Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

2/34389/0026/2003

Τύπος: Έγγραφα

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Aπό τις σχετικές διατάξεις του Ν. 2685/99, καθώς και την αριθ. 2/54866/0022/1999 απόφαση Υπ. Οικ. δεν παρέχεται η δυνατότητα καταβολής δαπάνης σε περίπτωση ,μη πραγματοποίησης της μετακίνησης σε βάρος του Κρατικού Π/Υ ή του Π/Υ Ν.Π.Δ.Δ. και λόγω μη προσκόμισης παραστατικών στοιχείων που να αποδεικνύουν την για λόγους ανωτέρας βίας ματαίωση του ταξιδιού.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/ΤΜ.6/595/2019

Προμήθεια καυσίμων...Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση είναι εκπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο κατά τα ανωτέρω αποκλειστικής δεκαπενθήμερης προθεσμίας και επομένως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Εξάλλου, με το κατατεθέν υπόμνημα του αιτούντος Δήμου προβάλλεται ότι τη σύνταξη της αίτησης ανάκλησης είχε αναλάβει ο Δήμαρχος ..., ο οποίος στις 5.3.2019 μετέβη σε υπηρεσιακό ταξίδι στη Γαλλία, στο οποίο συμμετείχε και ο υπεύθυνος ΤΠΕ Μηχανικός Η/Υ και Πληροφορικής του Δήμου, ότι ο Δήμαρχος απέστειλε ηλεκτρονικά την αίτηση ανάκλησης, υπήρξε όμως λόγος ανωτέρας βίας που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη κατάθεσή της, καθώς στις 7.3.2019 και περί ώρα 10.45 π.μ., το πληροφοριακό σύστημα του Δήμου υπέστη τεχνική βλάβη - εξαιτίας της οποίας κατέστη αδύνατη η λήψη και εκτύπωση της αίτησης που είχε αποσταλεί ηλεκτρονικά - τέθηκε δε ξανά σε λειτουργία στις 12.3.2019 (βλ. και το .....2019 ενημερωτικό υπηρεσιακό σημείωμα του ανωτέρω υπεύθυνου ΤΠΕ Μηχανικού του Δήμου). Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς στις 7.3.2019, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Δήμου, έλαβε χώρα το επικαλούμενο γεγονός ανωτέρας βίας, που εμπόδισε την εμπρόθεσμη κατάθεση της αίτησης ανάκλησης, είχε ήδη λήξει η αποκλειστική δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκησή της.


ΕΣ/ΤΜ.6/595/2019

Προμήθεια καυσίμων...Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση είναι εκπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο κατά τα ανωτέρω αποκλειστικής δεκαπενθήμερης προθεσμίας και επομένως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Εξάλλου, με το κατατεθέν υπόμνημα του αιτούντος Δήμου προβάλλεται ότι τη σύνταξη της αίτησης ανάκλησης είχε αναλάβει ο Δήμαρχος ..., ο οποίος στις 5.3.2019 μετέβη σε υπηρεσιακό ταξίδι στη Γαλλία, στο οποίο συμμετείχε και ο υπεύθυνος ΤΠΕ Μηχανικός Η/Υ και Πληροφορικής του Δήμου, ότι ο Δήμαρχος απέστειλε ηλεκτρονικά την αίτηση ανάκλησης, υπήρξε όμως λόγος ανωτέρας βίας που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη κατάθεσή της, καθώς στις 7.3.2019 και περί ώρα 10.45 π.μ., το πληροφοριακό σύστημα του Δήμου υπέστη τεχνική βλάβη - εξαιτίας της οποίας κατέστη αδύνατη η λήψη και εκτύπωση της αίτησης που είχε αποσταλεί ηλεκτρονικά - τέθηκε δε ξανά σε λειτουργία στις 12.3.2019 (βλ. και το 14/12.3.2019 ενημερωτικό υπηρεσιακό σημείωμα του ανωτέρω υπεύθυνου ΤΠΕ Μηχανικού του Δήμου). Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, καθώς στις 7.3.2019, ημερομηνία κατά την οποία, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Δήμου, έλαβε χώρα το επικαλούμενο γεγονός ανωτέρας βίας, που εμπόδισε την εμπρόθεσμη κατάθεση της αίτησης ανάκλησης, είχε ήδη λήξει η αποκλειστική δεκαπενθήμερη προθεσμία για την άσκησή της.


ΕΣ/Τμ.4/170/2014

Aπό τη διατύπωση και το σκοπό των διατάξεων του ν. 4013/2011 (βλ. άρθρο 1 και οικεία εισηγητική έκθεση), συνάγεται ότι η θέσπιση της ως άνω σύμφωνης γνώμης αποβλέπει στην ενίσχυση της διαφάνειας, με την καθιέρωση ενός εξωτερικού ουσιώδους τύπου για την - από την έναρξη ισχύος του - νόμιμη σύναψη συμβάσεων κατόπιν διαπραγμάτευσης. Κατά συνέπεια, από την έναρξη λειτουργίας της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ (6.6.2012), σε περίπτωση κατά την οποία μία αναθέτουσα αρχή κρίνει αναγκαία τη σύναψη σύμβασης με απευθείας ανάθεση, οφείλει, πριν από τη λήψη της σχετικής απόφασης, να υποβάλει τον φάκελο με όλα τα αναγκαία στοιχεία ενώπιον της ανωτέρω Αρχής, προκειμένου αυτή να ασκήσει τη γνωμοδοτική της αρμοδιότητα, εντός του προβλεπόμενου εκ του νόμου χρονικού διαστήματος των 15 ημερών. Αν ο αναθέτων φορέας προβεί στη λήψη απόφασης απευθείας ανάθεσης, χωρίς να έχει προηγηθεί της απόφασης αυτής η σύμφωνη γνώμη της Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ., η απόφαση αυτή είναι παράνομη, ως εκδοθείσα κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, εξαιρουμένων ωστόσο των περιπτώσεων συνδρομής ανωτέρας βίας (πρβλ. Τμ. Μείζ. – Επταμ. Σύνθ. 4001, 4007/2013, 506/2014, VI Τμ. 1958/2014). 

