Αριθ. 3422.26/09/94/1994
Τύπος: Αποφάσεις
Αναπροσαρμογή των τελών χρήσης λιμένα Ν.Δ. 3878/1958 στα εισιτήρια εξωτερικού και τέλους διέλευσης δια των προκυμαίων οχημάτων πάσης φύσης με προορισμό λιμένες του εξωτερικού (Ν.Δ. 44/73).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Αριθ. 3422.27Η/07/03/2003
Αναπροσδιορισμός ειδικού τέλους διέλευσης δια των προκυμαίων οχημάτων πάσης φύσης με προορισμό λιμένα εξωτερικού.
Αριθ. 3422.27/12/03/2003
Τροποποίηση της αριθμ. 3422.27/07/03/27-1-2003 ΚΥΑ περί αναπροσδιορισμού ειδικού τέλους διέλευσης δια των προκυμαίων οχημάτων πάσης φύσεως με προορισμό λιμένα εξωτερικού".
3422.26/26/1994,
Αναπροσδιορισμός ειδικού τέλους διέλευσης δια των προκυμαιών οχημάτων πάσης φύσεως με προορισμό λιμένα εξωτερικού.
Η παρούσα καταργήθηκε με την Αριθ. 3422.27Η/07/03/2003 - ΦΕΚ: 139/Β/11.02.2003
43115/1952
Περί απαλλαγής παντός φόρου ,κρατήσεως κλπ υπέρ Δημοσίου ,των πάσης φύσεως προμηθειών ,εφοδίων ανασυγκροτήσεως εξωτερικού και εσωτερικού κλπ
(Kυρώθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 2957/54-ΦΕΚ 186 Α)
ΣΤΕ/2525/2022
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Επειδή, κατά της προμνησθείσης 684/2017 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως η εφεσίβλητη, και ήδη αναιρεσείουσα, Εταιρεία άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία πλήττει το σύνολο των κρίσεών της, μεταξύ των οποίων και η προεκτεθείσα κρίση. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι κατά την έννοια της διατάξεως της Κ.Υ.Α. 3422.27Η/07/03/27.1.2003, κατ’ εφαρμογήν της οποίας εκδόθηκε η επίδικη καταλογιστική πράξη, δεν διευρύνθηκαν κατ’ είδος τα οχήματα επί των οποίων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 44/1973, επιβάλλεται το ένδικο τέλος. Προβάλλεται περαιτέρω ότι, και υπό την ισχύ της εν λόγω Κ.Υ.Α., το ένδικο τέλος επιβάλλεται μόνον επί των οχημάτων που διέρχονται από προκυμαία λιμένος και επιβιβάζονται σε πλοία, με προορισμό λιμένα εξωτερικού, «διά της ιδίας αυτών δυνάμεως», και όχι συρόμενα ή ρυμουλκούμενα. Συναφώς προς τον λόγο αυτόν αναιρέσεως προβάλλεται, προς υποστήριξη του κατ’ άρθρο 53 του Π.Δ. 18/1989 (αρ. 12 Ν. 3900/2010) παραδεκτού της προβολής του, ο ισχυρισμός ότι δεν απαντά νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του προμνησθέντος ζητήματος, αν κατά την έννοια της διατάξεως της ως άνω Κ.Υ.Α. εν συνδυασμώ προς την διάταξη 1 παρ. 4 του Π.Δ. 44/1973, το ένδικο τέλος δύναται να επιβληθεί και επί οχημάτων τα οποία διέρχονται από προκυμαία λιμένος και επιβιβάζονται σε πλοία, με προορισμό λιμένα του εξωτερικού, όχι «διά της ιδίας αυτών δυνάμεως», αλλά συρόμενα ή ρυμουλκούμενα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και ως εκ τούτου ο λόγος αναιρέσεως τον οποίο συνοδεύει, προβάλλεται παραδεκτώς και είναι εξεταστέος, παρίσταται δε και βάσιμος κατά τα ανωτέρω (σκ. 6) κριθέντα.Επειδή, μετά την αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και δεδομένου ότι η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη κατά το πραγματικό, το Δικαστήριο εκδικάζει την από 15.6.2015 έφεση του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Κορινθίων, την οποία κάνει δεκτή, και κρίνει εξαφανιστέα την 29/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, διότι, ως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, το ένδικο τέλος ουδέποτε καταργήθηκε σε ό,τι αφορά την διά της προκυμαίας λιμένος διέλευση οχημάτων που επιβιβάζονται σε πλοίο με προορισμό λιμένα εσωτερικού, και ως εκ τούτου εσφαλμένως το Διοικητικό Πρωτοδικείο Κορίνθου έκρινε αντιθέτως, και επί της εσφαλμένης αυτής κρίσεως ήχθη στην κρίση περί παραβιάσεως διατάξεων της Κοινοτικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, κατόπιν της εξαφανίσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως κατ’ αποδοχήν της εφέσεως, το Δικαστήριο εκδικάζει την από 20.3.2008 προσφυγή της Εταιρείας, η οποία στρέφεται κατά α) της ...2007 αποφάσεως της Λιμενικής Επιτροπής του Λιμενικού Ταμείου Κορινθίας, καθ’ ο μέρος με αυτή επιβλήθηκε το ένδικο τέλος, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και β) της ...2008 αποφάσεως της αυτής Λιμενικής Επιτροπής, με την οποία αποφασίσθηκε η εκ νέου επίδοση της προμνησθείσης αποφάσεως στην Εταιρεία. Εκ των δύο αυτών πράξεων η δεύτερη, ως εκ του περιεχομένου της, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα και άρα προσβάλλεται απαραδέκτως, η δε πρώτη, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη, είναι ακυρωτέα, για τον λόγο για τον οποίο έγινε δεκτή η ανωτέρω κριθείσα αίτηση αναιρέσεως.
