Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/2525/2022

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 18/1989, 3622/2007

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Επειδή, κατά της προμνησθείσης 684/2017 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως η εφεσίβλητη, και ήδη αναιρεσείουσα, Εταιρεία άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με την οποία πλήττει το σύνολο των κρίσεών της, μεταξύ των οποίων και η προεκτεθείσα κρίση. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι κατά την έννοια της διατάξεως της Κ.Υ.Α. 3422.27Η/07/03/27.1.2003, κατ’ εφαρμογήν της οποίας εκδόθηκε η επίδικη καταλογιστική πράξη, δεν διευρύνθηκαν κατ’ είδος τα οχήματα επί των οποίων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 44/1973, επιβάλλεται το ένδικο τέλος. Προβάλλεται περαιτέρω ότι, και υπό την ισχύ της εν λόγω Κ.Υ.Α., το ένδικο τέλος επιβάλλεται μόνον επί των οχημάτων που διέρχονται από προκυμαία λιμένος και επιβιβάζονται σε πλοία, με προορισμό λιμένα εξωτερικού, «διά της ιδίας αυτών δυνάμεως», και όχι συρόμενα ή ρυμουλκούμενα. Συναφώς προς τον λόγο αυτόν αναιρέσεως προβάλλεται, προς υποστήριξη του κατ’ άρθρο 53 του Π.Δ. 18/1989 (αρ. 12 Ν. 3900/2010) παραδεκτού της προβολής του, ο ισχυρισμός ότι δεν απαντά νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του προμνησθέντος ζητήματος, αν κατά την έννοια της διατάξεως της ως άνω Κ.Υ.Α. εν συνδυασμώ προς την διάταξη 1 παρ. 4 του Π.Δ. 44/1973, το ένδικο τέλος δύναται να επιβληθεί και επί οχημάτων τα οποία διέρχονται από προκυμαία λιμένος και επιβιβάζονται σε πλοία, με προορισμό λιμένα του εξωτερικού, όχι «διά της ιδίας αυτών δυνάμεως», αλλά συρόμενα ή ρυμουλκούμενα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και ως εκ τούτου ο λόγος αναιρέσεως τον οποίο συνοδεύει, προβάλλεται παραδεκτώς και είναι εξεταστέος, παρίσταται δε και βάσιμος κατά τα ανωτέρω (σκ. 6) κριθέντα.Επειδή, μετά την αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και δεδομένου ότι η υπόθεση είναι εκκαθαρισμένη κατά το πραγματικό, το Δικαστήριο εκδικάζει την από 15.6.2015 έφεση του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Κορινθίων, την οποία κάνει δεκτή, και κρίνει εξαφανιστέα την 29/2015 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, διότι, ως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, το ένδικο τέλος ουδέποτε καταργήθηκε σε ό,τι αφορά την διά της προκυμαίας λιμένος διέλευση οχημάτων που επιβιβάζονται σε πλοίο με προορισμό λιμένα εσωτερικού, και ως εκ τούτου εσφαλμένως το Διοικητικό Πρωτοδικείο Κορίνθου έκρινε αντιθέτως, και επί της εσφαλμένης αυτής κρίσεως ήχθη στην κρίση περί παραβιάσεως διατάξεων της Κοινοτικής νομοθεσίας. Περαιτέρω, κατόπιν της εξαφανίσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως κατ’ αποδοχήν της εφέσεως, το Δικαστήριο εκδικάζει την από 20.3.2008 προσφυγή της Εταιρείας, η οποία στρέφεται κατά α) της ...2007 αποφάσεως της Λιμενικής Επιτροπής του Λιμενικού Ταμείου Κορινθίας, καθ’ ο μέρος με αυτή επιβλήθηκε το ένδικο τέλος, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και β) της ...2008 αποφάσεως της αυτής Λιμενικής Επιτροπής, με την οποία αποφασίσθηκε η εκ νέου επίδοση της προμνησθείσης αποφάσεως στην Εταιρεία. Εκ των δύο αυτών πράξεων η δεύτερη, ως εκ του περιεχομένου της, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα και άρα προσβάλλεται απαραδέκτως, η δε πρώτη, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη, είναι ακυρωτέα, για τον λόγο για τον οποίο έγινε δεκτή η ανωτέρω κριθείσα αίτηση αναιρέσεως.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/896/2010