ΣΤΕ/1452/2015

Διορισμός αναπληρωτή καθηγητή..Με τα δεδομένα αυτά, η μη ματαίωση της συζητήσεως των υποθέσεων της δικασίμου της 18ης.11.2010, μεταξύ των οποίων και της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεως της αιτούσας, ως εκ της αναστολής των εργασιών του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, λόγω της διενέργειας, στις 14.11.2010, επαναληπτικών δημοτικών και περιφερειακών εκλογών στον Δήμο .... και την Περιφέρεια .... και η μη τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 21 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, δεν έρχεται σε αντίθεση με τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και δεν συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, ο οποίος εμπόδισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας να εμφανισθεί στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 16ης.11.2010 και να νομιμοποιηθεί ή να μεριμνήσει προκειμένου είτε να νομιμοποιηθεί άλλος δικηγόρος είτε να ζητηθεί αναβολή της υποθέσεως είτε να ενημερωθεί η αιτούσα, ώστε να εγκρίνει την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση και αναπτύσσονται με το από 28.11.2013 υπόμνημα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, με το από 28.11.2013 υπόμνημα η αιτούσα ισχυρίζεται ότι, εφόσον με το μεταγενέστερο άρθρο 5 του ν. 3900/2010 (βλ. σκέψη 6) ο νομοθέτης θέλησε να μην επαναλαμβάνονται οι κοινοποιήσεις μόνον σε περίπτωση ματαίωσης της συζητήσεως των υποθέσεων λόγω έκτακτων περιστατικών, εξ αντιδιαστολής συνάγεται, ότι, υπό το εφαρμοστέο στην προκείμενη περίπτωση νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 21 παρ. 5, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο [βλ. σκέψη 6]), σε περίπτωση ματαίωσης της συζητήσεως των υποθέσεων λόγω αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων, οι κοινοποιήσεις πρέπει να επαναλαμβάνονται. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, διότι, όπως προεκτέθηκε, η αναστολή των εργασιών του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18ης.11.2010 δεν συνεπαγόταν ματαίωση αλλά αναβολή της εκδίκασης των υποθέσεων της δικασίμου αυτής για νέες, ρητές και αναγραφόμενες στο οικείο έκθεμα δικασίμους και, ως εκ τούτου, δεν συνέτρεχε λόγος επανάληψης των κοινοποιήσεων. Επομένως, εφόσον στην προκείμενη περίπτωση δεν συνέτρεξε λόγος ανωτέρας βίας, δεν δικαιολογείται και η παρέκταση μέχρι την 2.2.2011, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα, της προβλεπόμενης στο άρθρο 27 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 δεκαήμερης προθεσμίας από τη συζήτηση, στις 16.12.2010, της από 5.5.2004 αιτήσεως ακυρώσεώς της για την εμπρόθεσμη άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως επανασυζητήσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση που ασκήθηκε στις 11.2.2011, μετά δηλαδή την πάροδο της ανωτέρω δεκαήμερης προθεσμίας, δεν έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς. Ως εκ τούτου, τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Και ναι μεν ισχυρίζεται η αιτούσα ότι, σε δύο τουλάχιστον επικοινωνίες που είχε με την εισηγήτρια της υποθέσεως, στις οποίες εξέφρασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εκδίκαση της υποθέσεώς της, ενέκρινε την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως και εκφράσθηκε ρητώς από αυτήν η νομιμοποίηση του υπογράφοντος το δικόγραφο αυτό πληρεξουσίου της δικηγόρου και, επομένως, το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, κατά το άρθρο 27 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, να διατάξει τη συμπλήρωση των στοιχείων της νομιμοποιήσεως, ήδη δε, προσκομίζεται το 2651/10.2.2011 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου … (αριθμ. καταθ.: Π1193/14.2.2014), με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως και της κρινόμενης αιτήσεως επανασυζητήσεως δικηγόρο ...., καθώς και προς τον συνυπογράφοντα την κρινόμενη αίτηση επανασυζητήσεως δικηγόρο .... Πλην, όμως, ο ανωτέρω ισχυρισμός, ανεξαρτήτως του αν είναι ακουστός στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, είναι, σε κάθε πάντως περίπτωση, απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, οι διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 προϋποθέτουν την ύπαρξη έγκυρης, κατ’ αρχήν, νομιμοποιήσεως και δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος ή ο πληρεξούσιός του δικηγόρος δεν προσκόμισε κανένα από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 27 παρ. 1 - 2 του π.δ. 18/1989 νομιμοποιητικά στοιχεία, τέτοιο δε έγκυρο νομιμοποιητικό στοιχείο δεν συνιστά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που εκδήλωσε η αιτούσα για την εκδίκαση της υποθέσεώς της (ΣτΕ 4321/2010, 4443/2012, 2246/2013).