ΕλΣυν/Τμ.7/112/2012
Ο ν.3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων» (ΦΕΚ Α΄, 116), ορίζει, στο άρθρο 17 παρ. 7, ότι: «7. Στις τιμές του προϋπολογισμού και του τιμολογίου τόσο της υπηρεσίας όσο και της προσφοράς περιλαμβάνεται κάθε σχετική δαπάνη, καθώς και τα γενικά έξοδα και όφελος της εργοληπτικής επιχείρησης. Αν γίνεται ρητή μνεία στα σχετικά τεύχη μπορεί να διαχωρίζονται οι τιμές και να προστίθεται στο τέλος ποσοστό γενικών εξόδων και οφέλους που ορίζεται σε δεκαοκτώ τοις εκατό (18%), για έργα που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων ή άλλες πηγές με ανάλογες απαλλαγές και σε είκοσι οκτώ τοις εκατό (28%) για τις άλλες περιπτώσεις». Περαιτέρω, στην παρ. 1 της Κ.Υ.Α. 43115/1952 «Περί απαλλαγής παντός φόρου, κρατήσεως κλπ. υπέρ του Δημοσίου, των πάσης φύσεως προμηθειών, εφοδίων, ανασυγκροτήσεως εξωτερικού και εσωτερικού κ.λπ. (ΦΕΚ 254 Β΄), η οποία κυρώθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν.δ/τος 2957/1954 «Περί δημοσίων επενδύσεων και συμπληρώσεως των σχετικών προς ταύτας διατάξεων του Δημοσίου Λογιστικού» (ΦΕΚ 186 Β΄), ορίζεται ότι: «1. Αι πάσης φύσεως προμήθειαι εφοδίων ανασυγκροτήσεως εκ του εξωτερικού και εκ του εσωτερικού, αι συμφωνίαι περί αναθέσεως μελετών ή εκτελέσεως εργασιών και μισθώσεις ακινήτων ως και αι συμβάσεις εκτελέσεως πάσης φύσεως έργων, εφ’ όσον ταύτα χρηματοδοτούνται εκ των ειδικών πιστώσεων του προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων, τα σχετικά προς ταύτας έγγραφα και αι βάσει των Συμβάσεων τούτων καταβολαί απαλλάσσονται παντός φόρου ή τέλους ή άλλης κρατήσεως, δικαιώματος, ή παραβόλου υπέρ του Δημοσίου ως και υπέρ παντός τρίτου εξαιρέσει των τελών χαρτοσήμου και του φόρου καθαρών προσόδων». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι για την εκτέλεση ενός δημοσίου έργου οι κρατήσεις που οφείλονται από τον εργολάβο προς τα διάφορα Ταμεία, καθώς και το Εργολαβικό Όφελος, που καταβάλλεται από το φορέα εκτέλεσης του έργου προς τον εργολάβο, υπολογίζονται με διαφορετικό τρόπο όταν το έργο αυτό χρηματοδοτείται από ιδίους πόρους ή όταν αυτό χρηματοδοτείται από λογαριασμό Δημοσίων Επενδύσεων. Καθοριστικό στοιχείο δηλαδή για τον προσδιορισμό του συνολικού κόστους ενός δημοσίου έργου είναι ο φορέας χρηματοδότησης αυτού. Στην περίπτωση δε που αυτό χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων, το ποσοστό Εργολαβικού Οφέλους που δικαιούται ο εργολήπτης ανέρχεται σε ποσοστό 18%.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, ο Δήμος ..... μη νομίμως εντέλλεται δαπάνη που αντιστοιχεί στη διαφορά του ποσοστού 10%, οφειλόμενου στη μείωση του εργολαβικού οφέλους της αναδόχου από το 28% στο 18% και του ποσοστού 4,7% (διαφορά επί των συνολικών κρατήσεων 8,9%, όταν πρόκειται για έργο που χρηματοδοτείται από ίδιους πόρους του Δήμου και 4,2% όταν το έργο χρηματοδοτείται από πρόγραμμα Δημοσίων επενδύσεων). Και τούτο διότι το ποσοστό των Γενικών Εξόδων και του Εργολαβικού Οφέλους που δικαιούται η εργοληπτική επιχείρηση ανέρχεται σε 18%, λόγω της ένταξης του έργου στο πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 17 του ν. 3669/2008. Επίσης η ανάδοχος εταιρεία επιβαρύνεται και με τις αντίστοιχες νόμιμες κρατήσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις της Κ.Υ.Α. 43115/5.11.1952, οι οποίες, λόγω της ένταξης του έργου σε ΣΑΤΑ ανέρχονται σε ποσοστό 4,2%.