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ:Ως εκ τούτου, ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι από το σύνολο των διαδικαστικών εγγράφων της επί της ενστάσεως δίκης προκύπτει ότι εκ παραδρομής αναφέρθηκε τόσο στα πρακτικά συνεδριάσεως της 12-2-2008 όσο και στην υπ’ αριθμ. … απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου …, ότι οι αναιρεσείοντες παραστάθησαν κατά την συζήτηση της ενστάσεως του … και ότι το δικάσαν δικαστήριο όφειλε να κάνει δεκτή την ανακοπή ερημοδικίας και, παραλλήλως, να διορθώσει τα πρακτικά συνεδριάσεως της 12-2-2008 πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Και τούτο, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, δεν χωρεί ανταπόδειξη για όσα βεβαιώνονται στα πρακτικά του δικαστηρίου ότι έγιναν ενώπιόν του, οι βεβαιώσεις δε αυτές, μπορούν να αμφισβητηθούν μόνο με την προσβολή των πρακτικών ως πλαστών. Τέλος, εφόσον με την υπ’ αριθμ. 895/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε αίτηση αναιρέσεως των ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ΄αριθμ. … αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου …, που απέρριψε την από 10-4-2008 αίτηση διορθώσεως, που είχαν ασκήσει, κατά της ανωτέρω υπ’ αριθμ. … αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου, καθόσον αφορά την βεβαίωση στην δικαστική απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες παραστάθηκαν στη διεξαχθείσα συζήτηση, είναι πλέον αλυσιτελής ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι το δικάσαν δικαστήριο όφειλε να αναβάλλει την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί της ως άνω αιτήσεως διορθώσεως.Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως προς τους αναιρεσείοντες ….