ΕΣ/ΤΜ.1/1212/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Ζητείται παραδεκτώς η  ακύρωση της 12573/27.9.2007 πράξης του Ειδικού Γραμματέα Προγραμματισμού και Εφαρμογών Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Κ.Π.Σ.) (....) Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπο της εκκαλούσας είναι εξεταστέος μόνο υπό τις προϋποθέσεις της κοινοτικής αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.  Τούτο δε διότι, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησης  από κοινοτικούς πόρους του ως άνω Μέτρου 3.1., ο επιβληθείς καταλογισμός διενεργήθηκε συνεπεία θεσπισθείσας διαδικασίας υποχρεωτικής ανάκτησης παρανόμως διατεθέντων κονδυλίων, κατ’ επιταγή του κοινοτικού δικαίου, του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή και αποτελεσματικότητα (πρβλ ΔΕΚ απ. της 13.3.2008 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-383/06 έως C-385/06). Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής  της  αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης  του ελεγχομένου,  στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται και η καλή του πίστη, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη συγκεκριμένων και ανεπιφύλακτων διαβεβαιώσεων, αρμοδίως απευθυνθεισών προς  την εκκαλούσα, που να της δημιούργησαν οποιαδήποτε θεμιτή προσδοκία αντίθετη στο επιβληθέντα καταλογισμό, αλλά, αντίθετα, αυτή γνώριζε ότι  η χρηματοδότηση που έλαβε μπορούσε να ανακτηθεί, καθώς τελούσε σε συνάρτηση με την εκπλήρωση των ρητώς αναληφθεισών συμβατικών της δεσμεύσεων, προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκε (πρβλ. απ. ΔΕΚ της 19.9.2002  στην υπόθεση C-336/00, απ. Γενικού Δικαστηρίου της 19.9.2012 στην υπόθεση Τ-265/08). Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί οικονομικής αδυναμίας, πέραν του αναπόδεικτου χαρακτήρα του, λόγω της μη προσκόμισης επίκαιρων και πλήρων σχετικών στοιχείων (όπως πρόσφατων εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος), είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι δεν συνιστά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις,  νόμιμο λόγο για την άρση ή τον περιορισμό της ευθύνης της εκκαλούσας προς επιστροφή των αχρεωστήτως  καταβληθεισών δαπανών (βλ. απ. Ε.Σ. 909/2012). Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως καταλογίστηκε η εκκαλούσα με το ανωτέρω ποσό, καθόσον αυτή αθέτησε, χωρίς να αποδεικνύεται η συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας, τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την ένταξή της στο ανωτέρω καθεστώς ενισχύσεων. Ειδικότερα, δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι τις 24.9.2006 (μετά τη διετή παράταση της αρχικής προθεσμίας που έληγε στις 24.9.2004), φάκελο δικαιολογητικών για τη χορήγηση της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης, στο πλαίσιο της πριμοδότησης της πρώτης εγκατάστασης αυτής ως νέας γεωργού, προς το σκοπό  της πιστοποίησης της τήρησης των συμβατικών της υποχρεώσεων, κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάπτυξης της γεωργικής της εκμετάλλευσης, κατά παράβαση των διατάξεων της Κ.Υ.Α. 448/2001 και των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε με την αποδοχή της απόφασης ένταξής της στο Μέτρο 3.1.Απορρίπτει την έφεση.


