1999/70/ΕΚ
Τύπος: Οδηγίες - Κανονισμοί Ε.E.
Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
1999/70/ΕΚ
Οδηγία του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με την συμφωνά πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου
Υπόθεση C-614/2015
Διάταξη του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 21ης Σεπτεμβρίου 2016. Rodica Popescu κατά Direcția Sanitar Veterinară și pentru Siguranța Alimentelor Gorj. Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου – Βοηθός κτηνίατρος στον τομέα των κτηνιατρικών υγειονομικών ελέγχων – Δημόσιος τομέας – Ρήτρα 5, σημείο 1 – Μέτρα για την πρόληψη της καταχρήσεως των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου – Έννοια των “αντικειμενικών λόγων” που δικαιολογούν τις συμβάσεις αυτές – Αντικατάσταση κενών θέσεων εν αναμονή ολοκληρώσεως διαγωνισμών.
ΥΠΟΘΕΣΗ C-190/2013
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 13ης Μαρτίου 2014
«Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP — Πανεπιστήμια — Συνεργαζόμενοι καθηγητές — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Ρήτρα 5, σημείο 1 — Μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ορισμένου χρόνου — Έννοια των “αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν τις συμβάσεις αυτές” — Ρήτρα 3 — Έννοια της “συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου” — Κυρώσεις — Δικαίωμα αποζημιώσεως — Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου»
Στην υπόθεση C-190/13, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Social no 3 de Barcelona (Ισπανία) με απόφαση της 4ης Απριλίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Απριλίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης
C-2012/2004
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται: 1) Η ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δικαιολογείται από το γεγονός και μόνον ότι προβλέπεται σε γενική νομοθετική ή κανονιστική διάταξη κράτους μέλους. Αντιθέτως, η έννοια των «αντικειμενικών λόγων» κατά την εν λόγω ρήτρα απαιτεί να δικαιολογείται η χρήση αυτού του ειδικού τύπου σχέσεων εργασίας, όπως προβλέπεται στην εθνική ρύθμιση, από την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων που άπτονται, μεταξύ άλλων, της σχετικής δραστηριότητας και των συνθηκών ασκήσεώς της.2) Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία θεωρεί ότι μόνον οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 εργασίμων ημερών πρέπει να θεωρούνται «διαδοχικές», υπό την έννοια της εν λόγω ρήτρας.3) Υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει την έννοια ότι, εφόσον η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους δεν περιέχει, στον συγκεκριμένο τομέα, άλλο αποτελεσματικό μέτρο προς αποφυγή και, ενδεχομένως, προς επιβολή κυρώσεων για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη και πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές.4) Σε περίπτωση εκπρόθεσμης μεταφοράς στην έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους μιας οδηγίας και εφόσον δεν υφίσταται άμεσο αποτέλεσμα των σχετικών διατάξεων της οδηγίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της εν λόγω οδηγίας, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας αυτής, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνη προς τον σκοπό αυτό, για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.
ΜΠρΑθ/625/2007
Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου - Ορθός χαρακτηρισμός έννομης σχέσης - Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας -.
Υπόθεση C-364/07
Υπόθεση C-364/07: Διάταξη του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 12ης Ιουνίου 2008 (Αίτηση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως) — (Άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας — Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα — Έννοιες των διαδοχικών συμβάσεων και των αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση των συμβάσεων αυτών — Μέτρα για την αποτροπή καταχρήσεων — Κυρώσεις — Αντιμετώπιση, σε εθνικό επίπεδο, των διαφορών και καταγγελιών — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως σύμφωνης ερμηνείας)
Υπόθεση C-378/07 έως C-380/07
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 2009. Κυριακή Αγγελιδάκη και λοιποί κατά Οργανισμού Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ρεθύμνης (C-378/07), Χ...κατά Δήμου Γεροποτάμου (C-379/07) και ...κατά Δήμου Γεροποτάμου (C-380/07). Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνης - Ελλάς. Οδηγία 1999/70/ΕΚ - Ρήτρες 5 και 8 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου - Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα- Πρώτη ή μοναδική σύμβαση - Διαδοχικές συμβάσεις - Ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο - Υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων - Μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων - Κυρώσεις - Απόλυτη απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα - Συνέπειες της μη ορθής μεταφοράς μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο - Ερμηνεία σύμφωνη με την οδηγία. Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-378/07 έως C-380/07.