ΣΤΕ/1217/2014

ΣΤΕ.Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.Δημόσια έργα:Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τα άρθρα 52 και 50 παρ. 4 και 5 του Κωδ. ΠΔ 18/1989 (Α’ 8), 20 παρ. 1 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος απορρέει η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης με τις αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες εκδίδονται επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, όταν γίνεται δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσεται η αναστολή εκτελέσεως πράξης εκδοθείσας κατά τη διενέργεια διαγωνισμού δημοσίων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, ή ορισμένο άλλο μέτρο, η διοίκηση οφείλει, εφόσον εξακολουθεί να ισχύει η διαταχθείσα αναστολή εκτελέσεως ή το διαταχθέν μέτρο, να απέχει από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς τα διαταχθέντα με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, περαιτέρω δε, αναφορικά με τα ανακύψαντα διοικητικής φύσεως ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν στο στάδιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεσμεύεται, μέχρι την οριστική τους επίλυση στο στάδιο της εκδίκασης της ακυρωτικής διαφοράς, από τα γενόμενα δεκτά, έστω και ως σοβαρώς πιθανολογούμενα, με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών (πρβλ. ΣτΕ 3312/2009, 2059/2007, 2593/1999, ΕΑ 726, 217/2003). Ωστόσο, η υποχρέωση συμμόρφωσής της με απόφαση της Επιτροπής Αναστολών επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν κωλύει την αναθέτουσα αρχή να προβεί στην ανάκληση ή στη κατάλληλη τροποποίηση της πράξης, της οποίας η παρανομία έχει πιθανολογηθεί σοβαρώς (πρβλ. ΕΑ 1309/2009, 750, 722/2007, 1133-2/2006, 39/2005, 880, 84/2003). Η ευχέρεια της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση της, κατά τα ανωτέρω, ανακλητικής ή τροποποιητικής πράξης, ενόψει αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, δεν αναιρεί το δικαίωμα των διαγωνιζομένων για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, προεχόντως διότι οι τελευταίοι δεν αποστερούνται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, του δικαιώματός τους να προσβάλουν την πράξη αυτή αυτοτελώς με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων καθώς και με αίτηση ακυρώσεως, η τυχόν ευδοκίμηση της οποίας θα έχει ως αποτέλεσμα την αναβίωση των ευμενών για αυτούς πράξεων της αναθετούσης αρχής (ΕΑ 1309/2009, 750, 722/2007, 1133/2006, 39/2005, 94/2003). Εξάλλου, η προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010 ευχέρεια οικειοθελούς συμμορφώσεως με απόφαση που δέχεται αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αποσκοπεί στην ταχύτερη δυνατή διεξαγωγή και ολοκλήρωση των διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων και στην αποτροπή σχετικών δικαστικών διενέξεων, χωρίς να παραβλέπεται η τήρηση της νομιμότητας, η οποία εξασφαλίζεται με την πρόβλεψη της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η άσκηση της ευχέρειας αυτής από τη Διοίκηση δεν εξαρτάται από την εκπλήρωση ή μη από το διάδικο που επέτυχε τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου της κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010 υποχρεώσεώς του να ασκήσει, εντός της οριζομένης προθεσμίας, το κύριο ένδικο βοήθημα, προκειμένου να μην αρθεί αυτοδικαίως η ισχύς του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου. Και τούτο, διότι η άσκηση της ως άνω ευχέρειας οικειοθελούς συμμορφώσεως, η οποία απορρέει πρωτογενώς από τις γενικές αρχές του δικαίου για την ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων και για την ακυρότητα των παρανόμων δικαιοπραξιών, οδηγεί στην έκδοση πράξεως οριστικού χαρακτήρα, με την οποία επέρχεται πλήρης ικανοποίηση του ενδιαφερομένου, και επομένως δεν εμπίπτει, από τη φύση της, στο περιεχόμενο της παρασχεθείσης προσωρινής δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 233/2014). Αντίθετα, η διατήρηση της ισχύος του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου εντάσσεται στο περιεχόμενο της παρασχεθείσης προσωρινής προστασίας, ως όρος δε της συνεχίσεως της προστασίας αυτής και μόνο, με τη διατήρηση της ισχύος του μέτρου, τίθεται από το νόμο η εκπλήρωση της υποχρεώσεως του νικήσαντος διαδίκου για την άσκηση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010 (βλ. ΣτΕ 3404/2012).(..)Επειδή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η Οικονομική Επιτροπή της Περιφέρειας .......-...... εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απέκλεισε την αιτούσα από τη συνέχεια του διαγωνισμού, σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της 441/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας, σύμφωνα με το οποίο έγινε δεκτή η αίτηση της εταιρείας «... Α.Β.Ε.Τ.Ε.» και διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως της 26/1085/13.9.2013 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας .......-......, κατά το μέρος κατά το οποίο είχε γίνει δεκτή η συμμετοχή στο διαγωνισμό της αιτούσας ενώσεως «... Α.Ε. – Χρ. Δ. ... Α.Ε.». Η πράξη όμως, αυτή δεν αποτελεί απλή συμμόρφωση προς την προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, για την οποία θα αρκούσε η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας του διαγωνισμού, αλλά συνιστά οριστική εν μέρει ανάκληση της 19/760/5.7.2013 αποφάσεως της ίδιας ως άνω Οικονομικής Επιτροπής, ήτοι ανάκληση αυτής μόνο κατά το μέρος που αφορά τη συμμετοχή της αιτούσας ένωσης προσώπων ... ΑΕ –... ΑΕ (πρβλ. ΣτΕ 733/2005, 20/2009, 2628/2009, 3932/2011, πρβλ. και 959/2007), και, επομένως, συνεπάγεται αποκλεισμό της εν λόγω ενώσεως από το διαγωνισμό (βλ. ΣτΕ 233/2014). Η πράξη αυτή εκδόθηκε κατ’ ορθή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, εφόσον η αναθέτουσα αρχή άσκησε, εν προκειμένω, νομίμως την απονεμόμενη από τη διάταξη αυτή διακριτική ευχέρεια εκδόσεως πράξεως αποκλεισμού της αιτούσας, για την άρση της παρανομίας που πιθανολογήθηκε με την παραπάνω απόφαση της Επιτροπής Αναστολών σε σχέση με τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό. Αβασίμως δε προβάλλεται ότι, σε συμμόρφωση με την ανωτέρω απόφαση, η αναθέτουσα αρχή όφειλε να προβεί σε κατ’ ουσίαν επανεξέταση του δικαιολογητικού, διότι τέτοια υποχρέωση δεν συνάγεται ούτε από το διατακτικό ούτε από το αιτιολογικό της απόφασης αυτής.(…)Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, είναι δυνατή η έκδοση πράξεως, με την οποία, σε συμμόρφωση με το διατακτικό αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, ανακαλείται ή τροποποιείται καταλλήλως η πράξη της αναθέτουσας αρχής, της οποίας διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως, καίτοι, κατά το χρόνο εκδόσεώς της, δεν έχει δημοσιοποιηθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης, από την οποία προκύπτει η αιτιολογία της. Στην περίπτωση αυτή δεν παραβλάπτεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του θιγομένου από την πράξη αυτή, εφόσον η προθεσμία για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως ή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων άρχεται από τη κοινοποίηση σ’ αυτόν της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία λαμβάνει πλήρη γνώση της αιτιολογίας αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν φέρει αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η πράξη αυτή υιοθετεί την αιτιολογία της 441/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών.(…)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολό της και να γίνουν δεκτές οι αναφερόμενες στη σκέψη 2 παρεμβάσεις.