ΕλΣυν/Κλ.1(ΚΠΕ)165/2015

ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ – ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ - ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ:Μη νόμιμες οι δαπάνες που αφορύσαν τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής,  του …Νοσοκομείου … «….», που αφορούν στην καταβολή ποσών  711,28, 155,64 και 55,40 ευρώ, αντίστοιχα, στο τουριστικό γραφείο ..», το πρώτο, στο τουριστικό γραφείο «….», το δεύτερο και στο όνομα της …  (Υπόλογος παγίας προκαταβολής) το τρίτο, ως οδοιπορικά έξοδα για την μετακίνηση οργάνων διοίκησης και εργαζομένων του Νοσοκομείου στην Αθήνα, στις 19/2/2015, όπου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Υπουργείο Υγείας με θέμα «….».(...)Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος διαφωνίας, (ο οποίος αφορά και τα τρία ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα)  και οι υπό κρίση δαπάνες είναι μη κανονικές, κατά το ποσό των 155,64 ευρώ (922,32-766,78 ευρώ), καθόσον, σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, η 2396/19.2.2015 απόφαση δέσμευσης πίστωσης σε βάρος του Κ.Α.Ε. 0711.01, ποσού 766,68 ευρώ, δημοσιεύτηκε μεν στη «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» στις 19.2.2015, αλλά το ποσό που δεσμεύτηκε δεν επαρκούσε για την κάλυψη του συνολικού ποσού της δαπάνης που προκλήθηκε από τις ως άνω μετακινήσεις. Εξάλλου, η 3370/16.3.2015 απόφαση έγκρισης της δαπάνης, ποσού 922,32 ευρώ, της οποίας η ισχύς εκκινεί από την ανάρτησή της στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ», αναρτήθηκε σε αυτό στις 16 Μαρτίου 2015, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της πραγματοποίησης των δαπανών, που αφορούν σε αποζημιώσεις και οδοιπορικά έξοδα κατά το χρονικό διάστημα 19.2.105, ενώ έπρεπε να προηγείται χρονικά οποιασδήποτε διοικητικής πράξης ή υλικής ενέργειας που αφορά την πραγματοποίηση των δαπανών (βλ. Ε.Σ. Αποφ. VI Τμ.  1545/2013, Πρ. Κλιμ.Προλ. Ελ. Δαπ. στο IV Τμ. 44/2013, Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο VII Τμ. 78/2012, Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο I Τμ. 166, 172, 179/2013). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλει το Νοσοκομείο ότι η ανάρτηση έγινε εγκαίρως στις 19.2.2015, ενώ στις 16.3.2015 «έγινε απλά ορθή επανάληψη αυτής» είναι αβάσιμος, καθόσον, η  αναγραφή στην αρχική απόφαση δέσμευσης, η οποία αναρτήθηκε  στις 19.2.2015 του ποσού 766,68 ευρώ, αντί του ποσού 922,32 δεν συνιστά επουσιώδες λάθος, ώστε να μπορεί να διορθωθεί με ορθή επανάληψη ( βλ. και παράγραφο 3.5.4. του  Εγχειρίδιου Χρηστών Συστήματος Διαύγειας, όπου μνημονεύεται ότι η Ορθή Επανάληψη υλοποιείται όταν εντοπιστεί διοικητικό, ορθογραφικό ή συντακτικό λάθος στο έγγραφο που έχει αναρτηθεί). Περαιτέρω, σύμφωνα με την προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 2685/1999 και όπως βασίμως η Επίτροπος προβάλλει, μη νομίμως, με τα 91 και 92/2015 χρηματικά εντάλματα εντέλλονται οδοιπορικά έξοδα που αφορούν την μετακίνηση εργαζομένων του Νοσοκομείου στην Αθήνα στις 19/2/2015, στο όνομα των τουριστικών γραφείων …», το πρώτο, και «…το δεύτερο, καθόσον,  οι επίμαχες δαπάνες μετακίνησης έπρεπε να εκκαθαριστούν και να καταβληθούν στους ίδιους τους μετακινηθέντες, κατόπιν υποβολής από αυτούς των κατά περίπτωση απαιτουμένων νομίμων δικαιολογητικών, από τα οποία και θα αποδεικνύονταν οι αντίστοιχες μετακινήσεις τους. Συνεπώς, μη νόμιμα φέρονται ως δικαιούχοι των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων τα ως άνω τουριστικά γραφεία (ΕΣ Πρ. Ι Τμ.  2/2013, 51/2012, Κλιμ.Προλ. Ελ. Δαπ. στο Ι Τμ.  13, 155/2014,  4/2013, 35, 31/2012, Πρακτ.27ης Συν/25.11.2014, Θέμα Α΄). Εξάλλου, βάσιμος είναι και ο  λόγος διαφωνίας που αφορά το 92/2015 χρηματικό ένταλμα και η δαπάνη που εντέλλεται είναι μη νόμιμη και για το λόγο ότι αφορά δαπάνη αεροπορικού εισιτηρίου για την επιστροφή του … στην …, ενώ η από 18.2.2015  εντολή μετακίνησής του, σύμφωνα με το άρ. 3 παρ. 3 του ν. 2685/1999 ορίζει ότι «η επιστροφή θα γίνει αυθημερόν με υπηρεσιακό αυτοκίνητο». Τέλος, όσον αφορά τον τέταρτο λόγο διαφωνίας που αφορά το 93/2015 χρηματικό ένταλμα, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από την Επίτροπο Πράξη 109/2013 του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στοΙV Τμ.  αφορούσε στη δαπάνη για την προμήθεια υλικών, προκειμένου να καλυφθούν ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας και είχε εφαρμογή ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 247) και συγκεκριμένα τα άρθρα 46 επ, (ενώ αντιθέτως στην προκείμενη περίπτωση έχει εφαρμογή το ν.δ. 496/1974 Λογιστικό των ΝΠΔΔ) το Κλιμάκιο αδυνατεί να αποφανθεί επί του τέταρτου λόγου διαφωνίας, δεδομένου ότι ο σχετικός λόγος διαφωνίας είναι αόριστος. Τέλος, επισημαίνεται ότι δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα των εντελλόμενωνδαπανών το γεγονός ότι (όπως αναφέρεται στην ανωτέρω πράξη επιστροφής) σε κάποιες από τις εντολές μετακίνησης δεν αναγράφεται ο αριθμός των κατ’ έτος δικαιούμενων ημερών εκτός έδρας, όπως προβλέπεται στην Υ.Α.  2/54866/0022/20.7.1999 «Δικαιολογητικά αναγνώρισης και εκκαθάρισης για την κάλυψη των δαπανών μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός της Επικράτειας και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Β` 1583/6.8.1999), καθόσον στην υπό κρίση περίπτωση δεν ανακύπτει αμφιβολία ότι οι μετακινούμενοι έχουν εξαντλήσει τις ημέρες που δικαιούνται εκτός έδρας. Συνακόλουθα, οι εντελλόμενες δαπάνες είναι μη νόμιμες και ως εκ τούτου τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.