Υπόθεση C-586/2010
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2012 «Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Αντικειμενικοί λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων — Εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας δικαιολογείται η χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε περίπτωση προσωρινής αναπληρώσεως — Μόνιμη ή επαναλαμβανόμενη ανάγκη για αναπληρωματικό προσωπικό — Συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων που αφορούν την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου» Στην υπόθεση C‑586/10, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Γερμανία) με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ/182/2022
Όλες, δηλαδή οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου της ενάγουσας έφεραν εξ αρχής τα χαρακτηριστικά μίας ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` εφαρμογή των άνω διατάξεων των άρθρων 648 § 1 ΑΚ, 6 Ν. 765/1943 και 8 του Ν. 2112/1920, αφού αυτή τελούσε σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη της, είχαν τον χαρακτήρα της διαδοχικότητας και, τέλος, δεν υπαγορεύτηκαν από αντικειμενικούς λόγους, που δικαιολογούνταν από τη φύση τους, δηλαδή κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη και ο καθορισμένος χρόνος διάρκειάς τους έγινε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές. Επομένως, εφόσον η χρονική αφετηρία τους τοποθετείται προ της 17-4-2001, εφαρμοστέες τυγχάνουν εν προκειμένω οι παραπάνω διατάξεις και αυτές είχαν ήδη προσλάβει τον χαρακτήρα της ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τον οποίο διατήρησαν και μετά ταύτα, χωρίς αυτό να προσκρούει στις διατάξεις του άρθρου 103 § § 7 και 8 του Συντάγματος, μετά την αναθεώρησή τους αλλά ούτε και στην παραπάνω Οδηγία 1999/70/1999, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που εκτίθενται στην αρχή της παρούσας. Ως εκ τούτου, δεν καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις παραπάνω μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του πδ 164/2004. Σημειώνεται ότι, λόγω της συγχώνευσης του πραγματικού εργοδότη της ενάγουσας, νπδδ με την επωνυμία «Πνευματικό Κέντρο Δήμου …..», στο εναγόμενο, το τελευταίο, υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εκ της προαναφερθείσας σύμβασης εργασίας της, ενώ και οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που το ίδιο συνήψε με αυτήν, υποδηλώνει πέραν της εξυπηρέτησης της παραπάνω πάγιας και διαρκούς ανάγκης, που κατέστη πλέον ανάγκη του ιδίου, μετά τη σύστασή του, τη συνέχεια της εργασιακής σχέσης της, και αυτό υποχρεούτο έκτοτε να την απασχολεί υπό τους ίδιους όρους. Η κρίση αυτή, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, δεν θεμελιώνεται απλώς και μόνον στο γεγονός ότι το εναγόμενο ανέλαβε, κατά τον ιδρυτικό του σκοπό, την ίδια δραστηριότητα με εκείνη της προαναφερθείσας δημοτικής επιχείρησης, αλλά στο ότι η σχέση εργασίας που τη συνέδεε την ενάγουσα με αυτό μετά το 2014 αποτελεί ουσιαστικά συνέχεια της εργασιακής σχέσης της με τη δημοτική επιχείρηση, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τον νόμο αλλά και εκτιμώντας το αποδεικτικό υλικό, κατέληξε στην ίδια κρίση αν και με ελλιπή αιτιολογία, που συμπληρώνεται από την αιτιολογία της παρούσας, και πρέπει όλοι οι λόγοι έφεσης, με τους οποίους το εκκαλούν πλήττει την εκκαλουμένη για την κρίση της αυτή, διατεινόμενο ότι πραγματικός εργοδότης της ενάγουσας ήταν ο εκάστοτε φορέας απασχόλησής της (α΄λόγος), ότι οι συμβάσεις αυτές εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες ανάγκες και γι’αυτό έφεραν τα χαρακτηριστικά των συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου (β΄λόγος), ότι δεν κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες (γ΄λόγος), και ότι η κρίση αυτή της εκκαλουμένης αντιβαίνει στις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και των διατάξεων του Συντάγματος (δ΄λόγος), να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
ΑΠ/20/2007
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:Σύμβαση εργασίας. Διάκριση μεταξύ ορισμένου και αορίστου χρόνου. Η σύναψη συνεχομένων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου καθιστούν αυτή ως αορίστου με τις νόμιμες συνέπειες λύσης της. Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με το δημόσιο για την κάλυψη πρόσκαιρων αναγκών. Κρίση ότι υπό το καθεστώς του άρ. 103 Σ οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου με το δημόσιο δεν μετατρέπονται σε αορίστου. Η θέση αυτή είναι σύμφωνη και με το κοινοτικό δίκαιο. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ότι οι συνεχείς συμβάσεις ορισμένου χρόνου καθίστανται αορίστου. Αντίθετη γνώμη μειοψηφίας. (Αναιρεί τη 9518/2005 ΜΠρΑθ - Ασφαλιστικά μέτρα) - (Ομοια η 19/2007 ΑΠ(ΟΛΟΜ)).