ΣΤΕ/2976/2006

Σύνθετη διοικητική ενέργεια- αίτηση ακυρώσεως:.Επειδή, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η σύνθετη διοικητική ενέργεια του κατ’ αρθρ. 17 ν. 2190/1994 διαγωνισμού, ολοκληρώνεται με την πράξη του Α.Σ.Ε.Π. περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων επιτυχίας και διοριστέων, η οποία και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά την έκδοση της τελευταίας αυτής πράξεως όλες οι προηγούμενες πράξεις, όπως είναι οι αποφάσεις του ΑΣΕΠ επί υποβληθεισών ενστάσεων, ενσωματώνονται στην τελευταία και χάνουν τον εκτελεστό τους χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 1723/8.8.2002 αποφάσεως του ΑΣΕΠ, διότι η πράξη αυτή έχει χάσει την εκτελεστότητα της ενσωματωθείσα στην 1812/28.8.2002 πράξη του Α.Σ.Ε.Π. περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων διοριστέων. Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της ως άνω θεωρηθείσας ως συμπροσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 1812/28.8.2002 αποφάσεως του ΑΣΕΠ, η κρινόμενη αίτηση ασκείται εκπροθέσμως, διότι όπως συνάγεται από τις διατάξεις του αρθρ. 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α 8), η εξηκονθήμερη προθεσμία ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως για τους τρίτους υποψηφίους σε διαγωνισμό για την πλήρωση θέσης, δηλαδή για όλους τους άλλους πλήν εκείνων στους οποίους αναφέρεται η βάσει διατάξεως νόμου δημοσιευόμενη πράξη κυρώσεως των πινάκων διοριστέων, αρχίζει από την επομένη της δημοσιεύσεως της εν λόγω πράξης, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο κοινοποίηση της πράξης αυτής στους τρίτους υποψηφίους, (βλ. ΣτΕ 2484/2006, πρβλ, ΣτΕ 467/2003). Εν προκειμένω, η ανωτέρω υπ’ αριθμ. 1812/28.8.2002 απόφαση περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων διοριστεών δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 4.9.2002 (ΦΕΚ 248/4.9.2002 ΠΡΤΜ), κατά τα οριζόμενα στο αρθρ. 17 παρ. 11 του ν. 2190/1994, ενώ η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως ασκήθηκε στις 18.12.2002, δηλαδή μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση της πιο πάνω αποφάσεως. Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα. Κατά την γνώμη όμως της Παρέδρου Μ. Παπαδοπούλου, ενόψει της προεκτεθείσας πλοκής πρέπει να θεωρηθεί ότι η προθεσμία προσβολής της ως άνω 1812/28/8/2002 αποφάσεως περί κυρώσεως των οριστικών πινάκων διοριστέων άρχισε να τρέχει από το χρόνο ικανοποιήσεως στον αιτούντα η πλήρους γνώσεως απ’ αυτόν της προηγηθείσας υπ’ αριθ. 1723/8.8.2002 αποφάσεως του ΑΣΕΠ με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του, αφού από το χρόνο αυτό έλαβε γνώση της αιτιολογίας της απορρίψεως της ενστάσεως του και μπορούσε να διατυπώσει σχετικούς λόγους ακυρώσεως. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται εμπροθέσμως κατά της πιο πάνω 1812/28/8/2002 αποφάσεως, δεδομένου ότι δεν προκύπτει από στα στοιχεία του φακέλου κοινοποίηση η πλήρης γνώση της ανωτέρω (1723/8.8.2002) προηγηθείσας αποφάσεως σε χρόνο απέχοντα πλέον των 60 ημερών από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως.