ΕλΣυν/Τμ.1/175/2015

ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ – ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ - ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ:Μη κανονικές οι δαπάνες  που αφορούν στην καταβολή ποσών  711,28, 155,64 και 55,40 ευρώ, αντίστοιχα, στο τουριστικό γραφείο «….», το πρώτο, στο τουριστικό γραφείο «….», το δεύτερο και στο όνομα της…  (Υπόλογος παγίας προκαταβολής) το τρίτο, ως οδοιπορικά έξοδα για την μετακίνηση οργάνων διοίκησης και εργαζομένων του Νοσοκομείου στην Αθήνα, στις 19/2/2015, όπου πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στο Υπουργείο Υγείας με θέμα «Ογκολογικά Φάρμακα».(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος διαφωνίας, (ο οποίος αφορά και τα τρία ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα)  και οι υπό κρίση δαπάνες είναι μη κανονικές, κατά το ποσό των 155,64 ευρώ (922,32-766,78 ευρώ), καθόσον, σύμφωνα με όσα ήδη εκτέθηκαν στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, η 2396/19.2.2015 απόφαση δέσμευσης πίστωσης σε βάρος του Κ.Α.Ε. 0711.01, ποσού 766,68 ευρώ, δημοσιεύτηκε μεν στη «ΔΙΑΥΓΕΙΑ» στις 19.2.2015, αλλά το ποσό που δεσμεύτηκε δεν επαρκούσε για την κάλυψη του συνολικού ποσού της δαπάνης που προκλήθηκε από τις ως άνω μετακινήσεις. Εξάλλου, η 3370/16.3.2015 απόφαση έγκρισης της δαπάνης, ποσού 922,32 ευρώ, της οποίας η ισχύς εκκινεί από την ανάρτησή της στο πρόγραμμα «ΔΙΑΥΓΕΙΑ», αναρτήθηκε σε αυτό στις 16 Μαρτίου 2015, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της πραγματοποίησης των δαπανών, που αφορούν σε αποζημιώσεις και οδοιπορικά έξοδα κατά το χρονικό διάστημα 19.2.105, ενώ έπρεπε να προηγείται χρονικά οποιασδήποτε διοικητικής πράξης ή υλικής ενέργειας που αφορά την πραγματοποίηση των δαπανών (βλ. Ε.Σ. Αποφ. VI Τμ.  1545/2013, Πρ. Κλιμ.Προλ. Ελ. Δαπ. στο IV Τμ. 44/2013, Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο VII Τμ. 78/2012, Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο I Τμ. 166, 172, 179/2013). Εξάλλου, ο ισχυρισμός που προβάλλει το Νοσοκομείο ότι η ανάρτηση έγινε εγκαίρως στις 19.2.2015, ενώ στις 16.3.2015 «έγινε απλά ορθή επανάληψη αυτής» είναι αβάσιμος, καθόσον, η  αναγραφή στην αρχική απόφαση δέσμευσης, η οποία αναρτήθηκε  στις 19.2.2015 του ποσού 766,68 ευρώ, αντί του ποσού 922,32 δεν συνιστά επουσιώδες λάθος, ώστε να μπορεί να διορθωθεί με ορθή επανάληψη ( βλ. και παράγραφο 3.5.4. του  Εγχειρίδιου Χρηστών Συστήματος Διαύγειας, όπου μνημονεύεται ότι η Ορθή Επανάληψη υλοποιείται όταν εντοπιστεί διοικητικό, ορθογραφικό ή συντακτικό λάθος στο έγγραφο που έχει αναρτηθεί). Περαιτέρω, σύμφωνα με την προεκτιθέμενη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 2685/1999 και όπως βασίμως η Επίτροπος προβάλλει, μη νομίμως, με τα 91 και 92/2015 χρηματικά εντάλματα εντέλλονται οδοιπορικά έξοδα που αφορούν την μετακίνηση εργαζομένων του Νοσοκομείου στην …στις 19/2/2015, στο όνομα των τουριστικών γραφείων «….», το πρώτο, και «,,,,», το δεύτερο, καθόσον,  οι επίμαχες δαπάνες μετακίνησης έπρεπε να εκκαθαριστούν και να καταβληθούν στους ίδιους τους μετακινηθέντες, κατόπιν υποβολής από αυτούς των κατά περίπτωση απαιτουμένων νομίμων δικαιολογητικών, από τα οποία και θα αποδεικνύονταν οι αντίστοιχες μετακινήσεις τους. Συνεπώς, μη νόμιμα φέρονται ως δικαιούχοι των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων τα ως άνω τουριστικά γραφεία (ΕΣ Πρ. Ι Τμ.  2/2013, 51/2012, Κλιμ.Προλ. Ελ. Δαπ. στο Ι Τμ.  13, 155/2014,  4/2013, 35, 31/2012, Πρακτ.27ης Συν/25.11.2014, Θέμα Α΄). Εξάλλου, βάσιμος είναι και ο  λόγος διαφωνίας που αφορά το 92/2015 χρηματικό ένταλμα και η δαπάνη που εντέλλεται είναι μη νόμιμη και για το λόγο ότι αφορά δαπάνη αεροπορικού εισιτηρίου για την επιστροφή του …. ….στην …., ενώ η από 18.2.2015  εντολή μετακίνησής του, σύμφωνα με το άρ. 3 παρ. 3 του ν. 2685/1999 ορίζει ότι «η επιστροφή θα γίνει αυθημερόν με υπηρεσιακό αυτοκίνητο». Τέλος, όσον αφορά τον τέταρτο λόγο διαφωνίας που αφορά το 93/2015 χρηματικό ένταλμα, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από την Επίτροπο Πράξη 109/2013 του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στοΙV Τμ.  αφορούσε στη δαπάνη για την προμήθεια υλικών, προκειμένου να καλυφθούν ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας και είχε εφαρμογή ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 247) και συγκεκριμένα τα άρθρα 46 επ, (ενώ αντιθέτως στην προκείμενη περίπτωση έχει εφαρμογή το ν.δ. 496/1974 Λογιστικό των ΝΠΔΔ) το Κλιμάκιο αδυνατεί να αποφανθεί επί του τέταρτου λόγου διαφωνίας, δεδομένου ότι ο σχετικός λόγος διαφωνίας είναι αόριστος. Τέλος, επισημαίνεται ότι δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα των εντελλόμενων δαπανών το γεγονός ότι (όπως αναφέρεται στην ανωτέρω πράξη επιστροφής) σε κάποιες από τις εντολές μετακίνησης δεν αναγράφεται ο αριθμός των κατ’ έτος δικαιούμενων ημερών εκτός έδρας, όπως προβλέπεται στην Υ.Α.  2/54866/0022/20.7.1999 «Δικαιολογητικά αναγνώρισης και εκκαθάρισης για την κάλυψη των δαπανών μετακινουμένων υπαλλήλων εντός και εκτός της Επικράτειας και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ Β` 1583/6.8.1999), καθόσον στην υπό κρίση περίπτωση δεν ανακύπτει αμφιβολία ότι οι μετακινούμενοι έχουν εξαντλήσει τις ημέρες που δικαιούνται εκτός έδρας. Συνακόλουθα, οι εντελλόμενες δαπάνες είναι μη νόμιμες και ως εκ τούτου τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.