ΣΤΕ/ΕΑ/72/2015
Παροχή υπηρεσιών διεκπεραίωσης βοηθητικών εργασιών...Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση η αιτούσα επαναφέρει τους ως άνω ισχυρισμούς της προδικαστικής προσφυγής και προβάλλει ότι μη νομίμως απερρίφθη η προσφορά της. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμοι. Και τούτο για τους εξής λόγους: α. η - προσκομισθείσα προς απόδειξη της εμπειρίας της αιτούσας - βεβαίωση καλής εκτέλεσης 5321/10.7.2014 του Γενικού Διευθυντή της … αναφερόταν στην εκτέλεση, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2007 έως και 18.3.2013, υπηρεσιών καθαριότητας και μόνον, β. η από 26.11.2012 σύμβαση μεταξύ της αιτούσας και της … αφορούσε, όπως η ίδια προβάλλει, εκτός από τον καθαρισμό, που αποτελούσε το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, το συναφές πλύσιμο μηχανημάτων της …, καθώς και τη μεταφορά επίπλωσης γραφείων και την περιστασιακή παροχή άλλων, μη προσδιοριζομένων, “βοηθητικών εργασιών εντός και εκτός …”, και, επομένως, δεν φαίνεται να σχετιζόταν προς το αντικείμενο του επίδικου διαγωνισμού και γ. το αντικείμενο των εργασιών που ισχυρίσθηκε ότι εκτέλεσε εν τοις πράγμασι η αιτούσα, για χρονικό διάστημα δύο ετών και οκτώ περίπου μηνών [από 18.11.2009 έως 29.6.2012] - το οποίο εμπίπτει, ενδεχομένως, εν μέρει στο ζητούμενο από τη διακήρυξη-, δεν της προσέδιδε, πάντως, πενταετή εμπειρία, ούτε μπορεί να προσμετρηθεί υπέρ της, προκειμένου να συμπληρώσει την ελάχιστη πενταετή εμπειρία, το γεγονός, και αληθές υποτιθέμενο, ότι το προσωπικό αυτό [που ισχυρίζεται ότι είχε χρησιμοποιήσει η αιτούσα για την εκτέλεση των εργασιών αυτών] συνεχίζει να εργάζεται για λογαριασμό άλλου αναδόχου (βλ. ανωτέρω, ισχυρισμό υπό στ. της προδικαστικής προσφυγής: «33 εργαζόμενοι μεταφερόμενοι από εργολάβο σε εργολάβο»). Υπό τα δεδομένα αυτά, οι ισχυρισμοί της προδικαστικής προσφυγής της αιτούσας δεν ήταν ουσιώδεις και, ως εκ τούτου, νομίμως απερρίφθησαν σιωπηρώς, οι δε περί του αντιθέτου λόγοι δεν πιθανολογούνται σοβαρώς ως βάσιμοι. Τέλος, το ειδικότερο επιχείρημα της αιτούσας περί αντιφατικότητας της κρίσης της …, λόγω του ότι η προσφορά της είχε κριθεί παραδεκτή κατά τον προγενέστερο διαγωνισμό που αφορούσε το ίδιο αντικείμενο και διενεργήθηκε βάσει της διακήρυξης 183/2012, δεν ευσταθεί, διότι, πέραν την αυτοτέλειας εκάστου διαγωνισμού, πάντως η διακήρυξη 183/2012 όριζε ως προϋπόθεση συμμετοχής την κατοχή πενταετούς εμπειρίας «στον τομέα παροχής υπηρεσιών πάσης φύσης δραστηριοτήτων» και όχι ειδικώς στην παροχή «υπηρεσιών υποστήριξης σε θέματα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού σε ανάλογες δραστηριότητες σε λιμένες», όπως απαιτεί η διακήρυξη που διέπει τον επίδικο διαγωνισμό. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.