ΣΤΕ/4707/1996

Εκπρόθεσμο αίτησης ακυρώσεως:..Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτίθενται σε προηγούμενη σκέψη, μετά την από 24.6.1991 παραίτηση του αιτούντος από την υποψηφιότητά του προς κατάληψη της προκηρυχθείσης θέσεως, η διαδικασία εκλογής στη θέση αυτή ματαιώθηκε οριστικά ως προς αυτόν, ενώ, εξ άλλου, η από 27.11.1991 ανάκληση της παραιτήσεώς του δεν δύναται να θεωρηθεί ως έγκυρη υποβολή νέας υποψηφιότητας, διότι η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων για την επίδικη θέση, που προκηρύχθηκε στις 13.7.1987 είχε λήξει από τις 14.9.1987 (άρθρο 15 παρ. 1 περίπτ. δΆτου ν. 1268/1982, ΦΕΚ ΑΆ87, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 70 παρ. 7 του ν. 1566/1985, ΦΕΚ ΑΆ167). Εν όψει των ανωτέρω, ο αιτών, ήδη από του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλομένης 13/10.6.1992 αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως και του Εκλεκτορικού Σώματος, με την οποία εξελέγη η παρεμβαίνουσα στην προκηρυχθείσα θέση, είχε απωλέσει την ιδιότητα του υποψηφίου προς κατάληψη της θέσεως αυτής και, συνεπώς, στερείται του κατά το άρθρο 47 παρ. 1 π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ ΑΆ8) απαιτουμένου εννόμου συμφέροντος για την προσβολή της εκλογής της παρεμβαινούσης στην ανωτέρω θέση. Για τον λόγο αυτό, που προβάλλεται βάσιμα με το δικόγραφο της παρεμβάσεως και ο οποίος, άλλωστε, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.


ΣΤΕ/3322/2005

Δημοσίευση κανονιστικής απόφασης:...Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, ο αναιρεσείων, μόνιμος ιατρός του Ε.Σ.Υ. που υπηρετεί στο αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, άσκησε την από 30.12.1996 αγωγή, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί αυτό να του καταβάλει ποσό 2.653.800 δραχμών ως διαφορά μεταξύ της υπερωριακής αποζημιώσεως που του καταβλήθηκε για τις εφημερίες που πραγματοποίησε κατά το από 1.1.1994 έως 30.6.1995 χρονικό διάστημα και η οποία υπολογίσθηκε με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/100 του μηνιαίου βασικού μισθού του και εκείνης που προκύπτει με βάση ωρομίσθιο ίσο προς το 1/65 αυτού που ορίσθηκε για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους με την 2039921/3479/0022/14.6.1991 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή με την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..., με την οποία επιδικάσθηκε στον αναιρεσείοντα, ύστερα από ορθό υπολογισμό, ποσό 2.651.610 δραχμών για την ανωτέρω αιτία. Κατά της εν λόγω αποφάσεως άσκησε έφεση το αναιρεσίβλητο νοσοκομείο, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ειδικότερα ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ούτε τηρήθηκε γι’ αυτήν η τυπική διαδικασία του ειδικού τρόπου δημοσιότητας του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 301/1976, δεδομένου ότι κοινοποιήθηκε μεν στο σύνολο των ενδιαφερομένων υπηρεσιών, χωρίς όμως να γίνει και τοιχοκόλλησή της σε εμφανές μέρος του κεντρικού καταστήματος των υπηρεσιών αυτών. Με τα δεδομένα αυτά, έκρινε η αναιρεσιβαλλομένη, εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως λόγο που αφορά στο κύρος του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ότι η 2039921/3479/ 0022/14.6.1991 κανονιστική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση, και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμη βάση για την ικανοποίηση του αιτήματος του αναιρεσείοντος, και με την αιτιολογία αυτή έκανε δεκτή την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την 163/1997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου .... και απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος. Η κρίση αυτή είναι ορθή και νόμιμη σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (ΣτΕ 307/2003 7μ., 1485/2003), και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως κατά τον οποίο η ως άνω κανονιστική απόφαση έχει τεθεί σε ισχύ de facto και εφαρμόζεται, παράγοντας όλες τις έννομες συνέπειές της, ανεξάρτητα από τη θεωρητική ταξινόμησή της στις ανυπόστατες πράξεις. Εξάλλου, εφόσον η αναιρεσιβαλλομένη βεβαιώνει ότι η ως άνω υπουργική απόφαση δεν δημοσιεύθηκε νομίμως, η κρίση αυτή δεν χρειαζόταν ειδικότερη αιτιολογία, ενόψει μάλιστα του ότι ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου κάποιον ειδικότερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος δεν απαντήθηκε από το Δικαστήριο, πρέπει δε να απορριφθούν οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως.Επειδή, μη προβαλλομένου ετέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση στο σύνολό της. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη.