ΕΣ/ΤΜ.Ι/263/2018

Καταλογισμός ποσού...Πράγματι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και αποτελεί γενική αρχή και του δικαίου της ΕΕ, οι πράξεις των διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατά διακριτική ευχέρεια δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν καταδήλως τα όρια του ενδεδειγμένου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση, οι προκύπτουσες δε εξ αυτών δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να τελούν σε προφανή δυσαναλογία με τη βαρύτητα των διαπραχθεισών παραβάσεων ή/και παρατυπιών. Η αρχή μάλιστα αυτή αποτυπώνεται ειδικότερα στους κανόνες που διέπουν τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, όπως το επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, βάσει των οποίων τα όργανα ελέγχου των οικείων δράσεων που χρηματοδοτούνται με κονδύλια της ΕΕ, όπως το ως άνω πρόγραμμα/καθεστώς ενίσχυσης, όταν διαπιστώνουν παραβιάσεις ή/και παρατυπίες των όρων των οικείων δράσεων δεν υποχρεούνται να ζητήσουν την επιστροφή της οικείας ενίσχυσης και μάλιστα στο σύνολό της αλλά διαθέτουν περιθώριο εκτίμησης και επιλογής, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα των παραβάσεων ή/και παρατυπιών, καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις τους (άρθρο 39 παρ. 3 του κανονισμού 1260/1999, άρθρο 4 παρ. 2 του κανονισμού 448/2001, Έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 29.11.2007 COCOF 07/0037/03), ενώ σε περίπτωση που η δημοσιονομική διόρθωση είναι καταφανώς δυσανάλογη, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριτήρια, είναι δυνατή η εν όλω ή εν μέρει ακύρωσή της από το Δικαστήριο που κρίνει τη σχετική διαφορά (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 1914, 959/2016, 2085/2007, 1180, 2400/2008, 913/2010, πρβλ. ΔΕΕ αποφάσεις της 24ης 1.2002, C-500/99 P, σκέψη 100, της 19ης 1.2006, C-240/03 P, σκέψη 140, της 25ης 3.2010, C-414/08 P, σκέψεις 129 επ., ΠΕΕ απόφαση της 12ης 12.2007, Τ-308/05, σκέψη 153). Ο λόγος, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, η μη εμπρόθεσμη υποβολή από τον εκκαλούντα αίτησης με φάκελο δικαιολογητικών χορήγησης της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, χωρίς να συντρέχουν, σύμφωνα και με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, λόγοι ανωτέρας βίας που να τον εμπόδισαν, συνιστά από μόνη της, ανεξαρτήτως της τήρησης από αυτόν των λοιπών όρων ένταξής του στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, σοβαρή (ουσιώδη) παρατυπία-αθέτηση των όρων επιλεξιμότητας και ένταξής του στο καθεστώς αυτό, κι επομένως ο επίδικος καταλογισμός του με το συνολικό ποσό της καταβληθείσας σ’ αυτόν αχρεωστήτως 1ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης είναι ανάλογος προς τη βαρύτητα της επίμαχης παρατυπίας του και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Οι ειδικότεροι δε ισχυρισμοί του εκκαλούντος, με τους οποίους γίνεται επίκληση της εκ μέρους του υποτιθέμενης επιτυχούς ολοκλήρωσης του ενισχυθέντος σχεδίου δράσης του και επίτευξης του σκοπού της επίμαχης ενίσχυσής του, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ, η ουσιαστική κρίση περί τήρησης από τον εκκαλούντα των σχετικών συμβατικών του υποχρεώσεων εναπόκειται αποκλειστικώς στην αρμόδια τριμελή επιτροπή του ως άνω φορέα επίβλεψής (παρακολούθησης) του, στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης, η οποία προβαίνει σε επιτόπιο και διοικητικό – λογιστικό έλεγχο των παραστατικών, καθώς και σε έλεγχο της τήρησης του χρονοδιαγράμματος και της επίτευξης των στόχων και των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί απ’ αυτόν, κατά τη διαγραφόμενη από το άρθρο 20 της ΚΥΑ 448/2001 ειδική διοικητική διαδικασία. Η ουσιαστική δε αυτή κρίση συναρτάται με την επίτευξη των ορισθέντων στο πλαίσιο αυτό δεσμευτικών του στόχων εντός των συγκεκριμένων και αυστηρά προκαθορισμένων χρονικών πλαισίων που του είχαν τεθεί και με την, εν συνεχεία, υποβολή απ’ αυτόν, εντός της ως άνω ορισθείσας αποκλειστικής συμβατικής προθεσμίας, αίτησης καταβολής της 2ης δόσης της επίμαχης ενίσχυσης, συνοδευόμενης από φάκελο με το σύνολο των ως άνω προβλεπόμενων δικαιολογητικών (της ΚΥΑ 448/2001, όπως εξειδικεύτηκαν στο άρθρο 1 της ΥΑ 267655/7648/2003), υποχρέωση προς την οποία ο εκκαλών δεν συμμορφώθηκε (βλ. ΕΣ Ι Τμ. 463/2016, 630/2015, 2322, 475/2014, 5036, 4309, 4283/2013, 2239, 1513/2012).