ΕΣ/ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜ/1145/2023
ΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Συνακόλουθα, για λόγους ισότητας των διαδίκων και ίσου μέτρου κρίσης όμοιων ή παρεμφερών υποθέσεων, το Δικαστήριο οφείλει να συμπεριλάβει στην κρίση του όλα τα ανωτέρω και να μην μεταβάλει τη νομολογία του θέτοντας νέα κριτήρια. Ενόψει αυτών και τα ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το αμιγώς αριθμητικό κριτήριο και χωρίς να προκύπτει, από συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ελήφθη υπόψη η εκ του άρθρου 16 παρ. 6 εδ. β΄ αναγνώριση του δημοσίου λειτουργήματος που αυτά επιτελούν, και, ακολούθως, οι με βάση αυτές μειώσεις των συντάξεων του προσωπικού αυτού, συνυπολογιζόμενες με τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επιβλήθηκαν διαδοχικά στις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού, καθώς και τα βάρη που έχουν επιβληθεί στους συνταξιούχους του Δημοσίου (περικοπές συντάξεων, πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας) και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και παραβιάζουν την κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, υποχρέωση των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεδομένης, εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι επίμαχες μειώσεις στις αποδοχές των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι. (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 479/2018, ΣτΕ 1198/2017). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων πρώην μελών του, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 16 παρ. 6 εδ. β΄ και 25 παρ. 1δ και 4 και καθίστανται, ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. H γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.(..) Με το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπουν ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου»], που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας κάθε προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (άρθρ. 4 παρ. 5) και της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1). Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, ήτοι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν, σε περίπτωση αρνήσεως, να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η διατήρηση στο διηνεκές των απονεμηθεισών ήδη συντάξεων στο ίδιο ύψος δεν αποτελεί μεν δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τις ως άνω διατάξεις περιουσίας, ώστε η μειωτική μεταβολή αυτών για το μέλλον να στοιχειοθετεί παραβίαση αυτών (διατάξεων) πλην, η αναγνωρισμένη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του συνταξιούχου για καταβολή της νομίμως κανονισθείσας συντάξεώς του, που έχει γεννηθεί και, δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικά, αποτελεί στοιχείο της περιουσίας αυτού, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος (ΕλΣυν Ολ. 1854/2019, 1506/2016, 4327/2014, 1517/2011, 2028/2004 κ.ά.). (..) Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω παραδοχών, οι διατάξεις της περιπτώσεως 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, σύμφωνα με τις οποίες η μειωτική αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των ΑΕΙ ανατρέχει στην 1η.8.2012, σε χρόνο, δηλαδή, πριν από τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.11.2012), ειδικώς ως προς την αναδρομική τους ισχύ πάσχουν εκ του ότι αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενώ πρόκειται για στέρηση γεγενημένου περιουσιακής φύσης δικαιώματος, ήτοι συνταξιοδοτικής παροχής συγκεκριμένου ποσού το οποίο έχει νομίμως καταβληθεί, δεν προκύπτει ότι το αναδρομικό της μείωσης υπαγορεύθηκε από ειδικούς και επιτακτικούς λόγους δημόσιας ωφέλειας ούτε τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα και προσφορότητα της αναδρομικότητας για την επίτευξη του συνολικώς επιδιωκόμενου με τον ν. 4093/2012 σκοπού δημοσίου συμφέροντος (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020, 2070/2020). Καθ’ ο μέρος, επομένως, η ισχύς τους ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι επίμαχες διατάξεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να εκδοθεί σε βάρος τής εκκαλούσης η προαναφερθείσα από 4.2.2013 απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία υποχρεούται στην επιστροφή, σε έξι μηνιαίες δόσεις, του ποσού των 381,65 ευρώ από τις ήδη καταβληθείσες σε αυτήν συντάξεις, παρίστανται ανίσχυρες.