ΣΤΕ/2647/2008

Εκπρόθεσμο αίτησης ακυρώσεως:..Επειδή, η κατά το άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α’ 8) εξηκονθήμερη προθεσμία για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας περί συγκροτήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ανωτέρω Ταμείου, η οποία, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις, ήταν δημοσιευτέα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, άρχιζε για τον αιτούντα, ως τρίτο, από τη δημοσίευση της υπουργικής αυτής αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2733/1994, 602/1987 κ.α.). Η προσβαλλόμενη υπουργική δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 14.2.2005 (ΦΕΚ 30, τ. Ν.Π.Δ.Δ.). Επομένως, η υπουργική αυτή απόφαση προσβάλλεται εκπροθέσμως, αφού η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 20.6.2007, δηλαδή μετά την πάροδό της ως άνω εξηκονθήμερης προθεσμίας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.


ΣΤΕ/2527/2003

Ατομική διοικητική πράξη- δημοσίευση:...Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό, κατ' απόρριψη της αιτήσεως, ότι η απαλλοτρίωση εγκύρως συντελέσθηκε με την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 1.11.1999, ημέρα Δευτέρα, της ειδοποιήσεως για την γενομένη παρακατάθεση, εν όψει του ότι η τελευταία ημέρα του δεκαοκταμήνου από την δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως, δηλαδή η 30.10.1999, ήταν Σάββατο. Τον ισχυρισμό δε του αναιρεσείοντος για την πραγματική κυκλοφορία του φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως σε μεταγενέστερη ημερομηνία απέρριψε το δικαστήριο ως μη ουσιώδη, με την σκέψη ότι κρίσιμη, κατά την έννοια των διατάξεων του ν.δ/τος 797/1971 και του ν. 301/1976, είναι, εν προκειμένω, μόνον η ημερομηνία την οποία φέρει το φύλλο και κατά την οποία τεκμαίρεται αμαχήτως ότι αυτό εκυκλοφόρησε, και ότι η ημέρα της πραγματικής κυκλοφορίας του, όταν δεν συμπίπτει με την ημερομηνία που φέρει το φύλλο, λαμβάνεται υπ' όψιν μόνον ως αφετηρία της προθεσμίας για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά κανονιστικών πράξεων. Η κρίση όμως αυτή του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν είναι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, νόμιμη, δεδομένου ότι, στην ως άνω περίπτωση, κρίσιμη είναι η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και όχι η ημερομηνία την οποία αυτό φέρει, όταν αυτές δεν συμπίπτουν, επομένως δε ο προβληθείς από τον αναιρεσείοντα σχετικός ισχυρισμός ήταν ουσιώδης. Για τον λόγο, συνεπώς, αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται με την κρινομένη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθή η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος, πρέπει να παραπεμφθή στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.


ΣΤΕ/2103/2006

Οικοδομική άδεια- δημοσίευση διοικητικής πράξεως:..Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη ρύθμιση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Και τούτο διότι α) γίνεται αορίστως επίκληση κυκλοφοριακών προβλημάτων που θα προκύψουν από την έξοδο της καταργουμένης οδού προς την οδό ....., χωρίς να ερευνάται αν και πως είναι δυνατόν αυτά να αντιμετωπισθούν, αλλά ούτε και ποία είναι τα οφέλη από τη διάνοιξη της οδού, η οποία μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, καταλήγει σε εκκλησία, σε κτήριο, δηλαδή, βασικής κοινωνικής λειτουργίας και β) δεν ερευνώνται οι πολεοδομικές επιπτώσεις, από την κατάργηση της οδού, σε αυτό τούτο το ενιαίο και μεγάλο Ο.Τ. 26 - 27 και στη λειτουργία του στην ευρύτερη περιοχή, εν όψει μάλιστα της ήδη έχουσας επέλθη μειώσεως κοινοχρήστων χώρων με την κατάργηση της οδού ...... Για το λόγο επομένως αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνη εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθή η πρώτη προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση και να απορριφθούν οι παρεμβάσεις. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Αικ. .... και του Παρέδρου Κ. Κουσούλη, η αιτιολογία της προσβαλλομένης νομαρχιακής αποφάσεως δεν είναι πλημμελής, διότι στηρίζεται σε νόμιμα πολεοδομικά κριτήρια, συνιστάμενα στην κυκλοφοριακή επιβάρυνση της ήδη βεβαρυμένης κυκλοφοριακώς και μικρού πλάτους, οδού ....., η οποία θα επέλθη από την διοχέτευση σε αυτήν της κυκλοφορίας που θα προκύψη από τη διάνοιξη της επίδικης οδού, ενώ εξ άλλου νομίμως ελήφθησαν υπόψιν συμπληρωματικώς και ιδιωτικά συμφέροντα, συνιστάμενα στη μη κατεδάφιση υφισταμένων οικιών.