ΔΕΦΑΘ 827/2016

Κατάρτιση ανέργων στον κατασκευαστικό κλάδο...Με βάση τον έλεγχο αυτό στα δηλούμενα στοιχεία από την ανάδοχο, την εξέταση των τηρούμενων φακέλων παρακολούθησης του προγράμματος και την εξέταση εμπρόθεσμης ή μη εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων (βλ. Σχετ. Έκθεση ελέγχου που προαναφέρεται), που νόμιμα έγινε με βάση τα υποβληθέντα στοιχεία χωρίς να είναι αναγκαίο να γίνει επιτόπιος ή άλλος έλεγχος, όπως αβάσιμα υποστηρίζεται, προέκυψαν συγκεκριμένες παρατυπίες ως προς την υποβολή πινάκων καταβολής αμοιβών εκπαιδευτών και επόπτη πρακτικής, καταβολής αμοιβών επιχειρήσεων πρακτικής, καταβολής δαπανών κλπ, υποβολή πινάκων πρόσληψης εκπαιδευόμενων χωρίς πλήρη στοιχεία και υπογραφές, μη προσκόμιση νόμιμων παραστατικών για πληρωμές (τραπεζικά κλπ. στοιχεία), μη προσκόμιση ΑΠΔ για απασχόληση καταρτιζόμενων στις επιχειρήσεις πρακτικής του υποέργου και καθυστέρηση στην καταβολή των εκπαιδευτικών επιδομάτων κατά 8 μήνες ή 7 μήνες ή 13 και 14 μήνες ανάλογα με το πρόγραμμα, όπως αναλυτικά περιγράφονται στην 6η σκέψη) . Η πλημμελής αυτή τήρηση των υποχρεωτικά τηρητέων και παραδοτέων στην αναθέτουσα αρχή στοιχείων οδηγεί, ενόψει του είδους των παρατυπιών και της συχνότητας εμφάνισης τους (σε πολλά και διαφορετικά επί μέρους πεδία των παραδοτέων εντύπων του ένδικου υποέργου) σε αδυναμία παρακολούθησης της ορθής υλοποίησης του ενδικου έργου και τελικά σε αδυναμία πιστοποίησης του, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης. Ειδικά η απασχόληση και ασφάλιση του 25 % των καταρτισθέντων ανέργων στις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής και η καταβολή των αμοιβών των εκπαιδευτών που απασχολήθηκαν στο υποέργο, καθώς και η καταβολή των αμοιβών των επιχειρήσεων πρακτικής άσκησης και των σχετικών δαπανών πρώτων υλών κλπ. αποτελούν, στο πλαίσιο της ένδικης ανάθεσης, σημαντικές υποχρεώσεις της αναδόχου, η τήρηση των οποίων, καθώς και η απόδειξη της τήρησης αυτης με νόμιμα παραστατικά, αποτελεί βασική υποχρέωση της τελευταίας. Την μη έγκαιρη πληρωμή των εκπαιδευτικών επιδομάτων τη δέχεται η προσφεύγουσα στο δικόγραφο της προσφυγής της (βλ. σελ.20 επ.), προσπαθεί δε απλά να τη δικαιολογήσει επικαλούμενη καθυστερήσεις στις πληρωμές της από το Δημόσιο (που πάντως προβάλλονται αόριστα αλλά δεν αποδεικνύονται) . Ομως ανεξάρτητα από τυχόν καθυστέρηση της καταβολής στην ανάδοχο των δόσεων της χρηματοδότησης, η καθυστέρηση στην καταβολή από την προσφεύγουσα των εκπαιδευτικών επιδομάτων διαπιστώθηκε μετά την καταβολή σε αυτήν της β δόσης χρηματοδότησης και υπολογίσθηκε με βάση την καταβολή αυτή, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5.3.2 της σύμβασης (δηλαδή σύμφωνα με τη συμβατική υποχρέωση για καταβολή τους εντός δύο μηνών από τη λήξη του εκπαιδευτικού μέρους κάθε προγράμματος κατάρτισης και πάντως μετά την καταβολή της β δόσης). Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε με την τήρηση νόμιμων παραστατικών στοιχείων η απασχόληση του 25% των ανέργων σε συνεργαζόμενες επιχειρήσεις πρακτικής, και μάλιστα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με την προβλεπόμενη αμοιβή και ασφαλιστική και φορολογική τακτοποίηση, σύμφωνα με τη συμβατική της υποχρέωση, γεγονότα που έπρεπε να προκύπτουν από συγκεκριμένα στοιχεία των φακέλων παρακολούθησης του έργου (προγράμματος κατάρτισης) και δεν υπήρχε υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να τα ζητήσει εκ των υστέρων, ενώ προφανώς δεν υπήρχαν αφού δεν προσκομίσθηκαν ούτε και με την υποβολή των αντιρρήσεων.. