγής κληρώσεως, θα πρέπει να προβλέπεται εκ του νόμου η δυνατότητα υπόδειξης των μελών τέτοιων Επιτροπών από τους οικείους φορείς και όχι η υπόδειξη να γίνεται κατά βούληση και με πρωτοβουλία του εκάστοτε φορέως. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 η αναθέτουσα αρχή αποδέχθηκε σιωπηρά την οικονομική προσφορά της…– «….». Τούτο, διότι, η εν λόγω προσφορά, ως προς το εργολαβικό κέρδος, το διοικητικό κόστος παροχής των υπηρεσιών και τις κρατήσεις υπέρ Δημοσίου και τρίτων εμφανιζόταν εξ αντικειμένου ως υπερβολικά χαμηλή και συγκεκριμένα μηδενική ως προς το διοικητικό κόστος παροχής των υπηρεσιών και τις ως άνω κρατήσεις, του δε εργολαβικού κέρδους ανερχόμενου σε ποσοστό μόλις 0,139% επί της συνολικής προσφοράς. Συνεπώς, η αναθέτουσα αρχή όφειλε, αφού ζητήσει διευκρινίσεις από την ως άνω επιχείρηση επί των συστατικών στοιχείων της προσφοράς της, ώστε να της δώσει έτσι τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της, να εκτιμήσει περαιτέρω τη λυσιτέλεια των εξηγήσεων που θα παρείχε αυτή και να αποφασίσει αιτιολογημένα για την αποδοχή ή την απόρριψη της προσφοράς της.  Άρα, η αναθέτουσα αρχή, η οποία μη νομίμως αποδέχθηκε σιωπηρώς ως νόμιμα όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην οικονομική προσφορά της εν λόγω επιχείρησης και στον πίνακα ανάλυσης αυτής και δεν κάλεσε, ως όφειλε, αυτή να αιτιολογήσει το ασυνήθιστα χαμηλό της προσφοράς της, υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Συνακόλουθα, είναι νομικώς πλημμελής τόσο η οικονομική αξιολόγηση της επιχείρησης αυτής όσο και η επακολουθήσασα κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού σ΄αυτήν, όπως βασίμως προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο διαφωνίας της Επιτρόπου. Σε κάθε περίπτωση, αβασίμως προβάλλει το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ....... ότι η ως άνω οικονομική προσφορά της μειοδότριας επιχείρησης δεν αντίκειται στο νόμο, με την αιτιολογία ότι ο προσδιορισμός του διοικητικού κόστους και του εργολαβικού κέρδους ανάγεται στον τρόπο άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαριότητας, οι οποίες, ως εκ τούτου, μπορούν, κατά την ελεύθερη και ανέλεγκτη από την εκάστοτε αναθέτουσα αρχή κρίση τους, να διαμορφώνουν τα άνω στοιχεία. Και τούτο διότι, κατά την ρητώς εκπεφρασμένη με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 βούληση του νομοθέτη, οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαριότητας στην προσφορά τους πρέπει να υπολογίζουν εύλογο - και κατά συνεκδοχή ελέγξιμο από τις αναθέτουσες αρχές, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τις παρεχόμενες από τις προσφέρουσες εταιρείες εξηγήσεις (πρβλ. ΣτΕ 198/2013, Δ.Εφ.Θεσσαλ. 344/2012), ποσοστό διοικητικού κόστους και εργολαβικού κέρδους, στη δε συγκεκριμένη περίπτωση η προσφερθείσα τιμή των 0,00 ευρώ ανά έτος για διοικητικό κόστος και κρατήσεις υπέρ Δημοσίου και τρίτων όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη αλλά ισοδυναμεί με μηδενική τιμή, η δε τιμή των 59,92 ευρώ που προσφέρθηκε ως συνολικό εργολαβικό όφελος έστω και αν δεν μπορεί άνευ ετέρου να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτη, σε κάθε περίπτωση, ανερχόμενη, όπως προαναφέρθηκε, σε ποσοστό 0,139% επί της συνολικής προσφοράς δεν πληροί τα διαγραφόμενα από τον ως άνω νόμο αλλά και τη διακήρυξη εχέγγυα φερεγγυότητας και καθίσταται για το λόγο αυτό ασυνήθιστα χαμηλή. Εξάλλου, οι το πρώτον με το έγγραφο επανυποβολής προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της αναθέτουσας αρχής ότι ζητήθηκαν από την προαναφερόμενη μειοδότρια επιχείρηση διευκρινίσεις επί της προσφοράς της και ότι οι διευκρινίσεις αυτές εδόθησαν, πλην όμως προφορικώς, είναι απορριπτέοι, προεχόντως διότι η τήρηση της προπεριγραφόμενης διαδικασίας κλήσης προς παροχή διευκρινίσεων επί ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς πρέπει να προκύπτει από τα έγγραφα της διαγωνιστικής διαδικασίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς, η ως άνω ουσιώδης τυπική παράβαση της διαδικασίας δεν δύναται να θεραπευθεί με την παροχή κατά το παρόν στάδιο διευκρινίσεων επί της προσφοράς, οι δε σχετικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο έγγραφο επανυποβολής και κατατείνουν στην αιτιολόγηση του ύψους της επίμαχης προσφοράς της ως άνω επιχείρησης, προβάλλονται αλυσιτελώς.