ΝΣΚ/146/2009

Συμμόρφωση Διοικήσεως προς ακυρωτική απόφαση.Η Διοίκηση δεν έχει πλέον αρμοδιότητα σε συμμόρφωση προς την απόφαση 3224/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας να τροποποιήσει τον πίνακα αρχαιότητος, λόγω της άγνωστης στο Συμβούλιο της Επικρατείας ασκήσεως ενδικοφανούς ενστάσεως κατ' αυτού και της επ' αυτής ληφθείσης αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Στον ενδιαφερόμενο εναπόκειται, κατ' επίκληση των στοιχείων του φακέλου, στον οποίο η Διοίκηση οφείλει να περιλάβει πλέον και την ανωτέρω απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας να υποβάλει νέα ένσταση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου το οποίο είναι και το μόνο αρμόδιο να κρίνει το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο αυτής. (πλειοψ.)

ΣΤΕ/914/2016

Καταβολή αναδρομικών αποδοχών- Αστική ευθύνη δημοσίου:..Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, στην προκειμένη περίπτωση, αφού με την 4065/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε, για τυπικό λόγο (για μη νόμιμη σύνθεση του ειδικού εκλεκτορικού σώματος) η 208/28.7.1993 πράξη του Πρύτανη του ... Πανεπιστημίου, με την οποία ο αναιρεσίβλητος είχε διορισθεί, αρχικά, σε μόνιμη θέση Δ.Ε.Π. της βαθμίδας του Αναπληρωτή Καθηγητή, ο εκ νέου διορισμός του ανωτέρω, με την 318/29.11.1999 πράξη του Αντιπρύτανη, σε συμμόρφωση προς την ως άνω ακυρωτική απόφαση, έπρεπε, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 3, να ανατρέξει στο χρόνο του αρχικού διορισμού, ως προς όλες τις συνέπειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η λήψη αναδρομικών αποδοχών. Ως εκ τούτου, η παράλειψη των οργάνων του Πανεπιστημίου να προσδώσουν αναδρομικότητα στον εκ νέου διορισμό του αναιρεσιβλήτου και η μη καταβολή σ’ αυτόν αποδοχών, για το χρονικό διάστημα από της διακοπής της μισθοδοσίας του (1.3.1999) μέχρι την εκ νέου ανάληψη των καθηκόντων του (18.2.2000), αποτελούσαν παράνομες παραλείψεις, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105-106 του ΕισΝΑΚ, οι οποίες γέννησαν ευθύνη του ως άνω νομικού προσώπου προς αποκατάσταση της ζημίας του αναιρεσιβλήτου από τη μη καταβολή των αποδοχών αυτών. Εφόσον δε η επίδικη αξίωση του αναιρεσιβλήτου θεμελιωνόταν στο παράνομο των εν λόγω παραλείψεων, το δικάσαν δικαστήριο ορθά, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 80 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), προέβη παρεμπιπτόντως σε κρίση για τη νομιμότητα των παραλείψεων αυτών. Η ως άνω δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την παρούσα αίτηση α) περί ελλείψεως της προϋποθέσεως του παρανόμου του νέου διορισμού, λόγω μη προσβολής του, β) περί ελλείψεως προσφόρου αιτιώδους συναφείας μεταξύ της από 17.12.1992 ακυρωθείσας συνεδριάσεως του εκλεκτορικού σώματος και της από 14.5.1999 εκ νέου συνεδριάσεως αυτού και γ) περί ελλείψεως υπαιτιότητας των οργάνων του Πανεπιστημίου, ως προς την καθυστέρηση ολοκληρώσεως της διαδικασίας του διορισμού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.