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και σήμερα δεν προκύπτει, με βάση αποσπασματικά στοιχεία που προσκομίζονται, κατά τα προαναφερόμενα, στο δικαστήριο, η πλήρης και πιστή τήρηση των προβλέψεων της ένδικης σύμβασης. Αυτό γιατί ούτε η κατάσταση ονομάτων που ενσωματώνει στην προσφυγή της η προσφεύγουσα αποτελεί απόδειξη πραγματοποίησης πρακτικής άσκησης συγκεκριμένων ατόμων, ούτε όμως μεμονωμένα αντίγραφα ΑΠΔ, που αναφέρονται σε απασχόληση συγκεκριμένων προσώπων σε συγκεκριμένη επιχείρηση, αποδεικνύουν ότι πράγματι στα άτομα αυτά, ανεξάρτητα από ενδεχόμενη απασχόληση τους, καταβλήθηκαν οι νόμιμες αμοιβές κλπ. ασφαλιστικές υποχρεώσεις, όπως απαιτείται από τη σύμβαση. Αντίστοιχες διαπιστώσεις και παρατυπίες υπήρξαν στην καταβολή σχετικού προσαυξημένου επιδόματος για άτομα που παραπέμφθηκαν από τον ΟΑΕΔ ως ΕΚΟ, που τελικά, όπως περιγράφεται συγκεκριμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, πληρώθηκαν καθυστερημένα κατά τα έτη 2009 και 2010. Οσα προβάλλονται από την προσφεύγουσα για ασάφεια και σύγχυση σχετικά με τα άτομα που δικαιούνταν το εν λόγω προσαυξημένο επίδομα προβάλλονται αόριστα και, πάντως, αναπόδεικτα, ενώ προφανώς δεν είχε η προσφεύγουσα την ευχέρεια να κρίνει ποια άτομα υπάγονται σε κατηγορία ΕΚΟ και ποια όχι. Ενόψει της αντισυμβατικής αυτής συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, δηλαδή της πλημμελούς τήρησης των υποχρεώσεων της και των στοιχείων που απαιτούνταν για την πιστοποίηση της καταβολής των αμοιβών των πιο πάνω προσώπων (εκπαιδευτών και επιχειρήσεων πρακτικής), την απασχόληση των ανέργων (και την πληρωμή τους) και μάλιστα στο ύψος ημερομισθίων και χρονική διάρκεια που προβλέπει η σύμβαση, γεγονότα που συνιστούν παραβίαση των άρθρων 5, 6 και 8 της σύμβασης, και δημιουργούν, λόγω της σοβαρότητας τους, αντικειμενική αδυναμία πιστοποίησης της ολοκλήρωσης του ένδικου έργου και αδυναμία παραλαβής του, ορθά και νόμιμα, με βάση τις προβλέψεις της ένδικης σύμβασης έγινε καταγγελία αυτής, κατ` εφαρμογή του άρθρου 10.3.4. α και γ, περαιτέρω δε αποφασίσθηκε η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης και αποφασίσθηκε η ανάκτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντος του ποσού των καταβληθέντων στην ανάδοχο α και β δόσεων χρηματοδότησης, ύψους 587.520 ευρώ. Ολοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί που προβάλλονται ως προς τα ζητήματα αυτά από την προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, μαζί με τον ισχυρισμό για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή για προσβολή του δικαιώματος στην περιουσία ή για τη δυνατότητα επιβολής ηπιότερων μέτρων. Αυτό γιατί, στην ένδικη σύμβαση, προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή υλοποίηση των προγραμμάτων που είχαν ανατεθεί - και που ήταν σημαντικού οικονομικού αντικειμένου - και, επομένως, η ορθή διαχείριση των εθνικών και κοινοτικών πόρων, προβλέφθηκε διενέργεια ελέγχων σε όλα τα στάδια των υποέργων, τήρηση αυστηρών διαδικασιών παρακολούθησης και ελέγχου από την προετοιμασία εως την ολοκλήρωση τους, που συνεπάγεται και την εξόφληση τους, καθώς και η πλήρης αιτιολόγηση όλων των δαπανών που θεωρούνται ως επιλέξιμες.(...)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινόμενη προσφυγή ως αβάσιμη και να καταπέσει το καταβληθέν παράβολο υπέρ του δημοσίου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων, ότι πρέπει να απαλλαγεί η προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα. (άρθρ. 275 του ΚΔΔ).